Το καρναβάλι τέλειωσε;



Η μάσκα και το εν γένει μασκάρεμα, πάντα κατείχαν ιδιαίτερη θέση στις κοινωνικές εκδηλώσεις του ανθρώπινου είδους. Από πολύ παλιά, ο άνθρωπος αρέσκεται να παίρνει μια μορφή διαφορετική από τη δική του, προσπαθώντας μέσα από αυτήν την κίνηση να περάσει ένα μήνυμα και να επιτύχει ένα σκοπό.

Η Γνωστική Ανθρωπολογία και η Ανθρωπολογία των Συμβόλων και της Σκέψης, ερμηνεύει το φαινόμενο του καρναβαλιού, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας του ανθρώπινου μυαλού, αυτό της ανατροπής. Η μεταμφίεση, ανέκαθεν έδινε ευκαιρία στους ανθρώπους να εκφράσουν για μια σύντομη περίοδο, βαθειά ένστικτα, σκοτεινές ανάγκες, μύχιες σκέψεις, και όλα αυτά νόμιμα και χωρίς να παρεξηγούνται από κανέναν! Ήταν ευκαιρία λοιπόν, την περίοδο του καρναβαλιού, αυτό που μέχρι πριν ήταν το κατακριτέο ή το ανήθικο κοινωνικά, τώρα να φεύγει από τη σφαίρα του μεμπτού και για λίγο διάστημα, σαν ένα είδος αστεϊσμού, να μην ενοχλεί κανέναν! Έτσι, ο άντρας μπορεί να υποδυθεί τη γυναίκα και το αντίστροφο, ο δούλος και ο κατατρεγμένος μπορεί για σπάνια φορά στη ζωή του να εμφανιστεί ως ένα σημαντικό δημόσιο πρόσωπο, φαλλικά και εν γένει ερωτικά σύμβολα ξεπηδούν στην επιφάνεια, χωρίς να σοκάρεται κανείς και κυρίως χωρίς να είναι υπόλογος κανείς. Με λίγα λόγια αγαπητοί μου, η απόλυτη ανατροπή, ή πιο σωστά αν κάνουμε ανατροπή των γραμμάτων μέσα στην ίδια τη λέξη «ανατροπή», τότε μιλάμε για την απόλυτη αα-ντροπή, δηλαδή την παντελή έλλειψη ντροπής (το διπλό «αα» δηλώνει το μέγεθος της έλλειψης της ντροπής)!

Γιατί συμβαίνει όλο αυτό το τζέρτζελο; Μα γιατί άλλο φυσικά. Για την εκτόνωση του λαού, για την προσπάθεια να κατευθυνθεί η όλη δυναμική, ειδικά των υποδεέστερων, σε πιο εύσχημες αντιδράσεις και με πολύ λιγότερο κοινωνικό κόστος. Για φανταστείτε όλοι όσοι κάθε χρόνο πάνε στο καρναβάλι της Πάτρας, να διαδηλώνουν στην πλατεία Συντάγματος τι θα γινόταν… Έτσι, είναι αυτοί ήσυχοι, ότι κορόιδεψαν, ότι φώναξαν, ότι άσκησαν την κριτική τους απέναντι στους ιθύνοντες, μα και οι ιθύνοντες ήσυχοι και απυρόβλητοι στις ζεστές θεσούλες τους, να συνεχίζουν να κάνουν καλά αυτό το ένα και μοναδικό που ξέρουν να κάνουν: να δουλεύουν τον κόσμο ψιλό γαζί.

Ας παρακολουθήσουμε όμως ιστορικά το μασκάρεμα στην ελληνική επικράτεια από αρχαιοτάτων χρόνων, για να δούμε τι προσπαθούσαν να πετύχουν οι άνθρωποι που ήθελαν να υποδυθούν κάποιον άλλον.


Πρώτος σταθμός, 5ος αι. π.Χ. (όπου το π.Χ. = προ Χριστού) στη Ρόδο:

Ήταν μια μάνα, ονόματι Καλλιπάτειρα, κόρη του ξακουστού Διαγόρα, που αψήφισε και την ίδια της την ζωή για να παρακολουθήσει τον γιό της, Πεισίροδο να αγωνίζεται. Την εποχή αυτή απαγορευόταν η είσοδος παντρεμένων γυναικών στο στάδιο. Η Καλλιπάτειρα όμως, ατρόμητη, μεταμφιέστηκε σε άνδρα γυμναστή. Τόσο λαχταρούσε να παρακολουθήσει το γιο της να αγωνίζεται, να βρεθεί κι εκείνη στο πλάι του, στην μεγάλη αυτή στιγμή της ζωής του. Κανείς δεν αντιλήφτηκε το μυστικό της, μέχρι που ο Πεισίροδος νίκησε! Πώς να κρύψει την ευτυχία της; Επιφωνήματα χαράς βγήκαν από τα χείλη της, κι όλοι πια είδαν πως ο άνδρας γυμναστής δεν ήταν άλλος από την μητέρα του Πεισιρόδου! Σώπασαν οι κραυγές επιδοκιμασίας, γίνανε ψίθυροι και πλανήθηκαν σε όλο το Στάδιο. Όλοι γνώριζαν τους νόμους και την τιμωρία.





Οι Ελλανοδίκες έπρεπε να ανακοινώσουν την ποινή για την γυναίκα που ντύθηκε άνδρας για να μπει στο Στάδιο. Ποινή σε όσες γυναίκες δεν υπάκουαν στον νόμο αυτό, ήτανε το γκρέμισμά τους από το Τυπαίον όρος. Την Καλλιπάτειρα δεν την ένοιαζε κι αν πεθάνει. Είδε το παιδί της με τα ίδια της τα μάτια να στέφεται νικητής, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, κι αν το τίμημα γι’’αυτήν την ανείπωτη χαρά ήταν ο θάνατος, ας πέθαινε ευχαρίστως. Μόνον ο Πεισίροδος την κοίταζε θλιμμένος. Θα μπορούσε να δώσει πίσω κι αυτό το ίδιο το στεφάνι ελιάς και τη νίκη που χρόνια τώρα ονειρευόταν, για να ζήσει η αγαπημένη του μητέρα. Οι σοφοί Ελλανοδίκες δεν μπορούσαν να πάρουν απόφαση. Πότε κοιτούσαν τον ουρανό, μήπως λάβουν κάποιο σημάδι από τους Θεούς, πότε κοιτούσε ο ένας τον άλλον αμήχανα. Ώσπου ο γεροντότερος και πιο σοφός εμίλησε: - «Αυτή η γυναίκα κρατάει από τρανή γενιά. Κόρη του ενδόξου Διαγόρα, μάνα και θεία Ολυμπιονίκη. Στις φλέβες της κυλάει αίμα ευγενικό, κι αυτή η ανδρειοσύνη την έκανε να παραβεί τον Νόμο, γνωρίζοντας καλά την τιμωρία. Προτείνω λοιπόν να της δοθεί χάρισμα. Ελπίζω κι εσείς να συμφωνήσετε.» Όλοι συμφώνησαν. Αλαλαγμοί χαράς ακουγόντουσαν από όλο το Στάδιο. Το πλήθος μακάριζε μάνα και γιό!

Η ιστορία με το όμορφο αυτό τέλος ειπώθηκε από στόμα σε στόμα σε πολλές γενιές. Δίδαξε το θάρρος και την ανδρειοσύνη μιας Ελληνίδας, που τόσο πονοκεφάλιασε τούς Ελλανοδίκες, ώστε εξ αιτίας της ορίστηκε για όλους τούς επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες να αγωνίζονται γυμνοί οι αθλητές, για να μην μπορέσει άλλη γυναίκα να κρυφτεί.

Επίσης, έδωσε έμπνευση στον Λοράντζο Μαβίλη να γράψει το ομώνυμο σονέτο του:




Καλλιπάτειρα

"Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε". "Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα, Ολυμπιονίκες.

Να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκες.

Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντριάς τ' αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σ’ αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός τ’ αθάνατου Πινδάρου."

(Λορέντζου Μαβίλη)



Δεύτερος σταθμός,
ο κερκυραϊκός μεσαίωνας:

Εκεί συναντούμε το τραγούδι του «Γαζιανάκη». Πρόκειται για ένα παλιό δημοτικό τραγούδι της Κέρκυρας, με 15σύλλαβους στίχους, στα πρότυπα πολλών μεσαιωνικών ποιημάτων και τραγουδιών. Η υπόθεση του τραγουδιού του «Γαζιανάκη», αναφέρεται στον ακαταμάχητο πόθο ενός νέου για μια κοπέλα που δεν μπορούσε, με τα αυστηρά ήθη της εποχής, να τη συναντήσει και... "να την πλανέψει". Για να το επιτύχει, ντύθηκε γυναίκα, ακολουθώντας το πονηρό σχέδιο μιας γριάς που "τον ορμήνεψε". Η μεταμφίεση του «Γαζιανάκη» σε γυναίκα, σύνδεσε το χορευτικό ποίημα με την περίοδο του καρναβαλιού, δίνοντας την ευκαιρία σε άντρες και γυναίκες να απελευθερωθούν για λίγο από τις δεσμεύσεις των αυστηρών ηθών και κανόνων κοινωνικής ζωής και να τραγουδήσουν με πάθος και χαρά την ιστορία που θέλει το ζευγάρι να κάνει του... "ύπνου τα κανάκια" (ερωτικά παιχνίδια) στο κρεβάτι τση Μαριώς, με τα χρυσοκεντημένα σεντόνια.



Τέλος, τρίτος σταθμός
το 2012 π.Χ. (όπου το π.Χ. = προ Χρεοκοπίας):

Συναντάμε ανθρώπους που μασκαρεύονται επί πολλά χρόνια, κυβερνόμενοι από άλλους και πολλούς μασκαράδες. Αποτέλεσμα; Όλοι αυτοί οι μασκαρεμένοι άνθρωποι,


να ξεχνούν τα γονικά τους, τις ταλαιπωρίες, τις ελλείψεις και τις κακουχίες που πέρασαν κάποτε οι παλαιότεροι, και


με αξεπέραστη ξεφτίλα, να μασκαρεύουν με τον ίδιο τρόπο τα παιδιά τους και τελικά να τα καταντάνε ζητιάνους.


Αυτοί, φάγανε, φάγανε, φάγανε, ξαναφάγανε, και άλλοι θα πληρώσουν ζητιανεύοντας…


Εν έτη 2012 λοιπόν αγαπητοί μου, κάποιοι που βρίσκονται ανάμεσα σε τόσους μασκαράδες, νοιώθουν τόσο ξένοι.



"Είμαι ξένος"
Στίχοι, Μουσική, Εκτέλεση:
Νίκος Πορτοκάλογλου


είμαι ξένος, είμαι άστεγος,
δίχως μύθο, δίχως μάσκα...


Ο λόγος είναι ότι τί και αν τελείωσε το καρναβάλι; Κάποιοι εξακολουθούν να αγοράζουν μάσκες από το παζάρι της τύχης μας και να μασκαρεύονται, υποδυόμενοι τους σωτήρες μας…


"Μάσκες"
Στίχοι, Μουσική: Βαγγέλης Γερμανός
Ερμηνεία: Μίλτος Πασχαλίδης



το κρναβάλι τέλειωσε και αυτοί,
μάσκες πουλάνε στο παζάρι...



Λοιπόν, τι σημαίνει άραγε το καρναβάλι;



Δυο πόρτες έχει η ζωή



Είναι αυτός ο τόπος τόσο αντιφατικός… Νομίζω είναι χωρισμένος στα δυο: σε αυτούς που ενεργούν και σε αυτούς που παθαίνουν (και πιθανότατα πεθαίνουν εξαιτίας αυτού που παθαίνουν).

Είναι κάποιοι που ενεργούν όπως τους καπνίσει, και μέσα από την ασφάλεια της αμαξάρας τους δεν προσέχουν ποτέ -και φυσικά δεν σέβονται ποτέ- τους δικυκλιστές! Αποτέλεσμα; Οι τελευταίοι, χωρίς να φταίνε, έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάθουν κάτι, καθώς είναι πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο… Κοινώς, είναι εντάξει απέναντι στον ΚΟΚ, αλλά αυτοί την πατάνε και την παθαίνουν, αν γίνει καμιά στραβή… Άλλοι κάνουν τη μαλακία, οι μηχανόβιοι την πληρώνουν. Συμπέρασμα; Παράτα τη μηχανή σου λένε όλοι και πάρε αμάξι, να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο! Ούτε λόγος για το αν αγαπάς τις μηχανές, ούτε λόγος για το ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΙΣΟ δικαίωμα που έχεις και εσύ και ο αμαξόβιος να κυκλοφορείτε στους ίδιους δρόμους με την ίδια ασφάλεια. Αυτοί ενεργούν, εσύ την παθαίνεις. Ή αλλιώς είσαι παθητικός δέκτης των επιπτώσεων της ενέργειας των άλλων. Φυσικά, ο νόμος είναι ανύπαρκτος για να σε προστατέψει.

