Το κλουβί με τις τρελές - Κλείσιμο


Τελευταία σκηνή

Η σκέψη λοιπόν, ταξίδεψε στο χρόνο και στο χώρο, στο λογικό και στο παράλογο. Δεν ξέρω αν η διαδρομή της σκέψης είναι κυκλική ή ευθεία, ξέρω όμως ότι σου μένει στο τέλος ένα γιατί και μια απορία... 


Πιασμένος σε παγίδα; 
Μήπως κορόιδο του Εαυτού σου;


(φωτό λίγο παραπάνω από το Ποντικονήσι...)



Ή κεκαθαρμένος; Νικητής που πάλεψε τους φόβους; 
Εκτεθειμένος σε κάθε ξεροβόρι;
Αγκομαχώντας μα χαμογελώντας σε κάθε ανηφόρι;
Σκαμμένος από της ζωής τη βρόχα;





Η οδός που προσπάθησα να σας δείξω μέσα από τα κάγκελα αυτού του κλουβιού με τις τρελές, είναι μια οδός ονείρων. Των δικών μου ονείρων. Των παιδικών ονείρων, που ζητούν πραγματοποίηση, τώρα που αρχίζουμε να αποδεχόμαστε ότι σιγά σιγά σαν να μεγαλώνουμε λιγουλάκι... Των παιδικών ονείρων, που πάντα θα μείνουν εκεί, να μας γνέφουν και να μας θυμίζουν ότι όσο και αν μεγαλώσουμε, αυτά θα είναι στο πλάι μας και θα αναζητούν ευκαιρία να ξεπηδήσουν από τις κόρες των ματιών μας ή τελικά από τις κόρες των παιδιών μας στο απώτερο μέλλον...



"Οδός ονείρων"
Μάνος Χατζιδάκις



Το κλουβί με τις τρελές - Ατενίζοντας την 15η σκηνή



Σκηνή 15η


"Και ο γέρος πια, αποσταμένος, επήγε να κοιμηθεί τον ύπνο τον αιώνιο, τον φωτεινό, τον ανέγγιχτο, τον αμόλυντο, τον καθαγιαστικό, τον γαλήνιο... Εκείνον τον ύπνο που πληρώνει η ζωή σε όλους εκείνους που ξαγρύπνησαν και επέλεξαν να μην κοιμηθούν, ποτέ. Που πληρώνει η ζωή, ως τελικός λογαριασμός, ο τελικός σταθμός...


Και ο γέρος, άφησε τη σκέψη του, παραδομένη στη δίνη των καιρών, των αναστεναγμών, των διαδρομών, των διαφορών και των προβληματισμών, να ταξιδέψει πίσω, εκεί απ όπου ξεκίνησε... εκεί όπου τα δυο βατραχάκια πάλευαν να ξεφύγουν από το γάλα και είχαν μπλεξίματα μεγάλα..."




"Μόνο κόκκινο"
Στίχοι: Θοδωρής Γκόνης
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Ερμηνεία: Μελίνα Κανά




Χειμώνα...



Ή καλοκαίρι...


Μόνο κόκκινο...



Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 14η



Σκηνή 14η


"Ο Κατάδικος, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αφέθηκε ελεύθερος, να πεθάνει ήσυχος. Όμως αυτός, ανήσυχος όπως πάντα, δεν θα άλλαζε τώρα στα γεράματα. Αρμάτωσε μια βάρκα και χύθηκε στα πέλαγα με το σκαρί του, να παλέψει με κύματα και αισθήματα, απορίες και καρχαρίες... Να πού κατέληξε τελικά αυτό το θαλασσοκυμάτισμα:




The shark let go and rolled away. That was the last shark of the pack that came. There was nothing more for them to eat. 


The old man could hardly breathe now and he felt a strange taste in his mouth. It was coppery and sweet and he was afraid of it for a moment. But there was not much of it. 


He spat into the ocean and said, “Eat that, galanos. And make a dream you’ve killed a man.” 


He knew he was beaten now finally and without remedy and he went back to the stern and found the jagged end of the tiller would fit in the slot of the rudder well enough for him to steer. He settled the sack around his shoulders and put the skiff on her course. He sailed lightly now and he had no thoughts nor any feelings of any kind. He was past everything now and he sailed the skiff to make his home port as well and as intelligently as he could. In the night sharks hit the carcass as someone might pick up crumbs from the table. The old man paid no attention to them and did not pay any attention to anything except steering. He only noticed how lightly and bow well the skiff sailed now there was no great weight beside her. 



