Έχεις τα πινέλα, έχεις και τα χρώματα...


(δείτε πρώτα όλο το βίντεο πριν προχωρήσετε στην ανάγνωση)


Το διαρκώς επανερχόμενο ερώτημα: 


τι είναι η Φύσις; 


Μια Κατασκευή την οποία προσπαθούμε ανά τους αιώνες να διαμορφώσουμε και να αναθεωρήσουμε;

ή

Μια προαιώνια Οντολογία την οποία προσπαθούμε να προσεγγίσουμε και τελικά να αποτυπώσουμε;


Υπάρχει ή Φτιάχνεται;


Ο Καζαντζάκης λέει:

"Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα."


Η σύγχρονη Κοσμολογία συμφωνεί μαζί του.

Χρειάζεται αρκετή υπομονή όμως ώστε να κατορθώσεις να δεις την τελική εικόνα, ώστε να περάσεις όλη αυτή τη διαδρομή του ασύνδετου, όλη αυτή τη φαινομενικά ακαταλαβίστικη πορεία προς την Αλήθεια, μέχρι να καταλήξεις στο ότι αυτό που λες Αλήθεια ή αυτό που εννοείς ως Φυσικό, δεν είναι παρά μια Τυχαιότητα και κάτι Κατασκευαστικό.

Η βιωματική εμπειρία όμως, αντιδρά σε όλο αυτό. Το ανθρώπινο μυαλό αυτοεγκλωβίζεται σε αυτά που έχει κατασκευαστεί να αισθάνεται και νιώθει, και σε αυτά που φαντασιώνεται και προσπαθεί να οραματιστεί. Το μυαλό υπακούοντας στην κανονιστική τυχαιότητα του Χάους, ξέρει μόνο τους δικούς του κανόνες, τα δικά του προγράμματα και το δικό του λειτουργικό σύστημα.

Μια εποχή που το Ανθρώπινο Φύλο τείνει να αντικατασταθεί από πλάσματα χωρίς φύλο και η  ίδια η Ανθρώπινη Φυλή τείνει να αντικατασταθεί από πλάσματα μη ανθρώπινα (τα Ρομπότ), τα οποία όμως είναι κατασκευάσματα του ίδιου του Ανθρώπου, όπως και ο ίδιος Άνθρωπος είναι ένα κατασκεύασμα άλλων προηγούμενων διαδικασιών, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η συμβατική, παραδοσιακή και αναγεννησιακή έννοια του Ανθρώπου Universalis, πλέον αλλάζει. 

Ή, ίσως, η έννοια του Ανθρώπου Universalis, να βρίσκει τελικά, τα ορθά της πλαίσια, καθώς όσο προσεγγίζουμε το Universal πρότυπο της Οντολογίας, σε μια προσπάθεια Ενοποίησης των Θεωριών, να φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι:

Η μοναδική και πραγματική Αλήθεια είναι μια: όλα είναι ένα Ψέμα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, έχουμε την ευκαιρία όλοι μας να ζήσουμε και να ακολουθήσουμε τις δικές μας περιπέτειες. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο όλοι μπορούμε να χωρέσουμε:



-Δυο μικρά παιδιά, που τους κολλήσαμε την ταμπέλα "το άρρεν", "το θήλυ" και την άλλη ταμπέλα των "αδελφών",
-Ένα κουκλάκι-μωρό που δίνει την ευκαιρία στο "θήλυ" να βρει (ή να διαμορφώσει;) την ταυτότητά της ως μελλοντική μητέρα,
-Ένα κουκλάκι-πιθηκάκι απροσδιόριστου φύλου, αχώριστου όμως φίλου του "άρρενος" παιδιού,
-Δυο ζωάκια, ένας σκύλος και μια γάτα, με αδελφική όμως αγάπη και συνύπαρξη που αντιδιαστέλλεται ως προς τον κανόνα των φαινομενικά αντίθετων φύσεων,
-Μια κουκουβάγια-μαξιλάρι, εκπρόσωπος της Λογικής και της Σοφίας ως αποκούμπι στα δύσκολα της καθημερινότητας,
-Και ένας μονόκερος-μαξιλάρι, εκπρόσωπος της Φαντασίας και των Ονείρων, ως αποκούμπι στα ακατόρθωτα της διαχρονικότητας.
-Και όλα αυτά υπό τη σκιά του λιγοστού Φωτός που πλαισιώνεται από τη λάμψη του αέναου Σκότους που επισκιάζει τα πάντα ως πέπλο ανάπαυσης.


Φυσικά, κάπου εκεί, αργά-αργά, χωρίς να βιάζεται (ούτε να βια-ζεται από κανέναν και από τίποτα) η καινούργια παρέα του σπιτιού μας, ως εκπρόσωπος της Ιώβειου Υπομονής και Επιμονής, το (ουδέτερου γένους πλάσμα), το σαλιγκάρι μας. Ίσως ξέρει την Αλήθεια για αυτό δεν βιάζεται. Ή, ίσως, ξέρει τη σημασία της βραδύτητας σε μια εποχή που αναζητά την ταχύτητα του φωτός (της λάμψης, της δόξας κλπ).




Το μεγαλύτερο ερώτημα όλων, όμως, είναι άλλο: με ποιούς κανόνες μπορούμε όλοι να χωρέσουμε σε αυτό το Σύμπαν; Ποιος θα καθίσει δεξιά, ποιος αριστερά, ποιος από τη μέσα πλευρά, ποιος από την έξω, ποιος με το κεφάλι προς τα πάνω και ποιος με τα πόδια προς τα κάτω. Ξέρετε... όλα αυτά για τα οποία τσακώνονται τα μικρά παιδιά συνεχώς... ως μια φυσική, προαιώνια πεπατημένη, που δεν είναι άλλη, από μια απατημένη (και δι(α)όλου απαντημένη) πορεία από και προς το Χάος.


Υ.Γ.: Μετά από λίγη ώρα, περνάς ξανά από την ίδια γωνιά του Σύμπαντος και αντικρίζεις μια άλλη μεγάλη Αλήθεια:


"Την Εντροπίαν Φυγείν Αδύνατον!"

(ή αλλιώς, ποτέ μια στιγμή δεν μένει σταθερή σε αυτό το Σύμπαν...)

El sueño de la razón produce monstruos

 


"Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα"

Χαρακτικό του Ισπανού ζωγράφου Φρανσίσκο Γκόγια, περίπου το 1797-1799, έργο από μια σειρά 80 χαρακτικών του ιδίου ζωγράφου με γενικό τίτλο "Καπρίτσια", στην εισαγωγή των οποίων γράφει: "Η φαντασία που εγκαταλείπεται από τη λογική δημιουργεί ανυπόφορα τέρατα, ενώ όταν ενώνεται μαζί της, είναι η μητέρα όλων των τεχνών και η πηγή όλων των θαυμάτων".

Κεντρικό μήνυμα: τι συμβαίνει με το πάντρεμα της λογικής και της φαντασίας (ναι, δυο θηλυκά μαζί, γιατί υπάρχει κάποιο πρόβλημα;). Της προσγείωσης και της υπέρβασης. Της σταθερότητας και του άλματος. Και όταν χωρίζουν αυτά τα δυο; Γεννιούνται οι "κουκουβάγιες της ανοησίας και οι νυχτερίδες της αμάθειας" όπως αναγράφεται εύστοχα εδώ


Το θέμα σήμερα, είναι γιατί δεν αντέχει αυτή η λογική και πέφτει κατάκοπη, νικημένη, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στα τέρατα να ξεπηδήσουν; Είναι η υπερβολική εκλογίκευση (άρα, απομάγευση;) του κόσμου που απωθεί τη φαντασία από μπροστά της; Είναι η υπερβολικά φαντασιόπληκτη (άρα, παράλογη;) κοινωνία που απεχθάνεται και τελικά σκοτώνει κάθετι ορθολογικό; Σε ένα διαζύγιο, μήπως φταίνει και οι δυο; 


Το σίγουρο είναι ένα: από αυτόν τον χωρισμό, τα παιδιά που γεννιούνται κάπου μεταξύ λογικής και φαντασίας, αλητεύουν ανεξέλεγκτα και μεγαλώνοντας διαμορφώνουν μια τερατώδη μορφή και ακολουθούν μια κατεύθυνση δίχως νόημα ή προσανατολισμό.


Κάπου εκεί, έρχεται ο ρόλος του Ιατρού:



«Ο Γκόγια δεχόμενος τις πρώτες βοήθειες από το γιατρό Arrieta» 

Είναι μια ελαιογραφία σε μουσαμά την οποία φιλοτέχνησε ο Γκόγια το 1820. Το έργο απεικονίζει τον ίδιο τον Γκόγια να δέχεται τη φροντίδα του γιατρού του σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον ίδιο.

Δηλαδή, πάλι ένας ιατρός πρέπει να σταθεί ανάμεσα στη λογική και τη φαντασία και να γεφυρώσει αυτά τα δυο εργαλεία, ώστε να επέλθει σύζευξις και τελικά αναπαραγωγή, εμπλουτισμός, διασταύρωση.

Μα ένας ιατρός πού στέκεται πιο πολύ; Που πατά; Οι βάσεις του ποιες είναι;

Μόνο εκείνος ξέρει.

Μόνο εκείνος φαντάζεται τις σκέψεις του και λογίζεται τη φαντασία του. 

Όλα τα άλλα, τέρατα, και μάλιστα αδηφάγα...


Κάθε τι ιερό, προϋποθέτει θυσία!

Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, πρόσφατα έδωσε την παρακάτω ομιλία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Τη διάβασα (αφού μου την κοινώνησε μια καλή φίλη και την ευχαριστώ για αυτό) και θεωρώ ότι πρέπει να μείνει στο ψηφιακό στερέωμα για πάντα. Είναι μια κατάθεση ψυχής που καλό θα ήταν να διαβάζεται στα σχολεία (Ελλάδας και Κύπρου). Δεν γινόταν να μην την καρφιτσώσω σε ετούτη τη γωνιά (χωρίς άδεια αναδημοσίευσης, από το tvxs.gr). Διαβάστε και μετά βγείτε να τραγουδήσετε!