Είναι κάποιοι που ενεργούν προβάλλοντας το πρότυπο του βαρβάτου άνδρα και καπνίζουν απ’ το στόμα, απ’ τ’ αυτιά και από κάπου αλλού που δεν θέλω να πω, ακριβώς δίπλα σου, στο ίδιο μπαρ που έχεις πάει και εσύ να ακούσεις ωραία μουσική, και όλως τυχαίως και περιέργως, ο φάκεν καπνός έρχεται όλος πάνω σου. Οι τύποι αυτοί εννοείται ότι δεν σέβονται το ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΙΣΟ δικαίωμά σου να πηγαίνεις σε μπαρ, εστιατόρια και χώρους που γουστάρεις για να πιεις ένα ποτό και να ακούσεις όμορφη μουσική. Όπως φυσικά δεν σε σέβονται και οι καταστηματ-άρχιδ-ες που διευθύνουν αυτά τα μαγαζιά και επιτρέπουν στον κάθε τύπο να εξαργυρώνει την βαρβατίλα του μέσα από τον καπνό και το ουίσκι. Αυτοί ενεργούν -κυριολεκτικά- όπως τους καπνίσει, και εσύ παθητικός δέκτης του καπνού τους, είσαι ξανά στην άλλη όχθη: αυτού που παθαίνει και όχι αυτού που ενεργεί. Ξανά, είσαι παθητικός δέκτης των επιπτώσεων της ενέργειας των άλλων. Φυσικά, ο νόμος είναι ανύπαρκτος να σε προστατέψει.

Είναι κάποιοι που ενεργούν μέσα από σκοτεινές και περίεργες διαδικασίες, ώστε να πλουτίσουν, αδιαφορώντας αν οι κινήσεις τους αυτές, βλάπτουν ένα ολόκληρο λαό. Διότι αυτοί οι τύποι, τυγχάνει να είναι βουλευτές, κυβερνήτες, άνθρωποι της πολυπληθούς διοικήσεως, κάποιου ΙΚΑ ίσως, αξιωματούχοι (κατά το εκατομμυριούχοι ένα πράμα) και λοιποί παρατρεχάμενοι, που με τις πράξεις τους, προκαλούν σε κάποιους άλλους να πάθουν κάτι – σπάσιμο νεύρων, διάψευση ελπίδων και ονείρων, εγκεφαλικό, προδοσία, κάτι τέλος πάντων από όλα αυτά. Για μια ακόμη φορά, κάποιοι ενεργούν και κάποιοι παθαίνουν, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση, δεν παθαίνουν απλώς, αλλά πεθαίνουν κιόλας. Από πείνα, κρύο, ψυχικές διαταραχές… Φυσικά, να μην επαναλάβουμε τα περί του ανύπαρκτου νόμου…

Και όμως, όλες αυτές οι μικρές αλληλεπιδράσεις ενεργούντος και παθούντος, αναπτύσσονται σε ένα τόσο υπέροχο μέρος. Απίστευτης ομορφιάς. Καταγάλανου ουρανού. Ασυννέφιαστου ουρανού. Απέραντου γαλάζιου και μαγευτικού πράσινου, σε όλη του την επικράτεια. Όπου και αν κοιτάξεις πάλι θα δεις δυο χρώματα να κυριαρχούν, χωρίζοντας την φυσική ομορφιά ξανά στα δυο: γαλάζιο και πράσινο! Σαν να υπάρχει εκ φύσεως αυτός ο διχρωματισμός-δικομματισμός, του γαλάζιου και του πράσινου βρε αδερφέ!

Σήμερα, ήταν μια υπέροχη ημέρα. Μετά από πολύ καιρό. Ο ουρανός πεντακάθαρος, όπως η συνείδηση λίγων σε τούτη τη χώρα. Η θάλασσα, καθρέφτης του ουρανού, εξέπεμπε ηρεμία, όπως η ζωή -πάλι- λίγων σε τούτη τη χώρα.

Και το ερώτημα που προκύπτει αν αναλογιστείς όλα αυτά γύρω σου, έχει πάλι δυο μόνο απαντήσεις:

-Τι κάνω εγώ απέναντι σε όλο αυτό το μπουρδέλο;

-Σηκώνομαι και φεύγω, γιατί δεν τους αντέχω, τους βαρέθηκα, δεν τους μπορώ; Ενεργώ δηλαδή με αυτόν τον τρόπο;

ή

-Κάθομαι και δίνω τη δική μου μάχη, με ό,τι έχω και όσο αντέχω, γιατί δεν θέλω να χάσω τα ωραία που έχει αυτός ο τόπος; Μένω δηλαδή, σε θέση αμυνόμενου, να συνεχίζω να παθαίνω τις επιπτώσεις όλων των υπολοίπων που συνεχίζουν να ενεργούν με βλακώδη τρόπο; Μένω δηλαδή, να απορροφώ την ενέργεια των υπολοίπων, στραπατσάροντας όνειρα, προσδοκίες, ικανότητες (αν υπάρχουν κάποιες) και την μέχρι τώρα πορεία;


Εντελώς τυχαία, σήμερα, αναλογιζόμενος όλα αυτά, σε μια μικρή εκδρομή που πήγα στο βουνό του Παντοκράτορα, εδώ στην Κέρκυρα (ίσως σε μια προσπάθεια να μάθω από αυτόν που τα Πάντα κρατεί, την απάντηση στο ερώτημά μου), βρήκα δυο σημάδια, που ίσως μου δείχνουν το δρόμο:


Το ένα ήταν ο επίλογος του "Μονογράμματος" του Ελύτη και οι εικόνες που γεννοβολά:

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στην θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες τον Παράδεισο.


Το δεύτερο, ήταν ένα πανέμορφο λουλουδάκι που συνάντησα μπροστά μου, που με μάγεψε με την καλλιτεχνική του λεπτομέρεια, τη συνύπαρξη χρωμάτων και την στωικότητα που υπέμενε όλα αυτά που γίνονται γύρω μας. Όμοιό του, πραγματικά δεν έχω ματαντικρύσει αδέρφια... Απολαύστε γραμμή...



Γυρίζοντας σπίτι, δυο συναισθήματα αναγνωρίζω να παλεύουν μέσα μου:

μαγεμένος από την ελληνική φύση,
και
απογοητευμένος από την εσωτερική φύση των Ελλήνων...


"Δυο πόρτες έχει η ζωή"
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιανοπούλου
Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου





Αν όλα τα παιδιά της γης πιάναν τους πολιτικούς απ' το λαιμό



Ένας Μονεμβασίτης, από τα μέρη που μεγάλωσα, συναντά έναν βέρο Κυψελιώτη, από τα μέρη που έζησα καθ' όλη την παραμονή μου στην Αθήνα, (πιστεύοντας μάλιστα ακράδαντα κάποιες φορές ότι εγώ ήμουν το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη...), για να μιλήσουν σήμερα από κοινού για το γαϊτανάκι, που πλέκει τις καθημερινές ζωούλες μας. Το ωραίο είναι επίσης ότι στο παρακάτω βιντεάκι που βρήκα τυχαία, εντοπίζω τόση συσχέτιση με τη σημερινή κατάσταση (τα νούμερα που έχουν κυριεύσει τη ζωή μας, με τα οποία μετράμε τα κολυβοδίφραγκα που πλέον μας δίνουν, και που σαν τελικό αποτέλεσμα έχουν κάποιο... λάθος που ακόμα δεν το βρίσκουμε ή το ποιος είναι αυτός ο χοντρός που φταίει για την κατάντιά μας), που απορώ πραγματικά αν πρόκειται για ένα θεομπαιχτικό πρωθύστερο της τύχης ή όχι!!

Όπως και να έχει απολαύστε:


"Γαϊτανάκι - Κάπου την έχουμε πατήσει - Φταίει ο χοντρός"
στίχοι στο Γαϊτανάκι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική, Ερμηνεία: Λουκιανός Κηλαηδόνης



Εντυπωσιακή και με φοβερή αίσθηση του χιούμορ αυτή η αρχοντική μορφή της πλατείας Κυψέλης, που τον είχα απολαύσει να μαγεύει με το πιάνο του στο κέντρο αυτής της πλατείας μια αλλοτινή αποκριά, κάποια χρόνια πίσω... Τι θυμήθηκα τώρα...

Άντε, ας απολαύσουμε λίγο ανέμελα την υπέροχη ημέρα!


Υ.Γ.: Να σημειωθεί και να καταγραφεί πάρ' αυτα, ότι το "νέο" τραγούδι "Φταίει ο χοντρός"που ανέφερε ο Λουκιανός, ήταν ένα τραγούδι του 1990... Κάποιες φορές νοιώθω ότι σε αυτήν την χώρα, ο χρόνος δεν κυλά καθόλου! Δεν ξεκουνιέται ρε παιδί μου, από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα νοιώθω ότι συμβαίνουν τα (γ)ίδια και τα (γ)ίδια...




Δολοφόνοι των λαών!



Δεν ξέρεις αν είναι μια χολιγουντιανή ταινία που σου μιλά για θεωρίες συνωμοσίας, αν είναι η πιο μύχια εξομολόγηση ενός δολοφόνου, αν είναι μια φάρσα, αν είναι ένα παραμύθι, ή αν είναι τέλος το μυαλουδάκι σου που τα κατασκευάζει όλα αυτά. Πραγματικά έχεις χάσει την μπάλα! Το πραγματικό με το φανταστικό έχουν μπουρδουκλωθεί, το ψέμα με την αλήθεια έχουν απεκδυθεί την ουσία του νοήματός τους, ο φόβος με το απευκταίο χορεύουν αγκαζέ, αφήνοντας μέσα από το νεγκλιζέ να διαφανεί η γύμνια της ανθρώπινης απληστίας και τρομοκρατίας.

Δεν ξέρεις αν φταις ή αν πρέπει να πληρώσεις. Δεν ξέρεις πώς έγινε και πού θα καταλήξει. Έτσι ξαφνικά μια μέρα, μαθαίνεις για έναν άλλον κόσμο...

Έναν κόσμο με φαντάσματα, γεμάτο σκοτάδι. Έναν κόσμο που καμία αχτίδα δεν κατορθώνει να φτάσει και για όποιες μπόρεσαν και έφτασαν, δεν μάθαμε ποτέ τι απόγιναν...

Έναν κόσμο χωρίς όνειρα, μόνο με εφιάλτες. Έναν κόσμο χωρίς όνομα, μόνο με κωδικούς. Έναν κόσμο χωρίς προσωπικότητες, μόνο με διεκπεραιωτικές απρόσωπες μηχανές. Έναν κόσμο χωρίς πάθη, μόνο με λάθη, τα οποία τελικά διαγράφονται και χάνονται μέσα στο σκοτάδι.

Έτσι, θα μπορούσα να περιγράψω τον εσώτερο και βαθύτερο κόσμο της ανθρώπινης ψυχής. Της ψυχής που δολοφονεί την ίδια της την ύπαρξη.

Σε τι κόσμο ζούμε αγαπητοί; Σε τι κόσμο θα ζήσουμε; Αξίζει αυτός ο κόσμος να εξακολουθεί να ονομάζεται "κόσμος"; Ή θα ήταν πιο ταιριαστό το "ά-κοσμος";




Γιατί δεν αγαπώ τα Οικονομικά!



Ποτέ δεν συμπάθησα τα οικονομικά και ό,τι έχει σχέση με αυτά. Δεν ήθελα να ακούω για αυτά, ακόμα και αν μου φαίνονταν παιχνιδάκι κάποιες έννοιές τους ή τα μαθηματικά που περιείχαν.

Ο λόγος; Ό,τι υπάρχει μέσα τους μόνο στυγνός... Λόγος και κούφιοι αριθμοί! Ψυχροί, αμετάβλητοι, άφοβοι, ασυναίσθητοι αριθμοί και μια λογική μαθηματική. Το ίδιο ακριβώς νοιώθω και για τους οικονομολόγους. Όσο αυστηρά μετρούν και αναλύουν μια κατάσταση, τόσο με απωθούν. Όσο και αν μας βοηθούν να ξεπεράσουμε την ανιστόριτη άγνοιά μας (που υπαγορεύει για παράδειγμα ότι της κυρα-Γερμανίας, που αυτή την περίοδο διαφεντεύει τα περί του δικού μας χρέους, της διέγραψαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το τεράστιο χρέος που της είχε επιβληθεί μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, και το οποίο αποτελούσε μια από τις βασικότατες αιτίες για την πυροδότηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου), με απωθούν. Όσο και αν μας βοηθούν να θεραπεύσουμε την τεχνοκρατική τύφλα που μας διακατέχει με μια ψυχραιμία που ομοιάζει με αυτήν ενός πολύπειρου χειρουργού (ο οποίος όμως συναισθάνεται ότι πετσοκόβει άνθρωπο και όχι ένα απλό νούμερο ή μια επίσημη στατιστική), με τρομάζουν. Ακόμα και αν κάποιοι δίνουν μια διάσταση πιο ανθρώπινη στην κατάντια του οικονομικού μας συστήματος και χαράζουν νέες κατευθύνσεις ανάπτυξης και ευημερίας για όλο το λαό, ακόμα και τότε, τα οικονομικά με ξενερώνουν...

Ο λόγος; Ό,τι δεν περιλαμβάνουν σε καμία από τις αναλύσεις τους... τα όνειρα των ανθρώπων. Θεωρούν δεδομένο (αριθμητικά προσδιορισμένο και αυτό) ότι κάποιο ποσοστό (%) των πολιτών θα αντιδράσουν και θα αντισταθούν στην μεγαλύτερη λιτότητα, ενώ κάποιο άλλο ποσοστό θα αντιδράσει έτσι και αλλιώς και αλλιώτικα...


