Η διπολική διαταραχή της Ιστορίας...



Αυτές τις μέρες μελετώ την ιστορία των Σλάβων στα Βαλκάνια, κάτι που από παλιά επιθυμούσα... 

Ξεδιπλώνοντας τη μακραίωνη ιστορία τους, που αρχίζει περίπου από τον 6ο αι. μ.Χ., σε μια σμίλευση παγανιστικών, ρωμαιοκαθολικών και ορθόδοξων στοιχείων, και έχοντας ταυτόχρονα κατά νου τη διαχρονική ατυχία να αποτελούν τα Βαλκάνια το όριο ανατολής-δύσης (γεννώντας αυτοκρατορικές συγκρούσεις αρχικά μεταξύ Βυζαντινών-Αβάρων, και μετά Οθωμανών-Αψβούργων), διαπιστώνει κανείς ότι όλο αυτό το ανακάτεμα λαών και πολιτισμών προκύπτει από την αδιάκοπη δίψα της εξουσίας, είτε αυτοκρατορικής λέγεται είτε -κυρίως- εκκλησιαστικής, για επέκταση. Τα σύνορα συνεχώς μεταφέρονταν, άλλαζαν και μαζί αλάλαζαν και οι αιμοδιψείς πολεμιστές που έσφαζαν και πότιζαν τη γη με αίμα αθώων... Οι πληθυσμοί εξορίζονταν, οι πατρίδες ήταν κάτι ευμετάβλητο, οι τόποι ερήμωναν ή πλήθαιναν και η εντοπιότητα δεν υπήρχε ως έννοια. Άραγε, θα υπήρχε αυτή η διασπορά αν οι εξουσιάζοντες δεν τσιγκλούσαν της Ιστορίας τις μηχανές; Χωρίς σταθερότητα τόπου, στερούνταν άραγε αυτοί οι πληθυσμοί από μιας καλύτερης τύχης; 

Είναι δηλαδή η εγκατάσταση σε έναν τόπο η αναγκαία και ικανή συνθήκη για ανάπτυξη πολιτισμού;

Ώσπου κατά τον 18ο αι. μ.Χ. εισάγονται στην Ευρώπη οι ιδέες περί εθνικής κυριαρχίας, περί ανάγκης σύνδεσης της έννοιας του έθνους με συγκεκριμένο τόπο, οπότε έγινε προσπάθεια σταθεροποίησης των λαών, κάθαρσης των φυλών, εξοντώσεις και νέοι εξορισμοί, νέα αιματοκυλίσματα, με κυρίαρχο άξονα λειτουργίας των μηχανών της Ιστορίας πλέον, τον τόπο και την έννοια της εντοπιότητας.

Είμαι σε μια περιοχή, στην Καστοριά, όπου διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο όλα εκείνα τα χρόνια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, και όπου ακόμα και σήμερα -συνεχίζοντας αυτήν την παράδοση του ανακατέματος- συνυπάρχουν τριών λογιών πληθυσμοί: οι "ντόπιοι", οι πόντιοι και οι βλάχοι. Οι "ντόπιοι", με ισχυρή σήμερα παρουσία, συνδέονται συγγενικά με τους Σλαβομακεδόνες, οπότε υπάρχουν ακόμα χωριά, δίπλα σχεδόν στην Καστοριά, που έχουν σπίτια στην ΠΓΔΜ, που ομιλούν σλαβομακεδόνικα, που χορεύουν και τραγουδούν στα πανηγύρια τους "ντόπιους" χορούς, που νοιώθουν ίσως ότι ανήκουν περισσότερο "εκεί" παρά "εδώ". Είναι τόσο σημαντικό λοιπόν το θέμα του "τόπου" και της "εντοπιότητας", που συνεχίζει και καθορίζει τα εθνικά πλαίσια αντίληψης και τη σκέψη των σημερινών ανθρώπων, ειδικά αυτών που διαβιούν στα σύνορα, εκεί που οι κοινοί νόμοι δεν ισχύουν... 

