Είναι μια νέα προσπάθεια συνάντησης των πνευμάτων κάτω από το φως του έναστρου βραδινού ουρανού, τις ώρες που βγαίνουν οι νεράιδες και τα παραμύθια φαίνονται αληθινά...
Ηρωικοί Μονόλογοι Είναι κάποια παιδιά που δεν έχουν τις καλύτερες ευκαιρίες. Που δεν βαδίζουν το δρόμο το φαρδύ με τα οχήματά τους τα φαιδρά. Μα ξυπόλητα ανεβαίνουν τα μέσα τους βουνά, συλλέγοντας σε σώμα και ψυχή γραντζουνιές και ερινύες. Είναι κάποια παιδιά που κάνουν άτσαλα βήματα, άτσαλα διαβάσματα, άτσαλα διαβήματα και γράφουν άτσαλα άσματα. Είναι αυτά τα παιδιά που ονειρώνονται άτσαλα ονείρατα, σε μια προσπάθεια να κλειδώσουν ατσάλινα τα ρίματα. Είναι κάποια παιδιά που δεν τους έμαθε κανείς τον τρόπο και σαν ανταμοιβή η ζωή τους προίκισε με κόπο. Είναι κάποια παιδιά που βλέπουν παντού τη Φύση την Οικονόμα, εκεί που όλοι οι αφύσικοι βλέπουν μόνο την κονόμα. Είναι κάποια παιδιά που βρίσκουν δύναμη να αντικρίζουν τον Εαυτόν τους και τον κρίνουν. Είναι αυτά τα παιδιά που επιστρέφουν τους κρίνους που τους δίνουν. Αυτά τα παιδιά, αφήνουν τους ηρωικούς μονολόγους για τις μεταμεσονύχτιες ώρες της σιωπής και υποστηρίζουν τους μοναχικούς ήρωες απέναντι στις περσόνες της πορδής. Αυτό το post λοιπόν, αφιερώνεται σε όλα εκείνα τα παιδιά που μοναχά τον δρόμο τους γυρεύουν, σε ένα παρόν που έχει βγει στο σφυρί και πωλείται όσο όσο προς χάριν ενός βέβαιης αβεβαιότητας μέλλοντος...
Αυτή είναι η 1000ή ανάρτηση αυτού του blog! Ξέρω, θα μου πείτε... έχουν γραφεί χίλιες δυο μαλακίες σε αυτό το blog, και θα έχετε και δίκιο, αλλά κρατήστε να μου το πείτε αυτό σε δυο ακόμα αναρτήσεις από τώρα, ώστε να γίνετε ακόμα πιο ακριβείς στα λεγόμενά σας... Δεν το λέω για να σβήσω κεράκια, ή να εκμαιεύσω τα χρόνια πολλά σας, αλλά για να τονίσω τούτο μόνο: Χίλιες αναρτήσεις μετά, από εκείνη την πρώτη φορά, φαντάρος ακόμα ων, και νοιώθω ακόμα στρατευμένος... Το 'χει το όνομά μου άραγε; Στρατευμένος σε μια μάχη που όσο τη βιώνω, τόσο πιο άνιση τη νοιώθω. Μια μάχη με απροσδιόριστο εχθρό, μια μάχη δίχως κράνος, ξέστηθος. Μια μάχη που νοιώθω ότι όλα με κυνηγούν... Ένα περίεργο φοβικό σύνδρομο, μια μανία καταδιώξεως. Μήπως είναι ψευδαισθήσεις από την αβιταμίνωση που βασανίζει τους στρατιώτες εν καιρώ πολέμου; Μια μάχη με τα σπλάγχνα μου (που σε κάθε μεγάλη στιγμή σπαρταρούν και εκρήγνυνται, κόβοντάς μου τα ποδάρια) και με τη θάλασσα (που πάντα αφήνει μια αρμύρα στα χείλη), που και τα δυο "ποτέ δεν ησυχάζουν" κατά τον εθνικό μας ποιητή... Αν κάτι λοιπόν, έχει θέση σε αυτή τη χιλιοστή προσπάθεια έκφρασης, είναι η παρακάτω ευχή... σαν μια ευχή που κάνει ο στρατιώτης όταν, μέσα στα αναχώματα, την ώρα που σκάνε δίπλα του πάσης λογής "βλήματα", σφίγγει στη γροθιά του το φυλαχτό που του 'χει χαρίσει η καλή του να τον συντροφεύει στις δύσκολες εκείνες ώρες του αγώνα του...
"Ο Παλιός Στρατιώτης"
Στίχοι: Ισαάκ Σούσης
Μουσική: Λ. Μαχαιρίτσας
Ερμηνεία: Λ. Μαχαιρίτσας, Χρ. Θηβαίος
Και επειδή η μια ευχή φέρνει την άλλη, δεν μπορεί παρά ο στρατιώτης αυτός, να ευχηθεί κάτι ακόμα, στη ναυαγισμένη του ζωή και στους θησαυρούς που αυτή του αποκάλυψε...
"Αγάπη μου μονάχα να μην κλάψης, ζεστό μη γίνω δάκρυ..."
Πολλές φορές καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το φαινόμενο: να διαφωνούν κάποιοι τόσο πολύ και να βλέπουν τα πράγματα τόσο αντίθετα, όσο απέχει το άσπρο από το μαύρο. Κάποιοι, που θα υποστούν τις συνέπειες, λένε ότι πρόκειται για συγχώνευση. Οι άλλοι, οι έχοντες και κατέχοντες, οι ξερόλες, λένε ότι ενισχύεται η λειτουργία των νοσοκομείων και αξιοποιείται ο διαθέσιμος εξοπλισμός. Δεν μπορείς να πεις εύκολα ποια είναι η αλήθεια, καθότι το μέχρι τώρα ‘γνωστό’, το ξέρεις και το απεχθάνεσαι, ενώ το από εδώ και πέρα, το ‘άγνωστο’, δεν μπορείς να το προδικάσεις, παρά μόνο να το εικάσεις. Συνεπώς, δεν μπορείς να πεις ποια είναι η αλήθεια, διότι απλά δεν πρόκειται για την αλήθεια. Πρόκειται για την πεποίθησή σου, ή πιο απλά, για την πίστη σου. Είναι θέμα του τί πιστεύει κανείς, ή ορθότερα, τι θέλει να πιστεύει. Αυτή είναι η αλήθεια του καθένα. Σαφέστατα, υπάρχουν αδιαμφισβήτητα δεδομένα κοροϊδίας και αηδίας. Τα οποία, μάλιστα, σε προδιαθέουν αρνητικά για το μέλλον, και ορθώς το κάνουν. Υπάρχουν επίσης, αποδείξεις της κατεύθυνσης όπου οδηγούμαστε, όσο και αν κάποιοι μιλούν για την φροντίδα ευαίσθητων ομάδων. Το βασικότερο όμως, για τις πλευρές που διαφωνούν τόσο αντιθετικά, είναι όχι αν ομοφωνούν ή όχι για τη λύση του προβλήματος, αλλά αν αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο το πρόβλημα. Απαραίτητο βήμα λοιπόν, πριν αρθρώσει κάποιος άποψη για τη λύση ενός προβλήματος, είναι να αναπτύξει την οπτική από την οποία ανικρύζει το πρόβλημα. Εκεί κρύβονται πολλές αλήθειες, και κάπου εκεί μάλλον κατασκηνεί και η πίστη του καθενός που προαναφέραμε. Εγώ, τουλάχιστον, βγάζω πολύτιμα συμπεράσματα, από την ανάλυση του καθενός απέναντι στο πρόβλημα. Μόνο ορίζοντας το πρόβλημα, υποδεικνύεις τις λύσεις. Παράδειγμα τρανταχτό; Να βγαίνει η Υπουργάρα Υγείας και να λέει: "Δεν ευθύνομαι εγώ αν δεν έχουν πληρωθεί ακόμα οι εφημερίες των ιατρών, εγώ τις έχω υπογράψει πάντως...". Πόσο άνανδρος μπορεί να είναι κάποιος; Είναι δυνατόν, ένας τέτοιος άνθρωπος να κοιτά την ίδια πραγματικότητα με τον ιατρό ή μάλλον αλληρωθίζει; Η μοίρα μας είναι στα χέρια μας, θεωρούν πολλοί, αγαπητοί μου, και έχουν δίκιο. Το ερώτημα όμως, είναι πώς να την αξιοποιήσουμε αυτήν την κακο-μοίρα, χωρίς να σφαχτούμε, μα και χωρίς να ντραπούμε, ώστε να βρούμε την έξοδο... Μια απλή πρόταση, είναι "ντύσου και βγες, μαζί με όποιον δεν αντέχει τέτοιο ψεύτικο κόσμο...". Δείξε του τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου, και έτσι έλα πιο κοντά. Γεφύρωσε την πραγματικότητά σου με αυτήν του άλλου. Εξέφρασε και μοιράσου την πίστη σου. Μείνε ανυποχώρητος σε αυτήν, μέχρι να αφουγκραστείς και την πίστη του άλλου. Και αν σε πείσει, τότε και μόνο τότε συμπορεύσου.
"Έξοδο βρες"
I Nomadi & Λαυρέντης Μαχαιρίτσα
Δίσκος: Οι άγγελοι ζουν ακόμη στη Μεσόγειο
"ελπίδα πια κανείς δεν έχει, παρά μόνο το δρόμο..."
Οι διαδικασίες πάνω από τους ανθρώπους. Οι συνθήκες πιο ισχυρές από τις προσωπικότητες. Σαν ένα βιομηχανοποιημένο μηχάνημα παραγωγής κιμά, που ό,τι και αν του βάλεις απ' την μια, θα στο βγάλει κιμά απ' την άλλη... Είτε είναι κρέας, είτε σώμα, είτε ψυχή, είτε ενέργεια, είτε όνειρα...
Έτσι και οι συνθήκες εργασίας σε τούτο το νοσοκομείο... Αυτή τη φορά, ο κλήρος του ψυχοβγαλσίματος έλαχε στον πιο σοβαρό, συνεπή, ωραίο και καλοσυνάτο άνθρωπο: στην (νέα) επιμελήτρια Παθολογίας της κλινικής μας. Τόσες ώρες ιδρυματοποίησης, τόσες ώρες τρεξίματος, να παλεύει με τον παραλογισμό του καθενός, να προσπαθεί με απίστευτη ευγένεια ψυχής να παλέψει με θεούς και δαίμονες, με νοσηλευτές και χειρουργούς... Και τελικά μετά από 1,5 μέρα συνεχούς, αχαλίνωτου και βασανιστικού βιασμού ψυχής, αναφώνησε: Αμάν βρε παιδιά, ας τελειώνουμε κάποια στιγμή... Έχουμε και οικογένεια... Εγώ, σε ανάλογο επίπεδο καταπόνησης, θα κατέβαζα καντήλια και χριστοπαναγίες. Ναι, αλλάζουμε εμείς οι άνθρωποι, δεν παραμένουμε πάντα ευγενείς... Να σημειωθεί, ότι η εν λόγω ψυχή, έχει γεννηθεί, μεγαλώσει και ανατραφεί στην Κέρκυρα. Κοινώς, γέννημα θρέμμα της περιοχής. Όχι, για να μην λένε μερικοί καλοθελητάδες, ότι οι προστριβές μου με τους ανίκανους του νοσοκομείου, οφείλεται στην διαφορετικότητα της καταγωγής μου και ότι "εδώ έτσι είμαστε και σε όποιον αρέσει...". Αφού βρε άχρηστοι Κερκυραίοι ούτε οι ίδιοι σας δεν αντέχετε τη βλακεία σας...
Το μεγάλο και πιο δύσκολο δίπολο ενός ευσυνείδητου ιατρού: ιδιωτική εναντίον επαγγελματικής ζωής! Ποιο προέχει; Ποιο προτρέχει; Ποιο αντέχει; Ποιο την πιο μεγάλη αξία στην καθημερινότητά μας έχει;
Και κάποιος απ' έξω περαστικός τραγουδά: της αγάπης την ουσία, την μετρώ στην απουσία...
Πόσο μπορείς να είσαι για τους άλλους; Όταν μάλιστα αυτοί οι άλλοι, είναι ένα δαιδαλώδες και άχαρο σύστημα, στο οποίο επιβιώνει ο πιο φωνακλάς, ο πιο βάρβαρος, ο πιο αλήτης... Μέχρι πού φτάνουν οι αντοχές σου; Μήπως το να παλεύεις να αλλάξεις το σύστημα, είναι ένα φρούδο όνειρο που δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα παραπάνω από προσωπική φθορά;
Απουσία. Μια λέξη που μπορεί να συνυπάρξει (όσο αντιφατικό και αν ακούγεται) με πολλές άλλες λέξεις.
Απουσία σεβασμού.
Απουσία διάθεσης.
Απουσία αγάπης.
Απουσία αντοχών.
Απουσία όρεξης.
Απουσία ενέργειας.
Απουσία ύπνου...
Απουσία έμπνευσης.
Απουσία ονείρου...
Απουσία στήριξης.
Απουσία φωτός.
Απουσία κατανόησης.
Απουσία επικοινωνίας.
Απουσία συντονισμού.
Απουσία συνοχής.
Απουσία νοήματος.
Απουσία απουσίας. Κοινώς δεν λείπει κανείς. Είναι όλοι εκεί. Όλα τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλούν κατάθλιψη. Όλοι οι διαβόλοι και οι τριβόλοι της μικρής, μα βασανιστικής, σκέψης...
Μα η απουσία ταιριάζει καταπληκτικά και με μια ακόμα λέξη: απουσία λήθης... Δεν μπορείς να ξεχάσεις... Κρίμα.
Ανοργασμικοί και αγοραίοι συνειδικευμόμενοι, αδιάφοροι και φασίζοντες προϊστάμενοι, βολεμένοι και μονόχνωτοι νοσηλευτές, τουριστόπληκτοι γείτονες και συγκάτοικοι... Κόρακες που κατασπαράσσουν τη λογική.
Ρυθμοί που σου προκαλούν αναγούλα.
Ταχύτητες που σε κάνουν να σέρνεσαι και να υποβιβάζεσαι.
Ευτυχώς ΔΕΝ είναι όλοι έτσι. Πώς γίνεται όμως αυτοί που ΔΕΝ είναι έτσι, να αναφέρονται συχνά σε μεγάλους δασκάλους που πέρασαν και χάραξαν μέσα τους; Πώς γίνεται ένας καθηγητής Γαρδίκας (που τον γνωρίζω μόνο μέσα από τις αναφορές προς το πρόσωπό του) να αναφέρεται από τα στόματα αυτών των λίγων εξαιρέσεων λες και είναι μέλος κάποιας γειτονικής κλινικής;
Το θέμα του καλού εκπαιδευτή-δάσκαλου έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο. Σήμερα που ανθίζουν κυρίως τα φυτά χωρίς άρωμα και τα γαϊδουράγκαθα, ίσως περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε εκπαιδευτές-εμπνευστές, αν θέλουμε να αλλάξουμε τους εαυτούς μας.
Και εγώ να μην έχω για νοίκι... Και μου έσκασε και το λάστιχο της μηχανής... Και βλέπουμε πώς θα έρθει αυτή η νίκη...
Ώρες ώρες (μια τέτοια ώρα είναι και αυτή που σας γράφω), ξέρετε τι διαπιστώνω; Ότι η έντονη μελέτη του τίποτα, η βαθειά διείσδυση στην ουσία του τίποτα, η εμπεριστατωμένη γνώση του τίποτα, όσο μπορεί να γίνει αυτό αντιληπτό από τον ανθρώπινο νου, απαιτεί δυσανάλογα ποσά ενέργειας ως αντίβαρο για να αντέξεις αυτό το τίποτα. Αν το τίποτα δεν είναι τίποτα, η παραδοχή του και πολύ περισσότερο η συνύπαρξη μαζί του, σε κάθε στιγμή, μορφή ή έκφραση της καθημερινότητάς μας, είναι τα πάντα σε τούτο τον πλανήτη (δεν μπορώ να μιλήσω για άλλους).
Επειδή ακριβώς είναι βαρειά η καλογερική και ακόμα βαρύτερη η συνειδητοποίηση του τίποτα, ώρες ώρες (μια τέτοια ώρα είναι και αυτή που σας γράφω), ζητάς κάτι που θεωρείς απλό (αλλά που στον κόσμο του τίποτα δεν είναι καθόλου απλό): μια ευκαιρία για τον παράδεισο. Και σίγουρα ο παράδεισος δεν είναι στη Γη (το παραδέχεται εξάλλου και η θρησκεία μας, αλλά όχι ο παππούς μου, που θεωρεί ότι "παράδεισος και κόλαση είναι εδώ"). Οπότε, σε αυτό ακριβώς το σημείο γίνεται η σύνδεση τούτου του πλανήτη με άλλους πλανήτες. Να, λοιπόν πώς το τίποτα ετούτου του πλανήτη συνδέεται με τα πάντα των άλλων πλανητών. Αυτό ίσως ήταν και η αιτία που ο άνθρωπος κατόρθωσε να ξεφύγει από τα στενά όρια της Γης και να δει λίγο από τον υπόλοιπο συμπαντικό κόσμο...
Μια βόλτα αρκεί. Στρίβεις σε μια ταμπέλα που λέει προς "Άγιο Γεώργιο" και περιμένεις να βρεις ένα έρημο εκκλησάκι και μια έρημη παραλία. Είναι η ευκαιρία σου να την εξερευνήσεις. Εκτός όμως από το ερημοκκλήσι και την έρημη παραλία βρίσκεις και ένα ζευγάρι. Ένα γνωστό σου ζευγάρι. Αυτή, βαρειά άρρωστη, χρονίως πάσχουσα, με ακρωτηριασμένο κάτω άκρο, καθιστή σε αναπηρική καρέκλα, αγναντεύσουσα το δείλι που έρχεται καμαρωτό καμαρωτό. Αυτός, να της μιλά αδιάκοπα, να την χαϊδεύει, να έχει μια κορμοστασιά καμαρωτή καμαρωτή, αλύγιστη, με άσβεστη φλόγα και αντοχές ακόμα να χαμογελά. Ξυλουργός στο επάγγελμα, μιλά για το τεχνητό μέλος που δεν μπορεί να το δεχτεί αυτή, καθώς φοβάται μην πέσει και έτσι δεν το θέλει, το απαρνείται. Αυτός και Αυτή είνα μαζί 40 χρόνια, 3 μήνες και 2 μέρες. Έραψαν και έκοψαν τα όνειρά τους ώστε να τους χωράνε μαζί και τους δυο, πάλεψαν και συνεχίζουν -ίσως όχι με τον ίδιο ζήλο και πάθος αλλά συνεχίζουν- για την επόμενη ημέρα. Αυτός φαίνεται στα μάτια του, αγαπάει Αυτήν. Και Αυτή, δεν πάει πισω, αλλά είναι τόσο καταβεβλημμένη από τόσες παθήσεις. Δεν ήθελα να τους διακόψω άλλο. Ήταν ιδιωτική στιγμή, υπό τη σκέπη του Αγίου Γεωργίου. Συμφωνούμε ότι κάποια στιγμή θα μου πουν το μυστικό τους, αυτό που τους κρατά μαζί τόσα χρόνια, αυτό που στηρίζει την αγάπη τους... Έτσι, παίρνω δρόμο.
Το κουβαδάκι μου (δηλαδή το μηχανάκι μου) και σε άλλλη παραλία. Μία παραλία, λίγα λεπτά πιο πέρα. Μόλις είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Μια παρέα γυναικών να παίζει και να γελά στην παραλία. Βουτάω. Και ξαφνικά ακούω από ακόμα πιο βαθειά να μου φωνάζει ένα παλικάρι από τα λίγα. Αυτός, μετανάστης, μα ίσως πιο Έλληνας από πολλούς Έλληνες. Και πρώτα από όλα στα ελληνικά, είναι πιο καλός από πολλούς μας. Αυτός, συνεχίζει να βουτά σε βαθειά νερά και να ονειρεύεται με ένα χαμογέλιο μόνιμα αγκυροβολημένο στο πρόσωπό του - ίσως είναι το μόνο τόσο σταθερό που υπάρχει και τον ακολουθεί στην τόσο αβέβαιη και ασταθή ζωή του. Μου λέει να μου γνωρίσει την παρέα του. Ποιά; του λέω, αυτό το γυναικομάνι εκεί έξω; Ναι, μου λέει. Μάλλον για χαρέμι σου, μου φάινεται, του λέω. Αυτός, χαμογελά ακόμα πιο έντονα και βγαίνουμε έξω, εκεί στην παραλία, στο μεταίχμιο, όπου το κύμα συναντά την αμμουδιά, την χαϊδεύει τρυφερά και ρυθμικά και της ξεφουρνίζει σιγανά τα μυστικά της θάλασσας από τα βάθη της Μεσογείου... Αυτός, μου λέει ότι είναι πλέον άνεργος, δεν τον προσλαμβάνουν ξανά και τον απασχολεί η επόμενη ημέρα στη ζωή του. Πόσες μέρες ήταν -και θα είναι πολύ πιθανόν- γεμάτες με τόση ανησυχία; Ανησυχία, που όμως δεν αφήνει να ξεφύγει από μέσα του, ειδικά μάλιστα όταν πέριξ υπάρχει χαρέμι... Βλέπεται, αυτή η προαιώνια μάχη των δυο φύλων που δεν θέλει τον άντρα τίποτα λιγότερο από μαχητή. Αυτός, είναι και με το παραπάνω. Και γύρω του, Ελληνίδες, Γερμανίδες και λοιπής ράτσας, συνθέτουν ένα χαρέμι όλο χάρμα. Κάποιοι γεννιούνται μαχητές και δεν σταματούν να μάχονται.
Έφυγα, μόλις το σκοτάδι είχε προλάβει να απλώσει την εσάρπα του σε θάλασσα, βουνά, ουρανό και ανθρώπους. Όχι, όμως όλους τους ανθρώπους. Κάποιοι εξακολουθούν να λάμπουν, μέρα και νύχτα. Κάποιοι είναι αυτόφωτοι και δεν χρειάζονται επαναφόρτιση. Τα καταφέρνουν από μόνοι τους, ό,τι και να τους έρθει στο διάβα τους.
Πάνω στο κουβαδάκι μου (το μηχανάκι μου εννοώ) και επιστροφή στο σπίτι. Στην ασφάλεια της μοναξιάς.
Κατάλαβα όμως ότι είμαστε όλοι συγκάτοικοι, σε τούτη την ξερολιθιά που οι κάτοικοί της την αποκαλούν "Γη". Συγκάτοικοι, ο καθείς με τις παραξενιές του, με τα προτερήματά του, με τα γούστα του, με τα ζόρια του. Συγκάτοικοι, σε κάτι που στην καλύτερη ή στην χειρότερη, μπορεί να χαρακτηριστεί ως "τρέλα".
Ποιός ο λόγος βέβαια που σας τα λέω όλα αυτά θα με ρωτήσετε... Έτσι, για να περνάει η ώρα μας μάλλον θα απαντήσω...
Σήμερα η μέρα ήταν συννεφιασμένη, με διαστήματα ψιχαλίσματος. Σήμερα η μέρα ήταν ένα συνεχές τρέξιμο, χωρίς διαστήματα ξεκούρασης. Το μόνο που πρόλαβα, ήταν να σηκώσω κάποια στιγμή το βλέμμα μου προς τον ουρανό και να αντικρίσω τις τιτάνιες μάχες των ηλιαχτίδων με τα μαύρα σύννεφα. Τότε κατάλαβα ότι οι δικές μας μάχες δεν είναι τίποτε μπροστά σε αυτά που γίνονται εκεί έξω... Εμείς είμαστε εγκλωβισμένοι να τυραννιόμαστε στην αναζήτηση μιας ιδέας που δεν ξέρουμε καλά καλά τι θα αφορά, ενώ κάποιες άλλες δυνάμεις εκεί ψηλά παίζουν το δικό τους παιχνίδι χωρίς να ενοχλούνται από την παρουσία μας!
"Συννεφιασμένε μου Ουρανέ" (Canzone Del Sole) Μουσική, στίχοι: Lucio Battisti-Mogol (ελληνικοί στίχοι: Γιάννης Μαύρος) Ερμηνεία: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Φίλιππος Πλιάτσικας, Διονύσης Τσακνής και Domenica
(από http://www.youtube.com/watch?v=nmPk3ZQs1xM)
"...μέσα απ'τα μαύρα γυαλιά..."
(που κάποιοι εξακολουθούσαν να φορούν σήμερα, παρόλη την καταχνιά)
Υ.Γ.: Ρε μπας και μέσα από τα μαύρα γυαλιά η μαυρίλα της καθημερινότητας φαντάζει με διαφορετικό χρώμα...; Ομοιοπαθητικώς ομιλώντας, αυτό έχει κάποια εξήγηση...