"Είναι πραγματική χαρά και τιμή το να σε προσκαλεί ένας οργανισμός που τον θεωρείς πολύτιμο και τον αγαπάς. Μεγάλωσα σε μια Κύπρο χωρίς πανεπιστήμιο, οπότε γνωρίζω πολύ καλά την αξία και τη σημασία που έχει για τον τόπο και για τους ανθρώπους του. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου άλλαξε όλη την κυπριακή κοινωνία, τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο, αλλά και τον τρόπο που βλέπει ο κόσμος την Κύπρο. Παρακολούθησα μέσα στα χρόνια το Δημόσιο Πανεπιστήμιο μας να γεννιέται, να αποκτά πρόσωπο, να οργανώνεται, να μεγαλώνει, να γίνεται ένας εύρωστος οργανισμός, να αναδεικνύεται σε κορωνίδα της Παιδείας του τόπου, σε σύμβολο της εξέλιξής του, σε φορέα των ποιοτήτων του και σε υπόσχεση του μέλλοντος του. Η μεγαλύτερη απόδειξη της σημασίας του, είναι η αγάπη των φοιτητών του προς αυτό. Παρά τη μεγάλη έκθεση στην οποία με υποβάλλει η φύση της τέχνης μου, είμαι εσωστρεφής άνθρωπος στην προσωπική μου ζωή και συνήθως αποφεύγω εκδηλώσεις σαν τη σημερινή. Αυτήν εδώ όμως την πρόσκληση, που συνέπεσε με τον επαναπατρισμό μου μετά από 34 χρόνια, την αποδέχτηκα με μεγάλη συγκίνηση και ευγνωμοσύνη και αισθάνομαι πραγματική χαρά που βρίσκομαι ανάμεσά σας. Γιατί, σήμερα το Πανεπιστήμιό μας, δεν τιμά εμένα προσωπικά, αλλά το τραγούδι. Και μαζί του, όλους τους ανθρώπους του τόπου μας που το δημιούργησαν, και που χώρεσαν μέσα του τα μεγάλα γεγονότα και τις καθημερινές τους στιγμές, τα όνειρα, τα αισθήματα, τις χαρές και τους πόνους τους, τις επιθυμίες και τις πραγματικότητες ενός τόπου δύσκολου και μαζί ευλογημένου. Στη μέρα των Γραμμάτων, ο κορυφαίος εκπαιδευτικός οργανισμός του τόπου μας, αναγνωρίζει το τραγούδι σαν σημαντικό κομμάτι του Πολιτισμού μας. Η σημερινή μου ομιλία αφιερώνεται με ευγνωμοσύνη στους ποιητάρηδες, στους τροβαδούρους, στους οργανοπαίχτες, και κυρίως στον κάθε Κύπριο και στην κάθε Κύπρια που τραγούδησε και τραγουδά σ’ αυτήν εδώ τη φλούδα γης. Θα μιλήσουμε λοιπόν απόψε για την ανάσα της ανθρωπότητας μέσα στους αιώνες. Δεν θα αναφερθώ στις σημαντικές μελέτες που γίνονται στα πλαίσια της Μουσικολογίας, της Ψυχολογίας της Μουσικής και άλλων ακαδημαϊκών ειδικοτήτων. Θα προσπαθήσω μόνο να μοιραστώ μαζί σας κάποιες απλοϊκές σκέψεις και αισθήματα που προκύπτουν από το ισόβιο ταξίδι μου μέσα στην τέχνη αυτή. Το τραγούδι είναι ταυτόσημο με τη ζωή για μένα. Μου έδωσε ένα δρόμο να βαδίσω, με έδεσε με τον τόπο μου και με ταξίδεψε στους τόπους των άλλων. Κρατώντας με, άλλοτε απαλά και άλλοτε οδυνηρά σφιχτά από το χέρι, με πήγε να συναντήσω τους συνανθρώπους μου και την ίδια μου τη μοίρα. Μια μέρα, ήμουν λίγων μηνών, ξάπλωνα στο βρεφικό μου καρεκλάκι, στο πίσω κάθισμα του οικογενειακού μας σκαραβαίου. Οδηγούσε η μητέρα μου. Ξαφνικά, άρχισα να τραγουδώ μια επιτυχία της εποχής: “Oh ma my, oh ma my – mamy blue, oh mamy blue”. Πώς προσγειώθηκε στον βρεφικό μου εγκέφαλο αυτό το τραγούδι και πώς μου ήρθε νατό αναπαράξω, προς μεγάλη έκπληξη και περηφάνια της μητέρας μου, δεν ξέρω να σας πω. Τι κάνει ένα βρέφος να τραγουδά; Τι μας κάνει να τραγουδάμε, πριν ακόμα μιλήσουμε; Τι έκανε την ανθρωπότητα να τραγουδήσει πριν ακόμα επινοήσει την ομιλία, πριν ακόμα νοηματοδοτήσειτους ήχους δημιουργώντας λέξεις; Καταλάβαινα το νόημα του ρεφραίν που μουρμούριζα τότε; Όχι. Το καταλαβαίνω σήμερα; Καθόλου. Έχει καμιά σημασία; Καμία απολύτως! Το τραγούδι δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την κατανόηση. Ούτε έχει να κάνει αποκλειστικά με το συναίσθημα. Έχει να κάνει ολοκληρωτικά με την ύπαρξη! Μπορεί η μουσική, χωρίς στίχους, να περιγράφει κάτι με σαφήνεια; Έναν τοίχο ή ένα δρόμο; Ένα μουσικό κομμάτι δεν μπορεί να είναι τόσο σαφές. Δεν είναι στη φύση ούτε και στους σκοπούς του το να περιγράφει με σαφήνεια τη χειροπιαστή πραγματικότητα. Δεν περιέχει και δεν μεταδίδει το ίδιο μήνυμα σε όλους. Δεν μιλά για το ίδιο πράγμα ακόμα και στον ίδιο άνθρωπο από τη μια μέρα στην άλλη, όπως δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι. Εκεί λοιπόν που η μουσική αδυνατεί να περιγράφει επακριβώς έναν τοίχο ή ένα δρόμο, δεν θα έπρεπε το τραγούδι, που περιέχει λέξεις, να είναι σαφέστερο; Ναι. Όταν ο Μπετόβεν καταθέτει τα όπλα, αναλαμβάνουν οι Pink Floyd: The Wall! Ο Λόίζος μάς μιλά για το Δρόμο, που είχε τη δική του ιστορία. Ο Χατζιδάκις για έναν άλλο δρόμο, την Οδό Ονείρων. Πράγματι, το τραγούδι έχει τη δυνατότητα να είναι σαφέστερο. Αν όμως, οι τραγουδοποιοί κυριολεκτούσαν περιγράφοντας απλώς τοίχους και δρόμους, ίσως να γίνονταν σημαντικοί για την οδοποιία και την οικοδομή, όχι όμως για όλους εμάς. Για κάτι άλλο μας μιλούν τα τραγούδια τους. Αυτό λοιπόν το «πλεονέκτημα», τη δυνατότητα της σαφήνειας και της κυριολεξίας, οφείλει να ξεπεράσει το τραγούδι, προκειμένου να γίνει αληθινό τραγούδι. Έτσι και εμείς, προκειμένου να το ακούσουμε πραγματικά, οφείλουμε να υπερβούμε την πραγματικότητα. Μοιάζει δύσκολο. Είναι όμως έμφυτο και φυσικό στον άνθρωπο. Γίνεται αυτόματα, όπως η αναπνοή. Τα βρέφη κοιμούνται με ένα νανούρισμα. Είμαστε λοιπόν πλασμένοι για την υπέρβαση και για τη μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο μέσω του τραγουδιού. Το τραγούδι είναι υπερβατικό, και μόνο υπερβαίνοντας το συναντά κανείς. Υπερβαίνει της πραγματικότητας, του νοήματος, της διάρκειάς του, του στίχου ή της μουσικής του, του δημιουργού και του ακροατή του. Μας οδηγεί και μας τοποθετεί σε έναν καινούργιο, και μαζί παντοτινό χρόνο, σε έναν άγνωστο και την ίδια ώρα οικείο χώρο, έναν χώρο που εδρεύει ταυτόχρονα εντός και εκτός μας, και που το κλειδί της πόρτας του το κρατάει αυτό. Το τραγούδι, αυτή η αόρατη ύλη, αυτό το Άγιο Πνεύμα που μας φωτίζει χωρίς να φαίνεται, που μας μεταμορφώνει χωρίς να αγγίζεται, που μας κινεί χωρίς να μας σπρώχνει, υπήρξε πάντοτε ο πιο σύντομος δρόμος από τον εαυτό μας στο πιο μακρινό σημείο του σύμπαντος, και την ίδια ώρα στο βαθύτερο κέντρο της ύπαρξής μας. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όλες οι θρησκείες χρησιμοποιούν τη δύναμη του τραγουδιού στις τελετές τους. Χωρίς τραγούδι, δεν υπάρχει θεός. Τι είναι όμως τραγούδι; Έψαξα για την ερμηνεία του στα λεξικά και στο διαδίκτυο και τίποτα δε βρήκα που να με καλύπτει. Πώς γίνεται, μια τόσο βασική για τη ζωή μας έννοια, να έχει άλλοτε πρόχειρους και άλλοτε ελλειπής ορισμούς; Ίσως γιατί κανείς δεν τους χρειάζεται. Όλοι ξέρουμε τι είναι τραγούδι. Ποιος χασομέρης θα μπει να το ψάξει; Έψαξα και στα αγγλικά: Στο λεξικό Webster βρήκα μια ενδιαφέρουσα έκφραση: “Sold for a song”, δηλαδή πουλήθηκε τσάμπα. Έκφραση που εξηγεί γιατί οι περισσότεροι τραγουδοποιοί είναι φτωχοί. Τα πιο πολλά πάντως λεξικά, το ερμηνεύουν χονδρικά ως μια σύνθεση λόγου και μουσικής. Ορίζουμε λοιπόν το τραγούδι με βάση τα συστατικά του. Όπως το νερό, σαν Υδρογόνο 2 – Οξυγόνο. Ίσως, χημικά, να είναι σωστός ο ορισμός. Δεν μου είναι όμως επαρκής. Όπως δεν μου είναι αρκετό το να ορίζω τον άνθρωπο σαν μια ένωση κυττάρων, γονιδίων ή οργάνων. Το τραγούδι είναι μια έννοια αόριστη και απερίγραπτη. Για μένα, δεν είναι η σύνθεση λόγου και μουσικής. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε ίσως να είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης του λόγου με τη μουσική, πράγμα τελείως διαφορετικό. Το τραγούδι δεν είναι μόνο ο στίχος ή η μουσική του, ούτε και ο συνδυασμός τους, αλλά το αυτόνομο, συμπαγές, ολοκληρωμένο αποτέλεσμα του έρωτά τους. Αποτελεί μια τρίτη, αυτοτελή προσωπικότητα. Είναι σαν εμάς, τους ανθρώπους, που δεν είμαστε η σύνθεση των γονιών μας, αλλά το αποτέλεσμα της. Ενώ σχετιζόμαστε άμεσα με αυτούς και τους εμπεριέχουμε, δεν είμαστε οι γονείς μας, ούτε και η συνεύρεσή τους. Όταν σας βλέπω, ευτυχώς, δεν βλέπω τους γονείς σας να συντίθενται. Βλέπω εσάς τους ίδιους. Με τον ίδιο τρόπο, όποτε ακούω ένα τραγούδι, ακούω έναν συμπαγή, αυτάρκη, αυτόνομο, ολοκληρωμένο κόσμο. Αυτό που συναντώ κατά βάθος ακούγωντάς το, δεν είναι ούτε ο στίχος, ούτε η μουσική, αλλά το παιδί τους, που έχει δικό του πρόσωπο, δικό του χαρακτήρα, δική του ζωή. Μπορεί να μοιάζει κάπως στη μητέρα του ή να θυμίζει περισσότερο τον πατέρα του, αποτελεί όμως ένα τρίτο, ξεχωριστό πλάσμα. Αυτό αγαπώ και σε αυτό επιτρέπω να μπει στη ζωή μου, συχνά μάλιστα ανεξάρτητα από την ποιότητα των γονιών του. Ένα τραγούδι με καλή μελωδία και καλούς στίχους, μπορεί να μας είναι κάποτε ενοχλητικό, όπως το ανυπόφορο παιδί γονιών που συμπαθούμε. Και όπως, από γονείς που δεν θα κάναμε ποτέ παρέα, μπορεί να γεννηθεί ο καλύτερος μας φίλος ή ο άνθρωπος της ζωής μας, έτσι και ένα τραγούδι με σχετικά αδιάφορους στίχους και μουσική, μπορεί να γίνει το αγαπημένο μας. Συνήθως, όποτε αναφέρω όλα αυτά τα περίεργα, μου ζητάνε ένα παράδειγμα ενός καλού τραγουδιού με μέτρια μουσική ή στίχο. Και, αποφεύγοντας να εκθέσω τους συναδέλφους μου, χρησιμοποιώ ένα δικό μου. Σε κάποιους μπορεί να αρέσει, σε άλλους όχι. Εγώ το αγαπώ. Γι’ αυτό και το δισκογράφησα. Αν όμως εξετάσω χωριστά τη μουσική και το στίχο του, θα δυσκολευτώ πραγματικά να πειστώ ότι έχουν κάποια αξία. Η μελωδία του αποτελείται από τρεις νότες – τέσσερις στο ρεφραίν. Δεν έχει ενδιαφέρουσες συγχορδίες ή αρμονία, ούτε ρυθμικές εναλλαγές. Δεν επιστρατεύει κανένα κόλπο προκειμένου να γίνει ενδιαφέρον. Όσο για τους στίχους, ας πούμε ότι δεν θα έλειπαν από την Ποίηση, αν δεν είχαν γραφτεί. Όπως είπα όμως, το τραγούδι δεν είναι ο στίχος και η μουσική του. Επιφανειακά μόνο το κρίνουμε με βάση τους γονείς και την καταγωγή του, όπως κάνουμε και με τους ανθρώπους, μέχρι να τους γνωρίσουμε πραγματικά. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, δεν έχει καν σημασία αν καταλαβαίνω ή όχι τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένοι οι στίχοι. Γιατί, με κίνδυνο να με πετάξετε εκτός ακαδημαϊκού χώρου ως αποκρυφιστή, οφείλω να σας εκμυστηρευτώ ότι αυτό που τελικά με αγγίζει είναι ένα μυστικό μήνυμα που ψιθυρίζεται κάτω από την επιφάνεια του. Το μυστικό ερωτευόμαστε οι άνθρωποι, όχι το προφανές. Σε κάθε αληθινό τραγούδι, ακούμε πολύ σημαντικότερα πράγματα από τη μελωδία και το στίχο του. Ακούμε τη ζωή μας αλλιώς. Και την ίδια ώρα, ακούμε τη ζωή, τον τόπο, την εποχή του δημιουργού. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Ακούμε την πρόθεσή του, τις εμπειρίες, τα αισθήματα, τα ακούσματα, τις αναφορές του, τον πολιτισμό από τον οποίο προέκυψε, τους ανθρώπους που συνάντησε. Μαζί με αυτά, ακούμε επίσης τη ζωή και τον κόσμο του ερμηνευτή του τραγουδιού, όπως και του κάθε μουσικού που έπαιξε την κάθε μία νότα. Και όλους αυτούς τους άπειρους, μοναδικούς κόσμους, τους σμίγουμε κάθε φορά με τη δική μας ζωή, τα όνειρα, τις ανάγκες, τον πολιτισμό και την αισθητική μας, την προσωπικότητά μας, το αίσθημά μας, τη στιγμή μας. Την ύπαρξή μας. Άπειρες οι δυνατότητες της μοιρασιάς! Το τραγούδι είναι ένας ολόκληρος αχαρτογράφητος κόσμος, που μας προσκαλεί να ζήσουμε μέσα του. Ένας κόσμος που προσκαλούμε να ζήσει μέσα μας. Η σχέση μας μαζί του είναι υπαρξιακή. Είναι κάπως μπερδεμένο όλο αυτό, οπότε θα προσπαθήσω να το κάνω ακόμα πιο περίπλοκο: Είπαμε ότι το τραγούδι είναι παιδί του λόγου και της μουσικής. Εκτός από παιδί τους όμως, είναι και γονιός τους! Το τραγούδι αποτελεί μέρος της παγκόσμιας μουσικής παράδοσης, όπως και της λογοτεχνικής. Ταυτόχρονα όμως, η πανανθρώπινη λογοτεχνική και μουσική παράδοση, πηγάζουν από το ίδιο το τραγούδι. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε “καθαρή” μουσική, αυτή δηλαδή που δεν εμπεριέχει λόγο, όπως και αυτό που ονομάζουμε καθαρή ποίηση, που δεν τραγουδιέται αλλά διαβάζεται κατ’ ιδίαν ή απαγγέλλεται, αποτελούν σχετικά νεότερες επινοήσεις. Για χιλιετίες, η ποίηση και η μουσική ζούσαν στο ίδιο σώμα. Όποτε μελοποιείται ένα σπουδαίο ποίημα, θεωρούμε ότι μετατρέπεται σε κάτι ευτελέστερο. Η ταπεινή φόρμα του τραγουδιού, η απλότητα και η λαϊκότητά του, το εμπόριο που έχει αναπτυχθεί γύρω του και η χρηστική μας θεώρηση απέναντι του, μας κάνουν να το θεωρούμε λιγότερο σημαντικό είδος, σε σχέση με την καθαρή ποίηση ή την καθαρή μουσική. Η ίδια η λέξη «καθαρή», είναι αρκετή για να υποβιβάσει το τραγούδι σε μια σχεδόν βρώμικη υπόθεση. Υπάρχει λοιπόν, χρόνια τώρα, η διαμάχη για το αν πρέπει η ποίηση να μελοποιείται. Ο λόγος και η μουσική αφήνουν την ανεξάρτητη ζωή τους, προκειμένου να ζήσουν αλλιώς μέσα στο τραγούδι. Όπως εμείς αφήνουμε τον εργένη εαυτό μας προκειμένου να γίνουμε γονείς, έτσι και η ποίηση, όπως και η μουσική, μεταλλάσσονται μέσα στο τραγούδι σε κάτι άλλο. Αυτό εννοώ σε ένα στίχο που λέει: “Μα οριστικά θα χεις χαθεί μονάχα αν το διαλέξεις, όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις”. Είπαμε, το τραγούδι είναι μια ιερή υπόθεση. Κάθε τι ιερό, προϋποθέτει θυσία. Η μουσική και ο λόγος θυσιάζονται προκειμένου να γεννηθεί το τραγούδι. Ένα μελοποιημένο ποίημα του Καβάφη δεν είναι πια το ίδιο ποίημα. Είναι μια άλλη υπόθεση. Το πρωτότυπο, μεγαλειώδες κείμενο βέβαια, ευτυχώς, όσες φορές και όσο μέτρια ή κακά και να μελοποιηθεί, παραμένει πάντα ακέραιο, στο βιβλίο και στην καρδιά μας, σαν αυτόνομο, συγκλονιστικό έργο. Μέσα στο τραγούδι όμως, θα ζήσει μιαν άλλη ζωή και θα μας αφηγηθεί μιαν άλλην ιστορία. Ο λόγος και το μέλος, πριν χωριστούν, υπήρξαν για χιλιετίες μια αδιαχώριστη ενότητα, ένα συμπαγές, πανίσχυρο εργαλείο επικοινωνίας, έκφρασης, μνήμης, συνείδησης, παράδοσης, συνέχειας και εξέλιξης. Η καταγωγή του λόγου είναι η μουσική, και η καταγωγή της μουσικής είναι ο λόγος. Και τα δύο αυτά εξάλλου, είναι πρόσωπα του ήχου. Ακόμα και στη γραπτή του μορφή, ο λόγος παραμένει ήχος. Ο γραπτός λόγος είναι η παρτιτούρα του προφορικού. Όταν διαβάζουμε από μέσα μας, ακούμε τον ήχο της φωνής μας στο μυαλό μας. Αντιμετωπίζουμε συνήθως τη γραφή και την ανάγνωση σαν μια καθαρά οπτική υπόθεση, ενώ αποτελεί πρωτίστως μια ακουστική εμπειρία. Και βέβαια, δεν γράφουμε ή διαβάζουμε μόνο σε ήχο, αλλά σκεφτόμαστε και ηχητικά, τουλάχιστον όσοι από εμάς σκεφτόμαστε σε γλώσσα. Θα μπορούσαμε, κάπως ποιητικά, να ισχυριστούμε ότι η σκέψη μας είναι ένα τραγούδι. Έχοντας αναφερθεί σε ορισμούς και λεξικά, ας δούμε λίγο την ετυμολογία της λέξης “τραγούδι”: Έρχεται, όπως και η “τραγωδία”, από τη λέξη “τράγος”. Οι πρόγονοί μας, στις τελετουργίες τους φορούσαν προβιές τράγου, πιθανότατα για να μυρίζουν ωραία. Αν ψάξουμε περισσότερο, θα δούμε ότι η λέξη “τράγος” έρχεται από το ρήμα “τρώγω”, στη Δωρική «τράγω». Ετυμολογικά λοιπόν, το τραγούδι συνδέεται με κάτι τόσο βασικό και αναγκαίο, όσο η τροφή. Αν μείνουμε όμως στον τράγο, η σύνδεση του τραγουδιού με την τελετουργία, με το ιερό στοιχείο, είναι άμεση. Η υπαρξιακή σχέση με τον εαυτό και τον κόσμο, η υπέρβαση που απαιτείται για να αγγίξει κανείς το αόρατο, το υψηλότατο και το βαθύτατο, μόνο μέσα από το τραγούδι θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί. Η ίδια η πράξη της συναυλίας προέκυψε μέσα από τη λατρευτική διαδικασία. Είναι τελετουργική εκ γενετής. Λένε πως η πρώτη θεατρική παράσταση, και μαζί όλο το θέατρο, προέκυψε όταν κάποιος βγήκε έξω από τον λατρευτικό κύκλο και παρακολούθησε το δρώμενο ως θεατής. Το θέατρο λοιπόν, το γέννησε ο θεατής, μετατρέποντας την τελετουργία σε παράσταση. Με τον ίδιο τρόπο φαντάζομαι ότι, όταν πέταξαν κάποιον εκτός χορωδίας, πιθανότατα γιατί ήταν ανυπόφορα φάλτσος, αυτός, ο πρώτος ακροατής, γέννησε και την πρώτη συναυλία. Ποιον θα πρέπει λοιπόν να ευγνωμονώ για την τέχνη που εξασκώ; Τον καλλίφωνο, πλην δύσοσμο, τελετάρχη που ούρλιαζε στο φεγγάρι, ή τον φάλτσο, εξόριστο