Είναι μια νέα προσπάθεια συνάντησης των πνευμάτων κάτω από το φως του έναστρου βραδινού ουρανού, τις ώρες που βγαίνουν οι νεράιδες και τα παραμύθια φαίνονται αληθινά...
Τον είχα ακούσει σε παρέες, σε μαγαζιά, αλλά και καθώς περπατούσα βράδια μόνος έξω από τα μαγαζιά αυτά, στους αγαπημένους δρόμους της αγαπημένης Μυτιλήνης, σιγοτραγουδώντας δικούς μου αμανέδες.
Ήχοι και αρώματα μιας άλλης εποχής, και δικής μου και γενικότερα του κόσμου, του ελληνικού κόσμου.
Σπουδαία παρακαταθήκη αυθεντικής δημιουργίας.
Συνεχιστής ήχων απόκοσμων που ξεπηδούν από τα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής.
Μικρά Ασία, Μεγάλη Ελλάδα.
Συγκίνηση.
"Σόλων Λέκκας"
Ντοκιμαντέρ του Γιάννη Αδρίμη
(συμμετοχή στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης)
Υπάρχει κάποιος που νομίζει ότι η Παραδοσιακή μουσική δεν είναι Ροκ;
Για να δείτε ότι αυτό το πέρασμα από την παράδοση στη σύγχρονη μουσική, όπως αντίστοιχα και το πέρασμα από το παρελθόν στο παρόν, λέγεται με μια λέξη: Ιστορία.
Για μια όμορφη Καλημέρα, με ίσκιο ή χωρίς, απολαύστε αυτό το τραγούδι:
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, πρόσφατα έδωσε την παρακάτω ομιλία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Τη διάβασα (αφού μου την κοινώνησε μια καλή φίλη και την ευχαριστώ για αυτό) και θεωρώ ότι πρέπει να μείνει στο ψηφιακό στερέωμα για πάντα. Είναι μια κατάθεση ψυχής που καλό θα ήταν να διαβάζεται στα σχολεία (Ελλάδας και Κύπρου). Δεν γινόταν να μην την καρφιτσώσω σε ετούτη τη γωνιά (χωρίς άδεια αναδημοσίευσης, από το tvxs.gr). Διαβάστε και μετά βγείτε να τραγουδήσετε!
"Είναι πραγματική χαρά και τιμή το να σε προσκαλεί ένας οργανισμός που τον θεωρείς πολύτιμο και τον αγαπάς.
Μεγάλωσα σε μια Κύπρο χωρίς πανεπιστήμιο, οπότε γνωρίζω πολύ καλά την αξία και τη σημασία που έχει για τον τόπο και για τους ανθρώπους του.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου άλλαξε όλη την κυπριακή κοινωνία, τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο, αλλά και τον τρόπο που βλέπει ο κόσμος την Κύπρο.
Παρακολούθησα μέσα στα χρόνια το Δημόσιο Πανεπιστήμιο μας να γεννιέται, να αποκτά πρόσωπο, να οργανώνεται, να μεγαλώνει, να γίνεται ένας εύρωστος οργανισμός, να αναδεικνύεται σε κορωνίδα της Παιδείας του τόπου, σε σύμβολο της εξέλιξής του, σε φορέα των ποιοτήτων του και σε υπόσχεση του μέλλοντος του. Η μεγαλύτερη απόδειξη της σημασίας του, είναι η αγάπη των φοιτητών του προς αυτό.
Παρά τη μεγάλη έκθεση στην οποία με υποβάλλει η φύση της τέχνης μου, είμαι εσωστρεφής άνθρωπος στην προσωπική μου ζωή και συνήθως αποφεύγω εκδηλώσεις σαν τη σημερινή. Αυτήν εδώ όμως την πρόσκληση, που συνέπεσε με τον επαναπατρισμό μου μετά από 34 χρόνια, την αποδέχτηκα με μεγάλη συγκίνηση και ευγνωμοσύνη και αισθάνομαι πραγματική χαρά που βρίσκομαι ανάμεσά σας.
Γιατί, σήμερα το Πανεπιστήμιό μας, δεν τιμά εμένα προσωπικά, αλλά το τραγούδι. Και μαζί του, όλους τους ανθρώπους του τόπου μας που το δημιούργησαν, και που χώρεσαν μέσα του τα μεγάλα γεγονότα και τις καθημερινές τους στιγμές, τα όνειρα, τα αισθήματα, τις χαρές και τους πόνους τους, τις επιθυμίες και τις πραγματικότητες ενός τόπου δύσκολου και μαζί ευλογημένου.
Στη μέρα των Γραμμάτων, ο κορυφαίος εκπαιδευτικός οργανισμός του τόπου μας, αναγνωρίζει το τραγούδι σαν σημαντικό κομμάτι του Πολιτισμού μας. Η σημερινή μου ομιλία αφιερώνεται με ευγνωμοσύνη στους ποιητάρηδες, στους τροβαδούρους, στους οργανοπαίχτες, και κυρίως στον κάθε Κύπριο και στην κάθε Κύπρια που τραγούδησε και τραγουδά σ’ αυτήν εδώ τη φλούδα γης.
Θα μιλήσουμε λοιπόν απόψε για την ανάσα της ανθρωπότητας μέσα στους αιώνες. Δεν θα αναφερθώ στις σημαντικές μελέτες που γίνονται στα πλαίσια της Μουσικολογίας, της Ψυχολογίας της Μουσικής και άλλων ακαδημαϊκών ειδικοτήτων. Θα προσπαθήσω μόνο να μοιραστώ μαζί σας κάποιες απλοϊκές σκέψεις και αισθήματα που προκύπτουν από το ισόβιο ταξίδι μου μέσα στην τέχνη αυτή.
Το τραγούδι είναι ταυτόσημο με τη ζωή για μένα. Μου έδωσε ένα δρόμο να βαδίσω, με έδεσε με τον τόπο μου και με ταξίδεψε στους τόπους των άλλων. Κρατώντας με, άλλοτε απαλά και άλλοτε οδυνηρά σφιχτά από το χέρι, με πήγε να συναντήσω τους συνανθρώπους μου και την ίδια μου τη μοίρα.
Μια μέρα, ήμουν λίγων μηνών, ξάπλωνα στο βρεφικό μου καρεκλάκι, στο πίσω κάθισμα του οικογενειακού μας σκαραβαίου. Οδηγούσε η μητέρα μου. Ξαφνικά, άρχισα να τραγουδώ μια επιτυχία της εποχής: “Oh ma my, oh ma my – mamy blue, oh mamy blue”. Πώς προσγειώθηκε στον βρεφικό μου εγκέφαλο αυτό το τραγούδι και πώς μου ήρθε νατό αναπαράξω, προς μεγάλη έκπληξη και περηφάνια της μητέρας μου, δεν ξέρω να σας πω.
Τι κάνει ένα βρέφος να τραγουδά; Τι μας κάνει να τραγουδάμε, πριν ακόμα μιλήσουμε; Τι έκανε την ανθρωπότητα να τραγουδήσει πριν ακόμα επινοήσει την ομιλία, πριν ακόμα νοηματοδοτήσειτους ήχους δημιουργώντας λέξεις; Καταλάβαινα το νόημα του ρεφραίν που μουρμούριζα τότε; Όχι. Το καταλαβαίνω σήμερα; Καθόλου. Έχει καμιά σημασία; Καμία απολύτως! Το τραγούδι δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την κατανόηση. Ούτε έχει να κάνει αποκλειστικά με το συναίσθημα. Έχει να κάνει ολοκληρωτικά με την ύπαρξη!
Μπορεί η μουσική, χωρίς στίχους, να περιγράφει κάτι με σαφήνεια; Έναν τοίχο ή ένα δρόμο; Ένα μουσικό κομμάτι δεν μπορεί να είναι τόσο σαφές. Δεν είναι στη φύση ούτε και στους σκοπούς του το να περιγράφει με σαφήνεια τη χειροπιαστή πραγματικότητα. Δεν περιέχει και δεν μεταδίδει το ίδιο μήνυμα σε όλους. Δεν μιλά για το ίδιο πράγμα ακόμα και στον ίδιο άνθρωπο από τη μια μέρα στην άλλη, όπως δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι.
Εκεί λοιπόν που η μουσική αδυνατεί να περιγράφει επακριβώς έναν τοίχο ή ένα δρόμο, δεν θα έπρεπε το τραγούδι, που περιέχει λέξεις, να είναι σαφέστερο; Ναι.
Όταν ο Μπετόβεν καταθέτει τα όπλα, αναλαμβάνουν οι Pink Floyd: The Wall! Ο Λόίζος μάς μιλά για το Δρόμο, που είχε τη δική του ιστορία. Ο Χατζιδάκις για έναν άλλο δρόμο, την Οδό Ονείρων. Πράγματι, το τραγούδι έχει τη δυνατότητα να είναι σαφέστερο. Αν όμως, οι τραγουδοποιοί κυριολεκτούσαν περιγράφοντας απλώς τοίχους και δρόμους, ίσως να γίνονταν σημαντικοί για την οδοποιία και την οικοδομή, όχι όμως για όλους εμάς. Για κάτι άλλο μας μιλούν τα τραγούδια τους.