Ψες, καλεσμένος σε ένα παγανιστικό έθιμο ενός "ντόπιου" χωριού, όπου ανάβουν τεράστιες φωτιές, τις "μπουμπούνες" και χορεύουν ολόγυρά τους οι ντόπιοι του χωριού για να εξαγνίσουν το κακό, αφού συμμετείχα ακατάπαυστα στους χορούς σε μια προσπάθεια κάθαρσης του νου από οποιοδήποτε ίχνος σκέψης, πάντα υπό το ακατάπαυστο φέγγος της θεάς φωτιάς, εν μέσω -2o C και υπό το απλανές βλέμμα του αστερισμού του κυνηγού Ωρίωνα, μου φωνάζει στο αυτί ο πρωτοχορευτής: "πού τους έμαθες εσύ αυτούς τους χορούς;" και του απαντώ: "άμα μπεις στο χορό, χορεύεις..." και μετά γυρίζοντας προς τον ουρανό βροντοφωνάζει: "ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος...".

Άρα, το ερώτημα ξαναγυρνά: είναι η εγκατάσταση σε έναν τόπο η αναγκαία και ικανή συνθήκη για ανάπτυξη πολιτισμού;

Είναι ο τόπος, το σύμβολο της πολυπόθητης σταθερότητας που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να δραστηριοποιηθεί ή είναι το σύμβολο του καπιταλισμού που έχει ανάγκη να εδραιωθεί; Είναι ο τόπος που έχει την πρωταρχική βαρύτητα μέσα στην καρδιά του ανθρώπου ή άλλοι παράγοντες όπως η ειρήνη, η δικαιοσύνη, ο σεβασμός, που συνολικά δημιουργούν ένα σταθερό πλαίσιο ανάπτυξης και δημιουργικότητας; Είναι ο τόπος και το κομμάτι αυτού του τόπου που σου ανήκει (όπως ορίζει ο καπιταλισμός) ή το πλαίσιο που κουβαλάς μέσα σου και μαζί εκείνη η αίσθηση ότι εσύ ανήκεις σε κάποιο πλαίσιο ή γενικότερα σε ένα σύστημα αξιών ακλώνητο, το οποίο μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιονδήποτε τόπο αρκεί να δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες;

Το ερώτημα αυτό, θα μπορούσε πιο απλά και προσαρμοσμένο στις ανησυχίες ενός νέου της εποχής μας, να τεθεί λακωνικότερα: 

να μείνει κανείς ή όχι στην Ελλάδα του σήμερα;

Αυτό, όπως και άλλα παρόμοια ερωτήματα, ανήκουν σε εκείνο το κεφάλαιο της Ιστορίας που τιτλοφορείται ως "Η ακατάπαυστη πάλη ανάμεσα σε δυο όντα" ή αλλιώς ιατρικά ως "Η διπολική (δια)ταραχή της Ιστορίας"...



Σαν φάροι στα σκοτάδια τους...


Πρόσφατα, έγραφα σε φίλο καλό:

"... στα πέλαγα της αναζήτησης, αν κάπου πατούν οι θαλασσοδαρμένοι τούτης της πλάσης και παίρνουν δύναμη για να συνεχίσουν το ταξίδι τους, είναι κάποιες ενθύμησες από όμορφες εικόνες που αρκεί μια φορά να αντικρίσουν και έπειτα τις κουβαλούν για πάντα στην ψυχή για να φωτίζουν σαν φάροι τα σκοτάδια τους..."


Οι ενθύμησες εκείνες είναι το αντίβαρο (ή αλλιώς το "αντίδωρο") της προσδοκίας του προορισμού, η οποία είναι το μεγαλύτερο βάσανο του ταξιδιού...


Και για να δεις ξεκάθαρα τον προορισμό, πρέπει να τον δεις και από άλλη ματιά, κάτι που είναι το καλύτερα κρυμμένο μυστικό του βυθού...


Αν το αποκαλύψεις, θα γνωρίσεις και άλλα μυστικά, όπως το πώς τα πουλιά γίνονται τα φύλλα στα κλαδιά ενός γυμνού δέντρου...


Ή το πώς κάποιοι κάθονται σταυροπόδι και απολαμβάνουν το χριστουγεννιάτικο στολισμό...




