Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεφέρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεφέρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πώς να τους εξηγήσεις;

 

Ιστορία και Τέχνη συμπλέκονται και αποτελούν τα δυο κομμάτια μιας καρδιάς.


Είναι σπουδαία η Ιστορία της Τέχνης, καθώς αποτυπώνει συναρπατικά τα γεγονόντα,

μα και συναρπαστική η Τέχνη της Ιστορίας, καθώς μεταλαμπαδεύει σπουδαία τα γεγονότα.


Μαζί, σπάνε τα σύνορα, ταξιδεύουν το νου.



(ακούω το τραγούδι, και βλέπω μπροστά μου το γνήσιο χειρόγραφο του Μ. Τόκα)





"Η δική μου η πατρίδα"
Στίχοι: Νεσιέ Γιασίν
Μτφ: Έλλη Παιονίδου
Μουσική: Μάριος Τόκας
Ερμηνεία: Μαζί





Εδώ ταιριάζει απόλυτα το κάτωθι απόσπασμα του Σεφέρη...


Πώς να τους εξηγήσεις στους αδαείς... τι είναι Ιστορία;




Απ' τον Ελύτη ως τον Σεφέρη το πιο βαθύ σκοτάδι φαίνεται το μεσημέρι...



Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη



Ξεκινήστε να ταξιδεύετε με τους στίχους του μεγάλου ποιητή...


Κρατήστε τον στίχο:

"για αλλού, για αλλού ξεκίνησα..."


Θυμηθείτε ότι ο ίδιος ποιητής, είχε πει:

"Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ..."


Όπως, επίσης ότι έχει πει και εκείνο το:

"Εάν εντείνετε το λευκό θα φτάσετε στο μαύρο..."



Και τώρα συνδυάστε τα όλα αυτά μαζί, μπας και βγάλουμε συμπέρασμα για τη ζωή μας:

Ξεκινάς για αλλού, θέλοντας κάτι μικρό, όχι μεγάλο, όχι βαρύγδουπο ("Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά", είχε πει ο άλλος μεγάλος, ο Γ. Σεφέρης, στο ίδιο μήκος κύματος με αυτά που διαπραγματευόμαστε εδώ), όχι κίβδηλο, όχι φτιασιδωμένο, παρά μόνο ξεκινάς από το ελάχιστο αυτού του κόσμου. Με αυτό το ελάχιστο όμως, σου μάθανε ότι μπορείς να φτιάξεις ολάκερο τον κόσμο (το είχε πει και αλλού ο Ο. Ελύτης "Αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις"). Στο έχουν δείξει και οι άνθρωποι που σε ανάθρεψαν, με την ίδια τη ματωμένη ζωή τους, ότι μπορείς. Και πλέον πέρασε στο αίμα σου, γιατί και εσύ αίμα αυτών που στο δείξανε είσαι, πέρασε στον εγκέφαλό σου, στα μάτια σου, στον τρόπο που ψηλαφάς τη ζωή, στο βλέμμα σου απέναντι στην καθημερινότητά.

Σου είπαν όμως, να είσαι και απόλυτος, ως ισοδύναμο του "έντιμος", του "ακλώνητος". Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα προστατέψεις το ελάχιστο που κρατάς στα χέρια σου, αλλιώς θα εξαφανιστεί στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Το "απόλυτο" όμως, έχει μέσα του το πολύ. Το πάρα πολύ. Για την ακρίβεια, έχει ολόκληρο το πολύ. Και καλείσαι τώρα, στο ελάχιστο να χωρέσεις όλο το πολύ. Τι άλλο παρά τιμωρία, μπορεί να ονομαστεί αυτή η δοκιμασία που σου χρεώθηκε;

Και εσύ το κάνεις. Κοιτάς τον Ήλιο μες στα μάτια - και τα δικά του και τα δικά σου. Προσπαθείς, μέσα από την πιο μικρή τρύπα, την κόρη των ματιών σου (ιδού το "ελάχιστο"), να χωρέσεις όλο το φως του Ήλιου (ιδού το μέγιστο και το "απόλυτο"), όλη την καθαρότητα που συμπυκνώνεται σε τόσο Φως. Το αποτέλεσμα ποιό άλλο μπορεί να είναι αν όχι η, με μαθηματική ακρίβεια, τύφλωση που τόλμησες, υπακούοντας στο χρέος, να αντικρύσεις το απόλυτο; Να γιατί, αν θελήσεις να δεις το πιο καθαρό, το πιο λευκό, το πιο φωτεινό Φως, δεν φτάνεις παρά στο Απόλυτο Μαύρο... Απέναντι στο Απόλυτο Φως μπορεί να σταθεί μόνο το Απόλυτο Μαύρο. Όλα τα υπόλοιπα λιώνουν, εξαφανίζονται (ορθότερα, εξαχνίζονται). Και το Μαύρο αυτό, είναι προέκταση του Λευκού, εξέλιξή του αναπόφευκτη.

Ξαναδιαβάστε τώρα ανάποδα την ανάρτηση αυτή, και δείτε πώς η συγκεκριμένη διαδικασία μας οδηγεί στο "Παράπονο" του Ελύτη (αλλά και κάθε ποιητή) που τυχαίνει, με το πολύ με το οποίο αναζητά κανείς το ελάχιστο, να χάνει ολόκληρο το πολύ αλλά και ολόκληρο το ελάχιστο. Του μένει κάτι όμως: η βίωση ότι κατόρθωσε και είδε το Απόλυτο. Θα μου πείτε, ως ανάμνηση μόνο τι αξία έχει; Θα σας πω: κάποιοι ζουν μόνο μέσα από τις αναμνήσεις τους και για αυτούς είναι απολύτως τα πάντα.

Ας αφιερωθεί λοιπόν αυτό το τραγούδι, σε εκείνους που όλη η αξία της ζωής τους, φυλάσσεται στις αναμνήσεις τους και σε όλους εκείνους που κάπου στα μισά του δρόμου, παραδέχονται ότι για αλλού ξεκίνησαν και αλλού βρέθηκαν. Ιδού τουλάχιστον πού τους φάνηκε χρήσιμο το "έντιμο" που τους δίδαξαν: στην παραδοχή ότι έχασαν το δρόμο. (Και αυτό το έχει συμπυκνώσει πάλι ο έτερος μεγάλος ποιητής, Γ. Σεφέρης, σε εκείνο το "πήραμε τη ζωή μας. λάθος! Και αλλάξαμε ζωή." Χαρακτηριστικό ότι χρησιμοποιείται η λέξη "μεσημέρι", ως το μέσον της μέρας, το μέσον της διαδρομής του ήλιου ή αλλιώς "τα μισά του δρόμου" που είπε και ο Ελύτης... η ίδια θεματική, η ίδια προβληματική. Ο ένας τονίζει την αίσθηση, δηλαδή το παράπονο, ο άλλος το καταπίνει, αρνείται να αναλύσει περαιτέρω και τονίζει την κίνηση, μέσα από την οποία αλλάζει ζωή, ως αναγκασμός για επιβίωση.)