Αυτό λοιπόν το «πλεονέκτημα», τη δυνατότητα της σαφήνειας και της κυριολεξίας, οφείλει να ξεπεράσει το τραγούδι, προκειμένου να γίνει αληθινό τραγούδι. Έτσι και εμείς, προκειμένου να το ακούσουμε πραγματικά, οφείλουμε να υπερβούμε την πραγματικότητα. Μοιάζει δύσκολο. Είναι όμως έμφυτο και φυσικό στον άνθρωπο.
Γίνεται αυτόματα, όπως η αναπνοή. Τα βρέφη κοιμούνται με ένα νανούρισμα. Είμαστε λοιπόν πλασμένοι για την υπέρβαση και για τη μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο μέσω του τραγουδιού.
Το τραγούδι είναι υπερβατικό, και μόνο υπερβαίνοντας το συναντά κανείς. Υπερβαίνει της πραγματικότητας, του νοήματος, της διάρκειάς του, του στίχου ή της μουσικής του, του δημιουργού και του ακροατή του. Μας οδηγεί και μας τοποθετεί σε έναν καινούργιο, και μαζί παντοτινό χρόνο, σε έναν άγνωστο και την ίδια ώρα οικείο χώρο, έναν χώρο που εδρεύει ταυτόχρονα εντός και εκτός μας, και που το κλειδί της πόρτας του το κρατάει αυτό.
Το τραγούδι, αυτή η αόρατη ύλη, αυτό το Άγιο Πνεύμα που μας φωτίζει χωρίς να φαίνεται, που μας μεταμορφώνει χωρίς να αγγίζεται, που μας κινεί χωρίς να μας σπρώχνει, υπήρξε πάντοτε ο πιο σύντομος δρόμος από τον εαυτό μας στο πιο μακρινό σημείο του σύμπαντος, και την ίδια ώρα στο βαθύτερο κέντρο της ύπαρξής μας. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όλες οι θρησκείες χρησιμοποιούν τη δύναμη του τραγουδιού στις τελετές τους. Χωρίς τραγούδι, δεν υπάρχει θεός.
Τι είναι όμως τραγούδι; Έψαξα για την ερμηνεία του στα λεξικά και στο διαδίκτυο και τίποτα δε βρήκα που να με καλύπτει. Πώς γίνεται, μια τόσο βασική για τη ζωή μας έννοια, να έχει άλλοτε πρόχειρους και άλλοτε ελλειπής ορισμούς; Ίσως γιατί κανείς δεν τους χρειάζεται. Όλοι ξέρουμε τι είναι τραγούδι. Ποιος χασομέρης θα μπει να το ψάξει; Έψαξα και στα αγγλικά: Στο λεξικό Webster βρήκα μια ενδιαφέρουσα έκφραση: “Sold for a song”, δηλαδή πουλήθηκε τσάμπα. Έκφραση που εξηγεί γιατί οι περισσότεροι τραγουδοποιοί είναι φτωχοί. Τα πιο πολλά πάντως λεξικά, το ερμηνεύουν χονδρικά ως μια σύνθεση λόγου και μουσικής.
Ορίζουμε λοιπόν το τραγούδι με βάση τα συστατικά του. Όπως το νερό, σαν Υδρογόνο 2 – Οξυγόνο. Ίσως, χημικά, να είναι σωστός ο ορισμός. Δεν μου είναι όμως επαρκής. Όπως δεν μου είναι αρκετό το να ορίζω τον άνθρωπο σαν μια ένωση κυττάρων, γονιδίων ή οργάνων. Το τραγούδι είναι μια έννοια αόριστη και απερίγραπτη. Για μένα, δεν είναι η σύνθεση λόγου και μουσικής. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε ίσως να είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης του λόγου με τη μουσική, πράγμα τελείως διαφορετικό.
Το τραγούδι δεν είναι μόνο ο στίχος ή η μουσική του, ούτε και ο συνδυασμός τους, αλλά το αυτόνομο, συμπαγές, ολοκληρωμένο αποτέλεσμα του έρωτά τους. Αποτελεί μια τρίτη, αυτοτελή προσωπικότητα. Είναι σαν εμάς, τους ανθρώπους, που δεν είμαστε η σύνθεση των γονιών μας, αλλά το αποτέλεσμα της. Ενώ σχετιζόμαστε άμεσα με αυτούς και τους εμπεριέχουμε, δεν είμαστε οι γονείς μας, ούτε και η συνεύρεσή τους. Όταν σας βλέπω, ευτυχώς, δεν βλέπω τους γονείς σας να συντίθενται. Βλέπω εσάς τους ίδιους.
Με τον ίδιο τρόπο, όποτε ακούω ένα τραγούδι, ακούω έναν συμπαγή, αυτάρκη, αυτόνομο, ολοκληρωμένο κόσμο. Αυτό που συναντώ κατά βάθος ακούγωντάς το, δεν είναι ούτε ο στίχος, ούτε η μουσική, αλλά το παιδί τους, που έχει δικό του πρόσωπο, δικό του χαρακτήρα, δική του ζωή. Μπορεί να μοιάζει κάπως στη μητέρα του ή να θυμίζει περισσότερο τον πατέρα του, αποτελεί όμως ένα τρίτο, ξεχωριστό πλάσμα.
Αυτό αγαπώ και σε αυτό επιτρέπω να μπει στη ζωή μου, συχνά μάλιστα ανεξάρτητα από την ποιότητα των γονιών του.
Ένα τραγούδι με καλή μελωδία και καλούς στίχους, μπορεί να μας είναι κάποτε ενοχλητικό, όπως το ανυπόφορο παιδί γονιών που συμπαθούμε. Και όπως, από γονείς που δεν θα κάναμε ποτέ παρέα, μπορεί να γεννηθεί ο καλύτερος μας φίλος ή ο άνθρωπος της ζωής μας, έτσι και ένα τραγούδι με σχετικά αδιάφορους στίχους και μουσική, μπορεί να γίνει το αγαπημένο μας.
Συνήθως, όποτε αναφέρω όλα αυτά τα περίεργα, μου ζητάνε ένα παράδειγμα ενός καλού τραγουδιού με μέτρια μουσική ή στίχο. Και, αποφεύγοντας να εκθέσω τους συναδέλφους μου, χρησιμοποιώ ένα δικό μου.
Σε κάποιους μπορεί να αρέσει, σε άλλους όχι. Εγώ το αγαπώ. Γι’ αυτό και το δισκογράφησα. Αν όμως εξετάσω χωριστά τη μουσική και το στίχο του, θα δυσκολευτώ πραγματικά να πειστώ ότι έχουν κάποια αξία. Η μελωδία του αποτελείται από τρεις νότες – τέσσερις στο ρεφραίν.
Δεν έχει ενδιαφέρουσες συγχορδίες ή αρμονία, ούτε ρυθμικές εναλλαγές. Δεν επιστρατεύει κανένα κόλπο προκειμένου να γίνει ενδιαφέρον. Όσο για τους στίχους, ας πούμε ότι δεν θα έλειπαν από την Ποίηση, αν δεν είχαν γραφτεί. Όπως είπα όμως, το τραγούδι δεν είναι ο στίχος και η μουσική του. Επιφανειακά μόνο το κρίνουμε με βάση τους γονείς και την καταγωγή του, όπως κάνουμε και με τους ανθρώπους, μέχρι να τους γνωρίσουμε πραγματικά.
Τις περισσότερες φορές μάλιστα, δεν έχει καν σημασία αν καταλαβαίνω ή όχι τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένοι οι στίχοι. Γιατί, με κίνδυνο να με πετάξετε εκτός ακαδημαϊκού χώρου ως αποκρυφιστή, οφείλω να σας εκμυστηρευτώ ότι αυτό που τελικά με αγγίζει είναι ένα μυστικό μήνυμα που ψιθυρίζεται κάτω από την επιφάνεια του. Το μυστικό ερωτευόμαστε οι άνθρωποι, όχι το προφανές.
Σε κάθε αληθινό τραγούδι, ακούμε πολύ σημαντικότερα πράγματα από τη μελωδία και το στίχο του. Ακούμε τη ζωή μας αλλιώς. Και την ίδια ώρα, ακούμε τη ζωή, τον τόπο, την εποχή του δημιουργού. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Ακούμε την πρόθεσή του, τις εμπειρίες, τα αισθήματα, τα ακούσματα, τις αναφορές του, τον πολιτισμό από τον οποίο προέκυψε, τους ανθρώπους που συνάντησε.
Μαζί με αυτά, ακούμε επίσης τη ζωή και τον κόσμο του ερμηνευτή του τραγουδιού, όπως και του κάθε μουσικού που έπαιξε την κάθε μία νότα. Και όλους αυτούς τους άπειρους, μοναδικούς κόσμους, τους σμίγουμε κάθε φορά με τη δική μας ζωή, τα όνειρα, τις ανάγκες, τον πολιτισμό και την αισθητική μας, την προσωπικότητά μας, το αίσθημά μας, τη στιγμή μας. Την ύπαρξή μας. Άπειρες οι δυνατότητες της μοιρασιάς!
Το τραγούδι είναι ένας ολόκληρος αχαρτογράφητος κόσμος, που μας προσκαλεί να ζήσουμε μέσα του. Ένας κόσμος που προσκαλούμε να ζήσει μέσα μας. Η σχέση μας μαζί του είναι υπαρξιακή.