ακροατή που παρακολουθούσε εκστατικός; Τον ερμηνευτή ή τον ακροατή; Πιστεύω στον ακροατή, όσο πιστεύω και στο τραγούδι. Για μένα, είναι δύο αδιαχώριστες καταστάσεις, που αδυνατούν να υπάρξουν η μία χωρίς την άλλη. Λένε πως το πιο δύσκολο όργανο είναι η φλογέρα, γιατί πρέπει ταυτόχρονα να φυλάς και τα πρόβατα. Και ο βοσκός όμως, που παίζει τη φλογέρα του σε μιαν απόμακρη πλαγιά, έχει σαν ακροατήριο ολόκληρη τη φύση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό! Ο τραγουδοποιός είναι ταυτόχρονα δημιουργός και ακροατής του τραγουδιού του, όπως ο ζωγράφος είναι δημιουργός και θεατής του έργου του. Ο τραγουδιστής λειτουργεί ταυτόχρονα σαν πομπός και σαν δέκτης. Τις περισσότερες φορές, γράφω ένα τραγούδι γιατί θέλω να το ακούσω! Θέλω να γεννηθεί, να δω το πρόσωπό του, να το γνωρίσω, να το μοιραστώ. Το γεννώ και με γεννά, του δίνω ζωή και μου δίνει κι αυτό ζωή. Σαν ακροατής λοιπόν, γράφω το τραγούδι. Μέσα στα χρόνια, συνειδητοποιώ παρακολουθώντας μεγαλύτερους συναδέλφους αλλά και τον εαυτό μου, ότι σταματάμε να γράφουμε όταν σταματάμε να ακούμε. Στα 23 μου, όταν ηχογραφούσα ακόμα τον πρώτο μου δίσκο, μου πήραν στο στούντιο μια συνέντευξη. Με ρώτησε η δημοσιογράφος: “Τι περιμένεις να συμβεί με αυτό τον δίσκο;” Εννοούσε επιτυχίες και δόξες. Απάντησα με αφέλεια: “Να τελειώσει, για να τον ακούσω”. Στη συναυλία, ο ρόλος του κοινού είναι πρωταγωνιστικός. Καμιά φορά, και μάλιστα ανεξάρτητα από την αποδοχή ή τον ενθουσιασμό του κοινού, αισθάνεσαι το κορμί της συναυλίας να δονείται, τη σκηνή και το ακροατήριο να συλλειτουργούν οργανικά και από κοινού. Άλλες φορές, είναι σαν να βρίσκεται κανείς στο απόλυτο κενό. Το κατάλαβα νωρίς, το 1994. Γι’ αυτό έγραψα σ’ έναν στίχο τότε «το φιλοθεάμον μου κενό». Ο τραγουδοποιός δεν είναι ταχυδακτυλουργός, ακροβάτης, ζογκλέρ ή αθλητής. Δεν βρίσκεται εκεί για να εντυπωσιάσει, αλλά για να μοιραστεί. Χωρίς την από καρδιάς μοιρασιά, είναι χαμένος. Ο ακροατής λοιπόν είναι πρωταγωνιστής, όχι κομπάρσος. Με τις επιλογές, την αισθητική και τη στάση του, θέτει το επίπεδο στο οποίο θα ζήσουμε και θα δημιουργήσουμε. Δεν αρκεί οι καλλιτέχνες να του κάνουμε τα χατήρια, να του χαϊδεύουμε τα αυτιά, να τον ξεγελάμε ή να τον καλοπιάνουμε, στερώντας του την ευθύνη και υποβιβάζοντάς τον σε πελάτη, επειδή πλήρωσε ένα εισιτήριο. Τι κάνει όμως κάτι τόσο ιερό, τόσο εμπορεύσιμο; Πώς γίνεται κάτι άυλο να πουλά τόσο πολύ σε έναν υλιστικό κόσμο; Πώς μπορούν κάποιες λέξεις και κάποιες νότες μαζί να στήνουν μια ολόκληρη παγκόσμια βιομηχανία, που τα έσοδά της να πλησιάζουν αυτά του εμπορίου καυσίμων (ευτυχώς, χωρίς τη ρύπανση και τους πολέμους που προκαλούν τα καύσιμα); Το τραγούδι δεν μας προσφέρει απλώς λέξεις και νότες. Μας προσφέρει ύπαρξη! Εκφράζει εξίσου τη ζωή και τον θάνατο. Μπορείς να πας στη μάχη ή στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας. Συμπυκνώνει όλα όσα είμαστε, όλα όσα ονομάζουμε ζωή, μεγάλα και μικρά. Εξιστορεί την πτώση μιας αυτοκρατορίας και την πτώση ενός μεθυσμένου στο δρόμο. Καθαγιάζει τον αιώνιο έρωτα και αυτόν της μιας νύχτας. Μας χαρίζει ένα τηλεσκόπιο στο σύμπαν και ένα μικροσκόπιο στο πιο κρυφό μας κύτταρο, ταξιδεύοντάς μας αμφίδρομα στο βαθύτερο μέρος του εαυτού μας και στον απέραντο έξω κόσμο. Μας απογειώνει στον πιο ψηλό ουρανό και μας κατεβάζει στο λεπτό στον Άδη. Εκφράζει το υπαρξιακό βάραθρο και το ανάλαφρο πέταγμα ενός πουλιού. Μας δίνει προσωπική ταυτότητα, ενσωματώνοντάς μας στο σύνολο. Μας ορίζει συλλογικά, αγγίζοντάς μας προσωπικά. Για τα λίγα λεπτά του ευρώ που στοιχίζει στις ψηφιακές πλατφόρμες, μας δίνει πολλά. Σκέφτομαι συχνά τους περιπλανώμενους τροβαδούρους περασμένων καιρών. Με ένα οργανάκι στα χέρια και ένα δισάκι στον ώμο, διήσχιζαν την αχανή τότε επικράτεια, πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό, από πολιτεία σε πολιτεία, από βασίλειο σε βασίλειο, μεταφέροντας όνειρα, πραγματικότητες, θρύλους, δοξασίες, έρωτες, θριάμβους και πανωλεθρίες, ιστορία, φαντασία, μικρά και μεγάλα γεγονότα, τι συνέβη στην άλλη άκρη της Αυτοκρατορίας ή στο διπλανό χωριό, τι συνέβη στον Άδη ή στην άλλη μεριά του λόφου, τι συνέβη στον ουρανό ή μέσα τους. Εξέφραζαν έναν ολόκληρο πολιτισμό και τον μοιράζονταν με τους συνανθρώπους τους. Και μετά, σιωπούσαν πάλι, άδειαζε η πλατεία, πήγαιναν οι άνθρωποι στα σπίτια και στα χωράφια τους, κι αυτοί τύλιγαν το οργανάκι σε ένα πανί, φορτώνονταν ξανά το δισάκι, που τώρα μπορεί να είχε και λίγο ψωμί μέσα, και κινούσαν για αλλού, μέσα στη βροχή, στον ήλιο και στο χιόνι. Αυτοί είναι οι ήρωές μου. Τότε λοιπόν, πριν από την τεχνολογία της ηχογράφησης, πριν από τον ηλεκτρισμό και τη Μουσική Βιομηχανία όπως την ξέρουμε, αν δεν υπήρχε γάμος ή άλλη γιορτή στο χωριό, όποιος ήθελε να σχετιστεί με ένα τραγούδι έπρεπε να το τραγουδήσει ο ίδιος. Όπως, αν χρειαζόταν ένα αβγό, έπρεπε να έχει κοτέτσι στην αυλή του ή αν ήθελε ένα λάχανο, το καλλιεργούσε ο ίδιος στο μποστάνι του. Δεν κατανάλωναν απλά οι άνθρωποι αυγά και λαχανικά, ζούσαν ανάμεσά τους. Έτσι και με το τραγούδι. Δεν το άκουγαν απλά, ζούσαν μέσα του και ζούσε κι αυτό μέσα τους. Σήμερα, αγοράζουμε τα αγαθά στις υπεραγορές. Είμαστε καταναλωτές, όχι παραγωγοί. Καταναλώνουμε λοιπόν έτοιμη, συχνά υπερ-επεξεργασμένη μουσική, η οποία συνοδεύει τις στιγμές μας, σπάνια όμως γίνεται θεμελιώδες στοιχείο της ζωής μας. Η μουσική σήμερα υπάρχει παντού, χωρίς όμως εμείς να είμαστε πάντοτε εκεί για αυτήν. Να μην παρεξηγηθώ: Αγαπώ την εποχή μου και δεν θα διάλεγα άλλη. Το να έχω την παγκόσμια δισκοθήκη στο κινητό μου, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Το δώρο όμως αυτό, έρχεται με την ευθύνη να το χρησιμοποιήσω σωστά. Απαιτεί μια συνειδητή και ενεργητική στάση από μεριάς μου, προκειμένου να μην αποφασίζει για μένα ο αλγόριθμος της αγοράς. Μικροί, ακούγαμε μόνο τους δίσκους που υπήρχαν στο σπίτι. Όποτε ο πατέρας μας έφερνε έναν καινούργιο, ήταν ένα γεγονός. Είχαμε την ευκαιρία να μην πάμε στο σχολείο την επομένη. Ακούγαμε αρκετές φορές τα τραγούδια ή το μουσικό έργο, συζητούσαμε για αυτά ή παίζαμε με τον αδερφό μου μέσα στο νέο ηχητικό τοπίο, παρακολουθώντας τον πατέρα μας να ζωγραφίζει ή να γράφει ποιήματα. Καμιά φορά, όποτε παθιαζόμουν με ένα λογοτεχνικό βιβλίο, είχα επίσης την ευκαιρία να λείψω από το σχολείο, προκειμένου να μείνω στο σπίτι και να το τελειώσω. Κέρδισα πολλά από αυτές τις λίγες επιπλέον κοπάνες. Από τον πατέρα μου γνώρισα επίσης τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Η μητέρα μας σπούδασε θέατρο. Δεν έγινε ηθοποιός, αλλά το αγαπούσε, και μαζί της το αγάπησα, και αργότερα το σπούδασα κι εγώ. Με το θέατρο δεν είχε κοπάνες, αφού οι παραστάσεις γίνονταν βράδυ, αλλά και επειδή η μητέρα μου είναι πιο κανονικός άνθρωπος. Συχνά μαζεύονταν στο σπίτι μας ηθοποιοί, ζωγράφοι, ποιητές. Ο αδελφός μου, Λίνος Ιωαννίδης, είναι ποιητής. Έχοντας λοιπόν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα σπίτι ελεύθερο και υποστηρικτικό, με την τέχνη παντού, προσιτή και σεβαστή, θαυμάζω απεριόριστα όσους καλλιτέχνες ξεπήδησαν από οικογένειες και κοινωνίες που δεν τους στήριξαν, δεν τους τροφοδότησαν, δεν τους ελευθέρωσαν. Κάποιοι καλλιτέχνες, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, έδωσαν πρόσωπο στον τόπο μας στη νέα εκείνη εποχή. Σε χρόνια δύσκολα και μέσα σε γεγονότα τραγικά, μάς έδωσαν το έργο τους και καθόρισαν την αισθητική μας. Σε ένα χρόνο, κλείνει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Έχουμε ήδη μπει σε μιαν άλλη, ψηφιακή περίοδο της ανθρωπότητας. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι εδώ, σαν αναμένο κάρβουνο στα χέρια μας. Ο Προμηθέας, με το καινούργιο του αυτό δώρο, είτε που θα μας σώσει, είτε που θα μας κάψει. Αυτό που θα καθορίσει την έκβαση, δεν είναι η αποθήκευση στο μυαλό μας ολοένα περισσότερων γνώσεων. Οι υπολογιστές θα έχουν πάντοτε περισσότερη γνώση από εμάς. Είναι η καλλιέργεια. Η μόρφωση είναι πολύτιμη όταν φυτρώνει σε καλλιεργημένο έδαφος. Δεν είναι δική μου η διαπίστωση, την έκανε ο Ρουσσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, όπου θέτει ουσιαστικά την καλλιέργεια ως το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνει η μόρφωση και που καθορίζει το μέγεθος της προόδου μας. Στο ίδιο έργο, μας λέει ότι η αρετή της Συμπόνιας είναι η πιο χαρακτηριστική του είδους μας και μαζί η πιο αναγκαία για την επιβίωσή του. Αν δεν μας έδινε η φύση τη συμπόνια να στηρίζει τη λογική, λέει, οι άνθρωποι θα ήμασταν κτήνη. Δε φτάνει η λογική. Από μόνη της, μόνο στη δυστυχία και στην καταστροφή μπορεί να μας οδηγήσει. Γράφει επίσης για το πώς μορφώνεται και εκπαιδεύεται στην εξουσία κανείς, εις βάρος των υπολοίπων. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα σήμερα, 260 χρόνια μετά τη συγγραφή του Κοινωνικού Συμβολαίου, οι μεγαλύτερες αδικίες, συντελούνται από λογικούς και μορφωμένους ανθρώπους, απόφοιτους των καλύτερων πανεπιστημίων, τα οποία καυχώνται μάλιστα ότι εκκολάπτουν τους αυριανούς ηγέτες – βοήθειά μας. Όσο η ανθρώπινη γνώση και ικανότητα αυξάνονται, άλλο τόσο πρέπει να στηρίζονται στην καλλιέργεια μας, προσωπική και συλλογική, για το καλό όλων. Όσο ο νους μεγαλώνει δυσανάλογα σε σχέση με την καρδιά, τόσο πιο αβέβαιη γίνεται η συνέχεια του είδους μας. Στη νέα εποχή, ότι μπορεί να βοηθήσει την ανθρώπινη κοινότητα να παραμείνει και ανθρώπινη και κοινότητα, είναι η καλλιέργειά της. Δεν αρκεί να δίνουμε πτυχία γνώσεων στα παιδιά μας. Οφείλουμε να βρούμε τους τρόπους να τα βοηθήσουμε να καλλιεργηθούν συνολικά, πριν, αλλά και μαζί με την όποια εξειδίκευση.Ένας γιατρός χωρίς καλοσύνη, ένας αρχιτέκτονας χωρίς ενσυναίσθηση, ένας πολιτικός χωρίς ηθικές αναστολές, ένας καλλιτέχνης χωρίς ευγνωμοσύνη, ένας έμπορος χωρίς αίσθημα ευθύνης, ένας οικονομολόγος χωρίς γενναιοδωρία, ένας δικαστής χωρίς επιείκεια, ένας στρατιωτικός χωρίς ανθρωπιά, κάθε ακαλλιέργητος πτυχιούχος, οποιοσδήποτε άνθρωπος χωρίς συμπόνια, είναι επικίνδυνος και καταστροφικός. Και, τις περισσότερες φορές, δυστυχισμένος. Η Τέχνη δίνει σχήμα σε όλες αυτές τις απαραίτητες για την ανθρώπινη ευημερία αξίες, και τις ακουμπά στα χέρια και στην ψυχή μας. Όπως έγραψε ο Wittgenstein: «Στο έσχατο βάθος, η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν.» Το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνουμε, δεν είναι η επιφάνειά του που βλέπουμε, αλλά το βάθος του και οι ουσίες που κρύβονται εκεί. Σ’ αυτό το βάθος, σε αυτή την ουσία μάς πηγαίνει η τέχνη. Η απαξίωσή της, από κύριο συστατικό της ύπαρξής μας σε εμπορικό προϊόν, επιφανειακή κατανάλωση, διακοσμητική πολυτέλεια ή κουτσομπολιό διασημοτήτων, είναι άδικη και καταστροφική. Λένε ότι όπου χτίζεται ένα σχολείο, γκρεμίζεται μια φυλακή. Θα έλεγα ότι ένα καλό σχολείο, πράγματι, γκρεμίζει μια φυλακή. Ένα κακό σχολείο όμως, γίνεται το ίδιο φυλακή για τις ψυχές των μαθητών του και ζημιώνει τελικά το σύνολο της κοινωνίας. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου, πρώτα πρέπει να φροντίζουν να βγάζουν ελεύθερους ανθρώπους και μετά καταρτισμένους επαγγελματίες. Η Τέχνη, πρέπει να βρίσκεται δυναμική, συμπεριληπτική, δημιουργική, ελεύθερη και προσβάσιμη, σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, αλλά και σε όλη μας τη ζωή. Η Δημόσια Εκπαίδευσή μας οφείλει να αναβαθμίσει τα μαθήματα τέχνης στα σχολεία σε γιορτή και σε εμπειρία για τους μαθητές και τους δασκάλους, αντί να μειώνει τις ώρες τους. Τελευταίο, άφησα το θέμα της Παράδοσης. Η οποία δεν είναι πάντα καλή, ούτε και πρέπει να συντηρείται πάση θυσία. Γιατί, Παράδοση ήταν και η δουλεία, παράδοση και οι άντρες να χτυπούν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, παράδοση και οι ομοφιλόφιλοι να έχουν λιγότερα δικαιώματα από τους υπόλοιπους. Καλό είναι να ξεφορτωνόμαστε κάποιες παραδόσεις. Το τραγούδι, όταν μελετάται ακαδημαϊκά, αντιμετωπίζεται συχνά σαν μέρος της Παράδοσης, και τοποθετείται στα όσα έχουν ήδη συμβεί, σαν κάτι που πρέπει να προστατευτεί, ανέγγιχτο και ακίνητο, κατά προτίμηση νεκρό, στις προθήκες κάποιου μουσείου. Υποψιάζομαι όμως ότι Παράδοση δεν είναι μόνο τα όσα μάς έχουν παραδοθεί, αλλά κυρίως τα όσα θα παραδώσουμε. Αποτελεί περισσότερο μια υπόσχεση προς το μέλλον, παρά μια υπόθεση του παρελθόντος. Έρχεται βέβαια από το παρελθόν, όπως κάθε τι στο σύμπαν και όπωςτο σόμπαν το ίδιο, φτάνει στο σήμερα, μας εντάσσει στο πέρασμά της και κατευθύνεται ακάθεκτη προς τον αυριανό άνθρωπο. Η αντιμετώπισή της σαν κάτι που ανήκει αποκλειστικά στο παρελθόν, είναι θανατηφόρα για αυτήν και για όλους μας. Λένε ότι το καινούργιο είναι 90% παλιό και 10% λάθος. Η Παράδοση, που επιτρέπει τα λάθη γιατί τα χρειάζεται, συμπορεύεται με την ελευθερία. Αν έπρεπε να μένει ανέγγιχτη, θα παίζαμε σήμερα μουσική χτυπώντας πέτρες και ουρλιάζοντας. Αυτό έκαναν οι πρόγονοί μας. Ό,τι συνέβη έκτοτε είναι το αποτέλεσμα πειραματισμού, νεωτερισμών και ελευθερίας στη χρήση της. Αλλιώς, τον πρώτο βέβηλο που τέντωσε μια εντέρινη χορδή στο κέλυφος μιας καημένης χελώνας, θα έπρεπε να τον είχαν κρεμάσει από την ίδια αυτή χορδή. Και, πιθανότατα, το έκαναν. Σε μια παλαιότερη εποχή, χωρίς copyrights και πνευματική ιδιοκτησία, φανταζόμαστε ότι οι άνθρωποι είχαν την ελευθερία να «πειράξουν» πιο εύκολα ένα τραγούδι ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι πάντοτε υπήρξαμε καχύποπτοι και συχνά εχθρικοί απέναντι στο καινούργιο. Σε ένα ορεινό χωριό της Κύπρου, ηχογραφούσαμε κάποτε με τον Μιλτιάδη Παπαστάμου έναν παππού, ο οποίος μας τραγουδούσε το τραγούδι του Άη Γιώρκη. Είμασταν σίγουροι ότι βρήκαμε την απόλυτη πηγή της αυθεντικότητας. Ξαφνικά, η αιωνόβια μητέρα του τον διέκοψε έξαλλη, φωνάζοντας “Όι, ‘εν εν’ έτσι!”. Και μας τραγούδησε μια ακόμη παλαιότερη εκδοχή του τραγουδιού, που η ίδια θεωρούσε την σωστή. Σκέφτομαι ότι, αν ως εκ θαύματος ζούσε η δική της μητέρα, που ο Μιλτιάδης ισχυρίζεται ότι ζούσε αλλά είχε πάει να δει τη μάνα της, θα διέκοπτε την αθεόφοβη, μοντερνίστρια κόρη της για να μας τραγουδήσει μιαν ακόμα προγενέστερη εκδοχή του Άη Γιώρκη, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και η αυθεντική, αφού εκείνη η γιαγιά θα ήταν πιθανότατα συνομήλικη του Αγίου. Τα συμπεράσματα είναι δύο: Πρώτον, είναι τραγικό το να είσαι ογδόντα και να σε διορθώνει η μάνα σου, και δεύτερον, η Παράδοση βρίσκεται πιο κοντά στην εξέλιξη, παρά στη συντήρηση. Είπα πολλά σήμερα, αντικρουώμενα, συνοπτικά, αστήρικτα, και πιθανότατα λανθασμένα. Οι παρανοήσεις μας στην Τέχνη, σε αντίθεση με την Επιστήμη, είναι συχνά το ίδιο ενδιαφέρουσες και δημιουργικές όσο κάθε αποδεδειγμένη αλήθεια. Μπορούμε να μιλάμε επ’ άπειρον για το τραγούδι. Σημασία έχει πως οι άνθρωποι σε όλη την διάρκεια της ζωής μας, από το νανούρισμα ως το μοιρολόι μας, συμπορευόμαστε με μια τέχνη που συνδέει το ουράνιο με το γήινο, το εντός με το εκτός, το πριν με το μετά, το χειροπιαστό με το άπιαστο, το θνητό με το αιώνιο, την πραγματικότητα με το όνειρο, τον άνθρωπο με τον άνθρωπο. Μέσα στην ταχύτητα και τη σύγχυση της εποχής μας, το τραγούδι έρχεται ακόμα σε στιγμές ανύποπτες, με τρόπο ταπεινό και καθοριστικό, για να μας θυμίσει την ιερότητα της ύπαρξής μας. Ευλογήθηκα να ζω στην άχρονη ευρυχωρία των τριών λεπτών του. Όσο ανάξια κι αν το υπηρέτησα, ποτέ δεν με τιμώρησε. Μου προσέφερε μια ενδιαφέρουσα και δημιουργική ζωή, και, μέσα από τον ωκεανό του, μου επιτρέπει συχνά να μοιράζομαι με τους συνανθρώπους μου κάτι τόσο απλό, καθαρό, πολύτιμο και αναγκαίο, όσο ένα ποτήρι νερό. Σας ευχαριστώ πολύ."


Αρκεί μια εξίσωση; z = z^2 + c

 

Είπα να πάρω ένα ρεπό ο καημένος ο άνθρωπος και να μελετήσω και κατάντησα... καμμένος άνθρωπος!


Περιπλανόμενος στα πιο δύσκολα μονοπάτια του νου τον τελευταίο καιρό, ψάχνοντας τις πιο αυθεντικές αλήθειες, τρώω ήττες, απογοητεύσεις, καταρρεύσεις, ματαιώσεις... και όλα αυτά έρχονται κατά ασταμάτητες ώσεις...


Ψάχνοντας θέματα ομο(φιλο)φυλίας που έχουν προκύψει στην ελληνική κοινότητα, θέματα βιοηθικής που οργανώνω στην εργασία μου, θέματα γενικότερα ηθικής που με απασχολούν για το μέλλον της σημερινής κοινωνίας, θέματα σεβασμού του ανθρώπου από άνθρωπο, ακόμα και θέματα αυτοσεβασμού, κάπου πραγματικά χάθηκα στην αναζήτηση... και σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία επιβεβαιώνω τα χαρακτηριστικά του συντάκτη αυτού του blog που τώρα διαβάζετε... όταν έγραφα: "μα χάθηκε στο μέτρημα και μένει τώρα ν' αγναντεύει στων οριζόντων τις γραμμές, των ονείρων το σαλπ(άρ)ισμα...".


Άλλη μια διαισθητική (πάλι αυτο-εκπληρούμενη) προφητεία, αποδεδειγμένα πλέον μας διατυμπανίζει αυτό που χρόνια τώρα χρησιμοποιώ ως μοτίβο ότι: "η πολυπλοκότητα κρύβεται μέσα στην απλότητα και η απλότητα κρύβεται μέσα στην πολυπλοκότητα...". Αυτό είναι το συμπέρασμα από ένα συγκλονιστικό βίντεο που είδα σήμερα και σας προτρέπω να δείτε. Κρατηθείτε γερά όμως, δεν μιλάμε απλά για αναταράξεις, αλλά για οικειοθελή πτώση στο γεμάτο κενό του Χάους... Απολαύστε (μετά τον εμετό που θα σας έρθει):


- Πώς εγώ όμως να ερμηνεύσω ότι ακούγοντας αυτό το βίντεο και την απροσδιοριστία των μέλλοντων, βάσει της bz reaction, σηκώνω το βλέμμα μου στην κοπέλα που στέκει απέναντί μου να διαβάζει και βλέπω να αναγράφεται αυτό το bz πάνω στο παγούρι της...; Είναι τα φράκταλ στην πιο τρανταχτή τους απόδειξη; Βλέπω τον εαυτό μου μέσα από την οθόνη του υπολογιστή μου, μέσα από την οθόνη του κινητού μου και τελικά μέσα από την οθόνη του μυαλού μου, να διακατέχονται παντού από αυτό το παλμικό κύμα της bz reaction...? Και όλα αυτά σε ένα loop που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, που απλώς υπάρχει ασυνείδητα; Και η συνείδηση ή και η συνειδητοποίηση πού χωρά; 



Αυτό το βίνετο συνέπεσε με την ολοκλήρωση σήμερα του βιβλίου του καθηγητή Βασίλη Καραποστόλη "Μούσες εναντίον Σειρήνων - Ο γόνιμος άνθρωπος σ' έναν άγονο κόσμο", εκδ. Πατάκη, 2018, εμπνευσμένο από τον Ομηρικό μύθο της μάχης των Μουσών εναντίον των Σειρήνων:

Θεωρώ το εν λόγω πόνημα ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό έχω διαβάσει στη ζωή μου, για τη... ζωή μου, όπως και για τη ζωή όλων μας σήμερα. Για την απίστευτη κατάντια που μας διαπερνά, για τη συμμετοχή μας, για την αεργία, την έλλειψη δημιουργικότητας, για όλες εκείνες τις Σειρήνες που διαχρονικά αλλά στον χειρότερο βαθμό σήμερα, κυνηγούν για ανθρώπινα κρανία... Μα και για το αντιστάθμισμα αυτής της κατρακύλας. Για τη δύναμη του χωριού, του ελληνικού χωριού, της παραδοσιακής μουσικής, όλα μα όλα αυτά που νιώθω για τον κόσμο γύρω μου, τα βρήκα σε αυτό το βιβλίο. Παραθέτω ενδεικτικά κάποια αποσπάσματα ως προσπάθεια διαλόγου με το άνωθεν ντοκιμαντέρ (χωρίς άδεια αναδημοσίευσης):


"Νόμισαν μερικοί ότι με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνική, η ζωή, αποκτώντας πρόσθετες όψεις, θα καθιστούσε τον σύγχρονο άνθρωπο ¨πρισματικό¨. Στην πραγματικότητατα πολλά πρίσματα του θόλωσαν την αντίληψη και τον έκαναν λιγότερο και από σχετικιστή. Τον έκαναν ασυνάρτητο, νωχελικό όταν πρέπει να τεκμηριώσει τη γνώμη του, βαριεστημένο όταν πρέπει να συναγάγει συμπεράσματα και σχεδόν απελευθερωμένο όταν ξεφουρνίζει κάτι με την έπαρση εκείνου που νομίζει πως έχει το δικαίωμα την αυθαιρεσία του να την προβάλλει ως άποψη. [...]. Αν βρισκόμουν σ' ένα πολυσύχναστο μέρος, γρήγορα το μάτι μου θα έφευγε για να πάει παραδίπλα, όπου κάτι άλλο θα του γυάλιζε κι από κει πάλι σ' ένα άλλο. Το αισθητό δεν θα πρόφθαινε καν να γίνει ¨παράσταση¨. Πολλά θα έμπαιναν και θα έβγαιναν απ' το κεφάλι μου και αυτή η διέλευση θα μου έδινε στο τέλος ένα ατράνταχτο πόρισμα: ότι κι εγώ ο ίδιος είμαι διερχόμενος, μια ύπαρξη μεταβατική. Πουθενά ένα σημείο να σταθώ, να μείνω να έχω την επίγνωση ότι ¨είμαι¨ και δεν ¨γίνομαι¨ διαρκώς (μέχρι να ξεγίνω πάλι). [...] Κι ύστερα ανάκτησε όσο μπορείς τον χρόνο σου. Σ' τον υπεξαιρούν, την ίδια στιγμή που λένε πως σ' τον παραχωρούν. Θέλουν τις ώρες της σχόλης να τις γεμίζεις με διάφορα στιγμιότυπα, με φευγαλέα θραύσματα εικόνων, με οτιδήποτε διαρρέει και δεν συγκρατείται απ' τη μνήμη. Υπερασπίσου λοιπόν το μνημονικό σου, επανερχόμενος τακτικά σε γεγονότα και πρόσωπα που καταλαβαίνεις πως θα 'ταν καλό να τα ανακαλείς για να σ' ενισχύσουν ή και να σε εμπνεύσουν. [...] Πρώτα ο οργανισμός και μετά ολόκληρη η ύπαρξη όφειλαν να προσαρμοστούν στις οδηγίες χρήσεως των τεχνουργημάτων τελευταίας κοπής. Στη συνέχεια θα ερχόταν μια μερική ταύτιση μ' αυτά και κατόπιν η πλήρης παραδοχή ότι η λειτουργία τους θα 'πρεπε να είναι υπόδειγμα για την ανθρώπινη νόηση. Κι αυτό συνέβη. Έκτοτε η ταχύτητα και η αποθήκευση πληροφοριών έγιναν αξίες. Οι κατασκευαστές βάλθηκαν να σκέπτονται ¨κατ' αντανάκλαση¨ των προϊόντων τους, αντιγράφοντας αυτό που οι ίδιοι προηγουμένως είχαν βγάλει από το εφευρετικό μυαλό τους. Αν όμως ο εγκέφαλος μιμείται τον ηλεκτρονικό σωσία του, στο επόμενο στάδιο ο σωσίας θα γίνει διάδοχος. Ή εποχή της διαδοχής ήλθε, πράγματι. [...] Επέρχεται, έτσι, βαθμιαία, η συλλήβδην καθίζηση ικανών και ανίκανων. Το ανθρώπινο δυναμικό -που όλο και αναφέρουν την αξία του οι επαΐοντες και οι πολιτικοί πλειοδοτούν επ' αυτού- κατέληξε να είναι ένα αδιάθετο στοκ από δεξιότητες που αραχνιάζει  μέσα στα σπίτια όπου η τηλεόραση φωνασκεί αδιάκοπα, προτρέποντας τους ενοίκους σε ψώνια για να μην πλαντάξουν. [...] Το είχα ανάγκη να προβώ σε μια απόπειρα συνθετική, ενώνοντας τις ψηφίδες και νιώθοντας ότι κατά κάποιον τρόπο θα ήμουν κυρίαρχος πάνω σε ό,τι μου τύχαινε. Ήθελα να ξέρω σε ποιον νόμο υποτάσσονται τα τριξίματα της σόμπας που καίει μες στο δωμάτιο, το τικ τακ του εκκρεμούς στον τοίχο, το κρώξιμο ενός πουλιού έξω από το παράθυρο. Ήταν σχέσεις αμοιβαίας συμπλήρωσης; Αλληλοενίσχυσης; Συγκερασμού; [...] Τότε γιατί αναπτύχθηκε τόσο ο εγκέφαλος; Για να έχει την ευφυΐα να παραδεχτεί την αφλογιστία του; Από την τυφλή δράση προτιμότερη η απραξία; [...] Ό,τι με καθόριζε θα προσπαθούσα να το ανασκευάσω: πριόνισμα του κάγκελου, λύγισμα της σιδηροδοκού. Πάνω στην ύλη θα διακρινόταν η υπογραφή ενός ανυπάκουου. Καθημερινό μου πρόγραμμα η δολιοφθορά των εφήμερων. Θα ήμουν συνεπής; Πάντως η γυναίκα εκείνη ήταν η Μούσα-αρωγός μου. Μου είχε πει με τον τρόπο της ότι το να διευθετώ τη ζωή στα ¨εντεύθεν¨, να τη βάζω αρχικά σ' ένα δίαυλο (που θα μπορούσα και να τον αλλάξω αργότερα), ήταν το πιο σημαντικό που είχα να κάνω, με δεδομένο ότι τη γνώση του έσχατου δεν θα την αποκτούσα ποτέ. Υπομονή, εργασία και θάρρος θα μου έδιναν στο τέλος τη δυνατότητα να μεταστοιχειωθώ: από ύπαρξη ριγμένη στον κόσμο από κάποια ζαριά, θα γινόμουν ενέργεια, μια ενέργεια πηδαλιούχου."


Ακολούθως, σήμερα διάβασα και αυτά τα υπέροχα ποιήματα-πονήματα από ένα νέο ποιητή και έναν παλιό φίλο, σπουδαίο αποτυπογράφο των αποτυπωμάτων της ενέργειας του έξω μας και του εντός μας, ενός διαρκούς Αναζητητή του Ενιαίου και Προσκυνητή της Αισθητικής, ενός Παρακείμενου Διαρκείας, του αγαπητού Στέλιου Παπαλαμπρόπουλου, που στέκει παράμερα στο τέλειο διαρκές παρόν του και με το φακό του, φωτίζει σκοτάδια που λίγοι τολμούν να εισέλθουν και να αναμετρηθούν. Από το δώρο της πρώτης του αυτο-εκδιδόμενης λοιπόν, ποιητικής συλλογής "Ερωκείματα - ερωτηματικά κείμενα σε μορφή κυμάτων", παραθέτω μόνο τούτα τα 3 (καθώς μόνο τούτα Αρκούν για να καταλάβετε το μεγαλείο) (με άδεια αναδημοσίευσης αυτή τη φορά!):






Αρκεί

Όταν με ρώτησαν αν είναι το βλέμμα ή το άγγιγμα πιο δυνατό

τους έδειξα πώς ένα μικρό φεγγάρι πλανημένο, 

καταφέρνει να φουσκώσει ολόκληρη θάλασσα

χωρίς να την αγγίξει.

Αρκεί ένα ολόγιομο βλέμμα του.

Οι άνθρωποι, συνήθιζαν να λένε το φαινόμενο αυτό παλίρροια.


Οδοδείκτης

Δεν τ' αντέχει πολύ τ' ανθρώπινα,

θέλει παράθυρο λέει,

δίπλα.

Θέλει αέρα γι' ανάσες.


Τι ακούς εσύ στην ανάσα μιας πεταλούδας; Φώς;


Ξέρεις τι κάνει μοναδικό

ένα μικρό απόγευμα της Άνοιξης;

Ότι τολμά και υπόσχεται

έναν ολόκληρο Αύγουστο.


Αυλές Αρχοντιάς

Εσείς με το Άλφα που κινούν

τα ονόματά σας,

μεγαλοπρεπείς,

περήφανες.

Με βλέμμα απ' τον Όμηρο

και πρόσωπο απ' τον Ήλιο,

άπειρο!

Να ταξιδεύω πάνω σας,

απλός κι άοκνος

μα παρά δύναμιν τολμητής.

Στις αρχέγονες καμπύλες σας,

που ορίζουν Αρχές και Αξίες

για υπόσχεση πληρότητας.

Ευγνώμων και να φλέγομαι!


Αρκεί λοιπόν, αγαπητοί ελάχιστοι εναπομείναντες επισκέπτες αυτού του ιστοτόπου, μια εξίσωση να καθορίσει και να εξισώσει την Τάξη με την Αταξία, την Οργάνωση με το Χάος, το Όνειρο με τον Εφιάλτη, την Ψυχαγωγία με τη Διασκέδαση, την Υπόληψη με τη Ντροπή, την Ειρήνη με τον Πόλεμο, τον Άντρα με τη Γυναίκα, τον μη-Άντρα με τη μη-Γυναίκα κοκ; Προς τα πού πάμε; Έχει νόημα;




Αντί θέσεων


Αντιθέσεων νοήματα και αντίθετων νοήματα που κατά καιρούς έρχονται σκόρπια και μου χτυπούν την πόρτα, αυτά σας καταθέτω ως απόκομμα της χρονιάς που πέρασε, κατά την οποία απόκαμα παλεύοντας να τα ενώσω, ενόσω ήξερα ότι αυτό είναι ασύμβατο...


Έτσι θα σας τα πετάξω και εγώ σαν φρούτα που βάλαμε στο ψυγείο να συντηρηθούν, μα αργήσαμε και τώρα τα πετάμε σωρηδόν στον κάλαθο, προλαβαίνοντας να πάρουμε μια τελευταία μυρωδιά ανάμεικτη από του φρούτου το άρωμα αναμεμειγμένο με τη σαπίλα που ανέλαβε δράση...

Μην ανησυχείτε αν δεν καταλάβετε τίποτα. Είναι η σαπίλα που μας διαλύει τον εγκέφαλο...


1] Σήμερα, υπάρχει τεράστια Αγονία της Αγωνίας και ελάχιστη Αγωνία της Αγονίας.

2] Σήμερα, υπάρχει Ρεαλιστικοποίηση, Εργαλειοποίηση και Πλαστικοποίηση των Ονείρων. Για αυτό δεν υπάρχουν Όνειρα. Γιατί ακολουθούν πραγματικές έννοιες.

3] Παλαιότερα, προσπαθούσαν να κουραστούν οι γηραιότεροι καθώς έτσι πίστευαν ότι θα παραχθεί έργο δια του μόχθου, ενώ σήμερα, προσπαθούν να ξεκουραστούν οι νέοι καθώς ψάχνουν ανάπαυση της κυνηγημενης τους ζωής.

4] Κάποτε, οι άνθρωποι πίστευαν στην Αρτοκλασία (που μοιραζόταν ομότιμα και δίκαια). Σήμερα, οι άνθρωποι πιστεύουν στην Αυτοπλασία (που μοιράζεται απότομα και παράνομα).

5] Ευγενική Απλότητα και Ήρεμο Μεγαλείο, είναι που μετατρέπουν σε Άνθρωπο ένα Θηρίο.

6] Σήμερα, διαχωρίζουν την κοινωνία στους Μάτσο και στους μάτσο χάλια. Το πρόβλημα είναι όμως ότι δίνουν υπερβολική αξία και στις δυο κατηγορίες χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις πια είναι η πιο προβληματική.

7] Σήμερα, υπάρχει τεράστια Σπατάλη λογικής και το κενό που μένει έχει γεμίσει με τη Λογική της σπατάλης.

8] Σήμερα, υπάρχει τεράστια Άγνοια της Γνώσης και ελάχιστη Γνώση της Άγνοιας.

9] Σήμερα, οι άνθρωποι δεν ακούν όταν μιλάει η Αλήθεια της Σιωπής, γυρίζουν το κεφάλι να ακούσουν μόνο τη φασαρία που προκαλεί η Σιωπή της Αλήθειας.

10] Μας μιλούν για Meta-μόρφωση του Ανθρώπου, αλλά εγώ βλέπω Μετα-μόρφωση Ανθρώπων σε Υπανθρώπους.

11] Μας μιλούν για Meta-pay, αλλά εγώ βλέπω να Παρα-παίει το σύστημα.

12] Μας μιλούν για το κίνημα των ξυπνημένων ("Woke"), αλλά εγώ βλέπω την ακινησία των αποχαυνωμένων ("Delighted").

13] Δεν έχω άλλη ίδια αντοχή για ανοχή στο διαφορετικό.

14] Μια σημαντική πρόσθεση στην εξέλιξη του Ανθρώπου ως έλλογο ον είναι η αφαίρεση και μια σημαντική ελευθερία του Ανθρώπου ως πολιτικό ον είναι η σιωπή ("less is more"), ή όπως το έλεγε καλύτερα η συγχωρεμένη η γιαγιά μου: "τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι".

15] Ο Ρομαντισμός είναι μια Αναπόληση ως Εφαλτήριο όχι ως Οπισθοδρόμηση.

16] Ο Σωκράτης έλεγε πως η Ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε Άνθρωπο.

17] Σήμερα, κοντράρεται το Perfection versus Expression (ελπίζω σε κάποια χρόνια από τώρα η κόρη μου να καταλάβει τι προσπαθούσα τόσα χρόνια να της εξηγήσω και να με συγχωρέσει για όλα τα παρα-Στρατήματά μου).

18] You don't have a second chance for the first impression.

19] There is no plan(et) B. (αυτό για όσους καταστρέφουν τον πλανήτη μας)

20] Η συμμόρφωση γίνεται με 3 τρόπους: την καταστολή, την αποβλάκωση και την εκμάθηση, η τελευταία όμως απαιτεί χρόνο και συνδυασμό των δυο προηγούμενων μεθόδων.

21] Τα παλαιότερα χρόνια ήταν γόνιμα γιατί ο Έρωτας ήταν το ζητούμενο. Σήμερα, που ο έρωτας βρίσκεται σχεδόν παντού και είναι το προαπαιτούμενο, οι εποχές μας είναι άγονες. Παράξενοι καιροί!

22] Όσο και αν τσιμεντώνουν τη Ζωή μας με λευκά κελιά, μπορούμε να βρούμε μια φωλιά να χωρέσει το κορμί μας... και να σκάψουμε μια μαύρη τρύπα να αποκαλυφθούν του ουρανού τα μυστικά.


(φωτό έξω από το εφημερείο μου στο νοσοκομείο)



Αντί ευχών


Για τη ράτσα μας, έχουν γράψει κάπου στα 1000μΧ ποιητές της Βυζαντινής περιόδου, ότι:


«Ποτέ ομόνοιαν οι Ρωμιοί,ποτέ μοναφεντίαν

ποτέ καλών ανάκλησιν ουκ ημπορούν να ιδούσιν»


Αντί ευχών, λοιπόν, ας  προσπαθήσουμε να μιλήσουμε με πράξεις, να αλλάξουμε πρώτα τους εαυτούς μας πριν αλλάξουμε τους γύρω μας και ας προσπαθήσουμε επιτέλους να πιάσουμε δουλειά, πραγματική δουλειά. 


(Υ.Γ.: Πηγή του δημοτικού αυτού ποιήματος είναι από αφήγηση της καθηγήτριας Μαρίας Ευθυμίου στο ευρύ κοινό, που υπάρχει ελεύθερα στο διαδίκτυο)

Ταΐζουν ο ένας τον άλλον

 

Για τη νέα χρονιά να σας ευχηθώ με μια (αντι)παραβολή (όπως τα αντιδάνεια ένα πράμα):


"Στην κόλαση υπάρχει ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο φαγητά, κρασιά και κεριά, αλλά κυριαρχεί μια παγωμάρα. Οι άνθρωποι που κάθονται γύρω από το τραπέζι είναι χλωμοί και κάτισχνοι, και πανοτύ ακούγεται μια κακοφωνία από θρήνους και φωνές. Αντί για χέρια έχουν πολύ μακριά ραβδιά, τα οποία τους εμποδίζουν να φέρουν το φαγητό στο στόμα τους. Όσο κι αν προσπαθούν, είναι μάταιο. Έτσι, μένουν όλοι πεινασμένοι, παρά την ποσότητα των φαγητών που είναι απλωμένα μπροστά τους.

Στον παράδεισο, το σκηνικό είναι παρόμοιο. Υπάρχει πάλι το μεγάλο τραπέζι με τα φαγητά και τα κεριά, αλλά εδώ γύρω από το τραπέζι κάθονται χαρούμενοι άνθρωποι και γελούν. Τραγουδούν και τρώνες. Η ατμόσφαιρα είναι ζεστή και γεμάτη ζωντάνια, και όλοι απολαμβάνουν το φαγητό, το κρασί και την παρέα. Η ειρωνεία είναι ότι και εκείνοι έχουν πολύ μακριά ραβδιά αντί για χέρια, αλλά αντί να προσπαθούν να βάλουν το φαγητό στο δικό τους στόμα, ταΐζουν ο ένας τον άλλον. Σε αυτή την απλή μεταφορά, μια αλλαγή στην οπτική γωνία -η αντικατάσταση του "εγώ" με το "εμείς" μετέτρεψε την κόλαση σε παράδεισο."


(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το εξαιρετικό για νέους γονείς βιβλίο "Γιατί οι Δανοί μεγαλώνουν τα πιο ευτυχισμένα παιδιά στον κόσμο" των Jessica Joelle Alexander και Iben Dissing Sandahl, σελ 148, εκδ Διόπτρα, 2017)


Τα σχόλια δικά σας (και τα σχολιανά, δικά μου).

Υγιαίνετε και Ομορφαίνετε (τον κόσμο και τον εαυτό σας).