Λαμβάνω σήμερα ένα mail από φίλο αδερφικό που μου έγραφε:

"Ήθελα κάποτε να επαναστατήσω και κατάντησα να εφημερεύω σε ένα σύστημα που δεν πληρώνει αυτό που χρωστάει και δεν παρέχει αυτό που υπόσχεται. Αν δεν είναι αυτό η απόλυτη εκφύλιση των νεανικών ονείρων μας... τότε τι?"

Του απαντώ αυτόματα: (χωρίς να βάλω κάτω τη λογική, μόνο μέσα από το συναίσθημα. Ο λόγος; Ό,τι τον συναισθάνομαι απόλυτα, σε αυτόν τον προβληματισμό του)

"Α, ρε φιλαράκι... Έχεις δίκιο... Τα όνειρά μας πολτοποιούνται όταν πάνε να περάσουν μέσα από αυτό το σύστημα. Εγώ πλέον το βλέπω σαν έναν αγώνα με τον εαυτό μου: να μπορώ να συνεχίζω να ονειρεύομαι. Έστω και για Πλάκα!

Εντελώς τυχαία, διάβασα χτες, ότι το Γεφύρι της Πλάκας, το μεγαλύτερο των Βαλκανίων, αυτό που είχα την τιμή να αντικρίσω από κοντά τον Αύγουστο που μας πέρασε, καθώς αναρι(χ ή γ)ούσα στα Τζουμέρκα, πολλοί είχαν προσπαθήσει να το χτίσουν, σε μια υπερπροσπάθεια δάμασης του Άραχθου. Μόνο ένας όμως τα κατάφερε. Ένας Πραμαντιώτης! Και το αφιέρωμα έκλεινε με τη διαπίστωση ότι το να δαμαστεί ο Άραχθος με ένα μόνο τόξο, ήταν καθαρά ένα θαύμα! Σκέφτομαι άραγε, τι σκεφτόταν αυτός ο Πραμαντιώτης χτίστης πριν το χτίσει... Είχε σκυμμένο το κεφάλι ή κοιτούσε προς τον ουρανό;

Άραγε, τι σκέφτεται ένας χτίστης ονείρων πριν τα χτίσει; Ότι θα του τα γκρεμίσει ξανά η πλημμύρα της πραγματικότητας ή ότι αυτό που φαντάζει θαύμα αξίζει μια ακόμα προσπάθεια;
"

Το δικό μου όνειρο; Να αλλάξουμε το σύστημα, όχι απλά να επιβιώσουμε μέσα σε αυτό. Ακόμα και αν χρειαστεί να αποβιώσουμε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να το αλλάξουμε.

Θα μπορούσε να αποτυπωθεί πολύ ποιητικά, αυτό που νοιώθω για το κράτος μου που με έχει μπερδέψει και δεν ξέρω πλέον προς τα πού να βαδίσω και ποια χνάρια να ακολουθήσω (κοινώς έχει χαθεί η έμπνευση), μέσα από το υπέροχο και ολόδροσο τραγουδάκι των Κατσιμιχαίων:


"Τα χνάρια είναι σβησμένα"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Αφοί Κατσιμίχα



Γιατί λοιπόν κι εσύ να μου μιλήσεις
αφού το ήξερες δεν ήμουνα για σένα
γιατί κι εσύ να με κοιτάξεις
μ' αυτά τα μάτια σου τα ξένα

Τίποτα, τίποτα δεν ήμουνα για σένα
τιποτα, τιποτα δεν ήμουνα για σένα
που πήγαν τόσα λόγια κρυφά ψιθυρισμένα
που πήγαν τόσα λόγια κρυφά ψιθυρισμένα

Τώρα που πέρασε ο καιρός ρωτάω τον εαυτό μου
τι να ναι αυτό που κάποτε αγάπησα σ' εσένα
μα δε θυμάμαι τίποτα
τα έχω όλα ξεχάσει
μα δε θυμάμαι τίποτα
τα χνάρια είναι σβησμένα

Τίποτα, τίποτα δεν ήμουνα για σένα
τιποτα, τιποτα δεν ήμουνα για σένα
που πήγαν τόσα λόγια κρυφά ψιθυρισμένα
που πήγαν τόσα λόγια κρυφά ψιθυρισμένα



Πλέον τα πάντα είναι μια μεγάλη πλάκα για μένα. Ζω μόνο μέσα από το συναίσθημα - και θέλω να παραμείνω σε αυτό. Τα υπόλοιπα με αφήνουν, παγερά, ψυχρά και οικονομικά αδιάφ(θ)ορο.




Και για λίγη πλακίτσα ακόμη:

1. Όταν μπαίνει είναι στεγνή και όταν βγαίνει είναι υγρή. Αρχίζει από Ψ- και τελειώνει σε -ολή! Τι είναι;





Η Ψαροντουφεκοστολή!!!!!!!!!!!!!



2. Τι περιμένουν ο Σούπερμαν, ο Σπάιντερμαν και ο Μπάτμαν στη στάση;








Η αλήθεια για τον γαϊδουράνθρωπο!



Ψάχνοντας να βρω την πραγματική σημασία της λέξης άνθρωπος αντιλήφθηκα ότι πρώτα οφείλω να καταλάβω την πραγματική σημασία της... πραγματικής σημασίας! Διότι η πραγματική σημασία και η ετυμολογία, δεν είναι τίποτε άλλο από την πραγματική αναζήτηση της αλήθειας. Της απλής, αμόλυντης, βαθιάς αλήθειας.


Ιδού η αλήθεια κατά την άποψή μου και δια στόματος του ανεπανάληπτου Κώστα Χατζή:


"Ο γαϊδαράκος"
Κώστας Χατζής



ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗ

Από το 1956 γράφω αυτό το είδος μπαλάντας και η αιτία ήταν όχι μια η δυο, αλλά πολλές. Η βασική αιτία ήταν ότι άνηκα σε μειονότητα και αυτό το ένοιωσα για πρώτη φορά όταν πήγα σχολείο. Πρόσεξα πως με ξεχώρισαν όχι όμως από μίσος, αλλά από άγνοια και μεγαλώνοντας συνέβησαν γεγονότα, που με έκαναν να θέλω να τα καταγγείλω και να αναφερθώ στα ανθρώπινα δικαιώματα ,αν και τότε δεν γνώριζα αυτό το νόμο που είχε αναφερθεί το 1918 από την κοινωνία των εθνών, αλλά εγώ με τις λίγες γνώσεις, έλεγα πως ο θεός στέλνει τον ήλιο και τη βροχή για δίκαιους και άδικους, άρα είχα κι εγώ μερίδα από τη ζωή ό,τι κι αν ήμουνα μαύρος, άσπρος, γύφτος η....

Έτσι από τότε μέχρι σήμερα καταγγέλλω την πολιτεία που δεν έσκυψε ποτέ πάνω από τα προβλήματα αυτών των ανθρώπων και τους αφήνει να κάνουν όλες τις μορφές εγκλημάτων και αναφέρομαι με άμεσο η έμμεσο τρόπο στα ανθρώπινα δικαιώματα και καθήκοντα η αυτοσαρκάζομαι και μπορώ πιο εύκολα να προσεγγίζω τα αυτιά ανθρώπων που ίσως να μην γνωρίζουν πως συμβάλλουν στην αδικία η σε κάποια άλλη μορφή πόνου ψυχικού του συνανθρώπου τους.

Τραγούδησα και τραγουδώ τον έρωτα που είναι η επέκταση της αγάπης, τραγούδησα και
τραγουδώ τα κοινωνικά θέματα που δημιουργεί το παγκόσμιο αποτυχημένο σύστημα που έχει μεταφέρει τη διάρρηξη της επικοινωνίας των ανθρώπων (εφαρμόζοντας έτσι το διαίρει και βασίλευε), αλλά τραγούδησα και τον δημιουργό, την δημιουργία του την εκτίμηση σ' αυτά και την ελπίδα για ένα ευτυχισμένο αύριο εδώ στο πρόσωπο της γης.

Ακόμα κι αν χάσω την φωνή μου, μέσα μου θα τραγουδώ τα ίδια πράγματα ώσπου να φύγω απ τη ζωή.

Ευχαριστώ όλους αυτούς που συνέλαβαν και έγραψαν και με τη φωνή μου είπαν αυτά που ήθελαν και αυτοί. Ευχαριστώ όλους αυτούς, που με βοήθησαν να φωνάζω αυτά που είχα στην καρδιά μου και δεν είχα το όπλο της πένας για να τα γράψω εγώ, αλλά είχα τη δική τους αγάπη και συμπαράσταση να δεχτούν να γράψουν και να φωνάξουν μαζί μου και ακόμα επιμένουν.

Ευχαριστώ
Κώστας Χατζής


Όχι, πείτε μου σας παρακαλώ, τι ορίζουμε σήμερα ως άνθρωπο; Τι ως ανθρώπινο; Τι ως δικαιοσύνη; Τι ως δικαίωμα; Τι ως υποχρέωση; Τι ως συμβίωση και τι ως επικοινωνία;










Καλησπέρα Ελλάδα!



Πώς φτάσαμε ως εδώ;




Τι μας περιμένει από εδώ και πέρα;



Ποιοι είναι οι εχθροί και ποιοι οι φίλοι;



Δεν γαμιούνται ούλοι;!
Δεν μπορούν να μας πάρουν το όνειρο για καλύτερους εαυτούς...

Λένε ότι για να ανέβεις ψηλά,
πρέπει να πιάσεις πρώτα πάτο...
Για μεγαλύτερη ώθηση.




(οι φωτό είναι από διάφορες ιντερνετικές γωνίες)

Καληνύχτα Ελλάδα




"Καλημέρα Ελλάδα"
Going Through



Καλημέρα Ελλάδα,
Σου μιλάει ο Νίβο
όλα σου τα λέω τίποτα δεν κρύβω
πολύ με υποτίμησες, εγώ μονάχα λίγο
Σκέφτηκα Ελλάδα να σ' αφήσω, να φύγω
Δεν το 'βαλα κάτω και προσπάθησα κι άλλο
ν' ανεβάσω σαν κι εσένα πιο πολύ το καβάλο
Να πετάξω καπέλα και το rap ντύσιμό μου
Και ν' αλλάξω τη ζωή και το φέρσιμό μου

Καλημέρα Ελλάδα
Να μου ζήσεις για πάντα
Να τιμάς με παρελάσεις το έπος του 40
Να κρατάς το κεφάλι ψηλά στον αγώνα
Και να βγάζεις για κυβέρνηση το ίδιο κόμμα

Να μου ζήσεις Ελλάδα και όλοι οι βουλευτές σου
Με τ' αυθαίρετά τους όλοι στις ακρογιαλιές σου
Με τους Χριστιανούς σου που κάνουν νηστεία
και ό,τι περισσεύει στέλνουν στην Ελβετία

Ελλάδα συγγνώμη αν θες ν' αλλάξω γνώμη
πρέπει και συ να μάθεις ν' αγαπάς
Πάψε να με παιδεύεις και να με κοροϊδεύεις
Και τα όνειρά μου Ελλάδα μη σκορπάς

Καλημέρα Ελλάδα,
Νίβο στο μικρόφωνο
Στα λέω μέσα στους δίσκους
Στα λέω και στο ραδιόφωνο
Στα 'πα απ' την καλή
Στα λέω και απ' την ανάποδη
Σου 'χω μαζέψει άπλυτα από δω μέχρι τη Νάπολη

Κύριοι υπουργοί, κύριοι βουλευταί
Πριν πάτε στο γραφείο, σας κάνω εγώ σεφτέ
Διαλέγω ένα τραγούδι αντί να στέλνω γράμματα
Δε ψάχνω για μαλάκες, δεν περιμένω θαύματα
Παράτα και γραφείο και χαρτοφυλάκιο
Ελάτε μια βόλτα μέχρι τη Βαρβάκειο
Κατέβα στο λιμάνι, μίλα στους εργάτες σου
Πάρε την ευθύνη μια φορά πάνω στις πλάτες σου

Ποια δημοκρατία, μου μιλάτε, ποια προγράμματα;
Ποια πανεπιστήμια, ποια Ευρώπη, και ποια γράμματα;
Πού είναι η παιδεία, πού είναι η υγεία σας;
Κύριε υπουργέ, γαμώ τα υπουργεία σας

Ελλάδα συγγνώμη αν θες ν' αλλάξω γνώμη
πρέπει και συ να μάθεις ν' αγαπάς
Πάψε να με παιδεύεις και να με κοροϊδεύεις
Και τα όνειρά μου Ελλάδα μη σκορπάς

Κύριε Πρόεδρε,
Παίρνω το θάρρος σήμερα
Αφού όλα τα προβλήματα είναι θέματα εφήμερα
Προκαταβολικά συγγνώμη μα έχω όνειρα
Σαν αυτά που κάποιοι ονομάζανε ανώνυμα
Εγώ τους δίνω όνομα και δεν κάθομαι φρόνημα
Γιατί εγώ κι εσύ διαφέρουμε στο φρόνημα
Ζητάω τα προβλεπόμενα, δεν τα ζητιανεύω
Σ' αντίθεση με σας έχω μάθει να δουλεύω

Ελλάδα σε βιάζουν και συ φτιάχνεις τα νύχια σου
Όχι να αμυνθείς
ή για να βρεις τα δίκια σου
Αυτοί σε ξεπουλάνε όση ώρα καλλωπίζεσαι
Είστε μια παρέα και μονάχη ξεφτιλίζεσαι

Καληνύχτα Ελλάδα,
Σ' αφήνω πάω για ύπνο
Όσο εσύ μ' αυτούς ετοιμάζεσαι για δείπνο
Εγώ θα κάνω στίχους, κάθε σκέψη στο τετράδιο
Και θα στ' αφιερώσω απ' το ράδιο μάλλον αύριο

Ελλάδα συγγνώμη αν θες ν' αλλάξω γνώμη
πρέπει κι εσύ να μάθεις ν' αγαπάς
Πάψε να με παιδεύεις και να με κοροϊδεύεις
Και τα όνειρά μου Ελλάδα μη σκορπάς



Διαζύγιο...