Της ψυχής μας τα αγεφύρωτα κενά...



Άκουσα σήμερα κάτι που σχεδόν με διαόλισε... 

Λέει άνθρωπος επιστήμων: "καλά,  είναι δυνατόν ένα τσογλάνι, να τον κάνουν ήρωα; Ένα τσογλάνι και μισό...!". Και πετάγεται και άλλος άνθρωπος, της αυτής επιστήμης και επικροτεί τω αυτώ τρόπω: "Μπράβο, και εγώ αυτό λέω, πρόκειται για τσογλαναρά...".

Τυχαίνει οι επιστήμονες αυτοί, να είναι συνάδελφοί μου -με την τυπική τουλάχιστον σημασία του όρου- και τυχαίνει να αναφέρονται για τον Νίκο Ρωμανό που μονοπωλεί τα ειδησεογραφικά δελτία τις τελευταίες ημέρες.

Νομίζω η απάντηση που έδωσε ο Τσίπρας με βρίσκει σύμφωνο: είναι δυνατόν, είπε, η κυβέρνηση να κάνει το λιοντάρι σε ένα παιδί και μπροστά στην τρόικα να σκύβει το κεφάλι...;

Ας αναλύσουμε την κατάσταση λίγο πιο ανθρωπο-λογικά, υπονοώντας ότι για να μιλήσουμε για τα ανθρώπινα αρκεί μερικές φορές να μιλήσουμε απλά, λογικά...

Έχουμε έναν νεαρό, που κάποια χρόνια πριν βιώνει το θάνατο ενός -λιγότερο ή περισσότερο- φίλο του, του Αλέξη Γρηγορόπουλου, οπότε αρχίζει να επικρατεί στο -λιγότερο ή περισσότερο- νεαρό μυαλό του σύγχυση και αταξία, η οποία μάλιστα προέρχεται από την πιο επίσημη πλευρά της εξουσίας, αυτήν που έχει ορκιστεί και υπάρχει ακριβώς για να διατηρεί την τάξη... Πρώτο σημείο: είναι δυνατόν στα μάτια ενός νεαρού, να μην δημιουργείται απορία; 

Συνεχίζουμε. Ο νεαρός αυτός, κάποια στιγμή κρατά ένα καλάζνικοφ και πάει να ληστέψει τράπεζες κλπ κλπ όταν την ίδια στιγμή, οι τράπεζες είναι αυτές που ληστεύουν τον κόσμο, που βγάζουν σε πληστηριασμό τα σπίτια για δάνεια που δεν μπορούν να αποπληρωθούν, όταν όμως πρώτα οι ίδιες οι τράπεζες έχουν φτιάξει έτσι τους κανόνες της αγοράς ώστε ο -λιγότερο ή περισσότερο- χαζός άνθρωπος να αναγκαστεί να πάρει δάνειο, πεπεισμένος ότι το χρειάζεται και τελικά, πεινασμένος όταν πλέον δεν το χρειάζεται... Δεύτερο σημείο: είναι δυνατόν στα μάτια ενός νεαρού να μην δημιουργείται απορία με όλη αυτή την υλική απορία που έχει δημιουργηθεί γύρω μας, όταν τόσοι άποροι βουτούν στα σκουπίδια ή βουτούν από παράθυρά;

Συνεχίζουμε. Ο νεαρός αυτός, κάποια επόμενη στιγμή, κρατά ένα γαμημένο κείμενο που λέγεται Σύνταγμα, που λέει ότι ο οποιοσδήποτε, μπορεί να σπουδάσει ως αναφαίρετο δικαίωμα, επειδή ακριβώς η παιδεία, έστω έτσι όπως -λιγότερο ή περισσότερο- προωθείται από την ελληνική εκπαίδευση, στοχεύει στο να διαπλάθει ανθρώπους και τους διαπλάθει ώστε να τους καθαίρει από... λάθη! Τρίτο σημείο: ο νεαρός που μελετάμε, επιθυμεί ως φυλακισμένος, έχοντας πετύχει σε μια -λιγότερο ή περισσότερο- αξιόλογη σχολή της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, να λαμβάνει εκπαιδευτικές άδειες για να σπουδάζει, όταν πρόσφατα ένας πρωθυπουργός της Ελλάδας -ο Κων/νος Καραμανλής- δεν είχε κανένα πτυχίο (παιδεία άραγε είχε;) και την ίδια στιγμή αποφάσιζε για το παρόν και μέλλον της χώρας μας και μαζί για το μέλλον των επιστημόνων και των παραγωγικών δυνάμεων αυτής της χώρας... Είναι λοιπόν, δυνατόν, στα μάτια ενός νεαρού να μην δημιουργείται απορία, όταν απ' τη μια το Σύνταγμα του κατοχυρώνει ένα αναφαίρετο δικαίωμα και την ίδια στιγμή απ' την άλλη, αυτοί που λένε ότι προστατεύουν το Σύνταγμα, να μην επιτρέπουν την εφαρμογή του;

