Η Θεωρία και η Πρακτική του Χάους - Αυλαία!

Μπορεί κανείς να καταπιαστεί με το Χάος; Και από πού να ξεκινήσεις για να μιλήσεις για αυτό. Όσο σκέφτομαι για το Χάος, διαπιστώνω ότι υπάρχουν δύο είδη Χάους: το Χάος του Σύμπαντος για το οποίο μιλούν οι Ειδικοί (φυσικοί κυρίως) με τις διάφορες θεωρίες τους, και το Χάος του ελληνικού συστήματος υγείας για το οποίο δεν μιλά κανείς (και κυρίως οι ιατροί, οι υπουργοί και οι παρά αυτών απανταχού σφουγγοκωλάριοι) μα αφήνουν τις πράξεις τους να τα πουν όλα. Και κάπου εδώ αρχίζει η διάσταση των δυο ειδών Χάους, αφού το πρώτο ζει στη θεωρία, ζει στο σύμπαν και μιλούν για αυτό πολλοί, ενώ το δεύτερο ενσωματώνεται στην πράξη, βρίσκεται δίπλα μας και για το οποίο δεν μιλά -μα πολύ περισσότερο δεν αντιδρά- κανείς. Μα η κυριότερη τους διαφορά είναι άλλη: όσο και αν δεν μπορεί το μυαλουδάκι μας να το χωρέσει και θα περίμενε κανείς το αντίστροφο, το πρώτο Χάος (του σύμπαντος) είναι πεπερασμένο, ενώ το δεύτερο (του ΕΣΥ, όπως και του εγώ, και του εμείς, και τελικά της ελληνικής κοινωνίας ολόκληρης) είναι άπειρο… 

Δυο γεγονότα προ τριών ημερών για να σας πείσω για την μια και μοναδική ομοιότητα που υπάρχει σε αυτά τα δυο είδη Χάους και η οποία είναι η εξής απλή: δεν έχει καμία ομοιότητα το ένα Χάος με το άλλο… 

Ξεκινάω από το εύκολο: το Χάος του Σύμπαντος! Προχτές λοιπόν, εφημερεύω σε Μονάδα Εμφραγμάτων μεγάλου δημόσιου νοσοκομείου της πρωτευούσης και ένας νέος ασθενής 50 ετών βρίσκεται διασωληνωμένος και -μετά πιθανόν από έμφραγμα- σχεδόν εγκεφαλικά νεκρός. Δεν θα συζητήσω για το «σχεδόν», το οποίο απαιτεί ιατρικές και βιολογικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς. Κρατήστε μόνο ότι τα φαινόμενα στον ανθρώπινο οργανισμό και ειδικά αυτά που συμβαίνουν στον εγκέφαλο, ποτέ δεν είναι σαν το διακόπτη «on-off», αλλά έχουν μια συνέχεια, μια εξελισσόμενη διαδικασία μέχρι από το «on» να περάσει ο οργανισμός στο «off». Ένας άτυχος ασθενής λοιπόν, χωρίς προσδόκιμο επιβίωσης και να παρουσιάζονται πολλές επιπλοκές κατά τη νοσηλεία του, γνωρίζοντας ότι το παιχνίδι έχει κριθεί. Και αναρωτιέσαι: έχει νόημα να διατηρώ έναν τέτοιον οργανισμό σε κάποιου είδους «ζωή» και να κάνω αυτά που πρέπει να γίνουν ως ιατρικές και νοσηλευτικές πράξεις στην ώρα τους, όταν (προϊούσης της κρίσης και της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού και υλικής υποδομής) τα υλικά που θα χρησιμοποιήσω και την ενέργεια που θα βάλω για να κάνω αυτά που πρέπει ίσως στερηθούν από κάποιον άλλον ασθενή που έχει καλύτερο προσδόκιμο; Η απάντηση έχει δυο αποχρώσεις και δυο ειδών θερμοκρασίες: η πρώτη, η σχεδόν αντανακλαστική, είναι αρνητική και ψυχρή (εκείνη την ημέρα εξάλλου χιόνιζε σε όλη την Αθήνα και το κρύο ήταν έντονο…) και διακατέχει πολλούς εξ ημών των ιατρών, η οποία ισχυρίζεται ότι φυσικά δεν έχει νόημα, αφού όπως είπαμε το παιχνίδι έχει παιχτεί και πρέπει να δώσουμε έμφαση εκεί που «πραγματικά» μπορεί να βοηθήσει η Ιατρική επιστήμη. Η δεύτερη, είναι θετική και πιο ένθερμη άποψη από την πρώτη (εκείνη την ημέρα ευτυχώς είχαμε αναμμένα καλοριφέρ στο νοσοκομείο μας και μέσα είχαμε ζέστη…) και εκφράζει, μέσα από έναν περίπλοκο συλλογισμό βασισμένο στη Θεωρία του Χάους, την ανάγκη διατήρησης αυτού του οργανισμού «εν ζωή», ώστε να μπορέσουν τα όργανά του να μεταμοσχευτούν σε κάποιους που περιμένουν εκεί έξω και τα έχουν ανάγκη. Ένας νεφρός, να πάει σε έναν νεφροπαθή ενός απομακρυσμένου ελληνικού νησιού για να μπορεί να συνεχίζει να μεγαλώνει τα μικρά του παιδιά, ώστε αυτά να μην τραυματιστούν σε ενδεχόμενο πρώιμο θάνατο του πατέρα τους και με τη σειρά τους να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους απρόσκοπτα και να δημιουργήσουν τις δικές τους ψυχικά υγιείς οικογένειες…. Δεν αξίζει αυτός ο Έλληνας νεφροπαθής να ζήσει μια κανονική ζωή; Ένα συκώτι, να πάει σε έναν άτυχο νέο που έτυχε να πάθει τοξική βλάβη ως μια παρενέργεια ενός αντιβιoτικού που λανθασμένα ίσως κάποιος ιατρός του έδωσε ή κάποιος στυγνός φαρμακοποιός του πούλησε ή ακόμα η κοινωνία δεν είχε κατορθώσει να μάθει στους πολίτες ότι δεν χρειάζεται σε μια απλή ίωση να πάρει κανείς αντιβίωση. Δεν μπορεί και αυτός ο νέος να ζήσει και να αφήσει πίσω του τις άτυχες στιγμές που κάποιοι άλλοι του επέφεραν…; Ένας πνεύμονας, να πάει σε μια νεαρή μάνα της ελληνικής επαρχίας που γεννήθηκε με κυστική ίνωση (την πιο συχνή γενετική πάθηση) και είναι μόλις 30 χρονών και μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία από εν σειρά λοιμώξεις και μαζί σέρνει και την τρίχρονη κόρη της και το μόνο που ζητά χαμογελαστή (σχεδόν σαν να αγνοεί τι της συμβαίνει…), είναι να επιτρέπουμε να βρίσκεται η κόρη της πιο συχνά στο θάλαμό της και να φέρνει και τις κούκλες της μαζί, ώστε να παίζουν τα απογεύματα… Δεν αξίζουν αυτές οι κούκλες (μάνα-κόρη-και οι διάφορες barbies της μικρής) να ζήσουν μια γαληνεμένη οικογενειακή ζωή και να παίζουν κάθε απόγευμα στο σαλόνι του σπιτιού τους…; Αυτές είναι λίγες από τις σκέψεις που η θεωρία του Χάους σου προσφέρει και σε οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα να απαντήσεις ότι «ναι» αξίζει να παλέψω αυτόν τον σχεδόν εγκεφαλικά νεκρό οργανισμό να συνεχίσει να υπάρχει, έστω μέσα από τις ζωές των άλλων. Κάπου εκεί έξω, είναι άνθρωποι, που με τη δική μου παρέμβαση ή μη παρέμβαση στον διασωληνωμένο που έχω απέναντί μου, ίσως επηρεαστεί η ζωή τους, με τον ίδιο τρόπο που το πέταγμα μιας πεταλούδας στην άλλη άκρη του κόσμου ίσως κινήσει διαδικασίες και γεγονότα χιονοστιβάδας που μπορούν να επηρεάσουν τη δική μου ζωή εδώ στον 2ο όροφο ενός δημόσιου νοσοκομείο της πρωτευούσης… και έξω το χιόνι έπεφτε right through… 

Κάπου εδώ τελειώνει η Θεωρία του (ενός) Χάους και αρχίζει η Πράξη του (άλλου) Χάους.  

Καλές και συγκινητικές όλες αυτές οι σκέψεις περί δωρεάς οργάνων και μεταμοσχεύσεις, αλλά στη χώρα μας το σύστημα υγείας και το κράτος όχι απλώς ανεπαρκούν αλλά είναι σχεδόν ανύπαρκτα σε αυτήν την κατεύθυνση της μεταμόσχευσης… Τυχαίνει αυτή την περίοδο να διαβάζω ένα ανθρωπολογικό σύγγραμμα που διαπραγματεύεται αυτό ακριβώς το θέμα και σας προτείνω να το διαβάσετε («Δώρα Ζωής μετά Θάνατον»). Δεν είναι μόνο οι ίδιοι οι πολίτες οι οποίοι δεν γνωρίζουν και κανείς δεν τους μαθαίνει, μα ακόμα και εμείς οι ιατροί είτε (πολύ πιο συχνά και πολύ πιο αδικαιολόγητα) δεν γνωρίζουμε, είτε (λιγότερο συχνά) αδιαφορούμε για τη σπουδαιότητα του θέματος. Πολύ περισσότερο, το ίδιο το σύστημα, δεν έχω δει να έχει πουθενά καμία εσωτερική διαδικασία, ειδικά στα πλαίσια λειτουργίας Μονάδων Εντατικής Θεραπείας ή Μονάδων Εμφραγμάτων ή Μονάδων Αυξημένης Φροντίδας, που να προβλέπει ή έστω να ενδιαφέρεται για να εντοπίσει εκείνη την μικρή και έτσι και αλλιώς σπάνια πιθανότητα, να βρεθεί δότης οργάνων… Άρα, καλή η Θεωρία του Χάους, αλλά η Πρακτική του σε αναχαιτίζει… Και έξω το χιόνι έπεφτε right through… 

Και περνάμε στο δεύτερο συμβάν, το πιο περίπλοκο: την ώρα που όλα αυτά κλωθογύριζαν στο Χάος του μυαλού μου, μαθαίνω ότι μια 37χρονη νοσηλεύτρια της Νευρολογικής Κλινικής πονάει στο στήθος και της κάνανε ένα καρδιογράφημα το οποίο μου φέρανε μπροστά μου και το οποίο έδειχνε έμφραγμα! Ναι, συμβαίνουν και στους 37χρονους και σε ακόμα πιο νεαρούς τα εμφράγματα, μην απορείτε. Αμέσως, εγώ και μια συνάδελφος που ήταν επί των εξωτερικών καρδιολογικών υποθέσεων της κλινικής μας, κινητοποιούμαστε και λέμε να έρθει η νεαρή νοσηλεύτρια κατευθείαν στη Μονάδα Εμφραγμάτων μας, ώστε να την έχουμε σε επίβλεψη και να της προσφέρουμε την απαιτούμενη φαρμακευτική αγωγή, μέχρι να επικοινωνήσουμε με το ΕΚΑΒ για να την μεταφέρει σε εφημερεύον νοσοκομείο με Καρδιολογική Κλινική που διαθέτει αιμοδυναμικό εργαστήριο ώστε να γίνει επειγόντως στεφανιογραφία. Ο λόγος, είναι επειδή το δικό μας νοσοκομείο δεν εφημέρευε (δηλαδή να δεχτεί επίσημα και ανοιχτά ασθενείς), έπρεπε η ασθενής να μεταφερθεί στην κατάλληλη κλινική. Το ερώτημα βέβαια είναι πώς βρέθηκε η ασθενής στο νοσοκομείο μας: δεν ήταν σε βάρδια στο τμήμα της, μα επειδή ένιωσε τον πόνο και για χάρη ευκολίας και γρηγοράδας, ήρθε στους συναδέλφους της νοσηλευτές και τους ζήτησε να γίνει ένα καρδιογράφημα το οποίο ανέδειξε τη βλάβη. Αν αυτή η ασθενής δήλωνε στο ΕΚΑΒ ότι πονάει και ότι βρίσκεται έξω από το νοσοκομείο στη διεύθυνση τάδε… το ΕΚΑΒ θα την φόρτωνε χωρίς δεύτερη κουβέντα και θα την πήγαινε στο ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟ καρδιολογικό τμήμα. Έλα όμως, που το ΕΚΑΒ για έναν λόγο που δεν έχω ακόμα καταλάβει, αν είναι να μεταφέρει έναν άνθρωπο (είτε που νοσηλεύεται επίσημα, είτε επειδή είδε φως και μπήκε…) από ένα νοσοκομείο σε ένα άλλο, ΑΠΑΙΤΕΙ να έχει προηγηθεί συνεννόηση μεταξύ των δυο ιατρών, αυτού που στέλνει τον ασθενή και του άλλου που τον παραλαμβάνει, για να γίνει η μεταφορά. Έτσι, λοιπόν και εμείς, έχοντας ενημερώσει και την επιμελήτρια μας καρδιολόγο που εφημέρευε και έναν τρίτο συνάδερφο καρδιολόγο που ήταν στο τρίτο πόστο (συνολικά δηλαδή 4 ιατροί), χωριστήκαμε σε πόστα, αναλάβαμε από ένα τηλέφωνο ανά χείρας και χωριστήκαμε ώστε να μιλήσουμε ο καθένας με ένα από τα εφημερεύοντα νοσοκομεία της πρωτεούσης… Η συνάδελφος των εξωτερικών υποθέσεων της κλινικής μας, αρχίζει να μιλά με το Νο 1 αδελφό νοσοκομείο της πρωτεούσης, το πιο κοντινό σε εμάς, όσο εγώ παρακαλάω κάποιος από το Νο 2 αδελφό νοσοκομείο της πρωτευούσης να σηκώσει το τηλέφωνο ώστε να συνεννοηθούμε. Και όσο περιμένω από το ένα μου αυτί το τουτ τουτ χωρίς ανταπόκριση, ακούω η συνάδελφος να φορτώνει και σχεδόν να κοπανάει το κεφάλι της στον τοίχο από αυτά που ακούει από το δικό της αυτί… Ένας παλίκαρος του Νο 1 αδελφού νοσοκομείου, της λέει πολύ απλά και ψυχρά ότι δεν μπορούν να δεχτούν την ασθενή και της το κλείνει… Η συνάδελφος επικοινωνεί εκ νέου και μιλάει μαζί του και εκείνος γίνεται πιο επιθετικός λεκτικά και συνομιλία διακόπτεται. Η συνάδελφος ξαναχτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο, όταν στο δικό μου άλλο αυτί ακούω επιτέλους κάποιον να απαντά… Του εξηγώ το πρόβλημα αλλά μου απαντά ότι δεν έχουν κρεβάτια μάλλον να νοσηλεύσουν την ασθενή και ότι θα πρέπει να μιλήσω απευθείας με την κλινική τους για να δω αν μπορεί να δεχτεί την ασθενή τους. Νέος γύρος λοιπόν τουτ τουτ στο αυτί μου, περιμένοντας να απαντήσει κάποιος. Η επιμελήτρια μας προσπαθεί παράλληλα να βρει γνωστό της που να εφημερεύει στο Νο 3 αδελφό νοσοκομείο της πρωτευούσης, ώστε να μπορέσει να παρακάμψει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς με τη συνάδελφο και να προχωρήσουμε κατευθείαν στο προκείμενο, δηλαδή ΚΑΠΟΙΟ νοσοκομείο να βοηθήσει τη νεαρή νοσηλεύτρια που δούλευε στο νοσοκομείο μας, καθώς εμείς δεν μπορούσαμε διότι δεν εφημερεύαμε, ούτε ήταν ανοιχτό το εργαστήριο εκείνο όπου γίνονται στεφανιογραφίες (ειδικός ιατρός, ειδική νοσηλεύτρια και ειδικός τεχνικός που χρειάζονται για τη λειτουργία του συγκεκριμένου εργαστηρίου έλλειπαν γιατί πολύ απλά το νοσοκομείο μας ΔΕΝ εφημέρευε είπαμε). Μέχρι να βγάλω άκρη με το Νο 2 νοσοκομείο, δοκιμάζω και εγώ να μιλήσω με το Νο 1 νοσοκομείο της πρωτευούσης. Μου λέει ο συντονιστής της εφημερίας στο καρδιολογικό τμήμα πολύ απλά, ότι ο αιμοδυναμιστής ιατρός ο οποίος εφημέρευε εκείνη την ημέρα σε καθεστώς ετοιμότητος, είχε ενημερωθεί για την περίπτωση αλλά είπε ΤΟΣΟ ΑΠΛΑ ότι δεν τη δέχεται επειδή εκείνος είναι on call. Και όταν του είπα του συγκεκριμένου συντονιστή ότι αυτό που ισχυρίζονται είναι αυθαίρετο και ότι από τη στιγμή που αυτοί εφημερεύουν (αδιάφορο το καθεστώς εφημερίας τους) πρέπει να δεχτούν μια νεαρή νοσηλεύτρια μας από το δικό μας νοσοκομείο καθώς εμείς ΔΕΝ εφημερεύαμε, εκείνος που είπε ότι αυτή είναι η άποψή τους και να ψάξουμε αλλού! Του λέω ότι αυτό θα αναφερθεί εκεί που πρέπει με έντονο ύφος και αυτή τη φορά, αφού του ευχήθηκα καλή υπόλοιπη εφημερία του το έκλεισα εγώ πρώτος. Την ίδια στιγμή, μας δέχονταν στο νοσοκομείο Νο 2, με την προϋπόθεση όμως να κάνουν εκεί τη στεφανιογραφία και η ασθενής να γυρίσει άμεσα πίσω στη δική μας Μονάδα Εμφραγμάτων (αυτό το είχα προτείνει εγώ για να παρακάμψω το εμπόδιο της μη εύρεσης κλίνης στην εκεί καρδιολογική κλινική). Ταυτόχρονα όμως, η επιμελήτρια μας, είχε προσωπική συνεννόηση με ιατρό του Νο 3 νοσοκομείου που ήταν και αυτός σε εφημερία ετοιμότητος, να δεχτεί να βγει από το σπίτι του με τα χιόνια και να κινητοποιήσει το δικό του αιμοδυναμικό εργαστήριο -ως όφειλε εξάλλου- και να δεχτεί την ασθενή. Ακυρώνω λοιπόν, το Νο 2 νοσοκομείο και αναλαμβάνει δράση ο τρίτος συνάδελφος να κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις με το ΕΚΑΒ λέγοντας ότι είχαμε βρει το Νο 3 νοσοκομείο (άσχετα αν ήταν 13 χιλιόμετρα πιο μακριά από εμάς και 8 χλμ από το Νο 1 νοσοκομείο το οποίο μας αρνήθηκε παράνομα με το «έτσι θέλω» να βοηθήσει, κάτι το οποίο φυσικά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ήταν εις βάρος της ασθενούς και της θεραπείας της– για αυτό ήμασταν απαιτητικοί με το Νο 1 νοσοκομείο το οποίο είναι σχεδόν δίπλα μας, μόνο 4,7 χιλιόμετρα ενώ το άλλο ήταν όπως είπαμε 13 χλμ). Τι να κάνουμε, είχαμε τέλος πάντων βρει και ιατρό, οπότε η διαδικασία προχωρούσε. Συνολικός χρόνος μέχρι εδώ περίπου 1,5 ώρα… Είχα όμως ένα χρωστούμενο: να κάνω πράξη την υπόσχεσή μου σε εκείνον τον παλίκαρο του Νο 1 αδελφού νοσοκομείου, όταν του έλεγα ότι το συμβάν θα το αναφέρω σε ανώτερες αρχές. Έτσι, λοιπόν, επικοινωνώ με το ΕΚΕΠΙ, το οποίο πολύ απλά είναι εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας… Ο εκεί κύριος, μόλις του εξέθεσα με έντονο ύφος τι είχε συμβεί με το αδελφό Νο 1 νοσοκομείο και ότι τελικά βρήκαμε το Νο 3 αδελφό νοσοκομείο, μου είπε ότι είχαμε βρει την «καλύτερη λύση». Ερώτημα πρώτο: γιατί έπρεπε εμείς να βρούμε τη λύση και όχι αυτοί για το οποίο πληρώνονται να λύνουν τέτοια προβλήματα των νοσοκομείων; Ερώτηση δεύτερη: είναι τόσο άσχετος με το θέμα, αν και πληρώνεται για να είναι ο πιο σχετικός με το θέμα, όταν μου λέει ότι είναι η καλύτερη λύση να φύγει ένας νέος άνθρωπος με έμφραγμα και να ταξιδέψει 13 χλμ αντί για 4 χλμ; Τέλος πάντων, κλείνουμε τη συνομιλία μας. Και ενώ περιμένουμε περιχαρείς το ΕΚΑΒ, μας παίρνει τηλέφωνο εκείνος ο σχετικός κύριος του ΕΚΕΠΙ, μιλάει μαζί μου και μου λέει ότι τελικά θα μας δεχτεί το Νο 1 νοσοκομείο, τα κανόνισε! Καλά ρε φίλε μας δουλεύετε ψιλό γαζί όλοι σας; Τέλος πάντων ξαναλέω και παίρνει πάλι η επιμελήτριά μου τηλέφωνο τον γνωστό της συνάδελφο να ακυρώσει τη συμφωνία τους και να του ζητήσει πολλά «συγνώμη» για την αναστάτωση και όλα αυτά που λέει κανείς όταν προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, τη στιγμή μάλιστα που δεν φταίει κιόλας… Ξαναμανά τέλος πάντων, και περιμένουμε το ΕΚΑΒ για να έρθει να πάρει τη νεαρά νοσηλεύτρια για να την πάει να κάνει στεφανιογραφία. Για να μην σας τα πολυλογώ, το ΕΚΑΒ έρχεται 2ώρες και 44 λεπτά αφότου έγινε η αρχική διάγνωση του εμφράγματος, για να την πάρει και να τη μεταφέρει λίγο παρακάτω, στα 4 χλμ, ώστε να ακολουθηθεί η διαδικασία η οποία θα έπρεπε κανονικά να μην υπερβαίνει συνολικά τα 60 λεπτά (άρα η διαφορά δεν είναι 2:40’ – 60’, αλλά [2:40’ + τον χρόνο που θα χρειαστεί για να μεταφερθεί η ασθενής στο κοντινότερο νοσοκομείο μέχρι να ξεκινήσει η διαδικασία της στεφανιογραφίας] – 60’). Συνοδεύει λοιπόν η συνάδελφος των εξωτερικών υποθέσεων της κλινικής μας μέσα στο ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ την έρμη ασθενή. Λίγα λεπτά αργότερα, μου στέλνει μήνυμα ότι το ασθενοφόρο δεν έχει απινιδωτή και μόνιτορ… Σκέφτομαι: καλύτερα θα ήταν εξαρχής να είχαμε καλέσει ένα ταξάκι να πάει πιο κάτω την ασθενή, θα είχε φτάσει στα 20 λεπτά, αντί στις 3 ώρες που κατάφερε να κινητοποιηθεί το σύστημα για να καταλήξει να στείλει απλά ένα ασθενοφόρο-ταξί, χωρίς να παρέχει καμία δυνατότητα στον ιατρό που συνοδεύει να παρέχει σωτήριες επεμβάσεις σε περίπτωση που ένα έμφραγμα προκαλούσε ανακοπή στον ασθενή (διόλου σπάνιο σας πληροφορώ…). Λέμε άλλη μια φορά τέλος πάντων από μέσα μας, και ευχόμαστε η ασθενής να προλάβει να φτάσει στο αδελφό Νο 1 νοσοκομείο της πρωτευούσης… Λίγο αργότερα, μόλις φτάνει η συνάδελφος των εξωτερικών υποθέσεων στο αδελφό νοσοκομείο Νο 1 της πρωτευούσης, με παίρνει πανικοβλημένη τηλέφωνο λέγοντάς μου ότι βρίσκεται στα επείγοντα του εκεί νοσοκομείου και δεν την παραλαμβάνουν την ασθενή… και ξαφνικά κλείνει η γραμμή χωρίς να ξέρω τι γίνεται. Αμέσως ξαναπαίρνω το ΕΚΕΠΙ και τους ξεφτιλίζω, λέγοντάς τους ότι οφείλουν να δώσουν μια λύση άμεσα. Προσπαθώ να μιλήσω με τη συνάδελφο, δεν απαντά. Φαντάστηκα ότι ή θα έπαιζε μπουνιές με τους εκεί συναδέλφους ή θα έβγαζε καλάσνικοφ να τους σαρώσει όλους πλην της ασθενούς μας… Λίγη ώρα μετά (πλέον δεν κοιτούσα πόση ώρα είχε περάσει από την έναρξη του εμφράγματος, δεν είχε εξάλλου κανένα απολύτως νόημα, μετά από τόση ώρα το έμφραγμα το αντιμετώπισε ο ίδιος ο οργανισμός μόνος του, χωρίς τη βοήθεια του συστήματος υγείας!), μου στέλνει μήνυμα η συνάδελφος ότι ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ άρχισε να γίνεται η στεφανιογραφία, αλλά όλοι εκεί, μας έβριζαν και άρχισαν να λένε στην ασθενή ότι φταίμε που δεν ανοίξαμε κατ’ εξαίρεση το δικό μας αιμοδυναμικό εργαστήριο (δηλαδή να φέρουμε από το σπίτι τους 3 ανθρώπους που κανονικά δεν δούλευαν), και έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την καρδιά της και πολλές άλλες τέτοιες ανυπόστατες κουβέντες. Και όλα αυτά με εκδηλώσεις τραμπουκισμού απέναντι στη συνάδελφο που συνόδευε… Κάποια στιγμή, αφού ακολούθησαν και άλλα ευτράπελα, η συνάδελφος και η ασθενής φτάνουν πίσω στη Μονάδα μας, λέγοντάς μας ότι ένας ιατρός της διεμήνυσε ότι ετοιμάζει αναφορά για όλους μας για τη μη σωστή διαχείριση του περιστατικού (στα αυτιά μου ακούστηκε σαν το «θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε» του Χλαπάτσα από το σίριαλ «Της Ελλάδος τα παιδιά»). Λοιπόν, συνολικός χρόνος διεκπεραίωσης 6 ώρες από την αρχή που ήρθε σε μας η ασθενής και διεγνώσαμε οξύ έμφραγμα, εκ των οποίων οι σχεδόν μισές (2:44’) ήταν χρόνος καθυστέρησης… Τέλος πάντων λέμε όλοι μαζί -για τελευταία φορά ελπίζαμε-, και ξημερώνει η νέα μέρα για να συνεχίσουμε, χωρίς εννοείται να έχουμε κλείσει μάτι εγώ και η συνάδελφος των εξωτερικών υποθέσεων, το πρωινό μας πόστο, νιώθοντας ότι έχουν περάσει χρόνια και όχι απλά 24ώρες εφημερίας… Έλα όμως που η επιμελήτριά μας, εκείνο το βράδυ είχε προλάβει και αναρτήσει στο facebook της, μια σύνοψη των ευτράπελων και ανήθικων συμπεριφορών που μας είχαν εξοργίσει τόσο εκείνο το βράδυ σαν μια μικρή ένδειξη διαμαρτυρίας. Αυτή την ανάρτηση όμως, κάπως, με έναν περίεργο τρόπο ΕΤΥΧΕ και τη διάβασε το πρωί ο διοικητής του νοσοκομείου μας (άραγε υπάρχουν ακόμα καλοθελητάδες;) και είχε προλάβει να πάρει τηλέφωνο τον διευθυντή του νοσοκομείου μας και τον ξέχεσε… Και τι κάνει όποιος ξεχέζεται; Ξεχέζει και αυτός με τη σειρά του όσους είναι από κάτω του, δηλαδή την έρμη επιμελήτρια που εφημέρευε εκείνο το βράδυ. Έτυχε να είμαι έξω από το γραφείο του διευθυντή που είχε καλέσει την επιμελήτρια και άκουγα με τα ίδια μου τα αυτιά τις επιπλήξεις που τις έκανε… Και δεν το περίμενα από εσένα και τι είναι αυτά τα πράγματα, και θα το μάθει ο Πολάκης και τι θα του πούμε, και τουλάχιστον να μην το ανέβαζες στο facebook κλπ κλπ… Τι να πει η καϋμένη η επιμελήτρια, της πέφτουν τα αυτιά με αυτές τις βλακείες που άκουγε και πήγε να συνεχίσει και αυτή το πόστο της μέχρι το μεσημέρι. Ένα πόστο στο οποίο υπάρχουν συνολικά 6 ιατροί και εκείνη την ημέρα ήταν μόνη της, μετά από εφημερία και μάλιστα μετά από τέτοια εφημερία. Μην με ρωτήσετε πού ήταν οι υπόλοιποι, αρκεστείτε μόνο στο ότι αυτό αποτελεί σχεδόν καθημερινότητα στο συγκεκριμένο πόστο…  

Την επόμενη μέρα εκεί που όλα φαίνονταν ήσυχα έρχεται και άλλο εξέχων στέλεχος της κλινικής μας και πάλι επί του προσωπικού επιπλήττει την επιμελήτριά μας. Το ίδιο λογίδριο με τον διευθυντή μας… Τι να κάνει η έρμη επιμελήτρια κατεβάζει το μοιραίο κείμενο από το facebook, δυστυχώς χωρίς να προλάβω να το διαβάσω και εγώ που δεν έχω facebook, και υπόσχεται ενδόμυχα στον εαυτό της ότι από εδώ και πέρα θα βάλει μυαλό… 

Κάπου εδώ τελειώνει η εξιστόρηση των γεγονότων διαβεβαιώνοντάς σας ότι αυτά που έγραψα είναι ούτε τα μισά από αυτά που δια-δραμα- τίστηκαν εκείνη την ημέρα. Και τώρα αρχίζουν τα ερωτήματα: 

Γιατί πρέπει αυτός που κάνει το παραπάνω τελικά να την πληρώνει; 
Γιατί σε αυτό το σύστημα «γάτος γαμάει, γάτος σκούζει»; 
Γιατί ποτέ δεν ακολουθείται ο κανόνας (που είναι ο εφημερεύων να εφημερεύει, αυτός που είναι στο τηλεφωνικό κέντρο να απαντά, ο ασθενής που υποφέρει να απολαμβάνει τις υπηρεσίες υγείας στους χρόνους που πρέπει, αυτός που πληρώνεται να έχει ευθύνη και να ελέγχεται και αυτός που παρατυπεί να πληρώνει), παρά μόνο όλοι ξέρουν να σου ζητούν «εξαιρέσεις» στους κανόνες…; 
Γιατί αυτός που μοχθεί και οραματίζεται δεν προστατεύεται; 
 Γιατί ο νέος μαθαίνει μόνο με τα παραδείγματα προς αποφυγή; 
Γιατί κάποιος που αγανακτά δεν μπορεί να εκφραστεί δημόσια, κατονομάζοντας πρόσωπα και καταστάσεις; 
Γιατί ο Τσίπρας μπορεί να λέει έναν άλλον δημόσια (και ποιον; αυτόν που τον στήριξε και κάνανε μαζί κυβέρνηση) «μπούλη» και όλοι να χασκογελάνε από κάτω και να χειροκροτάνε και εμείς δεν μπορούμε να πούμε το κάθε «μουνόπανο»-«μουνόπανο», το κάθε «αρχίδι»-«αρχίδι», τον κάθε «γαμιόλη»-«γαμιόλη», τον κάθε «ξεφτίλα»-«ξεφτίλα»; (συγχωρέστε με για τα γαλλικά, αλλά πάντα μου άρεσε αυτή η γλώσσα με την τόσο ωραία προφορά…) 
Γιατί μας ενδιαφέρει αν θα φτάσουν στα αυτιά του Πολάκη και του κάθε Ξεκωλάκη τα κακώς κείμενα, αντί όλοι αυτοί να είναι στην πρώτη γραμμή μάχης και να υπερασπίζονται έμπρακτα το δίκαιο του ασθενούς 4 και 5 η ώρα τα ξημερώματα όπως κάποιοι άλλοι; 
Γιατί πρέπει πάντα η λογική να αποδεικνύεται παραλογισμός μέσα σε αυτό το σύστημα; 
Γιατί πρέπει το αυτονόητο να απαιτεί τόσα δικαιολογητικά σε τούτη τη χώρα;
Γιατί αυτή η χώρα στρουθοκαμηλίζει; 
Γιατί ακόμα τόσοι σφουγγοκωλάριοι (που κάνουν ακριβώς ό,τι κάνουν τα μουνόπανα, απλώς στο ακριβώς απέναντι σημείο του σώματος), γιατί τόσοι γλείφτες, γιατί τόσοι άνανδροι; 
Γιατί το σύστημα απαντά με τέτοιον τρόπο σε έναν υπηρέτη του; (Θυμηθείτε η ασθενής μας ήταν νοσηλεύτρια που δούλευε στο νοσοκομείο μας. Τόσα ξενύχτια, τόσες δύσκολες βάρδιες, τόσα χαμένα ρεπό, τόσες χαμένες άδειες των νοσηλευτών… στο βωμό του έννομου δικαιώματος του ασθενούς που έχει πάντα προτεραιότητα. Και όταν παραστεί ανάγκη και ο νοσηλευτής ή ο ιατρός ασθενήσει, το σύστημα του συμπεριφέρεται τόσο στυγνά και αδιάφορα…)  