Δεν έχω διαβάσει άλλη φορά βιβλίο, που να νοιώθω ότι περιγράφει τόσο βαθιά ένα κομμάτι του εαυτού μου και ότι αποτυπώνει τόσο αποκαλυπτικά το ψυχογράφημά μου, όσο το βιβλίο του Έρμαν Έσσε, "Ο Λύκος της Στέπας", εκδ. Καστανιώτη, σειρά Εικοστός Αιώνας, ημερομηνία έκδοσης 1983 (που τυγχνάνει να συμπίπτει με το έτος γέννησής μου...). Δεν μπορώ παρά να παραθέσω κάποια συγκινητικά αποσπάσματα, τονίζοντας, ότι πλέον η αλλαγή που θα διαβάσετε στο τέλος να επέρχεται στον ήρωα του βιβλίου, τον κύριο Χάρυ, έχει συντελεστεί και σε εμένα τον ίδιο, πρόσφατα. Ο Λύκος της Στέπας μου, είναι πλέον παρελθόν. Δεν ξέρω αν είναι ζωντανός ή όχι, δεν ξέρω αν περιπλανιέται κάπου στις ψυχρές στέπες του νου, ξέρω όμως πολύ καλά, ότι αυτό το άγριο τέρας, πλέον δεν ασκεί πάνω μου την επιβλητική του επιρροή, δεν μπίγει στην καρδιά μου τα κοφτερά του δόντια, δεν με απειλεί... Απελευθερώθηκα και έτσι λυτρώθηκα από την αβάσταχτη προβιά του, χάρη στο χνουδωτό χάδι μιας γοργόνας που την ευχαριστώ ολόψυχα... Σε αυτόν τον Λύκο της Στέπας, αν ζει ακόμα, έχω να του ευχηθώ ένα μόνο: ολόθερμα καλή τύχη στο ψυχρό κλίμα της αναζήτησής του...


«Όσο για τον κόσμο ολόγυρά του και τους άλλους ανθρώπους, δεν έπαψε ποτέ μέσα στην ηρωική και ειλικρινή του προσπάθεια να τους αγαπήσει, να είναι δίκαιος μαζί τους και να μην τους κάνει κακό, επειδή η ‘αγάπη για τον πλησίον’ ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του όσο και το μίσος για τον εαυτό του. Κι έτσι, ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα παράδειγμα πως η αγάπη για τον πλησίον δεν είναι δυνατή χωρίς την αγάπη για τον εαυτό και πως η αυτοπεριφρόνηση είναι το ίδιο πράγμα με την εγωπάθεια και φέρνει στο τέλος, την ίδια σκληρή απομόνωση και απελπισία».

«Ένας λύκος της στέπας που είχε χάσει το δρόμο του και περιπλανιόταν άσκοπα μέσα στις πολιτείες και τη ζωή τη αγέλης - δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο χαρακτηριστική έκφραση για τη μοναχικότητά του, την αγριάδα του, τη χωρίς ανάπαυση νοσταλγία του για μια εστία που είχε χαθεί…».

«Τα βλέπω σαν ένα ντοκουμέντο της εποχής μας, γιατί η αρρώστια της ψυχής του Χάλερ, όπως τώρα καταλαβαίνω, δεν είναι η εκκεντρικότητα ενός μοναδικού ατόμου αλλά η αρρώστια της ίδιας της εποχής, η νεύρωση της γενιάς του Χάλερ, μια αρρώστια που απ’ ότι φαίνεται δε χτυπάει μόνο τους ανάξιους και τους αδύναμους, αλλά πιο πολύ εκείνους που είναι δυνατότεροι στο πνεύμα και πλουσιότεροι σε χαρίσματα».

«Είναι μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η αρρώστια μέσα από τις πραγματικές εκδηλώσεις της. Είναι κυριολεκτικά ένα ταξίδι μέσα από την κόλαση, άλλοτε φοβερό και άλλοτε θαρραλέο, ένα ταξίδι μέσα από το χάος ενός κόσμου που οι ψυχές του κατοικούν στο σκοτάδι, ένα ταξίδι που έγινε με την ακλόνητη απόφαση του ταξιδευτή να γνωρίσει την κόλαση από τη μια άκρη ως την άλλη, να δώσει τη μάχη του με το χάος και να υποφέρει τα βασανιστήριά της μέχρι το τέλος».

«Υπάρχουν φορές που μια ολόκληρη γενιά παγιδεύεται μ’ αυτό τον τρόπο ανάμεσα σε δυο εποχές, δυο τρόπους ζωής, με αποτέλεσμα να χάνει κάθε δυνατότητα να κατανοήσει τον εαυτό της – δεν έχει κανένα πρότυπο, καμιά ασφάλεια, κανένα κοινό σημείο αναφοράς. Φυσικά, αυτό δεν το νοιώθουν όλοι τόσο έντονα. Μια φύση σαν του Νίτσε υπέφερε τα δεινά της εποχής μας μια γενιά πρωτύτερα. Όσα υπέφερε εκείνος, μόνος και παρεξηγημένος, χιλιάδες τα αισθάνονται σήμερα».

«Εκεί, τα πάντα -βιβλία, χειρόγραφα, σκέψεις- τα ‘χει σημαδέψει η αγωνία ενός μοναχικού άντρα, το πρόβλημα της ύπαρξης και η λαχτάρα για ένα καινούργιο προσανατολισμό σε μια εποχή που έχει χάσει το στίγμα της».

«Πόσο αγαπούσα τις σκοτεινές, γεμάτες θλίψη φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες βραδιές, πόσο πρόθυμα ρούφαγα τη μοναξιά και τη μελαγχολία τους όταν, τυλιγμένος στο παλτό μου, περπατούσα ως αργά τη νύχτα με βροχή ή καταιγίδα μέσα στα γυμνά χειμωνιάτικα τοπία, μονάχος και τότε αλλά γεμάτος με μια βαθιά χαρά, γεμάτος με ποίηση που τους στίχους της έγραφα αργότερα στο φως του κεριού καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μου!»

«Μοναχικότητα θα πει ανεξαρτησία. Αυτή ζητούσα τόσα χρόνια και τώρα την είχα επιτέλους αποκτήσει. Παγερή, βέβαια. Ναι, πολύ παγερή! Αλλά και ήρεμη, εξαίσια ήρεμη κι απέραντη, σαν την παγερή ηρεμία του διαστήματος που μέσα του περιστρέφονται αστέρια και πλανήτες».

«Αυτοί οι άνθρωποι, που η ζωή τους είναι πάντα ανάστατη, ζουν τις σπάνιες ώρες της ευτυχίας τους με τέτοια ένταση και με τόση απερίγραπτη ομορφιά, που ο αφρός των κυμάτων της στιγμιαίας ευτυχίας τους τινάζεται πολύ ψηλά πάνω απ’ την απέραντη θάλασσα της οδύνης τους και η ακτινοβολία του αγγίζει και τους άλλους με τη μαγεία του».

«Μια από τις χαρακτηριστικές τάσεις του Λύκου της Στέπας ήταν το νυχτοπερπάτημα. Το πρωινό ήταν μια μίζερη ώρα για αυτόν. Το φοβόταν και ποτέ δεν του βγήκε σε καλό. Κανένα πρωινό της ζωής του δε βρέθηκε σε καλή διάθεση, ποτέ δεν έκανε κάτι αξιόλογο προτού μεσημεριάσει, δεν είχε ποτέ μια ευτυχισμένη σκέψη στη διάρκεια του πρωινού ούτε και μπόρεσε ποτέ να προσφέρει κάποια ευχαρίστηση στον εαυτό του ή στους άλλους. Καθώς προχωρούσε το απομεσήμερο, άρχιζε σιγά σιγά να θερμαίνεται και να ζωντανεύει και μοναχά όταν ερχόταν το βράδυ γινόταν παραγωγικός, δραστήριος και μερικές φορές, στις καλές του μέρες, έλαμπε από χαρά. Απ’ αυτή την ιδιομορφία του πήγαζε κι η ανάγκη του για μοναχικότητα και ανεξαρτησία».

«Στο αποκορύφωμα όμως της ελευθερίας που είχε αποκτήσει, ο Χάρυ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως αυτή η ελευθερία ήταν θάνατος και πως είχε βρεθεί ολομόναχος. Ο κόσμος μ’ ένα παράδοξο τρόπο τον είχε αφήσει στην ησυχία του. Οι άλλοι άνθρωποι δεν τον απασχολούσαν πια. Δεν τον απασχολούσε πια ούτε ο εαυτός του. Σιγά σιγά άρχισε ν’ ασφυκτικά μέσα σ’ αυτή την αραιή ατμόσφαιρα της απομάκρυνσης και της μόνωσης. Γιατί τώρα δεν ήταν πια επιθυμία του και σκοπός του να είναι μόνος και ανεξάρτητος, μα είχε γίνει πια μοίρα του και καταδίκη του».

«Για τους μοναχικούς Λύκους που δε βρίσκουν ποτέ τη γαλήνη, τα θύματα εκείνα της αδιάκοπης οδύνης που η έφεσή τους για το τραγικό είναι αποκλεισμένη και που δε θα μπορέσουν ποτέ να πετάξουν στο έναστρο διάστημα, για εκείνους που νιώθουν μέσα τους το κάλεσμα του απόλυτου αλλά που δεν μπορούν να επιζήσουν μέσα στην ατμόσφαιρά του, γι’ αυτούς είναι φυλαγμένη -με την προϋπόθεση βέβαια, ότι η οδύνη έχει κάνει το πνεύμα τους τραχύ και συνάμα ελαστικό- μια διέξοδος, το χιούμορ».

«Στην πραγματικότητα, ωστόσο, κάθε ‘εγώ’ δεν είναι καθόλου μια μονάδα αλλά ένας πολύπτυχος κόσμος, ένας έναστρος ουρανός, ένα χάος μορφών, καταστάσεων και σταδίων από κληρονομικές δυνατότητες και πιθανότητες. Φαίνεται πως έχει γίνει για όλους μας μια αναγκαιότητα τόσο επιτακτική όσο η τροφή και η αναπνοή να θεωρούμε αυτό το χάος σαν μια ενότητα και να μιλάμε για το ‘εγώ’ μας σαν να ήταν ένα μονοδιάστατο, ολότελα ξεχωρισμένο και παγιωμένο φαινόμενο. Ακόμα κι οι καλύτεροι από μας μοιράζονται αυτή την αυταπάτη».

«Η βαθύτερη μοίρα του τον οδηγεί προς το πνεύμα και το Θεό. Η βαθύτερη λαχτάρα του τον τραβά πίσω στη φύση, τη Μάνα. Η ζωή του αμφιταλαντεύεται τρεμάμενη κι αναποφάσιστη ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πόλους».

«Εσύ, Χάρυ, ήσουν ένας καλλιτέχνης κι ένας στοχαστής, ένας άντρας γεμάτος ενθουσιασμό και πίστη. Αναζητούσες παντοτινά το μεγάλο και το αιώνιο, ποτέ δε σε ικανοποιούσε το ασήμαντο και το φτηνό. Αλλά, όσο πιο πολύ σε ξύπναγε η ζωή και σε ξανάφερνε στον εαυτό σου, τόσο περισσότερο βάθαινε η οδύνη σου, ο τρόμος κι η απόγνωσή σου, ώσπου σε φτάσαν μέχρι το λαιμό. Και καθετί που κάποτε ήξερες, αγαπούσες και σεβόσουν σαν ωραίο και ιερό, όλη η πίστη που κάποτε είχες για την ανθρωπότητα και το ανώτερο πεπρωμένο της δε σε βοήθησε σε τίποτα, έχασε την αξία της κι έγινε κομμάτια. Η πίστη σου δεν έβρισκε πια αέρα ν’ αναπνεύσει. Κι η ασφυξία είναι δύσκολος θάνατος».