(απόσπασμα από τις τελευταίες σελίδες του έργου "Ο Γέρος και η Θάλασσα" του Έρνεστ Χέμινγουεϊ)



"The Old Man and the Sea"
by Alexander Petrov





Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 13η



Σκηνή 13η


"Το άφοβο παιδί λοιπόν, έγινε ένας κυνηγημένος νέος, που τον χτυπούαν και τον βαρούσαν από παντού, σε ένα αδιάκοπο εκφοβιστικό παιχνίδι παραλογισμού. Ο νέος εμεγάλωσε, ωρίμασε μέσα από τις διαδικασίες της τρέλας και της παράνοιας, προσπαθώντας να εξηγήσει την ανεξήγητη και αρρωστημένη συμπεριφορά του περίγυρού του. Ο άνθρωπος αυτός καταδικάστηκε σε αιώνια αναζήτηση της μιας και μοναδικής αλήθειας, της μιας και μοναδικής απάντησης. Καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Και μέσα από τη φυλακή, διακήρυττε:


<<Και πού να πάω; είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας, εγώ ένας ορφανός άνθρωπος; Η Μαργαρίτα πρέπει να μάθει και να ζήσει ευτυχισμένη μαζί σου, και στον κόσμο δεν έχω πλια τίποτα. Εδώ μέσα για με είναι ο κόσμος. Δεν τη θέλω τη χάρη κι εδώ θα πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν παρηγοριά στη μετάνοια. 


Αυτήν τη στιγμή ο φύλακας με την ήμερη όψη έκραξε τον Πέτρο. Πέτρο Πέπονα, του 'πε, η γυναίκα σου σε ζητεί από τα σίδερα για να σε χαιρετήσει.


Κι ο Τουρκόγιαννος έγυρε το βλέμμα του προς τη σιδερένια πόρτα, εκοίταξε μια στιγμή τη Μαργαρίτα, αναστέναξε κ' εμπήκε ξανά κλαίοντας στο κελί του.>>


(τελευταίο απόσπασμα από το έργο "Κατάδικος" του Κερκυραίου Κωνσταντίνου Θεοτόκη, από τους Καρουσάδες παρακαλώ!)



Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 12η



Σκηνή 12η


"Και το μικρό το βρέφος, καθώς ο χρόνος περνούσε, μεγάλωνε, και έγινε παιδί. Μάλιστα, άφοβο παιδί, που ονειρευόταν, που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, παιδί που στη ματιά του έβλεπες φλόγες κι αστραπές... Να τι έγινε στη συνέχεια:


Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ 
ενός νεαρού πρίγκηπα της ανατολής 
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, 
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. 
Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ 
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων. 

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό 
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό 
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά 
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά. 

Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική 
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί. 
Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή 
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ' αλλάξουν οι καιροί. 

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά 
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά 
απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ' τη γη στον ουρανό 
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό. 

Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά 
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλειά 
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί 
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή. 

Με δύο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί 
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί. 
Πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά 
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά. 

Σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο βλέπουν μπρός τους τον Αλλάχ 
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ: 
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, 
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί» 

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ Καληνύχτα... "



"Κεμάλ"
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις
Ερμηνεία: Αλίκη Καγιαλόγλου



(σαν σήμερα το 1994 ο Μάνος Χατζηδάκις είπε να αλλάξει κόσμο...)



Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 11η



Σκηνή 11η


"Ακριβώς δίπλα όμως από τον Διογένη και τον πλούσιο άρχοντα, την ίδια ώρα που τελείωνε η δική τους συζήτηση, ξεκινούσε μια άλλη συζήτηση:


Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του• 
 έσκουξ' εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας• 
 φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν' αστράφτουν 
 τ' άρματα και απ' την κόρυθα της περικεφαλαίας 
την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόνταν• 
εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα• 
και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαίαν 
και καταγής την έθεσεν, όπου λαμποκοπούσε. 
Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του 
κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία, 
κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου 
τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει, 
στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας, 
και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα 
εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη 
 και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα». 

 Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας 
το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος 
το πήρε γελοκλαίοντας• την ελυπήθη εκείνος, 
εχάιδευσέ την κι έλεγε: «Αγαπητή, μη θέλεις 
 τόσο δι' εμέ να θλίβεσαι, στοχάσου ότι στον Άδη 
 δεν θα με στείλει άνθρωπος η ώρα μου πριν φθάσει• 
και άνθρωπος άμα γεννηθεί, είτε γενναίος είναι 
είτε δειλός, δεν δύναται τη μοίρα ν' αποφύγει. 