Είναι κάπως μπερδεμένο όλο αυτό, οπότε θα προσπαθήσω να το κάνω ακόμα πιο περίπλοκο: Είπαμε ότι το τραγούδι είναι παιδί του λόγου και της μουσικής. Εκτός από παιδί τους όμως, είναι και γονιός τους! Το τραγούδι αποτελεί μέρος της παγκόσμιας μουσικής παράδοσης, όπως και της λογοτεχνικής. Ταυτόχρονα όμως, η πανανθρώπινη λογοτεχνική και μουσική παράδοση, πηγάζουν από το ίδιο το τραγούδι.
Αυτό που σήμερα ονομάζουμε “καθαρή” μουσική, αυτή δηλαδή που δεν εμπεριέχει λόγο, όπως και αυτό που ονομάζουμε καθαρή ποίηση, που δεν τραγουδιέται αλλά διαβάζεται κατ’ ιδίαν ή απαγγέλλεται, αποτελούν σχετικά νεότερες επινοήσεις. Για χιλιετίες, η ποίηση και η μουσική ζούσαν στο ίδιο σώμα.
Όποτε μελοποιείται ένα σπουδαίο ποίημα, θεωρούμε ότι μετατρέπεται σε κάτι ευτελέστερο. Η ταπεινή φόρμα του τραγουδιού, η απλότητα και η λαϊκότητά του, το εμπόριο που έχει αναπτυχθεί γύρω του και η χρηστική μας θεώρηση απέναντι του, μας κάνουν να το θεωρούμε λιγότερο σημαντικό είδος, σε σχέση με την καθαρή ποίηση ή την καθαρή μουσική. Η ίδια η λέξη «καθαρή», είναι αρκετή για να υποβιβάσει το τραγούδι σε μια σχεδόν βρώμικη υπόθεση.
Υπάρχει λοιπόν, χρόνια τώρα, η διαμάχη για το αν πρέπει η ποίηση να μελοποιείται. Ο λόγος και η μουσική αφήνουν την ανεξάρτητη ζωή τους, προκειμένου να ζήσουν αλλιώς μέσα στο τραγούδι. Όπως εμείς αφήνουμε τον εργένη εαυτό μας προκειμένου να γίνουμε γονείς, έτσι και η ποίηση, όπως και η μουσική, μεταλλάσσονται μέσα στο τραγούδι σε κάτι άλλο.
Αυτό εννοώ σε ένα στίχο που λέει: “Μα οριστικά θα χεις χαθεί μονάχα αν το διαλέξεις, όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις”.
Είπαμε, το τραγούδι είναι μια ιερή υπόθεση. Κάθε τι ιερό, προϋποθέτει θυσία. Η μουσική και ο λόγος θυσιάζονται προκειμένου να γεννηθεί το τραγούδι. Ένα μελοποιημένο ποίημα του Καβάφη δεν είναι πια το ίδιο ποίημα. Είναι μια άλλη υπόθεση. Το πρωτότυπο, μεγαλειώδες κείμενο βέβαια, ευτυχώς, όσες φορές και όσο μέτρια ή κακά και να μελοποιηθεί, παραμένει πάντα ακέραιο, στο βιβλίο και στην καρδιά μας, σαν αυτόνομο, συγκλονιστικό έργο. Μέσα στο τραγούδι όμως, θα ζήσει μιαν άλλη ζωή και θα μας αφηγηθεί μιαν άλλην ιστορία.
Ο λόγος και το μέλος, πριν χωριστούν, υπήρξαν για χιλιετίες μια αδιαχώριστη ενότητα, ένα συμπαγές, πανίσχυρο εργαλείο επικοινωνίας, έκφρασης, μνήμης, συνείδησης, παράδοσης, συνέχειας και εξέλιξης. Η καταγωγή του λόγου είναι η μουσική, και η καταγωγή της μουσικής είναι ο λόγος.
Και τα δύο αυτά εξάλλου, είναι πρόσωπα του ήχου. Ακόμα και στη γραπτή του μορφή, ο λόγος παραμένει ήχος. Ο γραπτός λόγος είναι η παρτιτούρα του προφορικού. Όταν διαβάζουμε από μέσα μας, ακούμε τον ήχο της φωνής μας στο μυαλό μας.
Αντιμετωπίζουμε συνήθως τη γραφή και την ανάγνωση σαν μια καθαρά οπτική υπόθεση, ενώ αποτελεί πρωτίστως μια ακουστική εμπειρία. Και βέβαια, δεν γράφουμε ή διαβάζουμε μόνο σε ήχο, αλλά σκεφτόμαστε και ηχητικά, τουλάχιστον όσοι από εμάς σκεφτόμαστε σε γλώσσα. Θα μπορούσαμε, κάπως ποιητικά, να ισχυριστούμε ότι η σκέψη μας είναι ένα τραγούδι.
Έχοντας αναφερθεί σε ορισμούς και λεξικά, ας δούμε λίγο την ετυμολογία της λέξης “τραγούδι”: Έρχεται, όπως και η “τραγωδία”, από τη λέξη “τράγος”. Οι πρόγονοί μας, στις τελετουργίες τους φορούσαν προβιές τράγου, πιθανότατα για να μυρίζουν ωραία. Αν ψάξουμε περισσότερο, θα δούμε ότι η λέξη “τράγος” έρχεται από το ρήμα “τρώγω”, στη Δωρική «τράγω». Ετυμολογικά λοιπόν, το τραγούδι συνδέεται με κάτι τόσο βασικό και αναγκαίο, όσο η τροφή. Αν μείνουμε όμως στον τράγο, η σύνδεση του τραγουδιού με την τελετουργία, με το ιερό στοιχείο, είναι άμεση. Η υπαρξιακή σχέση με τον εαυτό και τον κόσμο, η υπέρβαση που απαιτείται για να αγγίξει κανείς το αόρατο, το υψηλότατο και το βαθύτατο, μόνο μέσα από το τραγούδι θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί.
Η ίδια η πράξη της συναυλίας προέκυψε μέσα από τη λατρευτική διαδικασία. Είναι τελετουργική εκ γενετής. Λένε πως η πρώτη θεατρική παράσταση, και μαζί όλο το θέατρο, προέκυψε όταν κάποιος βγήκε έξω από τον λατρευτικό κύκλο και παρακολούθησε το δρώμενο ως θεατής. Το θέατρο λοιπόν, το γέννησε ο θεατής, μετατρέποντας την τελετουργία σε παράσταση. Με τον ίδιο τρόπο φαντάζομαι ότι, όταν πέταξαν κάποιον εκτός χορωδίας, πιθανότατα γιατί ήταν ανυπόφορα φάλτσος, αυτός, ο πρώτος ακροατής, γέννησε και την πρώτη συναυλία. Ποιον θα πρέπει λοιπόν να ευγνωμονώ για την τέχνη που εξασκώ; Τον καλλίφωνο, πλην δύσοσμο, τελετάρχη που ούρλιαζε στο φεγγάρι, ή τον φάλτσο, εξόριστο ακροατή που παρακολουθούσε εκστατικός; Τον ερμηνευτή ή τον ακροατή; Πιστεύω στον ακροατή, όσο πιστεύω και στο τραγούδι. Για μένα, είναι δύο αδιαχώριστες καταστάσεις, που αδυνατούν να υπάρξουν η μία χωρίς την άλλη. Λένε πως το πιο δύσκολο όργανο είναι η φλογέρα, γιατί πρέπει ταυτόχρονα να φυλάς και τα πρόβατα. Και ο βοσκός όμως, που παίζει τη φλογέρα του σε μιαν απόμακρη πλαγιά, έχει σαν ακροατήριο ολόκληρη τη φύση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό!
Ο τραγουδοποιός είναι ταυτόχρονα δημιουργός και ακροατής του τραγουδιού του, όπως ο ζωγράφος είναι δημιουργός και θεατής του έργου του. Ο τραγουδιστής λειτουργεί ταυτόχρονα σαν πομπός και σαν δέκτης. Τις περισσότερες φορές, γράφω ένα τραγούδι γιατί θέλω να το ακούσω! Θέλω να γεννηθεί, να δω το πρόσωπό του, να το γνωρίσω, να το μοιραστώ. Το γεννώ και με γεννά, του δίνω ζωή και μου δίνει κι αυτό ζωή. Σαν ακροατής λοιπόν, γράφω το τραγούδι.
Μέσα στα χρόνια, συνειδητοποιώ παρακολουθώντας μεγαλύτερους συναδέλφους αλλά και τον εαυτό μου, ότι σταματάμε να γράφουμε όταν σταματάμε να ακούμε. Στα 23 μου, όταν ηχογραφούσα ακόμα τον πρώτο μου δίσκο, μου πήραν στο στούντιο μια συνέντευξη. Με ρώτησε η δημοσιογράφος: “Τι περιμένεις να συμβεί με αυτό τον δίσκο;” Εννοούσε επιτυχίες και δόξες. Απάντησα με αφέλεια: “Να τελειώσει, για να τον ακούσω”.
Στη συναυλία, ο ρόλος του κοινού είναι πρωταγωνιστικός. Καμιά φορά, και μάλιστα ανεξάρτητα από την αποδοχή ή τον ενθουσιασμό του κοινού, αισθάνεσαι το κορμί της συναυλίας να δονείται, τη σκηνή και το ακροατήριο να συλλειτουργούν οργανικά και από κοινού. Άλλες φορές, είναι σαν να βρίσκεται κανείς στο απόλυτο κενό. Το κατάλαβα νωρίς, το 1994. Γι’ αυτό έγραψα σ’ έναν στίχο τότε «το φιλοθεάμον μου κενό». Ο τραγουδοποιός δεν είναι ταχυδακτυλουργός, ακροβάτης, ζογκλέρ ή αθλητής. Δεν βρίσκεται εκεί για να εντυπωσιάσει, αλλά για να μοιραστεί.