«Την καταλαβαίνω πολύ καλά, όπως και τη δυσαρέσκειά σου για την πολιτική, την αγανάκτησή σου για τις ανεύθυνες φλυαρίες και τα καραγκιοζιλίκια των κομμάτων και των εφημερίδων, την απόγνωσή σου για τον πόλεμο, για κείνον που πέρασε και για κείνον που θα ‘ρθει, την αηδία σου για όλα όσα οι άνθρωποι σκέφτονται, διαβάζουν και κάνουν, για τη μουσική που ακούν, για κείνα που γιορτάζουν, για τη μόρφωση που παίρνουν. Έχεις δίκιο, Λύκε της Στέπας, χίλιες φορές δίκιο – κι όμως πρέπει να σε φάει το μαύρο σκοτάδι. Είσαι πολύ απαιτητικός και πολύ δύσκολος γι’ αυτό τον απλοϊκό, ανέμελο σημερινό κόσμο, που βολεύεται και ικανοποιείται με τόση ευκολία. Έχεις περισσότερες διαστάσεις απ’ όσες χρειάζεται. Σήμερα, όποιος θέλει να ζήσει και να χαρεί τη ζωή του δεν πρέπει να ‘ναι σαν και σένα και σαν και μένα. Όποιος θέλει μουσική αντί για θόρυβο, χαρά αντί για διασκέδαση, δημιουργική δουλειά αντί για μπίζνες, ψυχή αντί για χρυσάφι, πάθος αντί για μελόδραμα, δεν μπορεί να βρει θέση σε τούτο το φτηνό κόσμο μας».

«Ήξερα πως εκατό χιλιάδες πιόνια απ’ το παιχνίδι της ζωής ήταν στην τσέπη μου. Αυτή η φευγαλέα ματιά που είχα ρίξει στο νόημά της είχε κεντρίσει το λογικό μου κι ήμουν αποφασισμένος ν’ αρχίσω το παιχνίδι ξανά. Θα ξαναδοκίμαζα τα βάσανά του γι’ άλλη μια φορά και θα ριγούσα με την ακατανοησία του. Θα ξαναταξίδευα, όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές, στην κόλαση της εσωτερικής μου ύπαρξης».


Και αν κάποτε βρισκόμουν σε αυτήν την κατάσταση, της ελπίδας:


"Η τίγρης"
Στίχοι, Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνεία: Ψαραντώνης



Πλέον έχω αποχαιρετίσει αυτό το άγριο πλάσμα οριστικά, ακούγοντας από μακρυά το κάτωθι αγριεμένο του κλάμα να αντηχεί στα ψηλά βουνά της Στέπας, όπου κουβαλά το άδειο του κουφάρι...

"Ζωή μου"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Ιφιγένεια Κορολόγου



Πλέον, βρίσκομαι στην φάση της προσπάθειας ένταξης και ενσωμάτωσης...



Μάθημα Οικονομικής Ιστορίας 3: Η φύση του ανθρώπου και ο άνθρωπος της φύσης



Ζούμε σε καπιταλιστική εποχή. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το αντίπαλο δέος που προσπάθησε να παρατάξει τις δυνάμεις του, ήταν ο μαρξισμός, ο υπαρκτός σοσιαλισμός και ό,τι έχει απομείνει σαν ασθενικά κατάλοιπα αυτών, στις σύγχρονές μας μέρες, που ακούν στο όνομα Αριστερά. Ο καπιταλισμός έχει κατά κράτος κερδίσει. Το είδαμε και χτες βράδυ. Ο αντίπαλος, έχει κατατροπωθεί πριν ακόμα μπορέσει να ορθοποδήσει στο στερέωμα της Ιστορίας.

Είναι μεγάλης αξίας να αναλύσουμε αυτήν την μάχη. Την μάχη Καπιταλισμού και ό,τι συλλήβδην αποκαλούμε Αριστερά.

Ξεκινάμε με τον κύριο Μαρξ. Τι είπε αυτή η γερμανική μορφή; Είπε ότι κάθε παραγόμενο αγαθό, κάθε υλικό προϊόν, έχει τόση αξία, όση είναι η εργασία που απαιτήθηκε για να παραχθεί. Κοινώς, κάθε αγαθό, αξίζει τόσο όσο η εργασία που καταναλώθηκε. Αν δηλαδή, εγώ κατανάλωσα 5ευρώ εργασία για έναν καφέ, αυτός τότε δικαιολογημένα να πουλιέται 5ευρώ στην πλατεία Λιστόν της Κέρκυρας. Πάμε τώρα να αλλάξουμε λίγο τις λέξεις: αν αντί για «εργασία» βάζαμε τη λέξη «έργο», που είναι συνώνυμες, και αν θυμηθούμε από την πολύτιμη Φυσική του σχολείου, ότι το «έργο είναι ένα ποσό ενέργειας», αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που στην ουσία έλεγε ο Μαρξ, και ολόσωστα κατά την άποψή μου, είναι ότι για να φτιαχτεί ένα αγαθό, απαιτείται κατανάλωση ενέργειας. Και ουσιαστικά, αυτό το ποσό ενέργειας που καταναλώθηκε (αν εξαιρέσεις τη θερμότητα που θα παραχθεί και που είναι άπιαστη) περιέχεται στο παραγόμενο υλικό αγαθό. Συνεπώς, ο Μαρξ, εκτός από μεγάλος κοινωνικοοικονομικός αναλυτής, ήταν και ένας μεγάλος φυσικός, καθώς επί της ουσίας διατύπωσε την Αρχή Διατήρησης της Ενέργειας: κάποιος καταναλώνει ενέργεια για να παράγει κάποιο έργο (=αποτέλεσμα, αγαθό, προϊόν). Αυτή η ενέργεια όμως, δεν χάνεται, παρά μόνο αλλάζει κατάσταση, μεταμορφώνεται, και πλέον κρύβεται σε αυτό το νέο αγαθό που έχει παραχθεί. Ολόσωστα λοιπόν, είπε ο Μαρξ ότι η αξία κάθε προϊόντος, κρύβεται στην εργασία που απαιτήθηκε για να παραχθεί, κοινώς στην ενέργεια που κάποιος «πλήρωσε» για να φτιαχτεί. Ο Μαρξ ανήγαγε τα πάντα σε κοινή βάση, αυτή που η ίδια η επιστήμη της Φυσικής έχει αποδείξει: όλα στο Σύμπαν είναι ενέργεια! Και η ενέργεια δεν χάνεται, απλά αλλάζει μορφές, από χημική γίνεται κινητική, δυναμική ή ηλεκτρική ή οτιδήποτε άλλο, σε μια εντιμότατη ισορροπία και ισοτιμία!

Αυτό το ποσό ενέργειας, το καταναλισκόμενο, ζήτησε να πληρωθεί ο Μαρξ, και όχι να μένει απλήρωτο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους καπιταλιστές να το εξαργυρώνουν μέσα από το φαινόμενο της «υπεραξίας», που δεν είναι τίποτε άλλο από τις απλήρωτες ώρες υπερωρίας. Αν δηλαδή κάποιος δουλεύει 10 ώρες, καταναλώνοντας «x» ποσότητα ενέργειας την ώρα, πρέπει να πληρωθεί 10*x, και όχι λιγότερο. Το σύνηθες όμως είναι οι εργάτες να πληρώνονται λιγότερο, πχ 5*x, και το ερώτημα είναι το υπόλοιπο 5*x, που είναι υπαρκτό ποσό καταναλισκόμενης ενέργειας (γιατί είπαμε ότι η ενέργεια δεν χάνεται), το οποίο κρύβεται στα παραγόμενα αγαθά που αυτός ο εργάτης δημιούργησε, πού πάει; Αυτό λοιπόν ο Μαρξ το ονομάζει υπεραξία, και πάει στην τσέπη των καπιταλιστών, δημιουργώντας έτσι το δικό τους κέρδος, καθώς, δεν ίδρωσαν αυτοί , δεν κουράστηκαν και το κυριότερο, δεν κατανάλωσαν ενέργεια. Άρα, κέρδος εκ του μηδενός! Ή μάλλον, κέρδος από υποαμοιβόμενους παραγωγούς αγαθών, δηλαδή τους εργάτες.

Μέχρι εδώ καλά. Γιατί όμως δεν έπιασε ο Μαρξισμός ή ο μετέπειτα Σοσιαλισμός; Και εδώ αποκαλύπτεται το μεγαλύτερο εμπόδιο στην οικονομική και κοινωνική ιστορία του ανθρώπινου δράματος: διότι ΔΕΝ έχει βρεθεί και ούτε πρόκειται να βρεθεί μέτρο αυτής της καταναλισκόμενης ενέργειας από τον κάθε εργαζόμενο! Δεν μπορεί να βρεθεί αυτό το γαμημένο το «x» που λέγαμε πριν, για να μπορεί πλέον απτά και με συγκεκριμένο νούμερο ο εργαζόμενος να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα του. Δεν έχει κατορθώσει η Φυσική, και ούτε πρόκειται επαναλαμβάνω, να το κατορθώσει. Προσκρούει στην άπειρη και χαοτική διαφορετικότητα της λειτουργίας των έμβιων όντων. Τι εννοώ; Βάλε δυο αδέρφια δίδυμους ομοζυγώτες, 20χρονους, να σκάβουν με το ίδιο ακριβώς τσαπί, το ίδιο χωράφι. Η ενέργεια που θα καταναλώσουν θα είναι διαφορετική, γιατί ΔΕΝ είναι οι ίδιοι επακριβώς οργανισμοί (αναφέρω επιγραμματικά το φαινόμενο της επιγεννετικής), ΔΕΝ έχουν τις ίδιες επακριβώς μεταβολικές ανάγκες, ΔΕΝ έχουν την ίδια ακριβώς διάθεση όταν σκάβουν, αφού ο ένας μπορεί να μην κοιμήθηκε το προηγούμενο βράδυ και να είναι ήδη κουρασμένος, ΔΕΝ γίνεται να σκάβουν το ίδιο σημείο του χωραφιού καθώς σε ένα σημείο το έδαφος μπορεί να είναι πιο τραχύ, και ακριβώς δίπλα που σκάβει ο άλλος να είναι πιο μαλακό… και άπειρα άλλα σημεία διαφορετικότητας που πηγάζουν ξεκινώντας από την Βιολογία και καταλήγουν στην Ψυχολογία και την Πολιτισμική διαφοροποίηση ως παράγων κατασκευής της ενεργοβόρας προσωπικότητας ενός εκάστου ατόμου πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.

Συμπέρασμα: ο κύριος Μαρξ, κοίταξε προς την σωστή κατεύθυνση. Εκεί, που πραγματικά υπάρχει η ισορροπία και η δικαιοσύνη: στον κόσμο της ανταλλαγής ενέργειας, στον κόσμο της Φύσης και του Σύμπαντος. Προσέκρουσε όμως πάνω σε έναν βράχο, που δεν γίνεται να προσπελαστεί: την ανθρώπινη διαφορετικότητα, που καθιστά αδύνατη την μέτρηση της επακριβούς ποσότητας ενέργειας που απαιτείται για να λειτουργήσει, κάνοντας μια εργασία. Κοινώς το πρόβλημα είναι η Ανθρώπινη φύση. Και σε αυτό το σημείο αποτυγχάνει να νικήσει η Αριστερή ιδεολογία. Στο ίδιο σημείο πατά και ο Καπιταλισμός και κερδίζει. Καθότι ο τελευταίος σου λέει: μεγάλε για να κάτσεις να πιεις τον καφέ σου στο Μοναστηράκι και να αντικρίσεις τον Παρθενώνα, για να απολαύσεις δηλαδή αυτήν την υπηρεσία, σου χρεώνω τον καφέ 5 ευρώ. Δεν σου εξηγεί όμως, ότι ο καφές του έχει κοστίσει πραγματικά ούτε 1 ευρώ και τα υπόλοιπα είναι καθαρό κέρδος. Δεν σου λέει ότι η υπηρεσία που σου προσφέρει, δηλαδή να χαζεύεις τον Παρθενώνα, είναι υπηρεσία και μάλιστα μοχθηρή, που οι πρόγονοί μας και οι δούλοι τους είχαν προσφέρει, και όχι ο μαγαζάτορας του 2012! Άρα, ποιος είναι αυτός ο κύριος που έρχεται και σου πουλάει εσένα τον Παρθενώνα μέσα στο ποτήρι με τον καφέ; Κοινώς, το πράγμα έχει ξεφύγει. Και αυτό ακριβώς είναι ο Καπιταλισμός. Το αποκορύφωμα της αυθαιρεσίας. Σου λέει, έτσι μια μέρα, πολύ απλά, "θα παίρνεις μεγάλε, 490 ευρώ και κάνε μόκο...".