(Ομήρου Ιλιάδα, Ζ 466-489)


Σε αυτό το είδος βάφτισης, (κατά την οποία οι αρχαίοι σήκωναν ψηλά στον ουρανό το βρέφος για να φτάσει το φως της αλήθειας, σε αντίθεση με τους χριστιανούς, που γνωστοί για την ατελείωτη ταπείνωση και σκυψοκεφαλιά τους, βυθίζουν προς τα κάτω τη νέα ζωή), φορέσαμε τα καλά μας και παρευρεθήκαμε όλοι. Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε ΟΛΟΙ!


Χορέψαμε, φάγαμε, γλεντήσαμε, στολίσαμε με ευχές τον μικρό μας νέο συνταξιδιώτη. Αυτή η νέα ψυχή, που η μοίρα έφερε στον κόσμο, ξεκίνησε τη δική της πορεία μέσα στου χάους την αμάχη... "


"Το γιούδι μου"
Στίχοι: Γιάννης Κακουλίδης
Μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης






Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 10η



Σκηνή 10η


"Και εκεί που ο Μάρτιν ήταν σκυμμένος στο προσκέφαλο του Λαμπράκη, ακούει από δίπλα να διεξάγεται μια συζήτηση, ανάμεσα σε έναν άλλον όρθιο και έναν άλλον ξαπλωτό καταμεσίς του δρόμου.


Ο ένας ήταν ο Διογένης, που τριγυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας ντυμένος με κουρέλια και κοιμόταν στα κατώφλια των σπιτιών, και ο άλλος ήταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας. Ο Διογένης, ακόμα ήταν μισοκοιμισμένος μπροστά σε μια πόρτα όπου είχε περάσει τη νύχτα του.


-Καλημέρα, είπε ο άρχοντας.
-Καλημέρα, αποκρίθηκε ο Διογένης.
-Αυτή η εβδομάδα μου πήγε πολύ καλά κι ήρθα να σου δώσω αυτό το πουγκί με τα χρήματα.


Ο Διογένης τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να κάθεται ακίνητος.


-Πάρ' τα. Δεν είναι παγίδα. Δικά μου είναι και σου τα δίνω. Ξέρω ότι τα χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα.
-Εσύ έχεις κι άλλα; ρώτησε ο Διογένης.
-Και βέβαια έχω, αποκρίθηκε ο πλούσιος. Έχω κι άλλα πολλά.
-Και δεν θα ήθελες να είχες περισσότερα απ' όσα έχεις;
-Ναι, και βέβαια θα ήθελα.
-Τότε κράτησε αυτά τα χρήματα, γιατί εσύ τα χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα.


Και ο διάλογος συνεχίστηκε κάπως έτσι:


-Ναι, όμως εσύ χρειάζεσαι φαγητό, κι αυτό απαιτεί χρήματα...
-Έχω ήδη ένα κέρμα, είπε ο Διογένης και του το έδειξε, και θα μου φτάσει για ένα πιάτο πλιγούρι, ίσως και για μερικά πορτοκάλια.
-Σύμφωνοι, όμως θα πρέπει να φας κι αύριο, και μεθαύριο και την επόμενη ημέρα. Αύριο πού θα βρεις λεφτά;
-Αν εσύ με διαβεβαιώσεις, χωρίς κανένα ενδεχόμενο λάθους, ότι θα είμαι ζωντανός αύριο, τότε ίσως να πάρω τα χρήματά σου..."






Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 9η



Σκηνή 9η


"Μετά από πολύ διαδρομή, ο Λαμπράκης, είδε από μακρυά μια μεγάλη σύναξη ανθρώπων. Όταν μετά από κάμποσο χρόνο έφτασε εκεί, στο παρελθόν, κατάλαβε περί τίνος πρόκειται: ήταν μια από τις μεγάλες έγχρωμες διαδηλώσεις, με έναν από τους δεινότερους ομιλητές, να προσπαθεί να περιγράψει πώς αυτός ονειρεύεται τον κόσμο. Το συμπέρασμα; Αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να είναι μόνο ασπρόμαυρος, παρά έγχρωμος (coloured).