Αν αντέχουμε, συνεχίζουμε λίγο ακόμα. Αν αυτός ο νεαρός δεν είχε κάνει κοπάνα στην ώρα της Ιστορίας του Δημοτικού και του Γυμνασίου, ίσως είχε ακούσει για τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των άλλων ομοίων του, αφού πρώτα δικάστηκαν από... ομοίους τους. Τέταρτο σημείο: πώς γίνεται να μην δημιουργείται απορία στα μάτια του νεαρού όταν από τη μια του προβάλλουν σαν εθνικά πρότυπα κάποιους ανθρώπους που σήκωσαν το όπλο εναντίον του εχθρού και πάλεψαν μέχρι θανάτου αντέχοντας βασανισμούς και εξευτελισμούς και φυλακίσεις ακόμα, και την ίδια στιγμή αυτοί που του τα επιβάλλουν αυτά τα πρότυπα, να τον καταδικάζουν παρομοίως και τον φυλακίζουν...

Και τελειώνοντας, φτάνουμε στο στόχο. Αν αυτός ο νεαρός είδε την εξουσία να οπλίζει το χέρι του ΜΑΤατζή, που είναι ο προστάτης της κοινωνίας, και να το στρέφει εναντίον του έφηβου φίλου του, αν είδε το σιδερένιο χέρι του ΜΑΤατζή να γρονθοκοπεί έναν συλληφθέντα, αν είδε το κοκκάλινο πόδι του ΜΑΤατζή να κλωτσά το γυμνό πόδι μιας γυναίκας, αν είδε το οχλοποιημένο και σκεπαστό πρόσωπο του ΜΑΤατζή να εμποδίζει έναν ξεσκέπαστο έλληνα πολίτη να πάει σπίτι του, αν του μίλησαν για νόμους και οι προστάτες του Νόμου οι ίδιοι πρώτοι παρανομούν, αν τον κατηγόρησαν για οπλοφορία και η κατηγορία εκφράζεται από επιδειξιομανείς οπλοφόρους, αν τον καταδίκασαν για ληστεία όλοι αυτοί που πρώτοι ληστεύουν -από ένα απλό μπουκάλι με νερό τον περιπτερά ως την πουτάνα την εφορία που ληστεύει όλους μας- και κατακρεουργούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια  ... ε, τότε αγαπητοί μου, πώς να μην δημιουργήσουν τα πρησμένα -από το ξύλο όταν συνελήφθη και ίσως από την πείνα τώρα- μάτια αυτού του νεαρού, απορία για το πού πάει αυτή η κοινωνία μας; Ακόμα περισότερο, πώς να μην δημιουργήσουν περισσότερο απορία και φτώχεια στον απλό κοσμάκη;

Και αν νομίζετε ότι μεροληπτώ υπερ του Ρωμανού, κάνετε λάθος. Ο Ρωμανός και ο κάθε Ρωμανός, οφείλει να δικαστεί και να καταδικαστεί όπως μια έννομη Πολιτεία ορίζει. Το ερώτημα όμως είναι άλλο: πώς θα δικαστούν όλοι εκείνοι που ορίζουν μια παράνομη Πολιτεία και την φέρνουν στα μέτρα τους, ώστε να την προβάλλουν ως νόμιμη...; Αυτό, είναι με απλά λόγια που λένε ότι η εξουσία ορίζει το "νόμιμο" και το "παράνομο"... Αυτό είναι που η Ανθρωπολογία προσπαθεί να αναδείξει... Ότι το αυταπόδεικτο, μερικές φορές είναι αυθαίρετο... και αυτοί που αυθαιρετούν "στηρίζονται" σε δικαίωμα... αναφαίρετο!

Το μεγαλύτερο συμπέρασμά μου, ξέρετε πιο είναι, με αφορμή τα περί εκπαιδευτικής άδειας και περί σπουδών των Ελλήνων σήμερα; Ότι απέχουμε πραγματικά από την έννοια της παιδείας... και για αυτό απέχουμε πραγματικά από τα παιδιά μας και τις αγωνίες τους ως κοινωνία... Τι μένει; Απ΄τη μια οι μεγάλοι αυτής της κοινωνίας να χαρακτηρίζουν τα παιδιά τους "τσογλάνια" αντί να προσπαθούν να τα νουθετήσουν και απ΄την άλλη, τα παιδιά να χαρακτηρίζουν τους μεγάλους "προδότες" που δεν προσπαθούν να αντισταθούν σε κάθε τρόικα που μας τρώει τα σωθικά... 

Το περίεργο είναι που αντί ο πατέρας να πει ένα συγνώμη στο παιδί του για τη ζωή που έζησε, το παιδί καταδικάζεται που δεν λέει συγνώμη στον πατέρα για μια ζωή που δεν πρόλαβε να ζήσει...

Για της ψυχής μας τα αγεφύρωτα κενά, θα ενδιαφερθεί επιτέλους κανείς σε τούτη τη γαμημένη την κοινωνία που ξέρει μόνο να δικάζει χωρίς να κάνει ποτέ την αυτοκριτική της...;



"Συγνώμη πατέρα"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Δημήτρης Ζερβουδάκης






"Ρεμάλι πατέρα"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Ορφέας Περίδης





Ο αγών, η αγωνία, το εναγώνιο...



Στην ιστορία έχει γίνει πολύς... λόγος, για την αξία της ελληνικής γλώσσας, για το γλωσσικό ζήτημα (σχετικά με την αντιπαράθεση καθαρεύουσας-δημοτικής) που ταλάνισε την ελληνική κοινωνία για πάνω από 100 χρόνια, για τη φτωχή ή πλούσια γλώσσα, για την αξεπέραστη αρχαία ελληνική γλώσσα ή για την φθίνουσα γλώσσα των νέων γενιών κοκ...

Έχετε σκεφτεί όμως ποτέ, αν όλη αυτή η αντιπαράθεση είναι παντελώς... εξωγλωσσική;! Αν δηλαδή είναι ένα φαινόμενο που δεν αφορά καθόλου, ούτε έχει να κάνει με, την ίδια τη γλώσσα;!

Η αρχαία ή η καθαρεύουσα γλώσσα, που τόσο μας γεμίζει με εθνική υπερηφάνια, αλλά που λίγοι σήμερα ξέρουμε να διαβάζουμε και ακόμη λιγότεροι να μιλάμε, άραγε τί περιέχει και έχει αξία; Είναι η ίδια η δομή της ή μήπως ο συμβολισμός που αυτή φέρει, κατά τον οποίο μας παραπέμπει στα τεράστια πνευματικά οικοδομήματα των προγόνων μας; 

Ο Καβάφης στο "Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία" γράφει:


"Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη
οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη"

Τι θέλει άραγε να πει με αυτό το στίχο ο ποιητής;


"Και ομως τη δεκαετία του 1980 το ζητούμενο δεν είναι η επιστροφή στην καθαρεύουσα [...], το ζητούμενο είναι μια γλώσσα 'καλύτερη' από αυτήν που μιλάει (και γράφει) η ελληνική γλωσσική κοινότητα. Αποκαλυπτικό ανάμεσα στα προτεινόμενα μέτρα θεραπείας της γλωσσικής παρακμής είναι το παλαιότατο και πάντα ισχυρό ιδεολογικό άτοπο που συνοψίζεται στην πεποίθηση ότι για να μιλήσουν 'σωστά' οι Έλληνες τη γλώσσα τους πρέπει να μάθουν καλά μιαν άλλη γλώσσα, την αρχαία.