Χωρίς την από καρδιάς μοιρασιά, είναι χαμένος.
Ο ακροατής λοιπόν είναι πρωταγωνιστής, όχι κομπάρσος. Με τις επιλογές, την αισθητική και τη στάση του, θέτει το επίπεδο στο οποίο θα ζήσουμε και θα δημιουργήσουμε. Δεν αρκεί οι καλλιτέχνες να του κάνουμε τα χατήρια, να του χαϊδεύουμε τα αυτιά, να τον ξεγελάμε ή να τον καλοπιάνουμε, στερώντας του την ευθύνη και υποβιβάζοντάς τον σε πελάτη, επειδή πλήρωσε ένα εισιτήριο.
Τι κάνει όμως κάτι τόσο ιερό, τόσο εμπορεύσιμο; Πώς γίνεται κάτι άυλο να πουλά τόσο πολύ σε έναν υλιστικό κόσμο; Πώς μπορούν κάποιες λέξεις και κάποιες νότες μαζί να στήνουν μια ολόκληρη παγκόσμια βιομηχανία, που τα έσοδά της να πλησιάζουν αυτά του εμπορίου καυσίμων (ευτυχώς, χωρίς τη ρύπανση και τους πολέμους που προκαλούν τα καύσιμα); Το τραγούδι δεν μας προσφέρει απλώς λέξεις και νότες. Μας προσφέρει ύπαρξη! Εκφράζει εξίσου τη ζωή και τον θάνατο.
Μπορείς να πας στη μάχη ή στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας. Συμπυκνώνει όλα όσα είμαστε, όλα όσα ονομάζουμε ζωή, μεγάλα και μικρά. Εξιστορεί την πτώση μιας αυτοκρατορίας και την πτώση ενός μεθυσμένου στο δρόμο. Καθαγιάζει τον αιώνιο έρωτα και αυτόν της μιας νύχτας. Μας χαρίζει ένα τηλεσκόπιο στο σύμπαν και ένα μικροσκόπιο στο πιο κρυφό μας κύτταρο, ταξιδεύοντάς μας αμφίδρομα στο βαθύτερο μέρος του εαυτού μας και στον απέραντο έξω κόσμο. Μας απογειώνει στον πιο ψηλό ουρανό και μας κατεβάζει στο λεπτό στον Άδη. Εκφράζει το υπαρξιακό βάραθρο και το ανάλαφρο πέταγμα ενός πουλιού.
Μας δίνει προσωπική ταυτότητα, ενσωματώνοντάς μας στο σύνολο. Μας ορίζει συλλογικά, αγγίζοντάς μας προσωπικά.
Για τα λίγα λεπτά του ευρώ που στοιχίζει στις ψηφιακές πλατφόρμες, μας δίνει πολλά.
Σκέφτομαι συχνά τους περιπλανώμενους τροβαδούρους περασμένων καιρών. Με ένα οργανάκι στα χέρια και ένα δισάκι στον ώμο, διήσχιζαν την αχανή τότε επικράτεια, πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό, από πολιτεία σε πολιτεία, από βασίλειο σε βασίλειο, μεταφέροντας όνειρα, πραγματικότητες, θρύλους, δοξασίες, έρωτες, θριάμβους και πανωλεθρίες, ιστορία, φαντασία, μικρά και μεγάλα γεγονότα, τι συνέβη στην άλλη άκρη της Αυτοκρατορίας ή στο διπλανό χωριό, τι συνέβη στον Άδη ή στην άλλη μεριά του λόφου, τι συνέβη στον ουρανό ή μέσα τους. Εξέφραζαν έναν ολόκληρο πολιτισμό και τον μοιράζονταν με τους συνανθρώπους τους. Και μετά, σιωπούσαν πάλι, άδειαζε η πλατεία, πήγαιναν οι άνθρωποι στα σπίτια και στα χωράφια τους, κι αυτοί τύλιγαν το οργανάκι σε ένα πανί, φορτώνονταν ξανά το δισάκι, που τώρα μπορεί να είχε και λίγο ψωμί μέσα, και κινούσαν για αλλού, μέσα στη βροχή, στον ήλιο και στο χιόνι. Αυτοί είναι οι ήρωές μου.
Τότε λοιπόν, πριν από την τεχνολογία της ηχογράφησης, πριν από τον ηλεκτρισμό και τη Μουσική Βιομηχανία όπως την ξέρουμε, αν δεν υπήρχε γάμος ή άλλη γιορτή στο χωριό, όποιος ήθελε να σχετιστεί με ένα τραγούδι έπρεπε να το τραγουδήσει ο ίδιος. Όπως, αν χρειαζόταν ένα αβγό, έπρεπε να έχει κοτέτσι στην αυλή του ή αν ήθελε ένα λάχανο, το καλλιεργούσε ο ίδιος στο μποστάνι του. Δεν κατανάλωναν απλά οι άνθρωποι αυγά και λαχανικά, ζούσαν ανάμεσά τους.
Έτσι και με το τραγούδι. Δεν το άκουγαν απλά, ζούσαν μέσα του και ζούσε κι αυτό μέσα τους.
Σήμερα, αγοράζουμε τα αγαθά στις υπεραγορές. Είμαστε καταναλωτές, όχι παραγωγοί. Καταναλώνουμε λοιπόν έτοιμη, συχνά υπερ-επεξεργασμένη μουσική, η οποία συνοδεύει τις στιγμές μας, σπάνια όμως γίνεται θεμελιώδες στοιχείο της ζωής μας. Η μουσική σήμερα υπάρχει παντού, χωρίς όμως εμείς να είμαστε πάντοτε εκεί για αυτήν. Να μην παρεξηγηθώ: Αγαπώ την εποχή μου και δεν θα διάλεγα άλλη. Το να έχω την παγκόσμια δισκοθήκη στο κινητό μου, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Το δώρο όμως αυτό, έρχεται με την ευθύνη να το χρησιμοποιήσω σωστά.
Απαιτεί μια συνειδητή και ενεργητική στάση από μεριάς μου, προκειμένου να μην αποφασίζει για μένα ο αλγόριθμος της αγοράς.
Μικροί, ακούγαμε μόνο τους δίσκους που υπήρχαν στο σπίτι.
Όποτε ο πατέρας μας έφερνε έναν καινούργιο, ήταν ένα γεγονός. Είχαμε την ευκαιρία να μην πάμε στο σχολείο την επομένη. Ακούγαμε αρκετές φορές τα τραγούδια ή το μουσικό έργο, συζητούσαμε για αυτά ή παίζαμε με τον αδερφό μου μέσα στο νέο ηχητικό τοπίο, παρακολουθώντας τον πατέρα μας να ζωγραφίζει ή να γράφει ποιήματα. Καμιά φορά, όποτε παθιαζόμουν με ένα λογοτεχνικό βιβλίο, είχα επίσης την ευκαιρία να λείψω από το σχολείο, προκειμένου να μείνω στο σπίτι και να το τελειώσω. Κέρδισα πολλά από αυτές τις λίγες επιπλέον κοπάνες. Από τον πατέρα μου γνώρισα επίσης τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Η μητέρα μας σπούδασε θέατρο. Δεν έγινε ηθοποιός, αλλά το αγαπούσε, και μαζί της το αγάπησα, και αργότερα το σπούδασα κι εγώ. Με το θέατρο δεν είχε κοπάνες, αφού οι παραστάσεις γίνονταν βράδυ, αλλά και επειδή η μητέρα μου είναι πιο κανονικός άνθρωπος. Συχνά μαζεύονταν στο σπίτι μας ηθοποιοί, ζωγράφοι, ποιητές. Ο αδελφός μου, Λίνος Ιωαννίδης, είναι ποιητής.
Έχοντας λοιπόν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα σπίτι ελεύθερο και υποστηρικτικό, με την τέχνη παντού, προσιτή και σεβαστή, θαυμάζω απεριόριστα όσους καλλιτέχνες ξεπήδησαν από οικογένειες και κοινωνίες που δεν τους στήριξαν, δεν τους τροφοδότησαν, δεν τους ελευθέρωσαν.
Κάποιοι καλλιτέχνες, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, έδωσαν πρόσωπο στον τόπο μας στη νέα εκείνη εποχή. Σε χρόνια δύσκολα και μέσα σε γεγονότα τραγικά, μάς έδωσαν το έργο τους και καθόρισαν την αισθητική μας. Σε ένα χρόνο, κλείνει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα.
Έχουμε ήδη μπει σε μιαν άλλη, ψηφιακή περίοδο της ανθρωπότητας. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι εδώ, σαν αναμένο κάρβουνο στα χέρια μας. Ο Προμηθέας, με το καινούργιο του αυτό δώρο, είτε που θα μας σώσει, είτε που θα μας κάψει. Αυτό που θα καθορίσει την έκβαση, δεν είναι η αποθήκευση στο μυαλό μας ολοένα περισσότερων γνώσεων.
Οι υπολογιστές θα έχουν πάντοτε περισσότερη γνώση από εμάς. Είναι η καλλιέργεια. Η μόρφωση είναι πολύτιμη όταν φυτρώνει σε καλλιεργημένο έδαφος. Δεν είναι δική μου η διαπίστωση, την έκανε ο Ρουσσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, όπου θέτει ουσιαστικά την καλλιέργεια ως το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνει η μόρφωση και που καθορίζει το μέγεθος της προόδου μας.
Στο ίδιο έργο, μας λέει ότι η αρετή της Συμπόνιας είναι η πιο χαρακτηριστική του είδους μας και μαζί η πιο αναγκαία για την επιβίωσή του. Αν δεν μας έδινε η φύση τη συμπόνια να στηρίζει τη λογική, λέει, οι άνθρωποι θα ήμασταν κτήνη. Δε φτάνει η λογική. Από μόνη της, μόνο στη δυστυχία και στην καταστροφή μπορεί να μας οδηγήσει. Γράφει επίσης για το πώς μορφώνεται και εκπαιδεύεται στην εξουσία κανείς, εις βάρος των υπολοίπων.
Τα μεγαλύτερα εγκλήματα σήμερα, 260 χρόνια μετά τη συγγραφή του Κοινωνικού Συμβολαίου, οι μεγαλύτερες αδικίες, συντελούνται από λογικούς και μορφωμένους ανθρώπους, απόφοιτους των καλύτερων πανεπιστημίων, τα οποία καυχώνται μάλιστα ότι εκκολάπτουν τους αυριανούς ηγέτες – βοήθειά μας. Όσο η ανθρώπινη γνώση και ικανότητα αυξάνονται, άλλο τόσο πρέπει να στηρίζονται στην καλλιέργεια μας, προσωπική και συλλογική, για το καλό όλων. Όσο ο νους μεγαλώνει δυσανάλογα σε σχέση με την καρδιά, τόσο πιο αβέβαιη γίνεται η συνέχεια του είδους μας. Στη νέα εποχή, ότι μπορεί να βοηθήσει την ανθρώπινη κοινότητα να παραμείνει και ανθρώπινη και κοινότητα, είναι η καλλιέργειά της. Δεν αρκεί να δίνουμε πτυχία γνώσεων στα παιδιά μας.
Οφείλουμε να βρούμε τους τρόπους να τα βοηθήσουμε να καλλιεργηθούν συνολικά, πριν, αλλά και μαζί με την όποια εξειδίκευση.Ένας γιατρός χωρίς καλοσύνη, ένας αρχιτέκτονας χωρίς ενσυναίσθηση, ένας πολιτικός χωρίς ηθικές αναστολές, ένας καλλιτέχνης χωρίς ευγνωμοσύνη, ένας έμπορος χωρίς αίσθημα ευθύνης, ένας οικονομολόγος χωρίς γενναιοδωρία, ένας δικαστής χωρίς επιείκεια, ένας στρατιωτικός χωρίς ανθρωπιά, κάθε ακαλλιέργητος πτυχιούχος, οποιοσδήποτε άνθρωπος χωρίς συμπόνια, είναι επικίνδυνος και καταστροφικός. Και, τις περισσότερες φορές, δυστυχισμένος.
Η Τέχνη δίνει σχήμα σε όλες αυτές τις απαραίτητες για την ανθρώπινη ευημερία αξίες, και τις ακουμπά στα χέρια και στην ψυχή μας. Όπως έγραψε ο Wittgenstein: «Στο έσχατο βάθος, η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν.» Το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνουμε, δεν είναι η επιφάνειά του που βλέπουμε, αλλά το βάθος του και οι ουσίες που κρύβονται εκεί. Σ’ αυτό το βάθος, σε αυτή την ουσία μάς πηγαίνει η τέχνη. Η απαξίωσή της, από κύριο συστατικό της ύπαρξής μας σε εμπορικό προϊόν, επιφανειακή κατανάλωση, διακοσμητική πολυτέλεια ή κουτσομπολιό διασημοτήτων, είναι άδικη και καταστροφική.
Λένε ότι όπου χτίζεται ένα σχολείο, γκρεμίζεται μια φυλακή.
Θα έλεγα ότι ένα καλό σχολείο, πράγματι, γκρεμίζει μια φυλακή. Ένα κακό σχολείο όμως, γίνεται το ίδιο φυλακή για τις ψυχές των μαθητών του και ζημιώνει τελικά το σύνολο της κοινωνίας. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου, πρώτα πρέπει να φροντίζουν να βγάζουν ελεύθερους ανθρώπους και μετά καταρτισμένους επαγγελματίες. Η Τέχνη, πρέπει να βρίσκεται δυναμική, συμπεριληπτική, δημιουργική, ελεύθερη και προσβάσιμη, σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, αλλά και σε όλη μας τη ζωή.
Η Δημόσια Εκπαίδευσή μας οφείλει να αναβαθμίσει τα μαθήματα τέχνης στα σχολεία σε γιορτή και σε εμπειρία για τους μαθητές και τους δασκάλους, αντί να μειώνει τις ώρες τους.
Τελευταίο, άφησα το θέμα της Παράδοσης. Η οποία δεν είναι πάντα καλή, ούτε και πρέπει να συντηρείται πάση θυσία. Γιατί, Παράδοση ήταν και η δουλεία, παράδοση και οι άντρες να χτυπούν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, παράδοση και οι ομοφιλόφιλοι να έχουν λιγότερα δικαιώματα από τους υπόλοιπους. Καλό είναι να ξεφορτωνόμαστε κάποιες παραδόσεις.
Το τραγούδι, όταν μελετάται ακαδημαϊκά, αντιμετωπίζεται συχνά σαν μέρος της Παράδοσης, και τοποθετείται στα όσα έχουν ήδη συμβεί, σαν κάτι που πρέπει να προστατευτεί, ανέγγιχτο και ακίνητο, κατά προτίμηση νεκρό, στις προθήκες κάποιου μουσείου. Υποψιάζομαι όμως ότι Παράδοση δεν είναι μόνο τα όσα μάς έχουν παραδοθεί, αλλά κυρίως τα όσα θα παραδώσουμε. Αποτελεί περισσότερο μια υπόσχεση προς το μέλλον, παρά μια υπόθεση του παρελθόντος. Έρχεται βέβαια από το παρελθόν, όπως κάθε τι στο σύμπαν και όπωςτο σόμπαν το ίδιο, φτάνει στο σήμερα, μας εντάσσει στο πέρασμά της και κατευθύνεται ακάθεκτη προς τον αυριανό άνθρωπο. Η αντιμετώπισή της σαν κάτι που ανήκει αποκλειστικά στο παρελθόν, είναι θανατηφόρα για αυτήν και για όλους μας.
Λένε ότι το καινούργιο είναι 90% παλιό και 10% λάθος. Η Παράδοση, που επιτρέπει τα λάθη γιατί τα χρειάζεται, συμπορεύεται με την ελευθερία. Αν έπρεπε να μένει ανέγγιχτη, θα παίζαμε σήμερα μουσική χτυπώντας πέτρες και ουρλιάζοντας. Αυτό έκαναν οι πρόγονοί μας. Ό,τι συνέβη έκτοτε είναι το αποτέλεσμα πειραματισμού, νεωτερισμών και ελευθερίας στη χρήση της. Αλλιώς, τον πρώτο βέβηλο που τέντωσε μια εντέρινη χορδή στο κέλυφος μιας καημένης χελώνας, θα έπρεπε να τον είχαν κρεμάσει από την ίδια αυτή χορδή. Και, πιθανότατα, το έκαναν.
Σε μια παλαιότερη εποχή, χωρίς copyrights και πνευματική ιδιοκτησία, φανταζόμαστε ότι οι άνθρωποι είχαν την ελευθερία να «πειράξουν» πιο εύκολα ένα τραγούδι ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι πάντοτε υπήρξαμε καχύποπτοι και συχνά εχθρικοί απέναντι στο καινούργιο.
Σε ένα ορεινό χωριό της Κύπρου, ηχογραφούσαμε κάποτε με τον Μιλτιάδη Παπαστάμου έναν παππού, ο οποίος μας τραγουδούσε το τραγούδι του Άη Γιώρκη. Είμασταν σίγουροι ότι βρήκαμε την απόλυτη πηγή της αυθεντικότητας. Ξαφνικά, η αιωνόβια μητέρα του τον διέκοψε έξαλλη, φωνάζοντας “Όι, ‘εν εν’ έτσι!”. Και μας τραγούδησε μια ακόμη παλαιότερη εκδοχή του τραγουδιού, που η ίδια θεωρούσε την σωστή. Σκέφτομαι ότι, αν ως εκ θαύματος ζούσε η δική της μητέρα, που ο Μιλτιάδης ισχυρίζεται ότι ζούσε αλλά είχε πάει να δει τη μάνα της, θα διέκοπτε την αθεόφοβη, μοντερνίστρια κόρη της για να μας τραγουδήσει μιαν ακόμα προγενέστερη εκδοχή του Άη Γιώρκη, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και η αυθεντική, αφού εκείνη η γιαγιά θα ήταν πιθανότατα συνομήλικη του Αγίου.
Τα συμπεράσματα είναι δύο: Πρώτον, είναι τραγικό το να είσαι ογδόντα και να σε διορθώνει η μάνα σου, και δεύτερον, η Παράδοση βρίσκεται πιο κοντά στην εξέλιξη, παρά στη συντήρηση.