Ο Καπιταλισμός, απαιτεί ένα και μόνο πράγμα: το κέρδος. Κέρδος εκ του μηδενός στη φύση όμως είδαμε δεν υπάρχει, μόνο ανατρέποντας τη φύση επιτυγχάνεται αυτό, μόνο αλλάζοντας τις ισορροπίες με ανθρώπινες ανισορροπίες. Διότι η Φύση, βρίσκει τον τρόπο να ισορροπεί τις ανάγκες των τόσων βασικών όντων που την αποτελούν. Και εκεί είναι το μυστικό της Φύσης: αυτή η τεράστια ποικιλότητα είναι που την κρατά ζωντανή, διότι δημιουργεί ένα τεράστιο δίκτυο δρώντων και αντι-δρώντων υποκειμένων, που κρατούν το παιχνίδι της ανταλλαγής της ενέργειας σε ισορροπία. Η ύπαρξη του κάθε είδους, είναι το αντιστάθμισμα για να μην το παρακάνει ένα άλλο είδος. Έτσι, όλα τα είδη, συνυπάρχουν, ελέγχοντας ουσιαστικά το ένα το άλλο, σε μια υπέροχη αρμονία. Σε αντίθεση, ο άνθρωπος, έχει τινάξει στον αέρα κάθε μορφή ισορροπίας, και έχει γύρει την πλάστιγγα μόνο προς το μέρος του, χωρίς να υπάρχει το αντίπαλο δέος, δηλαδή κάποιος οργανισμός που να βάζει φρένο στη φρενήρη καταναλωτική του διάθεση. Μόνος λοιπόν και -σε λίγα χρόνια έρημος, κυριολεκτικά και μεταφορικά- υποκινείται από μια μόνο δύναμη, αυτήν της αχόρταγης και άπληστης κερδοφορίας.

Και εδώ αντιμετωπίζουμε ένα δύσκολο φαινόμενο: τη φύση του Ανθρώπου. Η Φύση, έφτιαξε μέσα από την Εξελικτική Βιολογία του Δαρβίνου, τον Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος, με το μοναδικά φτιαγμένο όπλο σε όλη τη φύση, τον εγκέφαλο, και χωρίς αντίπαλο δέος, μένει μόνος στο θρόνο του διαχειριστή της Φύσης. Η Φύση, η θηλυκιά αυτή ύπαρξη, ίσως έφτιαξε τον αρσενικό Άνθρωπο, για λίγη συντροφιά, σε αυτό το προαιώνιο μαγικό ταξίδι. Αυτός όμως, αντί να την σεβαστεί, την κατακρεουργεί, εξουσιάζει από το θρόνο του, της ξεσκίζει τα σπλάγχνα χωρίς να της δίνει τη δυνατότητα για νέα τεκνοποίηση, σκοτώνει τα παιδιά της, αφανίζει ζώα και φυτά, παραμορφώνει τα ζυγωματικά στο πρόσωπό της καταστρέφοντας βουνά, χαρακώνει το στήθος της με σκαμμένα υπόγεια εμπορικά κέντρα που πουλούν ψεύτικες ελπίδες ομορφιάς και κέρδους…

Η φύση του Ανθρώπου, αντιτίθεται στην ίδια τη Φύση. Αυτή, του έδωσε την ευκαιρία να διαχειριστεί τον πλούτο, την ομορφιά και τη μαγεία της και Αυτός, τη βίασε, την πετσόκοψε, την σκότωσε. Έτσι απλά και αναίτια. Επειδή δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την ίδια του τη φύση πρώτιστα. Πώς να πάει να διαχειριστεί ολόκληρη τη Φύση, μετέπειτα; Επειδή δεν μπόρεσε να αντέξει την ίδια του τη φύση, πώς να αντέξει την πολυπλοκότητα ολόκληρης της Φύσης;

Αγαπητοί μου, η Φύση μάς δημιούργησε για να μπορέσουμε να συντονίσουμε την τόση πολυπλοκότητά της. Και αντί να προσαρμοστούμε εμείς, τα τέκνα της, με τις επιταγές της, προσαρμόσαμε την ίδια τη Φύση, τη μάνα μας, πάνω μας, εξαργυρώνοντάς την με ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές… Η ύβρις του τέκνου απέναντι στη Μάνα του… Και το αποτέλεσμα; Καταστροφή και για τους δυο.

Ποιο είναι το μέλλον μας; Άγνωστο. Ας προσπαθήσουμε, να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει. Να δουλέψει για το καλό μας. Το καλό της Μάνας μας και των παιδιών μας. Ίσως, τότε, αλλάξουν τα πράγματα. Ίσως, τότε να έχει απομείνει δύναμη στη Μητέρα-Φύση, να συγχωρέσει τον άσωτο υιό της…








"Αφήγηση"
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική, Ερμηνεία:
Μίλτος Πασχαλίδης



...γιατί δεν βρίσκω τίποτα που να μην το συνηθίσατε...
...προσκυνώ...


Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα

Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν
γυναίκες που γερνούνε δύσκολα
αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών

Πγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία

Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς
άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος
μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ' το τρένο
ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή

Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι' αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
που να μην το συνηθίσατε
προσκυνώ


Μάθημα Οικονομικής Ιστορίας 2: Ο χώρος του γείτονα



Έχετε ποτέ σκεφτεί τι κοινό έχουν, ο Τόμας Μάλθους, η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, ένας Λύκος της Στέπας και κάμποσοι λαγοί του χωριού μου;

Η απάντηση είναι απλή: όλα συνδέονται με τον απλό νόμο της φύσης, που λέει ότι ο πληθυσμός μιας ομάδας (ζώων ή ανθρώπων) εξαρτάται από την παρεχόμενη ποσότητα τροφής.

Ας ξεκινήσουμε από τον σερ Τόμας Μάλθους, ο οποίος σκόρπισε πανικό όταν πρωτοανέφερε ότι η ανθρωπότητα είναι δέσμια πολλών δινών, λόγω της έλλειψης τόσης ποσότητας τροφής, ικανής να θρέψει τα συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα μέλη της.

Είπε: «…υπάρχει μια τάση στη φύση να ξεπερνά ο πληθυσμός κάθε δυνατό μέσο συντήρησης. Η κοινωνία […] βρίσκεται σε μια παγίδα χωρίς διαφυγή μέσα στην οποία το ανθρώπινο γενετήσιο ένστικτο σπρώχνει αναπόφευκτα την ανθρωπότητα στο χείλος του γκρεμού. […] το ανθρώπινο είδος ήταν αιώνιο καταδικασμένο να δίνει μια χαμένη μάχη μεταξύ των πολλαπλασιαζόμενων αδηφάγων στομάτων και του εσαεί ανεπαρκούς αποθέματος στην αποθήκη της Φύσης, όσο εξαντλητικά κι αν ερευνούσε κάποιος αυτή την αποθήκη.

Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που υπερασπίστηκε την ευλογιά, τη δουλεία, την παιδοκτονία. Έναν άνθρωπο που αποκήρυξε τη δωρεάν διανομή φαγητού σε απόρους, τους γάμους σε νεαρή ηλικία και τα ενοριακά βοηθήματα. Έναν άνθρωπο που ‘είχε το θράσος να παντρευτεί αφού έκανε κήρυγμα για τα κακά της οικογενείας’.

[...] Ως εκ τούτου, η θέση του Μάλθους δεν ήταν άσπλαχνη, αλλά εξαιρετικά ορθολογική. Εφόσον, σύμφωνα με τη θεωρία του, το βασικό πρόβλημα στον κόσμο ήταν ότι υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι, οτιδήποτε ενδεχομένως ευνοούσε τις ‘πρόωρες σχέσεις’ το μόνο που κατάφερνε ήταν να επιδεινώσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ο άνθρωπος […] θα μπορούσε να κρατηθεί ζωντανός με τη φιλανθρωπία αλλά, εφόσον αυτός ο άνθρωπος με αυτό τον τρόπο θα αποκτούσε απογόνους, αυτή η φιλανθρωπία δεν ήταν παρά συγκαλυμμένη σκληρότητα.

Και πρόσθετε: ‘Αυτό που καθορίζει τον αριθμό των ανθρώπων είναι η ποσότητα της τροφής’. […] Αντίθετα με τον πληθυσμό, η γη δεν αναπαράγεται. Έτσι, ενώ ο αριθμός των στομάτων αυξάνεται γεωμετρικά, η ποσότητα της καλλιεργήσιμης γης αυξάνεται μόνο αριθμητικά. Και το αποτέλεσμα, φυσικά, είναι αναπόφευκτο όσο ένας συλλογισμός της λογικής: ο αριθμός των ανθρώπων αργά ή γρήγορα, θα υπερκεράσει την ποσότητα των τροφίμων.

[…] Η αδιόρθωτη και ασυμβίβαστη απόκλιση μεταξύ των στομάτων και τροφίμων μπορούσε να έχει μόνο ένα αποτέλεσμα: το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας θα υπέφερε πάντα από κάποιο δεινό. Διότι με κάποιο τρόπο το τεράστιο και ενδεχομένως συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα έπρεπε να κλείσει: ο πληθυσμός, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τροφή. Γι’ αυτό υπάρχουν ανάμεσα στους πρωτόγονους έθιμα όπως η βρεφοκτονία, γι’ αυτό και ο πόλεμος, οι αρρώστιες και πάνω από όλα, η φτώχεια. Και αν αυτά δεν είναι αρκετά: ‘Ο λιμός φαίνεται να είναι η τελευταία, η πιο τρομερή διέξοδος της φύσης. Η δύναμη του πληθυσμού είναι τόσο υπέρτερη από τη δυνατότητα της γης να παράγει τα μέσα συντηρήσεως… ώστε ο πρόωρος θάνατος είναι αναπόφευκτο να πλήξει, με κάποια μορφή, την ανθρώπινη φυλή. Τα ελαττώματα του ανθρώπινου γένους είναι ενεργοί και αποτελεσματικοί παράγοντες αποδεκατισμού του πληθυσμού… Αλλά, αν αποτύχουν σ’ αυτό τον πόλεμο εξόντωσης, τότε μια σειρά από ασθένειες, επιδημίες, λοιμούς και πανούκλες ενσκήπτουν και ξεκληρίζουν χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδων. Αν και πάλι η επιτυχία δεν είναι πλήρης, καραδοκεί κάποιος γιγάντιος λιμός και, με ένα ισχυρό πλήγμα, εξισώνει τον πληθυσμό με την τροφή που υπάρχει στον κόσμο’.»

("Οι Φιλόσοφοι του Οικονομικού Κόσμου", εκδ. Κριτική, 2000)


Ο κύριος Μάλθους λοιπόν έθεσε το πρόβλημα: πάρα πολλοί άνθρωποι, και μάλιστα πάρα πολλοί φτωχοί άνθρωποι, αποτελούν τη θρυαλλίδα για μείωση του αριθμού τους, μέσω πολλών κακών που θα γεννηθούν.


Για να δούμε τώρα τι είναι αυτό που έκανε μια κυρία, ονόματι Φραγκογιαννού, ή περισσότερο γνωστή ως "Η Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη. Αυτή η γυναίκα, πίστευε ότι το να είναι κανείς γυναίκα, είναι πηγή κακού, καθώς ο κόσμος ήταν έτσι δομημένος, που ουσιαστικά βασάνιζε, εξευτέλιζε και εν τέλει θανάτωνε μακρόσυρτα ψυχή και σώμα αυτών των δεύτερης κατηγορίας φτωχών πλασμάτων.

"Δεν έπρεπεν ημείς, ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των Αγγέλων; [...] Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης [=της φτωχολογιάς] είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, δια να κολάζουν τους γονείς των, απ’ αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, ’’ψηλώνει ο νους του!"

"Δεν το έκαμα για κακό".

"Ερευνώσα [δε] την συνείδησίν της, εν πράγμα εύρισκεν˙ ό,τι είχε κάμει και τότε και τώρα το είχε κάμει δια καλόν".


Ο υπερπληθυσμός μιας ομάδος κοινωνικά επιβαρυμένης και πάμφτωχης, όπως αυτή των άμοιρων κοριτσιών, μόνο δεινά έχει να προσφέρει. Πάλι λοιπόν, η ίδια θεματική: η φτώχεια και ο υπερπληθυσμός δημιουργούν ένα δίπολο καταστροφικό και απευκταίο. Και για αυτό η Φόνισσα πήρε το δίκαιο στους ώμους της και προσπάθησε να δώσει λύση. Ένοχη ή αθώα; Υποκινούμενη από συμφέρον ή έρμαιο της πεποίθησης ότι όλοι θέλουμε ένα καλύτερο μέλλον, ισάξια μοιρασμένο;


Και τώρα ας περάσουμε στο ζωικό βασίλειο.

Θυμάμαι τον πατέρα μου, κυνηγός λαγών, να μου μιλάει για την κοινωνία των λαγών και τις πιθανές αιτίες για τις αυξομειώσεις του πληθυσμού τους. Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει το γεγονός, ότι όταν αυξάνεται ο αριθμός τους, με έναν περίεργο μηχανισμό, η φύση βρίσκει τρόπο να θέσει ένα νέο σημείο ισορροπίας, μέσα από αρρώστιες και λοιμούς... Και ιδού πώς το επιβεβαιώνουν κάποιοι ειδικοί του είδους:

"Στην περίπτωση που αυξηθούν πολύ οι λαγοί και ανταγωνίζονται έντονα για την τροφή και το ζωτικό τους χώρο, παθαίνουν ορμονικές διαταραχές.
Γίνονται ευαίσθητοι στις ασθένειες και δύσκολα αντιμετωπίζουν τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Αυτό συμβαίνει γιατί μειώνεται η περιεκτικότητα του σακχάρου στο αίμα παράλληλα με διαταραχές του μεταβολισμού, εξαιτίας της αύξησης της λειτουργίας των επινεφριδίων που προκαλείται από την κατάσταση στρες που καταλαμβάνει τα ζώα λόγο του έντονου ανταγωνισμού τους."