[...]

Ο κοινωνικός ρατσισμός που με κυνική αφέλεια περιέχεται στις θέσεις της δικτατορίας σχετίζεται με τον εθνικισμό εναντίον του οποίου πολέμησαν οι δημοτικιστές, τον εθνικισμό εκείνο που μεγαληγορώντας για την κλασσική αρχαιότητα διεκδικεί τιμή και δόξα στην εθνική ταυτότητα για την ομοιότητά της και μόνο με τους αρχαίους προγόνους. Αυτή η εθνική ιδεολογία αναβιώνει σε περιόδους κρίσης των αξιών που χαρακτηρίζει απουσία ιδεολογικής προοπτικής. Κατά τις περιόδους αυτές οι δεύτερης συνήθως κατηγορίας διανοούμενοι επιδιώκουν να αναγνωρίζονται ως τρισέβαστοι και σπουδαίοι με αποκλειστική επίκληση της ελληνικότητάς τους που αντιλαμβάνονται σαν 'ομοιότητα' με τους προγόνους. Καθώς αυτή η ομοιότητα δεν έχει από πουθενά σχεδόν να αντλήσει ενδείξεις, επικεντρώνεται συστηματικά στη γώσσα. Επαναλαμβάνεται έτσι από τα μέσα του 19ου αιώνα η ίδια αντίφαση, περιγράφεται η ελληνικότητα και η ελληνική γλώσσα με τα μελανότερα χρώματα και τα υβριστικότερα επίθετα, για να συμπληρωθεί από μια λεξιθηρική και συχνά γελοιογραφική στην υπερβολή της εξύμνηση μιας 'άλλης' ελληνικότητας και μιας 'άλλης' ελληνικής γλώσσας, που ονομάζεται διαχρονκή και επικαλείται τους αιώνες παράλληλα κατακεραυνώνοντας τους δημοτικιστές. Την άποψη αυτή την είδαμε από τον καιρό του Ψυχάρη μέχρι την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Την παρακολουθησαμε να επαναλαμβάνεται τη μετεμφυλιακή δεκαετία του 1950. Θα την ξαναδούμε ως μεταγλωσσική θέση των δικτατόρων της επταετίας 1967-1974 και σαν ειρωνία της ιστορίας θα τη συναντήσουμε απρόσμενα με τα ίδια επιχειρήματα και ακριβώς την ίδια λογική τη δεκαπενταετία 1980-1995".

(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το υπέροχο βιβλίο που σήμερα ολοκλήρωσα και συνιστώ όπως και δήποτε: "Η Γλώσσα και το Έθνος 1880-1980, Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα" της Άννας Φραγκουδάκη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001) 


Άραγε τί ήθελε να πει ο ποιητής Καβάφης με αυτά τα καυστικά λόγια του; Είναι μάλλον, αυτή η πολιτική ερμηνεία που λαμβάνει κάθε διαμάχης στην ελληνική κοινωνία; Είναι αυτή η δυσκολία να διακρίνουμε το όριο του εθνικού και του εθνικισμού; Είναι η δυσκολία να αντιληφθούμε ότι εδώ και τουλάχιστον 100 χρόνια η λέξη δημοτική εμπεριέχεται στη λέξη δημο(κρα)τική, επειδή ακριβώς η δημοτική αφορά όλο το λαό, μιλιέται και χρησιμοποιείται από όλο το λαό, όπως ακριβώς γίνεται και με την εξουσία την κοινωνική -που για να είναι δημοκρατική- πρέπει να ασκείται και να χρησιμοποιείται από όλο το λαό...; Η βάση του συλλογισμού μας λοιπόν, όταν καταπιανόμαστε με θέματα της γλώσσας πρέπει να δοθεί στη... βάση του συλλογιστικού μας... κοινώς, στον ίδιο το λαό και στην κοινή μοίρα του. 

Όπως είχε πει ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Σεφέρης στο ποίημά του "Μυκήνες":

"Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου."