Έκανε μια στάση, ο Λαμπράκης, άκουσε εκστασιασμένος τον καυτό λόγο του έγχρωμου ομιλητή, σείστηκε η καρδιά του, ταξίδεψε μέσα από τα  λόγια του και στην πατρίδα του, την Ελλάδα και κάπου εκεί, πλάγιασε για να ξεκουραστεί στην αγκαλιά της αιώνιας Ιστορίας, αποσταμένος από ατελείωτο της διαδρομής.


Τότε, ο έγχρωμος ομιλητής, με το όνομα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, έσκυψε, άγγιξε τον Λαμπράκη στο μέτωπο και γέμισε ο ουρανός με χρώματα."







Σκηνοθετική λεπτομέρεια: στο τρίτο κατά σειρά απόσπασμα της ομιλίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο αφιέρωμα του Deomocracy Now, ο παθιασμένος αυτός άνθρωπος, έκανε κάτι που με σόκαρε: ταξίδεψε μέσα στο χρόνο και το χώρο, μέσα στα βαθύτερα ερωτηματικά της ανθρωπότητος, σε μια προσπάθεια αναζήτησης της καλύτερης εποχής στην οποία θα ήθελε να ζήσει... Κάτι αντίστοιχο, γίνεται  και εδώ, στο κλουβί με τις τρελές, αν έχετε καταλάβει αγαπητοί μου, προσπαθούμε να βρούμε αυτά που συνδέουν τους ανθρώπους, ανά τόπους και χρόνους, εποχές και διαδρομές... Α, ρε Μάρτιν... Με ταρακούνησες πάλι. Δικαιωματικά λέγεσαι Βασιλιάς (King)!





Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 8η


Το καμπανάκι όμως χτύπησε, και είναι ώρα να γυρίσουμε στον θεατρικό μας παραλογισμό. Είχαμε αφήσει τον Δε Λα Σέρνα και τον Γρανάδο να ταξιδεύουν στους απέραντους δρόμους της μοναχικής αναζήτησης...

Σκηνή 8η

"Κάπου εκεί σε μια μεγάλη ευθεία, στη δύση του ηλίου, οι νεαροί μοτοσικλετιστές, προβληματισμένοι από τις μέχρι τότε εικόνες που τα μάτια τους είχαν αντικρύσει, βλέπουν από μακρυά μια σκιά να τρέχει στη μέση της πορείας τους. Πράγμα περίεργο να υπάρχει άνθρωπος σε εκείνους τους έρημους δρόμους... σκέφτηκαν. Γκάζωσαν όμως για να φτάσουν πιο κοντά και να δουν περί τίνος πρόκειται.

Μόλις πλησίασαν, τον αναγνώρισαν! Ήταν εκείνος που μόνος, βάδιζε τον πρώτο Μαραθώνιο Ειρήνης. Ειρήνης Παγκόσμιας και Παντοτινής, πορευόμενης εκ φύσεως σπάνιας και αλλοτινής...


-Να σε πάμε κάπου; τον ρώτησαν οι δικυκλιστές.
-Μην ανησυχείτε για μένα, συνάδερφε, βαδίζω προς το μέλλον, εκεί που τελειώνει αυτός ο δρόμος, εκεί που εξάλλου τραβάτε και εσείς, απάντησε με ηρεμία ο δρομέας.

Ιατρός ο ένας, Ιατρός και ο άλλος, κινούσαν (και συγκινούσαν) για να γιατρέψουν τις α-σθένειες αυτού του κόσμου. Διότι, αυτός ο κόσμος, θέλει σθένος, δύναμη, θάρρος και ελπίδα για να συνεχίζει να κοσμεί, αντί να συνεχίζει να ψυχορραγεί.

Και ο καθείς συνέχισε με ό,τι αντοχές και τρόπο μπορούσε καλύτερα, αυτόν τον δρόμο τον μακρύ."



Το κλουβί με τις τρελές - Διάλυσης, συνέχεια!



Ακούω χτες το πρωί, ειδησεογραφική ενημέρωση στη ΝΕΤ, που λίγο έως πολύ, στήνουν τον ΣΥΡΙΖΑ στον τοίχο και λασπολογούν εναντίον του προσάπτοντάς του έλλειμμα δημοκρατικής διάθεσης απέναντι σε νόμιμα εκλεγμένους από το λαό βουλευτές, επειδή είπε ο Τσίπρας ότι μπορεί να συνομιλήσει με όλους σε ντι-μπέιτ, πλην των καμαριών της Χρυσής Αυγής... Μια λέξη ταιριάζει καλύτερα για να περιγράψει αυτό που ένιωσα: απέχθεια για την τηλεόραση.