Ή επίσης κάποιοι άλλοι λένε πιο απλά:

"Η εμφάνιση μιας ασθένειας στον λαγό, πιστεύεται ότι εξαρτάται κυρίως από την πυκνότητα του πληθυσμού σε μια περιοχή."


Συνεχίζοντας την περιδιάβαση στο ζωικό βασίλειο, διαβάζω:

«Ναι, πραγματικά υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι στον κόσμο. Παλιότερα δεν το πρόσεχες. Τώρα, όμως, που όλοι θέλουν αέρα ν’ αναπνεύσουν κι ένα αυτοκίνητο να οδηγούν, το προσέχεις. Βέβαια, αυτό που κάνουμε δεν είναι λογικό. Είναι παιδαριωδία, όπως είναι και ο πόλεμος μια παιδαριωδία σε τεράστια κλίμακα. Με τον καιρό, η ανθρωπότητα θα μάθει να ελέγχει τον αριθμό των μελών της με λογικά μέσα. Στο μεταξύ, αντιμετωπίζουμε μια ανυπόφορη κατάσταση με κάπως παράλογο τρόπο».

(“Ο Λύκος της Στέπας” του Έρμαν Έσσε, εκδ. Καστανιώτη, σειρά Εικοστός Αιώνας, σελ.252)


Ξανά λοιπόν, ανακύπτει το ίδιο θέμα: ο πληθυσμός και ο πλουτισμός-αφθονία, ως δυο μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα.


Θα με ρωτήσετε βέβαια, τι σχέση έχουν αυτά τα θέματα με την σημερινή μας κατάσταση; Άμεση! Γιατί, όπως το βλέπω το πράγμα, πάμε προς την απόλυτη πτώχευση σαν κράτος, ό,τι και αν ψηφίσουν σε λίγες ώρες οι μάγκες εκεί στη Βουλή. Και αυτό θα επιφέρει, αλληλοσπαραγμό, ανταγωνισμό στους σκουπιδότοπους και στους σκουπιδοντενεκέδες για το ποιος θα φάει μια σταγόνα λάδι, ή το ποιος θα καπνίσει μια τζούρα παραπεταμένου τσιγάρου...

Αλλά και σαν πλανήτης, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Αυξανόμαστε και πληθυνόμαστε, όπως διέταξε η θρησκεία μας, αλλά ξέχασε να μας πει ότι δεν υπάρχει χώρος για όλους σε αυτόν τον κόσμο. Στον άλλον χωράμε όλοι. Σε αυτόν όμως, η θρησκεία έπεσε κομμάτι έξω... Αλλά και οι πολιτικοί, πάλι δεν πάνε πίσω. Δεν μας μεγάλωσαν με τέτοιον τρόπο ώστε να σεβόμαστε τον δίπλα μας, τον γείτονά μας, που θέλει και αυτός να ζήσει, να πολλαπλασιαστεί. Έχει και αυτός ανάγκες... Κανείς όμως δεν μας μίλησε ποτέ για το μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Μας άφησαν, καπιταλιστικά σκεπτόμενοι, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να πολλαπλασιάζουμε τα πάντα: κέρδη, ανθρώπους, δύναμη, εξουσία, υλικά αγαθά... χωρίς να μας υπενθυμίσουν ότι ως αντάλλαγμα για όλα αυτά πληρώνουμε σε φυσικό είδος, δηλαδή σε ζώα και φυτά που εξαφανίζονται, σε βουνά που κατεδαφίζονται για να χτίσουν οι αχόρταγοι άνθρωποι, σε δάση που καίγονται ή κόβονται, σε αλλαγή του κλίματος, σε ρύπανση όλων των ρευστών, αέριων, υδάτινων, στερεών...


Αγαπητοί μου, έχουμε ακόμα πολλά να μάθουμε από τις άπληστες συμπεριφορές του ανθρώπου, απέναντι στη Φύση. Δεν ξέρω αν η Φύση έχει να μάθει κάτι από τον άνθρωπο.


Του ασώτου πατέρα σήμερα!



Του ασώτου σήμερα. Μόνο που δεν είναι στου ασώτου υιού, αλλά του ασώτου πατέρα. Και μάλιστα των άσωτων 300 εθνοπατέρων. Έρχονται για άλλη μια φορά να ζητήσουν συγχώρεση των αμαρτιών τους, και να ανανεώσουν την ψήφο εμπιστοσύνης για τις αμαρτίες τους.

Ακούω εχτές τον κύριο Πρωθυπουργό, να μιλά για τα τραγικά και ιστορικά λάθη των 10 προηγούμενων ετών, τα οποία θα καλύψουμε με τη νέα δανειακή σύμβαση. Και αναρωτιέμαι κύριε Πρωθυπουργέ, πού στο διάολο (συγχωρέστε με, Άγιοι των Αγίων, που παραφέρομαι, είναι επειδή άγομαι και φέρομαι από τον κάθε τυχόντα...) ήσασταν όλα τα προηγούμενα χρόνια; Δεν βλέπατε αυτά τα λάθη, εσείς ένας τεχνοκράτης του συστήματος και ένας ειδήμων της οικονομικής πορείας της χώρας; Πώς τολμάτε να μιλάτε τώρα για τα λάθη, όταν σιωπούσατε την ώρα που γίνονταν; Πώς τολμάτε να μιλάτε με τον ελληνικό λαό και να τον κοιτάτε στα μάτια, πουλώντας του όλες αυτές τις ψεύτικες υποσχέσεις περί καθήκοντος και περί ιστορικής ευθύνης, όταν τότε που μπορούσατε να αποτρέψετε τόσο κόσμο από την σημερινή πείνα, όταν τότε που είχατε την ιστορική ευκαιρία διάσωσης της στραβής πορείας του ελληνικού καραβιού, ήσασταν στον κόσμο σας και το αφήνατε να βουλιάζει; Αν εσείς, με το τόσο ακονισμένο οικονομικό κριτήριο σας και τις πιστοποιημένες διεθνώς γνώσεις σας πάνω στη λειτουργία της αγοράς, δεν μιλούσατε για αυτά που βλέπατε, ποιος θα έβγαινε να μιλήσει; Η γιαγιά μου, που δεν ξέρει γράμματα, παρά μόνο μια ζωή να δουλεύει; Ο πατέρας μου, που είναι στην οικοδομή ή στο χωράφι όλη μέρα, ή εγώ, που έφαγα τα νιάτα μου στα θρανία για να δουλεύω 30ωρα συνεχόμενα τώρα στα σχεδόν 30 μου χρόνια, χωρίς να με σέβεται κανείς, και κυρίως χωρίς να έχω ούτε όρεξη ούτε αντοχές για να μάθω τι συμβαίνει γύρω μου; Ποιος θα το έκανε, αν όχι ένας ειδήμων, σαν τον κύριο Παπαδήμον; Μήπως όμως, είχατε τους λόγους σας αγαπητέ Πρωθυπουργέ; Μήπως και εσείς παίζατε το δικό σας παιχνίδι, και δεν θέλατε να φανείτε κακός με τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου; Μήπως γιατί είχατε και εσείς βλέψεις προς την εξουσία, με σκοπό -όπως αποδείχτηκε- κάποια μέρα να σας την δώσουν;

Πώς εγώ να βρω μια απάντηση, έστω ευλογοφανή σε αυτά που μου λένε; Πώς να πιστέψω ότι ο Πρωθυπουργός μου, με κοιτά πραγματικά στα μάτια και μου λέει την αλήθεια, όταν μέχρι πρότινος έκανε τα... στραβά μάτια και δεν απέτρεπε την επερχόμενη καταστροφή; Πώς να θεωρήσω ότι διορθώθηκε η στραβομάρα των Ελλήνων πολιτικών μας;

Σήμερα του ασώτου, κύριοι. Κάποιου, που μετάνοιωσε και γύρισε στον ίσιο δρόμο, και η οικογένειά του, τον δέχτηκε, ως μετανοόντα. Πώς όμως να δεχτώ και να συγχωρήσω όλους αυτούς, που μου το παίζουν μετανοημένοι, από τα λάθη του παρελθόντος, και να τους επιτρέψω να συνεχίσουν να κάνουν αυτά που ευαγγελίζονται; Πώς εγώ, ένας υιός, να συγχωρήσω τους εθνοπατέρες μου, όταν για τα επόμενα χρόνια, δεν έχω βάση να πατήσω, δρόμο να βαδίσω, όνειρο να χτίσω;

Αν σκεφτώ, ελληνοχριστιανικά, όπως προστάζει το εκκλησιαστικό κλίμα της ημέρας, οφείλω να συγχωρήσω τον μετανοόντα και να πιστέψω ότι δεν θέλει να με διαλύσει, να με αφανίσει, αλλά να με σώσει. Και επειδή το κράτος μας, η νοοτροπία μας και η σκέψη μας, είναι έντονα διαποτισμένα με ελληνοχριστιανική ιδεολογία, αυτό πιστεύω ότι θα κάνει -δυστυχώς- ο περισσότερος κόσμος. Αν σκεφτώ, λογικά, όπως προστάζει το δημοσιονομικό κλίμα της ημέρας, οφείλω να βρίσω και να χριστοπαναγίσω τον μετανοόντα και να μην του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία να με διαλύσει, να με αφανίσει. Και επειδή το κράτος μας, η νοοτροπία μας και η σκέψη μας, είναι έντονα ναρκωμένα στην ιδεολογία της αδράνειας και της έλλειψης αντίδρασης, πιστεύω ότι -ξανά δυστυχώς- το Μνημόνιο ΙΙ θα περάσει.

Και το ερώτημα που ξεπηδά: η παραβολή του ασώτου έχει αξία σήμερα; Έχει να μας δώσει πραγματικά συμπεράσματα; Έχει να βοηθήσει τη σημερινή κοινωνία; Η απάντησή μου είναι, όχι. Και η Ιστορία το έχει αποδείξει, με τις επαναλαμβανόμενες χαμένες ευκαιρίες αυτού του Κράτους να ορθοποδήσει, καθώς ο λαός μας διατηρεί την αυτάρεσκη απολαυστική μα και μακραίωνη ιδιότητα, τού να θέλει και να μπορεί, απέναντι στα σοβαρά ζητήματα του τόπου, ένα και μόνο πράγμα: να ορθο-πορδίσει! Αλλά με πορδές, όσο ορθές και αν είναι, δεν βάφονται αβγά.

Η ελληνοχριστιανική κοινωνικά κατασκευασμένη παιδεία μας (με κύριο εκφραστή την Εκκλησία και τους ιερείς-παπάδες της κάθε εποχής), έχει καταβαραθρώσει τον λαό (τον δήμο), εκκινώντας από πολύ παλιά, από την Εκκλησία του δήμου, ως σήμερα, την εποχή του Παπα-δήμου! Τι διαπιστώνω εγώ από τη σημερινή ημέρα λοιπόν; Ότι σε όλο αυτό το φάσμα της Ιστορίας μας, η επιβολή της εξουσίας και η ναρκωτική νουθεσία της εκκλησίας-θρησκείας, είναι δυο ιδιότητες που πάνε μαζί, χέρι χέρι, άλλοτε με τον Καρατζαφέρη και άλλοτε, με όποιον τους συμφέρει.


Εμάς, αγαπητοί μου, τι είναι αυτό που μας συμφέρει; Να πάμε εμπρός στον ευρωπαϊκό γκρεμό ή πίσω στο χρεοκοπημένο και απομονωμένο ρέμα; Ίσως καλύτερα να πάμε σε μια εκκλησιά να ανάψουμε ένα κεράκι, για να βοηθήσουμε και εμείς την Εκκλησία της Ελλάδος που περνά δύσκολες μέρες, αλλά μήπως και η Εκκλησία βοηθήσει την Ελλάδα, όπως τόσες φορές στο παρελθόν...











Μάθημα Οικονομικής Ιστορίας 1: Η παγκοσμιοποίηση του σνόμπ-ing!




Τι σχέση έχουν η Όλυμπος Καρπάθου των περασμένων αιώνων και ο Θορστάιν Βέμπλεν, αμερικανός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος, που έζησε και μίλησε για την αμερικανική κοινωνία;

Η απάντηση, όσο και αν αρχικά δεν σας πείθει, είναι απλή: περιγράφουν την ίδια ακριβώς ταξική διαβάθμιση και συμπεριφορά!

Ας παρακολουθήσουμε τις δυο περιγραφόμενες κοινωνίες:

Αρχικά, στην Κάρπαθο, εμφανίστηκε το μοναδικό, για τα δεδομένα της ελληνικής επικράτειας, φαινόμενο του υπερτονισμού της αξίας και της ξεχωριστής θέσης, τωνΚανακάρηδων, δηλαδή των κατά φύλο πρωτότοκων τέκνων κάθε οικογενείας. Δηλαδή, του πρώτου αγοριού από το σύνολο των αρσενικών τέκνων και του πρώτου κοριτσιού από το σύνολο των θηλυκών τέκνων. Αυτά τα άτομα, οι Κανακάρηδες, είχαν πολύ σπουδαία θέση, στην οικονομική, κοινωνική και βιολογική προσέγγιση της τοπικής τους κοινωνίας. Όλα, χωρίς υπερβολή, γίνονταν και προορίζονταν για αυτούς. Περιουσίες, χωράφια, μέσα παραγωγής, μύλοι, ζώα, ιδιωτικές εκκλησιές ακόμα και ειδικές θέσεις στην τοπική Εκκλησία, δημόσια αξιώματα κλπ. Όλη η ζωή κινούταν γύρω από την (αυταπόδεικτη) αξία αυτών των ατόμων, την οποία την αποκτούσαν μόνο και μόνο από τη πρώτη θέση στη σειρά γέννησης των τέκνων, δηλαδή ξεκάθαρα τυχαία! Στην αντίθετη όχθη ήταν οι υστερότοκοι, αυτοί δηλαδή που έπονταν στη σειρά γέννησης (πάλι τυχαία), για τους οποίους, προβλεπόταν το απόλυτο τίποτα, ως ανταμοιβή της ύπαρξής τους! Και κυριολεκτώ. Οι κοπέλες, προορίζονταν να μείνουν άγαμες και να γίνουν παραδουλεύτρες στον οίκο της Κανακαράς αδελφής, ενώ τα αγόρια συνήθως απομακρύνονταν αναζητώντας στην εποχική μετανάστευση ένα καλύτερο μέλλον. Ως εδώ καλά θα μου πείτε. Πού το περίεργο;

Το περίεργο, είναι η εξήγηση αυτής της ιδιαίτερης κοινωνικής δομής. Πώς γίνεται να συμβαίνει μια τόσο φοβερή και ζοφερή απόκλιση μεταξύ των ίδιων των αδελφών και μάλιστα να μην μιλά κανείς για αυτό και οι υστερότοκοι να υπομένουν σιωπηλά και με βεβαιότητα την ορθή διαρρύθμιση των συγγενικών και κατ’ επέκταση κοινωνικών σχέσεων; Πώς γίνεται να δέχεται ένας νέος άνθρωπος να παραμείνει άγαμος και πλήρως αποκλεισμένος, από οικονομικές, κοινωνικές και -τραγικότατο- από βιολογικές δραστηριότητες; Και όμως, εδώ φαίνεται η μαεστρία της κοροϊδίας και της εξοντωτικής εξαπάτησης των κρατούντων, που δεν αναγνωρίζουν (σαν τους πρωτόγονους ή σαν τα ζώα) την αξία των αδελφών τους, αν πρόκειται για τους Κανακάρηδες, ή των παιδιών τους, αν πρόκειται για τους γονείς που τα γέννησαν. Λες και ο κόσμος ξεκινούσε και τελείωνε στους Κανακάρηδες!

Η εξήγηση, λοιπόν, είναι ότι αυτή η κοινωνία δομήθηκε έτσι, ώστε να σκεπάσει και να καλύψει τις ανομίες και την ισχύ της ιθύνουσας τάξης. Της τάξης ολίγων και ισχυρών, που είχαν την φαεινή ιδέα να περάσουν μέσα από την δέσμευση και την «αξία» των συγγενικών σχέσεων, την δική τους εξουσία, έχοντας ως δουλικά όλους τους υπόλοιπους, ασχέτως δεσμών αίματος. Αυτοί, εστίαζαν στη λέξη «δεσμός» και όχι στη λέξη «αίμα». Για όλους αυτούς τους λίγους, μετρούσε πιο πολύ για τον κορεσμό της υλικής και εξουσιαστικής πλεονεξίας τους τα δεσμά με τα οποία έδεναν τα αδέρφια τους, και όχι ότι οι δούλοι τους, ήταν τα αδέρφια από την ίδια μάνα, με τα οποία έφεραν το ίδιο αίμα. Αυτοί οι Κανακάρηδες, δεν ασχολούντο με τίποτε άλλο, παρά την επίδειξη της θέσης τους, του πλούτου τους και της κοινωνικής τους ισχύος. Δεν δούλευαν, γιατί δεν τους επιτρεπόταν να δουλεύουν. Ήταν τα αφεντικά, αλλά χωρίς να το φωνάζουν ή να το αποκαλύπτουν! Οι υπόλοιποι, ήταν οι εργάτες, τα δουλικά, που τους έμελε μόνο ένα ξεροκόμματο και το σκύψιμο του κεφαλιού. Πόσο ευφυές και αποτελεσματικό να εξουσιάζεις κάποιων επειδή τον δένεις χειροπόδαρα με τον ψεύτικο δεσμό της συγγένειας και της οικογένειας… Οι σχέσεις εκμετάλλευσης λοιπόν καλύπτονταν από το (φτιασιδωμένο κοινωνικά) συναίσθημα της συγγένειας και το χρησιμοποιούσαν οι λίγοι προς ενίσχυση της θέσης τους, της ισχύος τους, της τάξης τους και του πλούτου τους.

(οι πληροφορίες για τους Κανακάρηδες, είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του Bernard Vernier "Η κοινωνική γέννεση των αισθημάτων - Πρωτότοκοι και Υστερότοκοι στην Κάρπαθο" εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001)


Πάμε τώρα και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, στην Αμερική:

«Ο Βέμπλεν, με την περίτεχνη πρόζα του, υποστήριξε την άποψη ότι η αργόσχολη τάξη διαφήμιζε την ανωτερότητά της με υπερβολικές δαπάνες -κραυγαλέες ή διακριτικές- και ότι το σήμα κατατεθέν της -η ίδια η σχόλη- αποτελούσε ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση όταν επιδεικνυόταν προκλητικά στα μάτια του κόσμου.

[Ο Βέμπλεν] ασχολείται με τέτοιου είδους ενδελεχή εξέταση της οικονομικής ψυχοπαθολογίας της καθημερινής μας ζωής. […] η κοινωνία των διαφημίσεων και του μιμητισμού ήταν αδύνατο να μην αναγνωρίσει, με κάποια θλίψη, την προσωπογραφία της.

Παρ’ όλο όμως που οι αργόσχολες τάξεις έπαιρναν χωρίς να παρέχουν σε αντάλλαγμα κάποια παραγωγική υπηρεσία, το έκαναν αυτό με την πλήρη έγκριση της κοινότητας. Γιατί αυτές οι κοινωνίες όχι μόνο ήταν αρκετά πλούσιες ώστε να έχουν τη δυνατότητα να συντηρούν μια μη παραγωγική τάξη, αλλά και τόσο επιθετικές ώστε να τις θαυμάζουν. Αντί να θεωρούνται χαραμοφάηδες ή κακομαθημένοι, όσοι ανέρχονταν στις τάξεις των αργόσχολων ήταν αξιοσέβαστοι ως άτομα ισχυρά και ικανά. Σαν αποτέλεσμα, σημειώθηκε μια θεμελιώδης αλλαγή στη στάση απέναντι στην εργασία. Οι δραστηριότητες της αργόσχολης τάξης -η δια της βίας κατάκτηση του πλούτου- κατέληξε να θεωρείται τιμητική και αξιοπρεπής. Ως εκ τούτου, η καθαρή εργασία κηλιδώθηκε, αντιθέτως, από την ταπείνωση. Το μόχθο της εργασίας, που οι κλασικοί οικονομολόγοι πίστευαν ότι είναι έμφυτος στον άνθρωπο, ο Βέμπλεν τον είδε σαν υποβάθμιση ενός κάποτε τιμημένου τρόπου ζωής κάτω από την επίδραση ενός αρπακτικού πνεύματος. Μια κοινότητα που θαυμάζει και εξυψώνει την βία και την κτηνώδη ανδρεία δεν μπορεί να μακαρίζει τον ανθρώπινο μόχθο.

Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος, στα μάτια του Βέμπλεν, δεν απέχει παρά μια σκιά μόλις από τους βάρβαρους προγόνους του. […] Έτσι, στη σύγχρονη ζωή ο Βέμπλεν είδε την κληρονομιά του παρελθόντος. Η αργόσχολη τάξη είχε αλλάξει ασχολίες, είχε εξευγενίσει τις μεθόδους της, αλλά ο στόχος της εξακολουθούσε να είναι ο ίδιος – η ληστρική αρπαγή αγαθών χωρίς εργασία. […] Ήθελε όμως χρήματα και η συσσώρευση των χρημάτων και η επιδεικτική ή διακριτική τους προβολή έγινε το σύγχρονο αντίστοιχο των κρανίων που κρέμονταν από τις σκηνές. […] Ο απλός λαός επιδίωκε να μιμηθεί τους καλύτερους. Όλοι, από τον εργάτη και τον μεσοαστό ως τον καπιταλιστή, ήθελαν με την επιδεικτική κατανάλωση χρημάτων -και μάλιστα με την επιδεικτική σπατάλη- να καταδείξουν την ληστρική τους δύναμη. […] Οι εργάτες δεν επιζητούν να εκτοπίσουν τα αφεντικά τους, αλλά να τα μιμηθούν. Συμμερίζονται κι αυτοί τη γενική αντίληψη ότι η δουλειά που κάνουν είναι κατά κάποιο τρόπο λιγότερο “αξιοπρεπής” από τη δουλειά των ανωτέρων τους και ο στόχος τους δεν είναι να ξεφορτωθούν μια ανώτερη τάξη, αλλά να ανέλθουν σ’ αυτήν.»

(πληροφορίες από το αριστούργημα του Robert L. Heilbroner "Οι Φιλόσοφοι του Οικονομικού Κόσμου", εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ, 2000)



Δεν ξέρω αν διακρίνεται ομοιότητες στις δυο αυτές προσεγγίσεις των κοινωνικών σχέσεων. Εγώ πάντως, νοιώθω ότι η απομονωμένη κοινωνία στην Όλυμπο Καρπάθου, σκιαγραφείται όσο κανείς άλλος μελετητής της δεν το έχει καταφέρει καλύτερα, μέσα από τα λεγόμενα του κυρίου Βέμπλεν.

Δεν σας κάνει εντύπωση; Πού γνωρίζονταν οι Καρπάθιοι και οι Αμερικάνοι; Πώς είχαν καταλήξει στην ίδια κοινωνική συμπεριφορά όταν προέρχονταν από τόσο διαφορετικές καταβολές; Η απάντηση, πάλι για το μικρό μου μυαλουδάκι, είναι απλή: υπάρχει κάτι κοινό σε αυτές τις κοινωνίες (ενδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο, ότι μάλλον υπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες όσο απομακρυσμένες και αν είναι). Αυτό το κοινό, είναι η διάθεση του ανθρώπου να εξουσιάσει με κάθε κόστος τον συνάνθρωπο. Πρόκειται για μια έμφυτη διάθεση, σύμφυτη με τη φύση μας (χρησιμοποιώ στη σύνταξη αυτής της πρότασης το σχήμα της υπερβολής, όπως ακριβώς υπερβολικά χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας το σχήμα της αυτάρεσκης εξουσίας απέναντι στους γύρω μας), που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κατάλοιπο της ζωώδους μας καταγωγής. Κοινωνικός Δαρβινισμός; Όχι. Απλά αναγνώριση ενός ακόμη γνωρίσματος της ιδιαίτερης φύσης μας. Αυτό είμαστε κύριοι: εξουσιαστικά ζώα, που μας ενδιαφέρει μόνο η επιβίωσή μας, ακόμα και αν είναι να πατήσουμε επί πτωμάτων. Ας το παραδεχτούμε επιτέλους. Εκεί ακριβώς πατούν όλοι αυτοί που θέλουν να μας περάσουν εξαναγκαστικά την παγκοσμιοποίηση. Δεν είναι εξαναγκαστική, αλλά εύκολη, διότι έχουμε κάτι κοινό και εύφορο, όπου μπορούν να πατήσουν πάνω του και να χτίσουν το παγκόσμιο οικοδόμημα που επιθυμούν αυτοί οι λίγοι: την υποτέλεια να σκύβουμε το κεφάλι αν πρώτα μας υπνωτίσουν με τις ψεύτικες και κατασκευασμένες επιθυμίες μας. Έτσι, κατορθώνουν να μας δέσουν χειροπόδαρα και ο φύλακας μας που μας εμποδίζει να λυθούμε, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός!

Ο μεγάλος, μα και απίστευτα ιδιόρρυθμος, αυτός άνθρωπος, ο «τελευταίος άνθρωπος που γνώριζε τα πάντα», ο κύριος Βέμπλεν, είχε πει:

«Η γυαλάδα στο καπέλο ενός τζέντλεμαν ή σ’ ένα ζευγάρι λουστρίνια δεν διαθέτει περισσότερη ενδογενή ομορφιά από τη γυαλάδα που υπάρχει σ’ ένα φθαρμένο μανίκι»

υποδεικνύοντας να αποδεχτούμε πλέον ανοιχτά και ταπεινά το κριτήριο του σνομπισμού που έχει περάσει στο γούστο μας.

Για τον κύριο αυτόν, κάποιοι άλλοι είπαν:

«Ήταν ξένος, ήταν αντικομφορμιστής […]. Ο κόσμος για τον Βέμπλεν ήταν άβολος και αφιλόξενος. Προσαρμόστηκε σ’ αυτόν όπως ένας ιεραπόστολος προσαρμόζεται σε μια χώρα αγρίων, αρνούμενος να γίνει ένα με τους ιθαγενείς, αλλά διατηρώντας τη μοναδικότητά του με κόστος την τρομακτική μοναξιά».



(ιδού ο κύριος Θορστάιν Βέμπλεν)