Ξέρω ότι σας έχω κουράσει. Σας τα λέω όμως όλα αυτά, γραμμένα με τέτοιον χαώδη τρόπο σε αυτό το τόσο χαώδες κείμενο, εσάς τους γενναίους που τολμήσατε να αφιερώσετε τον πολύτιμο χρόνο σας για να φτάσετε στο τέλος της ανάρτησης, για να σας ξεκαθαρίσω δυο-τρια πράγματα: 

1. Αυτή η χώρα είναι άθλια. Από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ελάχιστες εξαιρέσεις υπάρχουν, όπως πάντα. Πάλι όμως το ίδιο πρόβλημα: λείπει ο κανόνας και εμείς στεκόμαστε στο να ψάχνουμε τις εξαιρέσεις του… Με αηδιάζει κάθε τι πλέον στην Ελλάδα, πλην την μαγευτικότατη ελληνική φύση… 



2. Ντρέπομαι να λέω πλέον ότι είμαι ιατρός που δουλεύει στο ελληνικό σύστημα υγείας και βαρέθηκα να παρακαλάω τον κάθε κατακαϋμένο τραυματιοφορέα, νοσηλευτή, διοικητικό υπάλληλο ή ιατρό συνάδελφο να κάνει σωστά τη δουλειά του. Κρίμα στους δικούς μας ανθρώπους που ηλικιώνονται και δυστυχώς κάποια στιγμή με τον έναν ή άλλον τρόπο θα χρειαστούν τις υπηρεσίες του εθνικού συστήματος υγείας. Ο αγώνας είναι άνισος. 



3. Ετούτη είναι η τελευταία μάλλον ανάρτηση αυτού του blog. Δεν βρίσκω πλέον λόγο να καταγράφω όλα αυτά που βλέπω ή νιώθω. Δεν βγαίνει πλέον τίποτα. Και κυρίως δεν βγαίνει αυτό που υπάρχει μέσα στο στήθος μου αγκυροβολημένο τα 2 τελευταία χρόνια και με βαραίνει κάθε πρωί που ξυπνώ. Δεν είναι άλλο από ένα άθλιο συναίσθημα απογοήτευσης, αβεβαιότητας, μαυρίλας, αδικίας, αδυναμίας αξιοποίησης κάθε μικρής χαράς που κρύβει κάθε μεγάλη μας στιγμή. Το χειρότερο που με τρελαίνει είναι ότι έχει γαμηθεί το σύμπαν και εμείς λέμε: σσσσουτ! Μην το μάθει ο Πολάκης (και ο κάθε Πολάκης). Και μην ταραχθεί η μακάρια ησυχία του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων τόσα χρόνια που κοιμούνται μακάρια στα οστεοφυλάκια της Ιστορίας μας)…

Ετούτο το blog το γέννησε κάποτε η απογοήτευση ενός άλλου συστήματος, αυτού του Ελληνικού Στρατού και του παραλογισμού του, ως μια προσπάθεια διεξόδου από τα στρατόπεδα του νου. Μετά από 1319 αναρτήσεις-αναπνοές που πήρε τα τελευταία 9 χρόνια, το ίδιο αυτό blog νεκρώνεται τώρα από την απογοήτευση που προσφέρει πλουσιοπάροχα ολόκληρο το Κοινωνικό Σύστημα και οι ανάξιοι άνθρωποι που το αποτελούν και θα φυλάσσεται για πάντα μοναχικό και αποσβολωμένο σε μια παιδική και ανήλιαγη γωνιά, ζεστά όμως φασκιωμένο με τα bytes του διαδικτύου, ψηλά και αντικριστά αγναντεύοντας του Χάους την παρηγοριά... 




Συνάνθρωποι… 

Το Χάος της ελληνικής κοινωνίας που έχουμε προκαλέσει δεν έχει ούτε όρια ούτε κανόνες!!  

Σε αντίθεση με το Χάος του Σύμπαντος, που και όρια έχει και κανόνες…



Σωφροσύνη και Γαλήνη σε όλους σας.

Και Τύχη όπως εγώ, να βρείτε μια υπέροχη γυναίκα, εσείς οι ανύπαντροι και μόνοι...