Είπα πολλά σήμερα, αντικρουώμενα, συνοπτικά, αστήρικτα, και πιθανότατα λανθασμένα. Οι παρανοήσεις μας στην Τέχνη, σε αντίθεση με την Επιστήμη, είναι συχνά το ίδιο ενδιαφέρουσες και δημιουργικές όσο κάθε αποδεδειγμένη αλήθεια. Μπορούμε να μιλάμε επ’ άπειρον για το τραγούδι. Σημασία έχει πως οι άνθρωποι σε όλη την διάρκεια της ζωής μας, από το νανούρισμα ως το μοιρολόι μας, συμπορευόμαστε με μια τέχνη που συνδέει το ουράνιο με το γήινο, το εντός με το εκτός, το πριν με το μετά, το χειροπιαστό με το άπιαστο, το θνητό με το αιώνιο, την πραγματικότητα με το όνειρο, τον άνθρωπο με τον άνθρωπο. Μέσα στην ταχύτητα και τη σύγχυση της εποχής μας, το τραγούδι έρχεται ακόμα σε στιγμές ανύποπτες, με τρόπο ταπεινό και καθοριστικό, για να μας θυμίσει την ιερότητα της ύπαρξής μας.
Ευλογήθηκα να ζω στην άχρονη ευρυχωρία των τριών λεπτών του. Όσο ανάξια κι αν το υπηρέτησα, ποτέ δεν με τιμώρησε. Μου προσέφερε μια ενδιαφέρουσα και δημιουργική ζωή, και, μέσα από τον ωκεανό του, μου επιτρέπει συχνά να μοιράζομαι με τους συνανθρώπους μου κάτι τόσο απλό, καθαρό, πολύτιμο και αναγκαίο, όσο ένα ποτήρι νερό.
Σας ευχαριστώ πολύ."
Σας έχω περιγράψει στο παρελθόν ένα συμβάν που έτυχε να γνωρίζω πολύ στενά, όπου ένας φίλος μηχανόβιος είχε τρακάρει στην Κέρκυρα με μηχανή, σε μια περιοχή που ακούει στο όνομα "Λόφος Κογεβίνα", όταν ένα αμάξι είχε σταθεί στη μέση του δρόμου του, με αποτέλεσμα τη σωματική του βλάβη. Δεν θα σταθώ στο πώς αυτό το γεγονός επηρέασε τα υπόλοιπα γεγονότα της ζωής του, καθώς αφορά τη δική του ζωή και όχι τη δική μας. Θα σταθώ όμως, τόσα χρόνια μετά, στην απόφαση του δικαστηρίου περί του συγκεκριμένου συμβάντος, που τυχαίως έπεσε στα χέρια μου. Παραθέτω, (με την άδεια του ενάγοντος - και αυτή πρέπει να είναι η πρώτη φορά που ζητάω άδεια για να αναδημοσιεύσω κάτι σε αυτό το blog), αποσπάσματα της 7σέλιδης απόφασης του Δικαστηρίου. Παρ' ότι αποσπάσματα, θα βγάλετε μια καλή εικόνα του συνολικού ύφους της κυρίας δικαστή. Οι υπογραμμίσεις, δικές μου.
Θα μπορούσα να γράψω διατριβή πάνω στο θέμα. Στέκομαι όμως πολύ επιγραμματικά στα εξής σημεία: 1. Η κυρία δικαστίνα λέει, ότι δεν αποδεικνύεται αιτιώδης σχέση μεταξύ του τρακαρίσματος και του τραυματισμού, καθώς το ότι τράκαρες και κυκλοφορείς με μια γνωμάτευση που λέει ότι έχεις σπασμένο πόδι, δεν σημαίνει ότι το πόδι το έσπασες σε αυτό το ατύχημα. Μπορεί να κυκλοφορείς, δηλαδή σου λέει, με αυτή τη γνωμάτευση για χρόνια. Σαφώς, αλλά με τέτοιο σπασμένο πόδι δεν μπορείς να κυκλοφορείς για χρόνια... της λέω εγώ. 2. Τα κατάγματα, πείθεται η κυρία δικαστίνα, ότι επειδή δεν διαγνώστηκαν ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ από τους θεράποντες, αλλά 3 ημέρες μετά, δεν είναι δυνατόν να αφορούν κάτι οξύ, οπότε δεν συνδέονται με το ατύχημα. Η κυρία αυτή, όμως, δεν ξέρει τι σημαίνουν αυτού του είδους τα κατάγματα, και σίγουρα δεν ρώτησε κανέναν ορθοπεδικό να μάθει ούτε πώς, μα κυρίως ούτε πότε, διαγιγνώσκονται αυτά. Έβγαλε τα συμπεράσματα από μόνη της, βάση τα διδάγματα της δικής της κοινής πείρας και λογικής, όπως της τα έμαθε προφανώς η μαμά της στο χωριό της. Ταυτόχρονα όμως, χαίρομαι γιατί η συγκεκριμένη δικαστίνα είναι απόλυτα σίγουρη ότι οι θεράποντες ιατροί του ορθοπεδικού τμήματος του εν λόγω νοσοκομείου είναι τόσο καλοί που θα έκαναν αυθημερόν διάγνωση του προβλήματος. Δεν έχει ακούσει μάλλον τίποτα για την ιατρική αδιαφορία, ιατρική επιπολαιότητα, ιατρική υπερφιαλία (και υπερφλυαρία), ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για συνάδελφο ιατρό-ασθενή. 3. Η κυρία δικαστίνα κάνει ορθή διάγνωση όταν λέει ότι πρέπει να ήταν ιδιαίτερα επίπονη και δυσχερής η οποιαδήποτα δραστηριότητα βάδισης ή ακόμα και ορθοστασίας, στο μεσοδιάστημα που μεσολάβησε από το ατύχημα ως τη διάγνωση 3ημέρες μετά. Εκεί που λαθεύει όμως, είναι ότι κάποιοι άνθρωποι σφίγγουν τα δόντια (και τα πόδια) στον πόνο και δεν παραπονιούνται. Αν όμως, ρωτούσε τί πραγματικά συμβαίνει στους χώρους της ιατρικής αυτή η κυρία δικαστίνα, θα διαπίστωνε ότι οι άνθρωποι που σιωπούν και στωικά υπομένουν χωρίς να τρέχουν πανικόβλητοι στα νοσοκομεία, έχουν συνήθως και τα πιο σοβαρά προβλήματα. Και αν δεν ήταν ένας πολύ καλός του φίλος του θύματος να επιμείνει να κάνει την μαγνητική (τα πειστήρια της διάγνωσης!), μπορεί αυτός ο ιατρός-ασθενής ακόμα να περπατούσε στα σοκάκια της Κέρκυρας για χρόνια με το πόδι σπασμένο... 4. Η κυρία δικαστίνα επικαλείται το γεγονός ότι ο ασθενής ήταν και ο ίδιος ιατρός και ότι το γεγονός αυτό θα τον έκανε ως ταυτόχρονα ιατρό και παθόντα, να επιμείνει στο πρόβλημά του και να μην φύγει την επομένη από το νοσοκομείο - δείγμα, για την κυρία δικαστίνα, ότι το πρόβλημά του, ήταν ασήμαντο. Η κυρία δικαστίνα όμως, δεν ξέρει και δεν ρωτά να μάθει, αν μετά από τόσες εφημερίες που κάνει ένας ιατρός το μήνα και ξημεροβραδιάζει σε ένα νοσοκομείο, (όταν δηλαδή το νοσοκομείο έχει γίνει ουσιαστικά το πρώτο του σπίτι), έχει αυτός ο ιατρός την ψυχολογία να παραμείνει ξανά στον ίδιο χώρο, ή θέλει να επιστρέψει -έστω και υποφέροντας σωματικά- στο (συμβατικώς οριζόμενο) σπίτι του. Ήταν το 1948, όταν ο sir Austin Bradford Hill, άνοιξε την πόρτα της λογικής του ανθρώπου ως προς την έννοια της σύγχρονης Βιοστατιστικής, ανακοινώνοντας την πρώτη Τυχαιοποιημένη Κλινική Μελέτη, κατά την οποία προσπαθούσε με δίκαιο και λογικό τρόπο να μοιράσει, το πρώτο αντιβιωτικό εναντίον της Φυματίωσης, την Στρεπτομυκίνη. Εν συνεχεία, ο ίδιος το 1965, ανακοίωνσε τα 9 κριτήρια που θεωρεί ότι καλό είναι να πληρούνται, ώστε ένας παράγοντας να θεωρηθεί ότι προκαλεί Αιτιότητα για ένα νόσημα. Η μαγική λέξη λοιπόν, είναι Causality=Αιτιότητα, που διαφέρει από τον όρο συσχέτιση. Η Ιατρική Λογική, ψάχνει απεγνωσμένα για Αιτιότητα, για κάτι δηλαδή που προκαλεί ένα αποτέλεσμα με αιτιώδη τρόπο, δηλαδή με τρόπο τέτοιο, που αν έλλειπε αυτός ο παράγοντας, θα έλλειπε και το αποτέλεσμα. Εδώ, είναι το άρθρο του 1965, το οποίο είναι μνημειώδες στο χώρο της Ιατρικής. Πού κολλάει τώρα θα με ρωτήσετε, ο Bradford Hill (=λόφος) με τον "Λόφο του Κογεβίνα" όπου έγινε το ατύχημα του άτυχου φίλου μας; Πιθανές απαντήσεις οι κάτωθι (μόνο αυτές μπορώ να σας παρέχω και όχι επιβεβαιωμένες... στατιστικής γαρ!): Διαπιστώνω ότι η Ιατρική ως θετικώς προσεγγιζόμενη ανθρωπιστική επιστήμη, προσπαθεί να αναδείξει την Αλήθεια. Η