για να τονίσει δια στόματος ενός "Γέροντα την Ακροποταμιά" ο οποίος στέκει στα "Ημερολόγια καταστρώματος Β' " :

"Δε θέλω τίποτε άλλο, παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη."

Η γλώσσα του λαού, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γλώσσα του πόνου, τη γλώσσα του καθημερινού μόχθου και τη γλώσσα εκείνων των συνθηκών που γεννούν νέα πράγματα μέσα από τη συνεχή τριβή. Η τριβή των ανθρώπων παράγει θερμότητα και είναι αυτή η θερμότητα, που ζεσταίνει τις ψυχές των ανθρώπων...

Όπως με τη θρησκεία, έτσι και με τη γλώσσα (για να μην επεκταθώ στη γλώσσα της θρησκείας... και η βλακεία υψωθεί στο τετράγωνο...) αυτό που επικρατεί πραγματικά είναι ο φανατισμός, αντί ο σεβασμός και η προσπάθεια για επικοινωνία. Είναι κάτι άλλο, από ό,τι πραγματικά οι βαθειές έννοιες αυτές (θρησκεία-γλώσσα), ως διαφοροποιητικά πολιτισμικά στοιχεία, πρεσβεύουν, καθότι είναι άλλο αφενός από τη θεία-κοινωνία που η θρησκεία υπόσχεται και αφετέρου άλλο από την πραγματική επι-κοινωνία που η γλώσσα προσδοκά.

Εξάλλου, η γλώσσα όταν χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει αντί να ενώσει, για να επιτεθεί αντί να επικοινωνήσει, φτάνουμε σε ακραία φαινόμενα.


"Η αταίριαστη με την Ευρώπη δικτατορία του 1967, έδωσε στη μετεμφυλιακή δεξιά την ευκαιρία ιδεολογικής αναβάπτισης και υπέρβασης του βαθύτατου χάσματος που είχε ανοίξει ο εμφύλιος πόλεμος. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι της τότε διεξιάς συνειδητοποίησαν ότι τα θεμέλια της κοινωνίας δεν κινδυνεύουν από την κομμουνιστική αριστερά (που πουθενά στην τότε δυτική Ευρώπη δεν απειλεί το καθεστώς) αλλά από την άσκηση της πολιτικής χωρίς τη συναίνεση της πλειοψηφίας των κοινωνικών ομάδων. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι της τότε δεξιάς θα στραφούν από τότε προς την πολιτική και τον ιδεολογικό λόγο του σεβασμού του κοινοβουλευτισμού και θα αρχίσουν από το 1967 να υπερασπίζονται τις αρχές της δημοκρατίας. Η σημαντική αυτή αλλαγή θα έχει επιπτώσεις. Το καλοκαίρι του 1974, με τη διάλυση του χουντικού κράτους, που επέφερε η τελευταία 'εθνική' πράξη των δικτατόρων το πραξικόπημα στην Κύπρο και ακολούθησαν η επέμβαση τουρκικών στρατευμάτων και η διχοτόμηση, η καθεστωτική αλλαγή θα επιτρέψει να γίνει δεκτός στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με ευρεία συναίνεση και να αποχτήσει η ελληνική πολιτική ένα κόμμα συντηρητικό στο προφίλ της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας."


(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το υπέροχο βιβλίο που σήμερα ολοκλήρωσα και συνιστώ όπως και δήποτε: "Η Γλώσσα και το Έθνος 1880-1980, Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα" της Άννας Φραγκουδάκη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001, σελ. 90)




Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα...



Σήμερα, μου ήρθε φλασιά! 

Αναλογιζόμουν, αν ο Πόλεμος είναι ο πατήρ πάντων και η άγρια Φύση είναι η μητέρα μας η οποία βασίζεται στο νόμο της φυσικής επιλογής που θέλει το μεγάλο ψάρι να τρώει το μικρό, τότε γιατί μας κάνει τόσο εντύπωση που εμείς οι άνθρωποι, τα τέκνα τους δηλαδή, είμαστε όπως είμαστε... και που ο ένας (σ)τρέφεται του άλλου;

Να 'ναι αυτό που λένε ότι "αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα";