Οι θησαυροί ενός ναυαγίου (1)



Ξεκινάς μια ακόμα προσπάθεια, με όλη τη διάθεση για προσφορά. Περιμένεις να συναντήσεις υφάλους (μα και να οδηγηθείς υφ’ άλλους…), περιμένεις να είναι μακρύ το ταξίδι (μα και να σε λογχίσουνε με ξύδι), περιμένεις τη σύγκρουση (μα και την παράκρουση), περιμένεις… και τί δεν περιμένεις! Η πραγματικότητα όμως πολλές φορές ξεπερνά (άλλοτε με θετικό πρόσημο και άλλοτε με αρνητικό) την προσδοκία (και έτσι γεννά την αγωνία). Και αυτή η υπέρβαση της προσδοκίας ή η αποδοχή της μη πραγμάτωσής της, είναι που συμβατικά βαφτίζουμε ως πραγματικότητα. Βέβαια, δεν είναι τίποτε άλλο από μια ακόμα θε(ατρικ)ότητα… 


Χώρος: Τμήμα Επειγόντων. 
Ρόλος: (Ας πούμε) Ειδικευόμενος Παθολογικού Τομέα. 
Σκηνή 1: 

Γυναίκα ρώσικης καταγωγής, γύρω στα 40, αλκοολική, προσέρχεται λόγω εμέτων και υπερκατανάλωσης αλκοόλ, μετά από μια πολύμηνη προσπάθεια απεξάρτησης από αυτό το ρημάδι. Την προσεγγίζω, την εξετάζω, διαπιστώνω ότι ξερνοβολά ασταμάτητα και ότι έχει έντονο επιγαστρικό άλγος. Καθώς ξερνά πολλές φορές, της κρατώ το χέρι. Ένα χέρι που στον καρπό του, έχει πολλές φορές υποστεί την κοφτερή λεπίδα ενός μαχαιριού στα πλαίσια προσπαθειών αυτοκτονίας. Τώρα τα ερωτήματα «ποιο χέρι όπλισε το μαχαίρι» ή «ποιών ονείρων ά-καρπος δρόμος κατέληξε στης ζωής τα αδιέξοδα», τα αφήνω να σκεπάζονται κάτω από τους βρυχ-ηθμούς του αντανακλαστικού του εμέτου της κοπέλας και κάτω από τους παρωχημένους ηθικούς ηθμούς μιας εμετικής κοινωνίας. Όμως, εκείνη την ώρα έρχεται ένας ειδικός ιατρός! Την γνωρίζει. Την έχει ξανανοσηλεύσει και ενώ τη βάζει σε ύπτια θέση, τη χαϊδεύει στο μάγουλο (θαυμάζω την προσέγγισή του) καρτερικά και τη ρωτάει «ξαναήπιες;», ενώ εκείνη γνέφει με το κεφάλι της καταφατικά. Και τότε ιδού! ο ειδικός αρχίζει και της ρίχνει δυνατά χαστούκια λέγοντάς της «γιατί σ’ αρέσει να σέρνεις το σώμα σου στην αυτοκαταστρφοή»; Εκείνη, ξεσπά σε λυγμούς και αρχίζει πάλι να ξερνά (αδιάφορο τί ξερνά, αν πρόκειται δηλαδή για λέξεις από το στόμα ή για γαστρικά υγρά, καθώς το ερέθισμα του ξεράσματος είναι αυτό που μετρά και στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το ίδιο: η βία). Πετάγομαι αλαφιασμένος και φωνάζω στον ειδικό, κάτι μη ειδικό, «μα δεν τη βλέπετε ότι πάσχει;». Η απάντησή του ειδικού πάλι ειδική, πώς θα μπορούσε να ήταν άλλωστε: «Μόνο με τη δύναμη σπάει κάτι τόσο δυνατό!». Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα, σηκώνει το βλέμμα της πάνω μου, και έχω την αίσθηση ότι ιχνηλατώντας ανάστροφα το δρόμο των δακρύων της (τον πρόδιδε εξάλλου το παρασυρμένο κατάμαυρο μεϊκ-άπ της), αντίκρισα δυο μικρές λάμψεις μέσα στις κόρες των ματιών της, σαν δυο μαργαριτάρια του βυθού, που μόλις ελάχιστα σου φανερώνονται αν είσαι τυχερός και τις υπόλοιπες ατελείωτες ώρες κρύβονται καλά μέσα στο σκληρό τους κάλυμμα… 





Χώρος: Καρδιολογική Κλινική. 
Ρόλος: (Ας πούμε) Ειδικευόμενος Καρδιολογικής. 
Σκηνή 2: 

Θάλαμος 2ος: Άνδρας ηλικιωμένος με τελικού σταδίου καρδιακή ανεπάρκεια, σιγολιώνει και το ξέρει, αδυνατώντας να του προσφέρουμε λίγη ακόμα ελπίδα σωτηρίας. Οιδήματα παντού, η σάρκα του όλη -άλλοτε σφριγηλή- τώρα εκρέει τους σάπιους χυμούς της, οι πνεύμονες πνίγονται από τις ίδιες τους τις εκκρίσεις και ο ίδιος να δυσπνοεί στην παραμικρή προσπάθεια κίνησης. Πρόσωπο ανέκφραστο. Βλέφαρα σταθερά σφαλιστά. Ο εγκέφαλος όμως; Αχ, αυτός ο εγκέφαλος από εκεί ψηλά τα πανθ’ ορά… «Είσαι λίγο καλύτερα κύριε Θεόφιλε;». «Τον κακό μου τον καιρό είμαι» ίσα που μόλις αρθρώνει ξέπνοα. «Βάστα κύριε Θεόφιλε, πάμε καλύτερα» και του αγγίζω το γόνατο. «…για ζτον αγστο…» («Παρηγοριά στον άρρωστο»), αντιλαμβάνομαι με μια χρονοκαθυστέρηση. «Κύριε Θεόφιλε, έχεις δώσει πολλές μάχες και τις έχεις κερδίσει, βάστα λίγο ακόμα». Και τότε, βλέπω τη δεξιά γωνία των χειλιών του να σπαρταρά και να κουνιέται σε έναν σχηματισμό που θύμιζε κάτι από χαμόγελο ή με μπόλικη φαντασία, με την μυτερή πλώρη ενός πολεμικού καραβιού που σχίζει τα κύματα μιας θαλασσοδαρμένης νύχτας με αβέβαιο το πού θα ξημερώσει… 





Χώρος: Τμήμα Επειγόντων. 
Ρόλος: (Ας πούμε) Ειδικευόμενος Παιδιατρικής. 
Σκηνή 3: 

Ώρα περίπου 04:00’ ξημερώματα πάνω που πάω να από-συρθώ στα ιδιαίτερά μου κλινοσκεπάσματα. Προλαβαίνει η πόρτα και ανοίγει, είναι ένας μπαμπάς που κρατά αγκαλιά τη μαμά η οποία κρατά αγκαλιά την κορούλα τους 5,5 ετών και όλοι μαζί έντρομοι εισβάλλουν. Το παιδάκι φαίνεται ότι δυσπνοεί, προσπαθεί να πάρει ανάσα και ακούγεται σαν γρύλισμα σκύλου και ο πατέρας φωνάζει «Γρήγορα, έναν παιδίατρο!». Στιγμιαία περνά από το μυαλό μου η σκέψη ότι απόψε ούτε παιδίατρο έχουμε, ούτε ακτινολόγο, ούτε μικροβιολόγο και τυγχάνει εγώ να είμαι σε μια Καρδιολογική Κλινική χωρίς ειδικό, κάνοντας τον παθολόγο, κοινώς ήθελα να του πω «ξέρεις πού ήρθες άνθρωπέ μου;» αλλά το ίδιο στιγμιαία επανήλθα στην πραγματικότητα. Τι θα καταλάβαινε ο πατέρας από τέτοιες δικαιολογίες… Εκείνη την ώρα το παιδί του, είχε οξεία λαρυγγίτιδα, βρογχόσπασμο και κινδύνευε. Στον κίνδυνο πάνω δεν χωρούν δικαιολογίες, παρά μόνο πράξεις, γενναίες πράξεις και θάρρος. Βουτάμε το παιδί το πάμε στην παιδιατρική κλινική και του κάνουμε εισπνεόμενη αδρεναλίνη… Η μικρή να έχει γουρλώσει τα μάτια της στη μάνα της και εκείνη στα μάτια της μικρής, ο πατέρας να κοιτά πότε εμένα πότε την οικογένειά του με μεγάλη αγωνία και εγώ να κοιτώ πότε αυτούς και πότε μια εικόνα του Χριστού πάνω από το κεφαλάκι της μικρής. Ποιον ειδικό να καλέσεις τέτοια στιγμή για βοήθεια, αναρωτιέμαι όταν τριγύρω δεν υπάρχει κανείς; «Γιατρέ μήπως να πάμε Κοζάνη»; Με ρωτά με έναν τόνο που μου ακούστηκε ίσως και απειλητικός από τον πατέρα. «Δεν μπορείτε να φύγετε έτσι όπως είναι, ούτε 100 μέτρα δεν μπορεί να πάει η μικρή. Περίμενε λίγο να δούμε πώς θα ανταποκριθεί». Η μικρή άρχισε να ηρεμεί και εγώ ακόμα πιο πολύ. Άρχισα να της μιλώ «Κωνσταντίνα, στόλισες δέντρο στο σπίτι;» μα αυτή γύρισε το πρόσωπό της στην αντίθετη πλευρά από τη δική μου. «Φοβάται» μου είπε σιγανόφωνα η μητέρα και συμπλήρωσε «Αύριο θα στολίζαμε, αλλά μας βρήκε αυτό». Ξαναρωτώ τη μικρή «Πόσο χρονών είσαι βρε»; Εκείνη πάλι γυρισμένο το κεφάλι και τσιμουδιά. «Μίλησέ μου να ακούσω τη φωνούλα σου βρε Κωνσταντίνα»! της λέω χαϊδευτικά. «Ού ου» μουγκρίζει η μικρή, υπονοώντας "όχι" και τουλάχιστον ξέρω ότι ο λάρυγγας έστω και λίγο άνοιξε. Δράττομαι της ευκαιρίας και ρωτώ «Τι δώρο θες να σου φέρει ο Άι-Βασίλης»; Και τότε, 05:00 της νυχτός, από τα πλάγια όπως είχε γυρίσει το προσωπάκι της, διακρίνω ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται και να τεντώνει μέχρι τα μαγουλάκια της και μετά ακούω μια λεπτή και βραχνή φωνούλα να βγαίνει από την ψυχούλα της: «ένα αδερφάκι!». Και τα πρόσωπα όλων μας γέμισαν χαρά. Κοιτάω έξω από το παράθυρο του εξεταστικού δωματίου, χιόνιζε. Λες να δούμε άσπρη μέρα; αναρωτήθηκα και ασυναίσθητα κοίταξα την εικόνα του Χριστού πάνω από το κεφαλάκι της μικρής…



Χώρος: Καρδιολογική Κλινική. 
Ρόλος: (Ας πούμε) Μαθητευόμενος Κλόουν. 
Σκηνή 4: 

Βάζω εισαγωγή έναν παππού από Αλβανία, που δεν μιλούσε γρι ελληνικά, με παραμελημένη βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, τέτοιου βαθμού που δεν μπορούσε ούτε καν να ξαπλώσει εδώ και έναν μήνα περίπου, οπότε την έβγαζε τα βράδια καθιστός σε μια καρέκλα. Πάω να τον δω για να του εξηγήσω ότι πρέπει να συλλέγει τα ούρα του μέσα σε ένα δοχείο. Τον βρίσκω να δυσπνοεί παρά το οξυγόνο που του παρείχαμε, πάντα σε καθιστή θέση. Άρχισα να του εξηγώ διάφορα, του φαίνονταν μάλλον αδιάφορα… Προφανώς δεν καταλάβαινε. Δίπλα του είχε ένα μικρό μπουκάλι με νερό. Αρχίζω λοιπόν να κάνω χειρονομίες δείχνοντάς του πώς θα έπρεπε να συνδυάσει τα γεννητικά του όργανα και το μπουκάλι! Φαίνεται όλες αυτές τις κινήσεις του φάνηκαν τόσο αστείες που άρχισε να γελά έντονα, τόσο έντονα μάλιστα, που νόμιζα ότι θα μου μείνει από την έτσι και αλλιώς έλλειψη οξυγόνου… Δίπλα ένας άλλος παππούς, με καρδιακή ανεπάρκεια και αυτός, ξύπνησε από τους ήχους και άρχισε να γελά μαζί, έτσι χωρίς λόγο! Δεν μπορούσα παρά να μην γελάσω και εγώ με τα όσα η γλώσσα του σώματος κοινωνεί, όταν η γλώσσα του στόματος αδυνατεί… 



Ώρες ώρες σκέφτομαι αυτές τις τόσα δα μικρές στιγμούλες που βιώνω εγώ σε αυτό το ναυάγιο που λέγεται ΕΣΥ και νοιώθω ότι πλέω σε πελάγη ευτυχίας ή ότι ανα-καλύπτω το πραγματικό χρυσάφι του κόσμου... Και αυτό είναι η μεγαλύτερη πληρωμή μου νομίζω.