Δικαστική, προσπαθεί να αναδείξει το Ψέμα. Διαπιστώνω ότι η Ιατρική, προσπαθεί να ανακαλύψει την Αιτιότητα και τα Αίτια. Η Δικαστική, τον Αίτιο. Διαπιστώνω ότι η Ιατρική, προσπαθεί να βρει ποιοι και πόσοι ωφελούνται από μια απόφαση, από μια θεραπεία, από μια επιλογή και το κάνουν αυτό μέσω της Στατιστικής. Η Δικαστική, δεν έχω υπόψιν μου μέχρι σήμερα, αν έκανε ποτέ κάποια έρευνα να βρει πόσους από αυτούς που καταδίκασε τους καταδίκασε σωστά και πόσους λάθος, όπως και πόσους από αυτούς που αθώωσε, τους αθώωσε ορθά ή λάθος. Κοινώς, πόσα ήταν τα ορθώς και πόσα τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα και πόσα τα ορθώς και ψευδώς θετικά αποτελέσματα; Η Ιατρική μέσα από τη διαδικασία αυτή αυτοελέγχεται, αυτοκρίνεται και αυτοδιορθώνεται. Η Δικαστική πώς κρίνεται, πώς ελέγχεται και πώς διορθώνεται για τα (αναπόφευκτα) λάθη που κάνει; Για αυτό η Ιατρική είναι θετική επιστήμη, γιατί αναζητά την αυτοδιόρθωση - μόνο αυτό σε πάει μπροστά, μόνο αυτό σου δίνει θετικό πρόσημο ανάπτυξης και εξέλιξης. Η Δικαστική, άραγε, πώς εξελίσσεται; Διαπιστώνω ότι η Ιατρική προχωράει διαχρονικά και από το σκοταδισμό βάζει πλέον μπροστά της τη Λογική (ασχέτως αν η πολύ Λογική αποβλακώνει διότι έρχεται αντιμέτωπη με τη διαδικασία της Αποδόμησης των εννοιών και τελικά του Χάους...). Η Δικαστική, η Δικηγορία και η Τέχνη του Δικαίου τι έχουν καταφέρει από την εποχή της Ρητορείας; Μήπως να εξελιχθεί σε Πολιτική και αυτή τελικά στον φονέα της Λογικής; Διαπιστώνω ότι ο sir Bradford Hill ήταν φυσιολόγος, δηλαδή άνθρωπος που αναζητούσε επίμονα να βρει και να εξηγήσει το ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ, δηλαδή αυτό που η ΦΥΣΗ ορίζει ως ΛΟΓΙΚΟ. Επίσης, διαπιστώνω γιατί η σημερινή μας ΠΑΡΑ-ΦΥΣΕΙ κοινωνία επιτρέπει αποφάσεις όπως του συγκεκριμένου δικαστηρίου να παρουσιάζονται ως λογικές, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι: διότι απλά, δεν αναζητά το φυσιολογικό, συνεπώς δεν αναζητά το ΛΟΓΙΚΟ που εμπεριέχεται μέσα του. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: δεν είναι η ρήξη του γόνατος που ο συγκεκριμένος συνάδελφος υπέστη, αλλά η ρήξη της εμπιστοσύνης του απέναντι σε ένα σύστημα Δικαίου. Δεν είναι το γόνατο που έσπασε το πρόβλημα, εξάλλου ο θεός του έδωσε και δεύτερο για ρεζέρβα! Είναι ότι έσπασε το οικοδόμημα που είχε χτίσει για μια Κοινωνία Δικαίου. Έτσι, συνεχίζει ο άνθρωπος αυτός σε έναν Δίχως Τέλος Δρόμο, με ένα γόνατο και μια αγωνία: να επανέλθουμε το συντομότερο στη ΛΟΓΙΚΗ και στη ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ. Μέχρι τότε, ας υπενθυμίσουμε στη Δικαστική που αναζητά τον Αίτιο ότι η Μουσική η Παραδοσιακή τον έχει βρει τον Αίτιο μέσα από τους νέους ανθρώπους και τις ανα-γνώσεις των μεγάλων νοημάτων αυτής της Ζωής...
Δυο φορές μου έχει τύχει να βρει διέξοδο από μέσα μου, ΑΥΤΟ που πραγματικά νιώθω για το μεγαλείο της μουσικής και ειδικά της παραδοσιακής... Η πρώτη, η μαγευτικά καθηλωτική, ήταν όταν ήμουν στην τοποθεσία Χάρος, στο βουνό Γράμμος (αν δεν έχει πάει κανείς, δεν μπορεί να καταλάβει για τί σκηνικό μιλάμε). Εκεί, ένα παλικάρι δίπλα μου που ήρθε να α-ποτίσει φόρο τιμής στο μνημείο του Δημοκρατικού Στρατού και στους Σταυραετούς που κείτονται, βλασταίνουν και αγναντεύουν από εκεί ψηλά το Χάρο, έβγαλε μια φλογέρα και έπαιξε για να τον ακούσουν τα βουνά ολόγυρα. Τότες, μαγικά και μονομιάς, ενώθηκαν όλα: μελωδίες, θρόισμα φύλων, τιτίβισμα πουλιών, τρεχούμενα νερά από πάγους που λιώναν, στάλες από τρεχούμενο αίμα λαβωμένων, μελισσολόι σκόνης και μυρμηγκιάσματα του υπεδάφους, βουνά, ποτάμια, αέρας, χώμα, σκέψεις και πάλι χώμα... Όλα γίναν ΕΝΑ, με τη μελωδία της φλογέρας, να λειτουργεί σαν τους αρμούς του συνόλου όλων αυτών των διαφορετικών συστατικών του σύμπαντος. Και το σύμπαν, χόρευε ολόρθιο! Η δεύτερη, η σαγηνευτικά ξεσηκωτική, είναι αυτή:
"Η ουρά του αλόγου"
Στίχοι, Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης
"Ο καβαλάρης τ' άλογο το 'χε μες στην καρδιά του.
Που να 'βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο,
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ' τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο. Με καιρούς θα σ' εύρω ή θα μ' εύρεις».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ' αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που 'μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ' αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν' ανοίξει παραθύρι
την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι.
Εκεί 'ταν λαουτιέρηδες που θέλαν' παρακάλια
ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά στου βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν' ακούσω απ' τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ' όργανο με καμάρι,
και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει..." Αδημονώ για την τρίτη φορά, ώστε να μου τριτώσει το κακό...
Ήταν Δευτέρα 13 Αυγούστου του 1849, κάτι τέτοιες μέρες, όταν ο Δαρβίνος βίωνε μια ακόμα εξαντλητική κρίση πανικού στο σώμα του, ενώ βρισκόταν στο σπίτι του, κάπου στην Βικτωριανή Αγγλία της εποχής του. Ιδρώτας, αίσθημα επικείμενου θανάτου, τρόμος, αβεβαιότητα, φόβος... Δεν θα μάθει κανείς, αν όλες αυτές οι κρίσεις πανικού ξεκίνησαν από τη διαπίστωση του, ότι στο φαινόμενο της ζωής δεν υπάρχει χώρος για τον Φιλάνθρωπο και Φιλεύσπλαγχνο Θεό, όπως έγινε αντιληπτό και αποτυπώθηκε μέσα από τη θεωρία του περί Εξέλιξης και Φυσικής Επιλογής. Αυτό που θα γίνει αντιληπτό όμως, από την εποχή του και ύστερα, είναι η διαπίστωση ότι δεν εξουσιάζει τη Ζωή κάποιος Θεός, αλλά ο πιο δυνατός. Αυτή η καθαίρεση του Θεού ήταν που ώθησε τον Άνθρωπο, να αναλάβει δράση και να γίνει ο νέος Θεός επί Γης, ο νέος Δημιουργός, ο νέος Εξουσιαστής. Για κακή τύχη του Ανθρώπου, άρχισε να εξουσιάζει τις υπόλοιπες μορφές ζωής - φυσικά δεν ξέφυγαν και οι συνάνθρωποί του, οι οποίοι θεωρήθηκαν και εκείνοι "ζώα" ικανά προς εκμετάλλευση. Δεν άργησε να εξαπλωθεί το αίτημα αλλαγής της εξουσίας και σε άλλες μορφές της κοινωνικής ζωής, έτσι ο Διαφωτισμός ως ιδέα, ως συμπεριφορά και ως νέος τρόπος ζωής, ρίζωσε για τα καλά στις επερχόμενες κοινωνίες, με βασικό κορμό ανάπτυξης, τις νέες επιστήμες που αναδύονταν: Βιολογία, Γεωλογία, Αστρονομία, Ιατρική. Σήμερα, όμως είμαστε δυο βήματα παραπέρα. Το πρώτο βήμα ήταν οι άνθρωποι, (πιστοί στην τροχιά που χάραξε ο παππούς Δαρβίνος, που θέλει τον ανταγωνισμό μέχρι θανάτου να κινεί τα νήματα της ύπαρξης), να ανταγωνίζονται όχι μόνο ποιος θα επιβιώσει ανάμεσα στα υπόλοιπα είδη -αυτό έχει ήδη επιτελεστεί- αλλά ανάμεσα κυρίως στο ίδιο είδος, το ανθρώπινο. Και το δεύτερο, (το ακόμα πιο εντυπωσιακό) βήμα, είναι ότι οι άνθρωποι, άρχισαν να πλήττουν με αυτό το παιχνίδι εξουσίας απέναντι στους συνανθρώπους τους και πλέον εκφράζουν μια συμπεριφορά επιπολαιότητας, υπερβολικής ικανότητας και άνεσης στην "αντίληψη και διαχείριση" του κόσμου ετούτου... Οι σημερινοί άνθρωποι, μέσω της επιστήμης, του Διαφωτισμού, της Φυσικής Επιλογής, είναι οι καλύτεροι πάνω στη Γη, που κατέχουν τα πάντα και το ξέρουν. Αλλά το έχουν βαρεθεί. Έχουν χάσει το νόημά τους. Τα κατέκτησαν όλα, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για κάτι παραπέρα. Μπορεί να ενθουσιάζονται πρόσκαιρα με κάτι καινούργιο που βρίσκει η τεχνολογία και η επιστήμη, είτε αυτό λέγεται το νέο iphone, είτε το 3D-printing είτε ο,τιδήμοτε άλλο, αλλά μετά την ευρεία χρήση του αυτό το "κάτι νέο" ξεφουσκώνει και παλιώνει. Είναι ακριβώς, όπως ενθουσιάζονται τα μωρά με ένα νέο παιχνίδι, το κάνουν κόσκινο, το αποδιοργανώνουν και μετά το παραπετούν και το βαριούνται, χωρίς πλέον να έχει κανένα νόημα η ύπαρξή του. Αυτό έχει καταφέρει ο σημερινός άνθρωπος: να αποδομήσει το φαινόμενο της Ζωής, της Ύπαρξης και του Δημιουργού. Αρχής γενομένης από τον παππού Δαρβίνο, ο οποίος κατάλαβε πρώτος το εύρημά του και αντίκρυσε πρώτος το πραγματικό κενό. Αυτό που φυσικά δεν μπορούσε να καταλάβει όμως τότε, ήταν η κατεύθυνση προς την οποία θα οδηγούσε όλο αυτό το επίτευγμά του: στην ανοησία, δηλαδή σε μια ζωή χωρίς νόημα, α-νόητη. Διότι, η αποδόμηση της Βιολογίας, οδήγησε σε αποδόμηση της Ανατομίας, και αυτή σε αποδόμηση της Φυσιολογίας, και τελικά σε αποδιοργάνωση της Σκέψης και του Πνεύματος, σε επιπολαιότητα στις αποφάσεις, σε άρση των φραγμών, των ορίων. Δεν υπάρχει κάτι που ο σημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει. Όλα είναι εφικτά καθώς δεν έχει ανταγωνισμό στον πλανήτη. Έτσι, όμως, δεν υπάρχει και ζωή στον πλανήτη, αφού ο ανταγωνισμός είναι το βασικό κίνητρο της Εξέλιξης της Ζωής όπως βρήκε ο μέγας Δαρβίνος... Η φοβερή διαπίστωσή του Δαρβίνου λοιπόν, ήταν συνάμα η αλήθεια της ύπαρξης του ανθρώπου μα και το τέλος της. Η ανάσταση της αντίληψης, μα και ο τάφος της νοηματοδότησής της. Η άνοδος της γνώσης μα και η καταβαράθρωση της ψυχής. Μια νέα αρχή, που οδηγεί όμως σε ένα βέβαιο τέλος. Συνοψίζοντας την αλυσίδα της εξέλιξης: Εν αρχή ήταν ο Θεός. Μετά ήρθε ο Άνθρωπος και τον καθαίρεσε, παίρνοντας αυτός τη θέση του. Για να έρθει κατόπιν ένας άλλος Άνθρωπος και να καθαιρέσει με τη σειρά του τον πρώτο Άνθρωπο. Και μετά ένας τρίτος, που έδιωξε τον δεύτερο, κοκ. Για να φτάσουμε στον σημερινό, τελευταίο Άνθρωπο, ο οποίος βαριέται με όλο αυτό το παιχνίδι του ανέβα-κατέβα, όλα του φαίνονται το ίδιο και πλέον κατεβαίνει μόνος του από το θρόνο του και πέφτει, πέφτει, πέφτει... Το σίγουρο είναι ένα: ότι ο παππούς Δαρβίνος ησύχασε από τις βασανιστικές κρίσεις πανικού που τον ταρακουνούσαν σύγκορμα. Καληνύχτα παππού Δαρβίνε! Καλή ανάπαυση. Δεν ξέρουμε την εξέλιξη της πτώσης. Αυτό θα το γράψουν οι Εξελικτικοί Ανθρωπολόγοι του μέλλοντος!
Το μήλο... Αυτό το προαιώνιο σύμβολο της υπέρτατης νοηματοδότησης... Είτε δίδεται από το φίδι προς την Εύα, είτε από την κακιά μητριά προς τη Χιονάτη, είτε από τον δύσμοιρο νέο του ακόλουθου τραγουδιού προς τη δύσπιστη νέα, κουβαλά μέσα του το σαράκι της απιστίας. Όχι της σεξουαλικής απιστίας, αλλά της ερωτικής. Διότι ο πραγματικός έρωτας είναι πραγματική αγάπη και πραγματική επικοινωνία. Το μήλο και η συνειρμική έκφραση της "μηλιάς", μπορεί να παραπέμπει και σε μια άλλη "μιλιά", τη λαλιά, ως τρόπος συμβολισμού όλων εκείνων των συναισθημάτων που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις... Πώς γίνεται όμως, πάντα, αυτό το μήλο, η μηλιά και η λαλιά, να περιέχουν σαράκι που τρώγει σιγά σιγά τα σωθικά και να απομυζά τους χυμούς μιας άλλοτε εύρωστης μηλιάς, καθιστώντας έτσι, το μήλο σάπιο και την κόρη ανίκανη να δει κάτι πέρα από τη φρούδα λάμψη που εκπέμπουν το μάλαμα και το ασήμι; Κάτι τέτοιες ώρες, πόσο θα ήθελα να βρισκόμουν στα ατελείωτα γλέντια των μακεδονίτικων πανηγυριών; (Αναφέρομαι στη Νότια Μακεδονία, για τη Βόρεια δεν ξέρω.-)
Μια ακόμα γενιά που τη γέλασαν και την τραυμάτισαν... Που όμως, μέσα από τα τσιρότα και τα μπαλωμένα της όνειρα, συνεχίζει και συγκρατεί αυτό που της παραδόθηκε... Το γνήσιο και αυθεντικό, το καθαρό και αμόλυντο. Το βιωματικό, το κριτικό, το αναζητητικό. Το ζητούμενο τελικά... Μπράβο στα συγκεκριμένα παιδιά. Μπράβο και σε όλα εκείνα τα παιδιά που ακόμα ψάχνουν και ψάχνονται.
Σηκώνω το βλέμμα γύρω μου. (συνήθεια από παλιά) Μόνο σκυφτά κεφάλια, επιπλέουν. Και ένας-ένας οι τελευταίοι πυλώνες πέφτουν καταγής, αποκαμωμένοι, τετριμμένοι μετά από μάχες φλογερές... με βρόντο βαρύ και σύννεφο αχό, σαν αγκομαχητό. Οι συμπεριφορές εύκολες και αυτοματοποιημένες: συμφωνία ή αδιαφορία. Και αν κάποιος διαφωνεί, δυο δρόμους έχει να διαβεί: το θυμό ή τον ζουρλομανδύα. Με τόσες ψεύτικες στολές όμως, μπερδεύομαι, ποιος είναι ο ευκολοφόρετος και ποιος τάζει στην ψυχή του αποστολές; Ποιος τολμά να σηκώσει κεφάλι; Ποιος ενδιαφέρεται; Μια αόρατη δύναμη οκνηρίας, σαπίζει και αποσυνθέτει, διαδίδει ψεύτικα δαιμόνια, εαυτό, όμως, δεν διαθέτει. Και η ευτυχία; Αυτή η πρωταρχική αναζήτηση; Που εγκιβωτίζεται; Σε ποια κάσα δρύινη παλεύει να αναπνεύσει, μήπως πείσει ότι είναι ακόμα ζωντανή; Η ιεραρχία, μας μαθαίνει ιεράρχηση, λένε, και η κυριαρχία, μας διδάσκει αυτοκυριαρχία. Ποιας ζωής, όμως, ξεχάσαν να μας πούνε... Όπως και σε εκείνο το παλικάρι, 20 χρονών, που άρματα του δώσαν για τον πόλεμο, μα εκείνο πόλεμο δεν βρήκε, πίσω γύρισε... Να πεις τι ; και πώς να εξηγήσεις το γιατί, αυτό που νιώθεις στα ριζά, πώς ραγίζει σφαλωμένο αυτί; Σηκώνω το βλέμμα γύρω μου. Ακόμα και αυτό το βλέμμα, το αισθάνομαι βαρύ. Ασήκωτο, λες κι οτι 'ναι, ή έμαθες να λες κιοτή, ναι, μόνο ναι;! Τέλος, οι παλιές συνήθειες. Κρατάω μόνο μια: Ένα «όχι» που βγήκε από μια βαθιά πεποίθηση, είναι πολύ καλύτερο -και πιο μεγαλειώδες- από ένα «ναι» που ειπώθηκε για να ευχαριστήσει ή, χειρότερα, για να αποφύγει φασαρίες. (Μαχάτμα Γκάντι)