Λίγη ώρα αργότερα, ακούω ότι καμάρι και παλικάρι της Χρυσής Αυγής έλουσε με νερό τη Δούρου και πλάκωσε στα μπουκέτα την Κανέλλη, ζωντανά στην εκπομπή του Παπαδάκη, αποδεικνύοντας ποιος έχει έλλειμμα δημοκρατικής διάθεσης... Μια λέξη ταιριάζει καλύτερα για να περιγράψει αυτό που ένιωσα στο άκουσμα αυτής της είδησης: εμετός! και αίσθημα ότι τα πολιτικά πράγματα γύρω μου διαλύονται.


Το βράδυ, πηγαίνω στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας, όπου τα πιτσιρίκια της 6ης δημοτικού του Μαντουκίου, είχαν αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο, με τραγούδι, θέατρο, προβολές, χορούς... Μία λέξη ταιριάζει καλύτερα για να περιγράψει αυτό που όλοι οι παρευρισκόμενοι βιώσαμε: συγκίνηση. Κάτι που λείπει πολύ από την καθημερινότητά μας. 


Και σκέφτομαι: πόσο αντιφατική πατρίδα μας γέννησε; Σε τι κόσμο ζούμε αδέρφια; Δεν είχε άδικο ο Ελύτης που μιλούσε για Όμορφη και Παράξενη Πατρίδα...


Η ημέρα μου όμως, έκλεισε με μια όμορφη βόλτα στα καντούνια της όμορφης πόλης της Κέρκυρας, κατά την οποία το δροσερό αεράκι μου υπενθύμιζε ότι έτσι κάπως είναι τα πράγματα στον κόσμο: όσο και αν θέλουμε να βάλουμε τάξη και να ομαλοποιήσουμε καταστάσεις, θα παραμένει χάος εντός και εκτός του ανθρώπινου σώματος... 


Τι χρώμα θα έχει άραγε η Αυγή που ξημερώνει μπροστά μας;





Το κλουβί με τις τρελές - Διάλειμμα!



Το έργο μας, όμως, θα κάνει μια μικρή διακοπή για... διαφημίσεις! Και τι διαφημίσεις; Από τις ιστορικές, που αφήνουν εποχή...


Αφήνουν εποχή, για την τραγικότητα τους. Έπρεπε να ντρέπονται οι ξευτελισμένοι που δημιούργησαν ένα τέτοιο σκηνικό, το οποίο εννοείται ότι δεν έρχεται σε αντίθεση με το ξετσίπωτο σκηνικό που τόσα χρόνια έχουν δημιουργήσει στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό.


Ακολουθούν μια παλιά συνταγή, που όμως σήμερα δεν πιάνει: την επίκληση στο συναίσθημα, του ελληνικού λαού.


1ον) Χρησιμοποιούν παιδιά για να συγκινήσουν. Με τι δικαίωμα και με τι θράσος βάζουν παιδιά, το μέλλον των οποίων έχουν υποθηκεύσει στις διεθνείς τράπεζες, να το παίζουν απογοητευμένα που η χώρα μας θα είναι έξω από το φάκεν ευρώ; Πώς γίνεται να μην ντρέπονται καθόλου οι ξεδιάντροποι και να μιλούν για τα παιδιά μας, όταν τόσα χρόνια έχουν διαλύσει κάθε ίχνος παιδείας, εκπαίδευσης και πολιτισμού, όταν έχουν συνθλίψει κάθε παιδικό όνειρο, όταν έχουν στερήσει από τις νέες γενιές τις καθαρές εξηγήσεις και τις ίσες ευκαιρίες; Αλλά κάπου εδώ, έχω και άλλη μια απορία: ποιοι βλαμμένοι γονείς δέχτηκαν να βάλουν τα παιδιά τους να παίξουν σε αυτήν τη σαχλαμάρα; Η μάνα αυτού του μικρού κοριτσιού που ρωτάει απορημένο τον δάσκαλό της, καυχιέται για την κόρη της άραγε; Θα έπρεπε να στεναχωριέται για αυτό που βάζει η κόρη της να κάνει.


2ον) Χρησιμοποιούν τον όνομα της Κύπρου. Με τι δικαίωμα και με τι θράσος μιλούν για την Κύπρο, όταν πριν κάμποσα χρόνια, η Ελλάδα δια της απάθειας και απουσίας της από το πολιτικό σκηνικό, άφησε τους Τούρκους να κάνουν περαντζάδα στα κυπριακά χώματα, αρνούμενη ουσιαστικά να βοηθήσει τους αδερφούς μας;


3ον) Χρησιμοποιούν τα ονόματα και άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες περνούν δύσκολες οικονομικές καταστάσεις και έχουν αναγκαστεί να δανειστούν: Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία. Θέλει να πει ο ποιητής δηλαδή, ότι αυτές οι χώρες που ακολούθησαν τις οδηγίες από τους τροϊκανούς, επιβίωσαν και αντεπεξήλθαν στις δυσβάσταχτες συγκυρίες, ενώ η Ελλαδίτσα που αποφάσισε να φύγει και να μην ακολουθήσει την πεπατημένη, βράζει στο ζουμί της. Κακώς λοιπόν, που έφυγε, είναι το μήνυμα!


Πρέπει να καταλάβουν όλοι αυτοί οι τσόγλανοι που φτιάχνουν τέτοιες παπαριές και τις βαφτίζουν ως προεκλογική καμπάνια, ότι έχουν τέτοιον κάλο στον εγκέφαλο, που κάνει μπαμ από μακρυά και δεν κρύβεται ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού... Κοινώς, όχι μόνο είναι τρόμπες, αλλά φαίνονται κιόλας, επειδή ακριβώς, είναι τρόμπες  με περικεφαλαία! 


Θέλω να καταθέσω ότι πιο άνανδρη, ξευτελισμένη, ανήθικη και προσβάλουσα το κοινό αίσθημα διαφήμιση, δεν έχω ματαδεί. Και ο λόγος είναι, ότι κάνει επίκληση στο συναίσθημα, όταν οι ίδιοι δημιουργοί του, το έχουν σμπαραλιάσει και ουσιαστικά κουρελιάσει. 


Αγαπητοί μου, για μένα το ερώτημα δεν είναι φεύγουμε ή μένουμε στο ευρώ, αλλά φεύγουμε ή μένουμε σε παλιές κακές και άνανδρες συνήθειες... Όσο μένουμε οι ίδιοι ξεφτίλες, δεν θα μας αξίζει κανένας καλύτερος βίος. Όσο αλλάζουμε μυαλά και συμπεριφορές, κάτι μπορεί να γίνει...


Υ.Γ.: Είπαμε ρε παιδιά, είμαστε ανισόρροποι, αλλά μέχρι ενός σημείου. Όχι, να ποδοπατούν και την τελευταία σταγόνα αξιοπρέπειας που μας έχει απομείνει και να μένουμε συναισθηματικά απαθείς και ανάπηροι... σε αυτό το θέατρο του παραλόγου!



Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 7η



Είχαμε αφήσει τον Κυριακίδη να κουβαλά το αθώο πλάσμα με το ποδήλατο, σε ταξίδια μακρινά.


Σκηνή 7η


"Ο Κυριακίδης τερμάτισε στη Βοστώνη, πρώτος μεταξύ πρώτων. Απόθεσε τότε το κορίτσι από τις πλάτες του, το φίλησε στα μάθια τα ψιχαλιστά και του ευχήθηκε ταξίδια φωτεινά, μακρυά από ζούγκλες και θεριά.


Τότες, μεμιάς το κοριτσόπουλο με το ποδήλατο, μεταμορφώθηκε σε έναν όμορφο, λεπτόσωμο νεαρό με μια μοτοσικλέτα Νόρτον 500cc. 




Πίσω του, καθόταν φίλος καρδιακός, και μαζί κατέβηκαν στη Νότια Αμερική, να την γυρίσουν, να την μυρίσουν, να την γευτούν, να την βιώσουν και με ελπίδα να την αναβιώσουν...


Ο νεαρός οδηγός άκουγε στο όνομα Ερνέστο Γκεβάρα Δε Λα Σέρνα, και ο φίλος του στο όνομα Γρανάδο. Το ρολόι του κόσμου χτυπούσε 1951 μΧ και η καρδιά των δυο νεαρών χτυπούσε όσο δυνατότερα μπορεί να πάλλεται ένα χειμαζόμενο και δοκιμαζόμενο μυοκάρδιο... Ο δρόμος ήταν κατά-δικός τους, (αλλά και ο κατάδικος τους)..."







Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 6η



Σκηνή 6η 


"Μα το φάρμακο δεν κράτησε για πολύ και ο Κήπος, μετατράπηκε σε Ζούγκλα. Πολιτική Ζούγκλα με άγρια θηρία.


Ξάφνου, από τη μια μεριά της Ζούγκλας, από έναν χωματόδρομο, κατέβαινε ένα κορίτσι, στα μαύρα ντυμένο, μα κρατώντας ένα κόκκινο, ολόφρεσκο λουλούδι στο χέρι και έχοντας δεμένα τα μαλλιά με μια ολόκαυτη κόκκινη κορδέλα... Το μυαλό της, αθώο, αμέριμνο και ατάραχο, σεργιάνιζε στα σκότη της Ζούγκλας.



(φωτό από περιοχή Ψυρρή, σε μια πρόσφατή μου αθηναϊκή επίσκεψη)




Από την άλλη μεριά της Ζούγκλας, από έναν τραχύ δρόμο, με πέτρες, τσιμεντόλιθους και χαλίκια, έτρεχε λιμασμένο ένα τζιπ, αγριεμένο, ισοπεδώνοντας τα πάντα στο διάβα του, σκάβοντας δρόμους και συνειδήσεις, ξεριζώνοντας ό,τι μπορούσε να θεωρηθεί ζωντανό σε εκείνη τη Ζούγκλα...


 

(τζιπ λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι μου στην Κέρκυρα)




Οι δυο διαδρομές ήταν αντίθετες. Τα δυο κινούμενα όντα κατευθύνονταν το ένα προς το άλλο. Το ένα τραγουδώντας, το άλλο καταστρέφοντας. Η σύγκρουση φαινόταν αναπόφευκτη. Όλη η Ζούγκλα περίμενε με αγωνία το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα που θα οδηγούσε στην πολτοποίηση της μικρής ποδηλάτισσας...


Τα δυο πλάσματα, πλέον ήρθαν αντιμέτωπα σε απόσταση λίγων μέτρων. Η ποδηλάτισσα δεν ξαφνιάστηκε όπως θα περίμενε κανείς, μα έσκασε ένα κόκκινο χαμόγελο στο τζιπ και με ορθοπεταλιά όρμησε στο τζιπ... Το τζιπ σκύλιασε και γκάζωσε σπινιάροντας. Η σύγκρουση φαινόταν αναπόφευκτη...


Και εκεί, ελάχιστα πριν την πρόσκρουση, όταν το κορίτσι έκλεισε τα μάτια, για να δει πιο καθαρά την προαιώνια αποστολή της, πέρασε Εκείνος! Ακούραστος, κοκαλιάρης, μα πεισματάρης. Φύτρωσε εκεί που δεν το περίμενε κανείς, αουτσάιντερ, ανύπαρκτος και εκ προοιμίου ξεγραμμένος -από κάποιους ειδικούς- από της ζωής το στίβο, δείχνοντας το νόημα της ψυχικής δύναμης που δίνει φτερά, ηθική ανάταση και ιστορική παρακαταθήκη, πέρα από κάθε οικονομική και υλιστική κρίση..., και πήρε το κορίτσι πέρα μακρυά, σε ταξίδια συμπαντικά!"



(Ο Σπύρος Λούης δείχνει το δρόμο στον Στέλιο Κυριακίδη, και όχι μόνον...)

Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 5η



Είχαμε αφήσει το κώνειον να σαπίζει τα σωθικά του Σωκράτη.


Σκηνή 5η


"Καθώς έλιωνε η φύσις των σωμάτων, αναδύθηκε καπνίλα των πνευμάτων, θυμίζοντας εκείνη την αποπνικτική, ανάσα θυμιαμάτων. Από τις στάχτες των μόνιμα παροδικών φούντωσε αέρας επικουρικών:


 Δεν είναι δυνατόν να είσαι ευτυχισμένος χωρίς να είσαι σοφός, τίμιος και δίκαιος. 
Ούτε να είσαι σοφός, τίμιος και δίκαιος χωρίς να είσαι ευτυχισμένος.
(Επίκουρος, 341-270 π.Χ.)


Και τότε οι στάχτες, κατακάθισαν πάνω στα ανθισμένα φύλλα κατάφυτου Κήπου, τα μέλη του οποίου κατόρθωναν να ζουν ηδέως, βεβαίως-βεβαίως.










Κάποια από αυτά παρήγαγαν καρπούς με φαρμακευτικές ιδιότητες. Ένας καρπός, το γνωστό τετραφάρμακο είχε τα εξής χαρακτηριστικά: 


Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον. 
(Φιλόδημος, επικούρειος φιλόσοφος) 



Δηλαδή:


ο θεός δεν είναι για φόβο (διότι η θεϊκή δύναμη δεν απειλεί εκ φύσεως), ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία (διότι δεν υπάρχει μετά θάνατο ζωή) και το καλό (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) εύκολα αποκτιέται, το δε κακό αντέχεται (ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε, μπορούμε να το υπομείνουμε)."





Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 4η



Είχαμε αφήσει τις πυγολαμπίδες να βρίσκονται σε σχηματισμό σπάνιο...


Σκηνή 4η


"Και ξαφνικά, πέφτει ένας δυνατός κεραυνός και απλώνεται μια δυνατή βροντή στου σκοταδιού τα σπλάγχνα.


Τότε, οι πυγολαμπίδες σκορπούνε φοβισμένες, μα πάλι στην αναζήτηση καταφυγίου, σχηματίζουν μες στο άπλετο σκότος, δορυφόρα του κεραυνού καταγραφή. Να τι έλεγε ο σχηματισμός:




Αι μεν βρονταί τους παίδας, 
αι δε απειλαί τους άφρονας καταπλήττουσι.



Και το ρολόγι του χρόνου, δείχνει περί τα 399 πΧ, ενώ το σκότος, γέμισε ξύλινα έδρανα, ενόρκους, δικαστές, και απλούς πολίτες. Το μέρος μύρισε Αθήνα. Στη μέση της ομήγυρης, ένας με έντονα ζυγωματικά, ολίγον τι βρώμικος στο σώμα μα πεντακάθαρος στο πνεύμα. Σκωπτικός, είρωνας, θεομπαίχτης και σταρχιδιστής. Έξω από τους συμβατικούς κοσμικούς κανόνες, που η κατεστημένη κοινωνία είχε θεσπίσει. Ποιος ορίζει όμως τους κανόνες; Ποιο βλίτο καθιστά την κατεστημένη κοινωνία στο απυρόβλητο;

Είχε πιθανότατα, μια δίκαιη δίκη. Είχα πιθανότατα, κάτι παραπάνω από ιδιαίτερη μεταχείριση. Δεν τον άγγιξε όμως καθόλου, ούτε η δίκη, ούτε η καταδίκη. Και σίγουρα δεν ζήτησε ιδιαίτερη μεταχείριση. Τον άγγιζαν, τον ταρακουνούσαν και τον συγκλόνιζαν όμως, άλλα βαθύτερα ερωτήματα. Αυτά πάλεψε, αυτά προσπάθησε να αγγίξει, με αυτά πλάγιαζε μαζί κάθε βράδυ.

Η απόφαση ήταν: κώνειο. Αυτός, όμως είχε από πριν γράψει όλους τους υπόλοιπους και τους κανόνες τους, στον δικό του... κώνο! Ζούσε έξω από τους κανόνες, όχι γιατί δεν ήθελε τους κανόνες, αλλά γιατί δεν ήθελε τους άκριτους κανόνες, δεν ήθελε τους κανόνες χωρίς περιεχόμενο και χωρίς αμφισβήτηση, δεν ήθελε τους κανόνες που απλώς επιβάλλονται χωρίς να εξηγούνται.

Άκουσε την ετυμηγορία σαν να άκουγε το πιο απλό πράγμα και καθημερινό πράγμα του κόσμου. Έτσι είναι η παθιασμένη ζωή μερικών ανθρώπων. Κάθε στιγμή, για να αξίζει να την ζει κανείς, οφείλει να είναι με περιεχόμενο, με πάθος, με συναίσθημα. Κάθε στιγμή οφείλει να έχει τόση ενέργεια, μέχρι σκασμού! Τότε κάθε στιγμή, θα ενσαρκώνει την ένταση της πλάσης και του Δημιουργού. Κάθε στιγμή θα έχει αξία. Κάθε στιγμή θα έχει τόση δύναμη, που θα πέφτουν πάνω της και θα σκοτώνονται, σαν μύγες οι λογής λογής ετυμηγορίες του κοινωνικού κανονιστικού κατεστημένου."



"Το χρόνο να λαβώσω" 
Στίχοι: Γιώργος Αθανασόπουλος 
Μουσική: Βαγγέλης Φάμπας 
Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας




Πώς ταξιδεύουν οι ψυχές και οι ζωές μας, πες μου 
Στις όχθες του Αχέροντα και στις πνοές του ανέμου