"Άρνηση"
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη







Υ.Γ.: Αφορμή για αυτήν την ανάρτηση, το διάβασμα του βιβλίου "Το Φως των Ελλήνων" του Νίκου Δήμου, από όπου κρατάω το συγκλονιστικά σύγχρονο και για πάντα διαχρονικό: "Το απόλυτο πληρώνεται. Η ομίχλη (που είναι μίγμα Είναι και μη-Είναι) σε συνηθίζει στην ιδέα του γκρίζου". Ως πότε ακόμα γκρίζο γύρω μας;


Το τελευταίο της ζωής του ταξίδειον...



Πονά ο κεραυνός;
Κρυώνει;
Διψά;
Μένει μόνος άραγε;
Με τι παλεύει;
Σε ποιους μιλά;
Και ποιους αιθέρες σκίζει;
Κουρνιάζει κάποτε λοιπόν;



(απόσπασμα από το ποίημα "Έρημη Χώρα", του Τόμας Έλιοτ, γραμμένο το 1922, που του χάρισε εν πολλοίς τη φήμη του και το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1948 - μετάφραση Γιώργου Σεφέρη)



"Άλμπατρος"
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Στίχοι: Σαρλ Μπωντλαίρ
(Μετάφραση: Αλ. Μπάρας)
Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας




Αφιερωμένα τα παραπάνω ποίηματα 
σε έναν άνθρωπο 
με το ίδιο όνομά και επίθετο με το δικό μου, 
το ίδιο ανάστημα και σωματότυπο με το δικό μου, 
την ίδια μεγάλη μύτη με τη δική μου,
πιθανόν τις ίδιες αναζητήσεις και μοναχικότητα με τη δική μου,
αλλά σίγουρα,
με καλύτερη ψυχή από τη δική μου,
πιο καθάρεια παρά το σκονισμένο του κορμί,
περισσότερη σοφία από τη δική μου,
και ας μην πήγε σχολείο,
ηρεμία στο λόγο και τις κινήσεις,
παρότι δεν γνώρισε γονείς,
και ακόμα περισσότερη υπομονή από τη δική μου,
παρότι δεν περίμενε τίποτε άλλο παρά το θάνατο...

Δίπλα του πρωτοσυνάντησα τις έννοιες
καρτερικότητα και αγιοσύνη
σμιλευμένες στον ανάλαφρο ίσκιο του
που κουβάλαγε παντού και πάντα.

Είναι ο άνθρωπος που η στάση ζωής του,
με έχει καθορίσει:

ο παππούς μου
που ήδη ταξιδεύει δια παντός
και προ παντός...
για το ποιητικό άπειρο.

Καλή αντάμωση παππού.


Άνω σχώμεν τας τελείας...



Συνήθως, όταν η μουσική συναντά την ποίηση, την απογειώνει...


Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, που την διαστρεβλώνει και την παρεξηγεί, ή τουλάχιστον, την παραλάσσει από την αρχική της νοηματική μορφή με την οποία ο ίδιος ο δημιουργός της, την μπόλιασε...


Ένα τέτοιο τρανταχτό παράδειγμα είναι το ποίημα "Άρνηση" του Σεφέρη, σε μελωποίηση Μίκη Θεοδωράκη.


Και η όλη παρεξήγηση, είναι η αδυναμία της μουσικής να αποδώσει μια άνω τελεία !


Ας παρακολουθήσουμε το ποίημα και ας προσπαθήσουμε να μπούμε στην ατμόσφαιρά του:



Άρνηση 


Στο περιγιάλι το κρυφό 

κι άσπρο σαν περιστέρι 
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό. 

Πάνω στην άμμο την ξανθή 

γράψαμε τ’ όνομά της
ωραία που φύσηξε ο μπάτης 
και σβήστηκε η γραφή. 

Με τι καρδιά, με τι πνοή, 

τι πόθους και τι πάθος 
πήραμε την ζωή μας• λάθος! 

κι αλλάξαμε ζωή...



Ο ποιητής -κατά τη δική μου πάντα ερμηνεία- προσπαθεί να τονίσει τον τρόπο και τη στάση ζωής τα οποία συνόδευαν τους οδοιπόρους του ποιήματος (αναφέρεται σε πρώτο πληθυντικό) ώστε να πάρουν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και όταν αναφωνεί ότι ήταν όλο αυτό "λάθος", δεν περιορίζεται μόνο στην κατεύθυνση ζωής, ως μια απλή επιλογή πορείας, αλλά γιγαντώνεται για να συμπεριλάβει όλα αυτά που υπονοεί πριν την άνω τελεία, δηλαδή, όλο εκείνο το πάθος, την ένταση, την πεποίθηση και την (εν)κάρδια (εν)συναίσθηση ότι διαλέγει μια στάση ζωής -και συνεπώς και μια συγκεκριμένη κατεύθυνση- που αρθρώνεται σε ένα ολόκληρο αξιακό σύστημα συμπεριφοράς και υποστήριξης αυτής της συμπεριφοράς. Άρα, δεν είναι μόνο η κατεύθυνση του δρόμου της ζωής, αλλά είναι όλα εκείνα τα στοιχεία με τα οποία επενδύει την επιλογή του για τη συγκεκριμένη κατεύθυνση καθώς και όλα εκείνα τα εφόδια που κουβαλά στο δισάκι του ο οδοιπόρος για να τον συντροφεύουν στο μακρύ ταξίδι αυτής της κατεύθυνσης. Δεν είναι η κατεύθυνση, αλλά ο δρόμος. Δεν είναι το σημείο του ορίζοντα που μετρά, αλλά η βούληση να φτάσει κανείς ως εκεί. Δεν είναι το τέλος στον χάρτη που αναζητείται επίμονα, αλλά η αρχή του.


Και όταν συνειδητοποιούν οι οδοιπόροι του ποιήματος το λάθος, δεν είναι λοιπόν η λάθος κατεύθυνση, όπως πιθανόν αποδίδεται λανθασμένα από τον τραγουδιστή, ο οποίος δεν φρενάρει και λέει μονοκόματα τη φράση "πήραμε τη ζωή μας λάθος", εξωστρακίζοντας εντελώς την άνω τελεία από το ποίημα, αλλά είναι πρωτίστως η λάθος αντίληψη, η λάθος ενσυναίσθηση, το λάθος αξιακό σύστημα, που η ψυχή γεννά δημιουργώντας ουτοπικές κατευθύνσεις και τις οποίες καλείται έπειτα να διαβεί το τυραγνισμένο σαρκίο... Άρα, το λάθος δεν είναι η διαδρομή, αλλά η χάραξή της και η αρχική πεποίθηση σιγουριάς και πάθους που ντύνει την απόφαση έναρξης μιας τέτοιας διαδρομής...


Το σημείο της άνω τελείας, που διαχωρίζει όλες εκείνες τις σφριγηλές έννοιες περί αξιακού συστήματος πριν από αυτήν, και όλες εκείνες τις αφυδατωμένες έννοιες που έπονται μετά από αυτήν, σε μια ενδιάμεση συνειδητοποίηση του λάθους που χωρίζει αυτούς τους δυο κόσμους, είναι κάτι που διαπραγματεύεται και η Εκκλησία με εκείνο το "άνω σχώμεν τας καρδίας", αλλά και ο άλλος τεράστιος ποιητής Καβάφης με το ποίημα του "Ιθάκη".


Αφενός, η Εκκλησία, επιβεβαιώνει την "εναπόθεση" της καρδιάς του πιστού στο αξιακό σύστημα του Χριστού και σε όλα εκείνα που ο Θεάνθρωπος πρεσβεύει για την Εκκλησία και τους πιστούς της. Η καρδιά λοιπόν, του πιστού, εναποτίθεται και εναπόκειται στο κοσμοείδωλο της χριστιανικής θεώρησης της πραγματικότητας και του αξιακού της ενδύματος. Η ένταση, το πάθος, η συμμετοχή, η πίστη και η πνοή, είναι βασικά προαπαιτούμενα στοιχεία που συνθέτουν τις έννοιες "προ της άνω τελείας", δηλαδή πριν ο πιστός εναποθέσει την καρδιά του και όλη του την ύπαρξη προς τα άνω και προς τον θεό του. Είναι τα στοιχεία εκείνα που γεννούν τη συνειδητοποίηση της κατεύθυνσης που πρέπει κάποιος να βαδίσει.


Το ίδιο εννοεί και ο ποιητής Καβάφης στην "Ιθάκη" του, καθώς εναλλάσσοντας τον ποιητικό του φακό, από πολλές διαφορετικές σκηνές κατευθύνσεων όπως οι Λυστριγόνες και οι Κύκλωπες, τονίζει ότι σημασία έχει, όχι η ίδια η κατεύθυνση, αλλά το ταξίδι, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο συμμετέχεις και πορεύεσαι σε μια κατεύθυνση, ο οποίος είναι ευρύτερος και ανώτερος (δηλαδή σε πιο υψηλό και πολύπλοκο επίπεδο σύλληψης) σε σχέση με την ίδια την κατεύθυνση. Ο τρόπος, η ένταση, το πάθος και η πίστη, όλα αυτά και άλλα πολλά συνθέτουν το αξιακό σύστημα ενός εκάστου από εμάς και όλο μαζί το αξιακό σύστημα είναι με μια λέξη η "Ηθική" του καθενός μας.


Άρα, όταν ο ποιητής Σεφέρης, βάζει την άνω τελεία, είναι για να διαχωρίσει δυο κόσμους αγεφύρωτους, και συγκεκριμένα έναν κόσμο παλαιάς ηθικής και έναν κόσμο νέας ηθικής (που με τα κριτήρια της παλαιάς ηθικής μπορεί αυτή η νέα, να φαντάζει ακόμα και ανήθικη...) και όχι απλά για να διαχωρίσει δυο κατευθύνσεις, μια σωστή από μια λάθος.


Η άνω τελεία λοιπόν, είναι για να διαχωρίσει δυο παντελώς διαφορετικές ζωές και όχι απλά να διαχωρίσει δυο κατευθύνσεις μέσα στην ίδια ζωή...


Η άνω τελεία του ποίηματος, είναι τελικά (δια)δήλωση περίτρανης ηθικής ματαίωσης και ηθικού διχασμού.




"Γράμμα στο Θεό"
Στίχοι: Μαριεύη Μήτρου
Μουσική, Ερμηνεία: Χρήστος Νινιός




"Στέλνω ένα γράμμα στο Θεό, 
σ' όποιον Θεό πιστεύω 
να μου χαρίσει δυο ζωές, 
εσένα να λατρεύω 
να περπατήσω μέσα σου, 
να γίνω η πνοή σου 
το δάκρυ σου, το γέλιο σου, 
καθρέφτης της ψυχής σου 
η αντανάκλασή σου... "






Υ.Γ.1: Δεν είναι τυχαίο που ο Σεφέρης και η σύζυγός του, τόνιζαν στον Θεοδωράκη και τον Μπιθικώτση, τη σημασία που έχει αυτή η άνω τελεία στο ποίημά του και την απαιτούμενη παύση που πρέπει να κάνει ο τραγουδιστής για να δηλωθεί το νόημα... Έλεγαν χαρακτηριστικά: "προσοχή στην άνω τελεία!" και είχαν θυμώσει τελικά που αποδόθηκε διαφορετικά, για να ηχογραφηθεί εκ νέου αργότερα και να αποδοθεί καλύτερα από το Γιώργο Μούτσιο!

Υ.Γ.2: Το πιο μεγάλο ερωτηματικό όμως, με το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη (και εκεί για μένα κρύβεται η σπουδαιότητα αυτού του ποιήματος), δεν είναι ο ρόλος της άνω τελείας, όσο ο ίδιος ο τίτλος του. Για ποια άρνηση μιλά ο ποιητής; Για την άρνηση της ζωής απέναντι στους οδοιπόρους της; Για την άρνηση των οδοιπόρων για την πρώτη τους ζωή που τους έβγαλε ως εδώ; Ή για την άρνηση των οδοιπόρων για τη νέα ζωή που πρόκειται να ξεκινήσουν...; Το κάθε ερωτηματικό, και ένα τεράστιο φιλοσοφικό κεφάλαιο...


Μεταφορά υπολοίπου.


Υπάρχει μια πάθηση λένε οι ψυχίατροι, που λέγεται συναισθηματική μεταφορά. Κάτι σαν τη μεταφορά υπολοίπου... Ένας σύντομος ορισμός θα μπορούσε να είναι ο εξής:


"Είναι το σύνολο εκείνων των τρόπων με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και αντιδρούμε σ' αυτόν έτσι όπως αναπτύσσεται κατά την παιδική μας ηλικία και που συνήθως προσιδιάζουν εξ ολοκλήρου στο περιβάλλον της παιδικής ηλικίας (συχνά είναι μάλιστα σωτήριοι), αλλά που μεταφέρονται ακατάλληλα στο περιβάλλον του ενηλίκου. Οι τρόποι που η μεταφορά εκδηλώνεται, αν και πάντοτε διεισδυτικοί και βλαβεροί, είναι συχνά δυσδιάκριτοι.


...αν θέλουμε να είναι οι χάρτες μας ακριβείς, θα χρειαστεί να τους αναθεωρούμε συνεχώς. Ο ίδιος ο κόσμος διαρκώς αλλάζει. [...] Ακόμα πιο δραματικά, η σκοπιά από όπου θεωρούμε τον κόσμο αλλάζει διαρκώς και πολύ γρήγορα. Όταν είμαστε παιδιά είμαστε εξαρτημένοι και αδύναμοι. Όταν γίνουμε ενήλικοι, μπορούμε να είμαστε δυνατοί. Ωστόσο, σε περίπτωση αρρώστιας ή γεροντικής αναπηρίας μπορεί να ξαναγίνουμε αδύναμοι και εξαρτημένοι. Όταν έχουμε παιδιά που πρέπει να φροντίσουμε, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ' όταν δεν έχουμε κανένα παιδί. Όταν ανατρέφουμε μικρά, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ' όταν ανατρέφουμε εφήβους. Όταν είμαστε φτωχοί, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ' όταν είμαστε πλούσιοι. Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε με νέες πληροφορίες για τη φύση της πραγματικότητας. Αν θέλουμε να αφομοιώσουμε αυτές τις πληροφορίες, πρέπει συνεχώς να αναθεωρούμε τους χάρτες μας, και μερικές φορές όταν αρκετές νέες πληροφορίες έχουν συσσωρευτεί, πρέπει να κάνουμε πολύ σημαντικές αναθεωρήσεις. Η διεργασία της αναθεώρησης, και ιδιαίτερα της σημαντικής αναθεώρησης, είναι επίμοχθη, μερικές φορές μάλιστα βασανιστική. και εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγαλύτερη πηγή πολλών από τα κακά του ανθρώπινου γένους. 


Τι συμβαίνει όταν ένας έχει μοχθήσει πολύ και για μακρόχρονο διάστημα για να σχηματίσει μιαν ικανοποιητική κοσμοαντίληψη, έναν φαινομενικά χρήσιμο και πρακτικό χάρτη, και ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πληροφορία που δείχνει πως η αντίληψη αυτή είναι λαθεμένη και πως ο χάρτης χρειάζεται σε ένα μεγάλο μέρος του να ξανασχεδιαστεί; Η απαιτούμενη οδυνηρή προσπάθεια φαίνεται τρομερή, σχεδόν συντριπτική. Εκείνο που κάνουμε πιο συχνά και συνήθως ασυνείδητα, είναι να αγνοούμε το νέο στοιχείο.


Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ένα τέτοιο άτομο μπορεί να ξοδεύει πολύ περισσότερη ενέργεια υπερασπίζοντας μια απαρχαιωμένη κοσμοθεωρία από ό,τι θα χρειαζόταν για να την αναθεωρήσει ή να την διορθώσει."



(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το έργο του Σκοτ Πεκ, "Ο Δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος", εκδ. ΚΕΔΡΟΣ 1988, σελ. 46)



Τι μας λέει αυτή η πάθηση συνεπώς; Ότι συνεχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο με τα παιδικά μας μάτια. Ο κόσμος του ενήλικα απαιτεί άλλα προσόντα και άλλα κριτήρια για να ζεις μέσα στον κόσμο και όχι εκείνα τα κριτήρια που απόκτησες σαν παιδί. Αυτό, δεν ξέρω αν λέγεται ωριμότητα ή προσαρμοστικότητα. Το πρόβλημα όμως ξεκινά, όταν ένα παιδί μεγαλώνει με τέτοια αξιώματα και με τέτοια κοσμοθεωρία, κατά τα οποία γαλουχείται να παραμένει συνεπής, σταθερός, αμετάβλητος και συμπαγής, ως στοιχεία μιας καθαρής, άμεμπτης, ειλικρινούς και χωρίς κρυφά σημεία, προσωπικότητας. Αντιλαμβάνεστε, αν το φυσιολογικό είναι οι άνθρωποι να αλλάζουν και να αναθεωρούν τη ζωή τους, πόσο τραγικές φιγούρες είναι εκείνοι οι φερέλπιδες νέοι που αναγκάζονται να συνειδητοποιήσουν ότι όλο το οικοδόμημα περί σταθερότητας χαρακτήρα που χρόνια έκαναν για να χτίσουν, είναι σε εντελώς λάθος κατεύθυνση: και ο Ερωτόκριτος ψεύτικος, και η Αρετούσα μόνο στη φαντασία, και ο Πλατωνικός Έρως ανύπαρκτος και ο Ιπποτισμός ουτοπικός και το φεγγαράκι χάρτινο... Πώς αλλάζεις τη ζωή σου όμως, όταν από μικρός έμαθες να αντιστέκεσαι και να παραμένεις αμετάβλητος στα όνειρά σου και τους στόχους σου, κόντρα στον καιρό και στη φθήνια των ανθρώπων και πώς γίνεται να πρέπει να αλλάξεις όταν σκληραγωγήθηκες  από μικρός στο να μην αλλάζεις παρά τα τόσα ρεύματα που προσπάθησαν να σε τραβολογήσουν από εδώ και από εκεί και που προσπάθησαν να σε αποπροσανατολίσουν από το στόχο σου; 


Το ερώτημα είναι πολύ πιο απλό: πώς γίνεται να παραδεχτείς ότι η ζωή που έχτισες σαν παιδί και έβαλες τα θεμέλιά της για την ενήλική ζωή σου, θυσιάζοντας πολλά πράγματα στο διάβα ειδικά της νεανικής σου ηλικίας, είναι μια ζωή ουτοπική, χωρίς κανένα πρακτικό νόημα όταν πια φτάσεις να είσαι ενήλικας... Πώς γίνεται να αποδεχτείς ότι το "να αλλάζει" κάποιος είναι θεραπευτικό, όταν όλη σου τη ζωή ολόκληρο το "είναι" σου χτιζόταν γύρω από την ακλόνητη πεποίθηση ότι ικανός και άξιος είναι αυτός που "δεν αλλάζει" και που αντιστέκεται στις μη-αξίες της ζωής; 


Πώς θα νοιώθατε αν σας έλεγε κάποιος πως το νερό που πίνατε από όταν γεννηθήκατε δεν είναι τίποτε άλλο από ένα δηλητήριο...; Μπορείτε να αντιληφθείτε το μέγεθος του βασανισμού της ψυχής και τη συντριβή της;





"Τι λάθος κάνω;"
Στίχοι, Μουσική: Πορτοκάλογλου Νίκος
Ερμηνεία: Χαρούλης Γιάννης





Και ο μέγας ποιητής αυτού του μικρού κόσμου, ο κύριος Σεφέρης, το έχει αποτυπώσει ανεξίτηλα αυτό το τραγικό ταξίδι της ψυχής...

Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης


διψάσαμε, μα το νερό γλυφό...
σχεδόν δηλητήριο...




Ντολμαδοπαρασκευαστής


Βλέποντας τον τρόπο που πολτοποιούν,
τυποποιούν και συσκευάζουν τις ζωές μας...
σαν αμπελόφυλλα σε έναν ντολμαδοπαρασκευαστή,



και ακούγοντας τις πάσης προέλευσης αμπελοφιλοσοφίες...
(που μου ακούγονται σαν τα λόγια του γαϊδάρου προς τον πετεινό
που ονομάζει ο ένας τον άλλον κεφάλα-αδερφάρα!)



αναρωτιέμαι, αν εγώ βλέπω τον κόσμο ανάποδα,
ή αν ο κόσμος όντως είναι ανάποδος...



και τότε αναρωτιέμαι ακόμα πιο έντονα και ακόμα πιο βαθιά:
ποια να είναι του κόσμου η επωδός...;


"Είναι νωρίς ακόμα"
Στίχοι: Λαμπρίδη Φωτεινή 
Μουσική, Ερμηνεία: Μάλαμας Σωκράτης


Είναι άραγε "νωρίς ακόμα" να αλλάξει ο άνθρωπος;
Τι ακόμα του πρέπει για να συνειδητοποιήσει
την τραγικότητά του;
Τι ακόμα του πρέπει να διαβεί,
ώστε σε ένα επίπεδο αξιοσύνης να φτάσει;
Ο μέγας ποιητής, το αποτύπωσε περίτρανα εξάλλου, στο "Θερινό Ηλιοστάσι":

"Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε τούτη η ανάσα"
(Γιώργος Σεφέρης)

Διότι, πρέπει,
σαν παίρνεις μια βαθιά ανάσα,
να δροσίζεται
και όχι να πνίγεται
το στήθος σου...
Μόνο τότε, η πνοή
από τούτη την ανάσα
δεν πάει χαμένη
και χωμένη
στο βαθύ Τίποτα.-



Από την εποχή της τάβλας... στην εποχή της tablet


Περιγραφή πρόσφατης εικόνας, κατά την ημέρα Χριστουγέννων σε ένα μέσο σπιτικό της ελληνικής επαρχίας της Μακεδονίας, όπου πολυπληθής οικογένεια με δυο παιδιά, γονείς, θείους, θείες, παππούδες και γιαγιάδες, βρίσκονται για εορτάσουν την ημέρα:

Όλοι μαζεύονται στο τραπέζι. Οι γυναίκες του σπιτιού έχουν από το πρωί ξεσηκωθεί, έχουν μαγειρέψει ατελείωτα καλούδια, η ξυλόσομπα καίει, η ατμόσφαιρα πολύ ζεστή. Ο θείος που σπουδάζει στη Δανία, έφερε δυο tablet στα ανιψάκια του, ένα αγοράκι 11 και ένα κοριτσάκι 9 ετών. Η μητέρα των παιδιών δίνει το παράγγελμα. Ώρα φαγητού! Μαζευτείτε όλοι στο τραπέζι! Μαζεύονται όλοι, πλην των δυο μικρών παιδιών που μεθυσμένα πασπατεύουν το νέο tablet τους...

Η γιαγιά, πόντια στην καταγωγή, σηκώνεται όρθια και ετοιμάζεται να πει την προσευχή... Η μαμά φωνάζει οργισμένη στα παιδιά της, να σταματήσουν να παίζουν με το tablet και να σταθούν όρθιοι για την προσευχή. Εκείνα, απλά σταματούν για λίγο να χρησιμοποιούν το tablet τους. Η γιαγιά αρχίζει: "Πάτερ ημών... τον άρτον ημών τον επιούσιον... και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν... ". Κοιτάω τα παιδιά, είχαν ήδη αρχίσει πάλι το παιχνίδι με το νέο τους tablet, αδιαφορώντας, μην αντιλαμβανόμενα προφανώς τα "αλαμπουρνέζικα" λόγια της γιαγιάς... Εκεί κάπου αναρωτήθηκα, σε τι ακριβώς προσευχόμαστε με αυτήν την προσευχή... Ποιος άρτος έλειπε από το τραπέζι μας; Μα και ποιοι πειρασμοί μας περιβάλλουν;

Η όλη εικόνα με μπέρδεψε λίγο και άρχισα να αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που έχει αλλάξει από την παλαιά εποχή της τάβλ-ας,

[κατά την οποία τα παιδιά προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στην αγκαλιά του παππού και της γιαγιάς που ήταν γύρω από το τραπέζι-τάβλα, ώστε να κλέψουν τραγούδια, λέξεις, ήχους, εικόνες, ιστορίες και μύθους, καρφώνοντας τα ματάκια τους στα μάτια των μεγαλύτερων...]


(έργο του Γύζη)


σε σχέση με σήμερα, την εποχή της tabl-et τεχνολογίας μας...

[κατά την οποία τα παιδιά τα έχει κλέψει μια οθόνη την οποία αγκαλιάζουν και από την οποία δεν μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους...];


Ποιος φταίει για αυτήν την -δραματική κατά την άποψή μου- εικόνα; Τα παιδιά; Οι γονείς; Η τεχνολογία η ίδια; Ο θείος που στην προκειμένη περίπτωση έφερε τα tabletάκια; Η γιαγιά που εξακολουθεί να επικαλείται "παρωχημένες" προσευχές; (ξέρω η λέξη θα πειράξει κάποιους...αλλά οι εξηγήσεις θα δοθούν άμα το απαιτήσει το κοινό).

Και η μια σκέψη μετά την άλλη με πήγε σε μια πιο μεγάλη αντιπαράθεση: αυτή της νεωτερικότητας με τη μετανεωτερικότητα... Ήταν κάποτε, αρχής γενομένης από την Αναγέννηση και με αποκορύφωμα το Διαφωτισμό, που έγινε μεταστροφή του κόσμου από την πίστη στο Θεό, στην πίστη στον Ορθό Λόγο και από τους μύθους στην αναζήτηση της μιας και μοναδικής Αλήθειας. Τότε, η γνώση ήταν το βασικό εργαλείο της καθημερινής ζωής, που ωθούσε την πρόοδο και την επιστήμη. Αυτό κράτησε μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα, οπότε και άρχισε μια νέα εποχή να διαγράφεται, αυτή της Νεωτερικότητας, κατά την οποία η Πληροφορία αντικατέστησε τη Γνώση, η μια και μοναδική Αλήθεια είχε να αντιμετωπίσει τις αναρίθμητες μικρές και διαφορετικές αλήθειες του καθενός, τα εθνικά κράτη άρχισαν να κλωνίζονται από την παγκοσμιοποίηση κλπ κλπ... Νοιώθω ότι από την εποχή της τάβλας όπου επικρατούσαν οι μύθοι και τα παραμύθια, περάσαμε στην εποχή του Λόγου και της μοναδικής Αλήθειας, για να επαναφέρουμε τις πολλές και μικρές Αλήθειες του καθενός μας σήμερα, εν είδει της προσωπικής ιστορίας -άρα του προσωπικού παραμυθιού- του καθενός μας... Μύθος-Αλήθεια ένα ακόμα δίπολο που ταλαντεύει την κοινωνία... Σήμερα όμως, στην εποχή του Μεταμοντερνισμού, έμφαση δίδεται όχι τόσο στην ίδια την αντιπαράθεση των εννοιών αυτών, αλλά στο πόσο ταλαντ-εύει την κοινωνία, δηλαδή στο πόσα τάλαντα μπορεί να "πιάσει" μια τέτοια αντιπαράθεση (debate, όπως προτιμούν να το λένε οι ταλαντ-ούχοι, δηλαδή αυτοί που έχουν τα τάλαντα και φωνάζουν ότι λεφτά υπάρχουν... κάτι θα ξέρουν αυτοί!). Σήμερα, όλα κρίνονται με το πόσο "πιάνουν" στην αγορά, ως μια μέγιστη έκφραση του καπιταλιστικού συστήματος... Έτσι, ο καθένας φτιάχνει τη δική του ιστοριούλα, το δικό του παραμυθάκι, το δικό του μύθο, φτιάχνει και ένα ωραίο συννεφάκι για να κάθεται άνετα και αναπαυτικά και τον πουλά. Μην μας φαίνεται παράξενο λοιπόν, που ο καθένας σήμερα πουλά τη δική του τρέλα! 

Αναλογιστείτε όμως τη μεγάλη μεταστροφή (για να μη πω διαστροφή...) από τη Γνώση στην Πληροφορία! Όταν κάποτε η Γνώση -και αυτό προέβαλαν οι Διαφωτιστές και μπράβο τους- εξυπηρετούσε χρηστική ανάγκη με προοπτική κάτι να δημιουργηθεί, τώρα πουλιέται η Πληροφορία για να εξυπηρετήσει μια καταναλωτική και μόνον ανάγκη με προοπτική να αποφευχθεί η δημιουργία, να καθηλωθεί ο χρήστης στον καναπέ του, να γεμίσει το χρόνο του με ατελείωτη -και τις περισσότερες φορές ανούσια- πληροφορία που δεν του προσφέρει καμία χρηστικότητα... Το Μεγάλο Μπαμ έγινε νομίζω -τουλάχιστον στην ελληνική κοινωνία- με την είσοδο του Μεγάλου Αδερφού, αυτά τα τηλεπαιχνίδια που μας έδιναν την δυνατότητα μέσω διαδικτύου να βλέπουμε και να πληροφορούμαστε κάθε δευτερόλεπτο τις κινήσεις, τις συμπεριφορές και τις πράξεις όλων των "έγκλειστων" πειραματόζωων... Μόνο που το κοινό, δεν καταλάβαινε ότι είχε κάτι... κοινό με τους παίκτες: ήταν το ίδιο πειραματόζωο με εκείνους... Όταν πλέον το καθημερινό ενδιαφέρον ήταν πόσες φορές ο τάδε παίκτης κατούρησε (είχαν κάμερα ακόμα και στην τουαλέτα οι αθεόφοβοι!), πόσες φορές ο δείνα παίχτης βούρτσισε τα δόντια του και πολλά πολλά άλλα δεδομένα, αντιλαμβάνεται κανείς πώς επιτελείται η μεταστροφή-διαστροφή της Γνώσης σε μια στείρα Πληροφόρηση... Η καθημερινότητά μας γέμισε έκτοτε από βροχή πληροφορίας, που σε μικρό μόνο ποσοστό μορφοποιείται σε γνώση, άρα χρήση. Και η στείρα Πληροφόρηση έχει τη σημασία της: προσιδιάζει σε ένα στείρο περιβάλλον, μακρυά από τη Φυσιοκρατία που προσπάθησαν να τονίσουν -και πάλι μπράβο τους- οι Διαφωτιστές. Σήμερα, το παιδί δεν πρέπει να γραντζουνιστεί, δεν πρέπει να ματώσει η μύτη του, δεν πρέπει να σημαδέψει τα γόνατά του από τα χαλίκια του δρόμου της γειτονιάς... Σήμερα, καταναλώνουμε πληροφορία η οποία είναι χρήσιμη μόνο για αυτούς που την πουλάνε. Όπως, ακριβώς η πρέζα! Να, άλλη μια μεταστροφή: από την πρόζα, ως ο πεζός λόγος, σήμερα φτάσαμε στην πρέζα, δηλαδή στο... πεζός, σκέτο!

Υπάρχει ένα ερώτημα όμως σε όλη αυτή τη συλλογιστική: πώς προέκυψε η μετανεωτερικότητα και γίναμε όλοι μεταμοντέρνοι (άσχετα αν κάποιοι ουδέποτε υπήρξαν μοντέρνοι...). Η απάντηση είναι απλή: μέσα από τους φονικότερους πολέμους όλων των εποχών τον 20ό αιώνα, μέσα από την τεράστια φυσική καταστροφή και την εκσπλάγχνωση της φύσης προς καθαρό όφελος της "Λογικής" ή ακόμα και της "Επιστήμης", και μέσα από πολλές άλλες ασυνέπειες, οι Διαφωτιστές και όλο το εποικοδόμημα της Νεωτερικότητας, δεν κατάφερε στην πράξη να πείσει τον κόσμο... Είναι ένα παράδειγμα απόκλισης θεωρίας και πράξης (το άλλο μεγάλο παράδειγμα της Ιστορίας ήταν ο Κομμουνισμός). Σε αυτό το κενό που δημιουργήθηκε λοιπόν, έρχεται η Μετανεωτερικότητα, να δώσει τις δικές της απαντήσεις, να επαναφέρει τα μικρά κομμάτια του καθενός μας, όχι όμως με σκοπό να τα συνενώσει όπως ήθελε ο Διαφωτισμός σε μια και μοναδική, οικουμενική Αλήθεια, αλλά με σκοπό να τα διατηρήσει κατακερματισμένα. Και αυτό, γιατί ο Διαφωτισμός είχε κάνει ήδη το ολέθριο λάθος, που άνοιξε τους ασκούς του αιόλου: έβαλε πάνω από όλα τη Λογική. Ξέχασε εντελώς το συναίσθημα, τις διαφορετικές ανάγκες, τη διαφορετική οπτική του κόσμου, τα διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια. Ο Διαφωτισμός λοιπόν, ήταν και αυτός ιμπεριαλιστικός, σε πολιτισμικό επίπεδο όμως. Αυτό το εργαλείο χρησιμοποιεί σήμερα κατά κόρον ο Μεταμοντερνισμός για να κάνει αυτό που πάντα η Ιστορία κατακεραυνώνει (όσο και αν γράφεται από τους νικητές): ότι πάντα κάποιοι θα θέλουν να επιβάλουν τη δική τους την άποψη...

Επανέρχομαι όμως στην αρχική εικόνα εκείνου του σπιτιού της Μακεδονίας, ημέρα Χριστουγέννων: πώς να κατηγορήσεις τα παιδιά για την αδιαφορία τους για το τι συντελείται στην τάβλα του τραπεζιού του σπιτιού τους, όταν η απάντηση στο ερώτημα που τους έθεσα "τι τους προσφέρει το tablet τους" ήταν αφοπλιστική: "πολλά παιχνίδια...". Το παιδί πάντα, αιώνια, θέλει το ίδιο πράγμα: να παίξει, να πειραματιστεί, να δοκιμάσει, να ενθουσιαστεί από την ανακάλυψη του άγνωστου. Δεν μπορεί λοιπόν να φταίει το παιδί. Εκεί όμως, που πρέπει να συμβάλει ο γονέας, είναι να προσφέρει εκείνα τα ερεθίσματα στο παιδί που θα του μεταφέρουν καλύτερα μια γνώση, δηλαδή μια πληροφορία που μπορεί να την χρησιμοποιήσει για να καλύψει μια ανάγκη. Είναι σπουδαίο όμως να αντιληφθεί το παιδί πρώτα, πια είναι η ανάγκη του, δεύτερον τι επιλογές έχει και τρίτον ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για την ικανοποιήσει. Σταθείτε στο δεύτερο συνθετικό της τελευταίας αυτής λέξης: "-ποιήσει", δηλαδή δημιουργήσει. Πόσο σημαντικό είναι για ένα παιδί η αίσθηση της δημιουργίας.

Πώς θα γίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο, θα με ρωτήσετε τώρα. Έχω ως απάντηση, ένα προσωπικό βίωμα: όταν ήμουν στο γυμνάσιο ακόμα, ίσως ήμουν ο πρώτος που είχα ηλεκτρονικό υπολογιστή, δώρο του πατέρα από το υστέρημά του, ενός πατέρα που ούτε να ακούσει δεν ήθελε για αυτό το εργαλείο... Όμως, το έκανε για το παιδί του. Έκανε όμως και κάτι άλλο, με έπαιρνε τις ηλιόλουστες μέρες στο βουνό, να μυρίζω το άρωμα της φύσης, να γεμίζω τα πόδια μου με τη σκόνη της γης, να σημαδεύω τα χέρια μου με τα αγκάθια των ασπάλαθων. Πώς δένουν τώρα όλα αυτά; Δείτε: όταν ξεκίνησα να πειραματίζομαι και εγώ με τον τότε υπολογιστή, τι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου; Φυσικά, να βρω ηλεκτρονικά παιχνίδια και να παίζω ατελείωτα... Μια ηλιόλουστη Κυριακή λοιπόν, μου προτείνει ο πατέρας να πάμε στο χωράφι να δούμε τα δέντρα... Εγώ, αρνούμαι και επιλέγω να παίξω ένα καινούργιο παιχνίδι που με είχαν προμηθεύσει τα εξ Αθηνών εξαδέλφια μου. Έπαιζα ασταμάτητα, μεθυσμένος με την εικονική πραγματικότητα του παιχνιδιού... Περνούσα πίστες, σκότωνα εχθρούς, κέρδιζα πόντους... Μέχρι που έφτασα στην τελευταία πίστα, όπου μετά από πολύ κόπο δεν κατάφερα να σκοτώσω τον βασιλιά-εχθρό και έτσι αναπόφευκτα έχασα... Ήμουν τόσο στενοχωρημένος που ήθελα σχεδόν να βάλω τα κλάματα. Κάπου εκεί σηκώθηκα από την καρέκλα και συνειδητοποίησα ότι είχε έξω νυχτώσει, ήμουν πάνω από 8ώρες αγκυροβολημένος σε μια καρέκλα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Συνειδητοποίησα όμως κάτι που με πόνεσε ακόμα πιο πολύ: δεν είχα απλώς χάσει στο παιχνίδι, αλλά είχα χάσει μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα ξεγνοιασιάς στο χωράφι, ανάμεσα στα καταπράσινα φύλλα, παρατηρώντας κάμπιες, έντομα και σχέδια από τις φυλλωσιές των δέντρων. Ε, λοιπόν, αυτή η διπλή χασούρα, με έκανε από τότε να μην ξαναπαίξω ποτέ ηλεκτρονικό παιχνίδι και να κυνηγώ με μεγαλύτερη μανία τις ηλιόλουστες μέρες της επαρχίας... 

Κοιτάξτε όμως, πώς συνεχίστηκε αυτή η ανάγκη της ωρίμανσης:  αργότερα, πηγαίνοντας στην Αθήνα για σπουδές, όλες οι ηλιόλουστες μέρες ήταν εξ αντανακλάσεως, δηλαδή συνέλεγα τις ακτίνες του ήλιου αφού αυτές πρώτα προσέκρουαν ακατάπαυστα στις γκρίζες οικοδομές... Πόσο τυχεροί αυτοί της επαρχίας, σκεφτόμουν... Γεύονται ολοκληρωτικά το συναίσθημα. Ενώ εμείς, οι Αθηναίοι, το γευόμαστε αποσπασματικά, για να μην πω... σπασμωδικά! Και τα συναισθήματα εξάλλου είναι για να τα γεύεσαι ολοκληρωτικά, αλλιώς αν τα γεύεσαι αποσπασματικά, σε οδηγούν τελικά να συμπεριφέρεσαι... σπασμωδικά!

Κάπου εκεί, στις εξ Αθηνών αναζητήσεις, ήρθε και το υπέροχο ποίημα του Σεφέρη, "Στρατής ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους" όπου διάβασα για τα ασφοδίλια, και θυμήθηκα ότι τα λένε "σπερδούκλια" στο χωριό μου, είναι αυτά που έβλεπα στα χωράφια σαν πήγαινα μικρός... Και μετά το ένα ποίημα του Σεφέρη έφερε το άλλο, και κάπου εκεί, διάβασα το επίσης υπέροχο:

"Τ᾿ ἄστρα τῆς νύχτας μὲ γυρίζουν στὴν προσδοκία τοῦ Ὀδυσσέα γιὰ τοὺς νεκροὺς μὲς στ᾿ ἀσφοδίλια.

Μὲς στ᾿ ἀσφοδίλια σὰν ἀράξαμε ἐδῶ-πέρα θέλαμε νὰ βροῦμε τὴ λαγκαδιὰ ποὺ εἶδε τὸν Ἅδωνι λαβωμένο".

Και έτσι θυμήθηκα όχι μόνο τις ηλιόλουστε μέρες στο χωριό μου, μα και τις υπέροχες νύχτες με αστροφεγγιά, όπου προσπαθούσα να ξεδιπλώσω το υφαντό των αστερισμών με τα τότε μικρά και απαίδευτα ακόμα μάτια μου... όταν ξάπλωνα ανάσκελα και με το κορμί να ακουμπά το χώμα, η ψυχή είχε ήδη ξεκινήσει το δικό της ταξίδι στη θάλασσα των αστεριών... Έτσι, ο Στρατής, ανάμεσα στα χόρτα, ξεκίνησε με το δικό του βαρκάκι, για ταξίδια αλαργινά όπου τον έλουζε το φως.... είτε το φως της ημέρας, είτε το φως των αστεριών της νύχτας...

Σταματώ εδώ. Συμπέρασμα: δεν φταίει η τεχνολογία, δεν φταίει το παιδί που θέλει να πειραματιστεί. Μήπως ο γονέας σήμερα, δίνει λιγότερα ερεθίσματα, λιγότερες ευκαιρίες, λιγότερες εξηγήσεις; Μήπως ο γονέας δεν δηλώνει τη βασική διαφορά Γνώσης-Πληροφορίας, που αφορά στη χρηστική κάλυψης μιας ανάγκης; Μήπως η νεωτερικότητα γέννησε τη μετανεωτερικότητα τελικά;


Για τη νέα χρονιά λοιπόν, άλλη μια ευχή: περισσότερες εξηγήσεις, από όλους μας και περισσότερο φως!


"Ο Στρατής ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους"
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης

 


Παραμύθιον!



Στην προηγούμενη ανάρτηση μιλήσαμε για θεριά και δράκοντες, για σύμβολα μιας άλλης διάστασης, για έννοιες εξωπραγματικές.

Χτες, έτυχε να βρεθώ σε μια ομιλία σχετικά με την ψυχολογία των παραμυθιών και την ιδιαίτερη σχέση που δημιουργούν στους παραμυθιασμένους (η λέξη με παραπέμπει σε κάτι σχετικό με "σεληνιασμένους"). Ειπώθηκαν αρκετά, και ειδικότερα από τις γυναίκες που ήταν η συντριπτική πλειοψηφία του ακροατηρίου  (από τους περίπου 150 παρευρισκόμενους, μέτρησα μόνο 4 αρσενικούς, μαζί με εμένα...). Ανέλυαν και ξανα-ανέλυαν αυτές οι γυναίκες... Νομίζω το 'χουν το θέμα με τα παραμύθια, αλλά δεν ξέρω αν είναι επειδή ξέρουν να λένε πολλά ή επειδή ακούν πολλά (από τους άντρες!). Όπως και να έχει, το θέμα ανάμεσα στα τόσα που ακούστηκαν, σχετικά και άσχετα, βαθυστόχαστα ή άκυρα, ένα μου έκανε μεγάλη εντύπωση που δεν το γνώριζα:


"Το παραμύθι, σχετίζεται ετυμολογικά με την παραμυθία, που σημαίνει παρηγοριά."


Τι άλλο θα μπορούσε να είναι ένα παραμύθι, αν όχι παρηγοριά στην νέα τρυφερή ψυχούλα που μόλις βγαίνει έξω στο κρύο που μαίνεται η βροχή και η βαροχειμωνιά, που γνωρίζει τα πρώτα έντονα σημάδια της φθοράς και του τέλους; Αυτό το τέλος των παραμυθιών... Πάντα ευτυχισμένο. Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα... Μόνο που δεν λέει το σημαντικότερο: αυτό το τέλος είναι μια νέα αρχή. Η δική μας αρχή, η δική μας νέα, δύσκολη αρχή. Η αρχή των νέων παιδιών, των νέων ψυχών, των νέων ανθρώπων, που για να στεριώσουν πρέπει να έχουν γερές ρίζες, όπως αυτή των παραμυθιών...



"Τραγουδάκι"
Στίχοι, Μουσική: Ευτύχης Ζαρμπ
Ερμηνεία: Θ. Μικρούτσικος & παιδική χορωδία Λαυρίου





"κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τ' ακούς γλυκύτερα...
κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται, γιατί είναι ζωντανή...
γιατί είναι αμίλητη... και προχωράει.
Στάζει την μέρα, στάζει στον ύπνο...
μνησιπήμων πόνος !..."

Γ. Σεφέρης (Τελευταίος Σταθμός)





Φιλοσοφία, Ιστορία και Πολιτική



Η Ιστορία τέμνει την Πολιτική, επειδή ακριβώς η Φιλοσοφία της Ιστορίας και η Ιστορία της Πολιτικής Φιλοσοφίας, ενέχουν το κατεξοχήν ανθρώπινο -αλλά και ανθρωπολογικό- εργαλείο νοηματοδότησης, που δεν είναι άλλο φυσικά από την Φιλοσοφία.

Όταν με άρμα την Ιστορία, προσπαθούμε να διαβάσουμε τα παρελθόντα γεγονότα, και όταν ειδικά μας ενδιαφέρουν τα παρελθόντα πολιτικά γεγονότα, δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε «τι μας προσδίδει» μια ύστερη ανάγνωση των παρελθόντων. Εδώ έγκειται και η σημασία της ίδιας της Ιστορικής Νοηματοδότησης, καθώς το ερώτημα τελικά καταλήγει να είναι «τι μας προσδίδει η ίδια η Ιστορία». Ή με άλλα λόγια, γιατί υπάρχει η Ιστορία, τι κάνουμε με αυτήν, τι εξυπηρετεί;

Ο Χέγκελ στο έργο του Λόγος στην Ιστορία, κάπου στα 1820 μ.Χ. αναγνωρίζει ότι επεξεργάζεται μια φιλοσοφία της Ιστορίας, διακρίνοντάς την από την ‘αρχέγονη’ και την ‘αναστοχαστική’. Η αρχέγονη, είναι εκείνη που ο ιστορικός περιγράφει κυρίως πράξεις και συμβάντα που έχει ο ίδιος ενώπιόν του, τα έχει βιώσει, συμμετείχε σε αυτά και συμμερίστηκε το πνεύμα τους. Παράδειγμα, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, το έργο των οποίων περιλαμβάνει διηγήσεις, ξένες αφηγήσεις, οι οποίες όμως δεν αποτελούν παρά κετακερματισμένο, τυχαίο και παροδικό υλικό. Η αναστοχαστική, από την άλλη, υπερβαίνει ό,τι είναι παρόν για τον ίδιο τον ιστορικό, όχι μόνο χρονικά μα και πνευματικά, με συνέπεια η ιστορία να αναφέρεται στο πραγματικό, πλήρες παρελθόν. Το γεγονός ότι ο ιστοριογράφος δεν μετέχει στο πνεύμα του υλικού του συνεπάγεται πως αποκτούν σημασία τα κριτήρια, οι παραστάσεις και οι αρχές που ο συγγραφέας συγκροτεί. Ο ίδιος ο Χέγκελ, προτείνοντας την φιλοσοφική πραγμάτευση της Ιστορίας, διαφοροποιείται από την αρχέγονη αλλά και την αναστοχαστική προσέγγιση, κατά το ότι αποσκοπεί στην αποκάλυψη του Λόγου μέσα σε αυτήν: «το μοναδικό διανόημα που κομίζει η φιλοσοφία είναι το απλό διανόημα του Λόγου. Ο Λόγος εξουσιάζει τον κόσμο, επομένως και η παγκόσμια ιστορία εκτυλίχθηκε έλλογα».

Ο κύριος Χέγκελ όμως, είναι παιδί της εποχής του Διαφωτισμού, όπου το παν ήταν η Λογική, πέρα από την καθοδήγηση της πίστης και της θρησκείας. Ξεχνάμε βέβαια κάτι σημαντικό: το ίδιο το φαινόμενο της θρησκείας, χρονολογείται από συστάσεως της αυτοσυνειδησίας των ανθρώπων… Δεν μπορεί να μην έχει αφήσει τα κατάλοιπά του! 

«Οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν πιο μετριοπαθείς στις ενατενίσεις τους. […] Μια φιλοσοφία της Ιστορίας, θα αποτελούσε αντίφαση όρων για αυτούς. Η Ιστορία κατ’ αυτούς, αποτελούσε πολιτική ιστορία και ως τέτοια, ήταν το κύριο αντικείμενο μελέτης των πολιτικών και των ιστορικών. […] Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιούμε τις λέξεις ‘νόημα’ και ‘σκοπό’ εναλλακτικά, διότι για μας ακριβώς ο σκοπός συνιστά κατά κύριο λόγο το νόημα. Το νόημα όλων των πραγμάτων -τα οποία είναι ό,τι είναι, όχι εκ φύσεως, αλλά επειδή δημιουργήθηκαν είτε από το Θεό είτε από τον άνθρωπο- εξαρτάται από τον σκοπό. […] Αν συλλογιστούμε πάνω σε ολόκληρη την πορεία της Ιστορίας, φανταζόμενοι την αρχή της και προκαταλαμβάνοντας το τέλος της, αντιλαμβανόμαστε το νόημά της ως ένα έσχατο σκοπό. Ο ισχυρισμός ότι η Ιστορία έχει ένα έσχατο νόημα, εξυπακούει έναν τελικό σκοπό ή στόχο, ο οποίος υπερβαίνει τα πραγματικά γεγονότα. […] Ο χρονικός ορίζοντας ενός τελικού σκοπού, είναι ωστόσο, ένα εσχατολογικό μέλλον και το μέλλον υπάρχει για μας μόνο μέσα από την προσδοκία και την ελπίδα. Το έσχατο νόημα ενός υπερβατικού σκοπού επικεντρώνεται σε ένα προσδοκώμενο μέλλον. Μια τέτοια προσδοκία ήταν εντονότατα παρούσα στους Εβραίους προφήτες. Δεν υπήρχε στους Έλληνες φιλοσόφους. […] Καταλαβαίνουμε το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει την ελληνική σοφία από την εβραϊκή πίστη. Η χριστιανική και μετα-χριστιανική θεώρηση της Ιστορίας είναι μελλοντιστική και διαστρέφει την κλασσική έννοια του ιστορείν, η οποία αναφέρεται στα παρόντα και στα παρελθόντα. Τότε, το παρελθόν το αναπαριστούσαν ως μια ακατάλυτη υποδομή. Στην εβραϊκή και χριστιανική αντίληψη της Ιστορίας όμως, το παρελθόν είναι η επαγγελία του μέλλοντος. Συνεπώς, η ερμηνεία του παρελθόντος γίνεται αντίστροφη προφητεία, δείχνοντας το παρελθόν ως μια μεστή νοήματος προπαρασκευή του μέλλοντος. Οι Έλληνες φιλόσοφοι και ιστορικοί ποτέ δεν εντρύφησαν στις προσδοκώμενες πιθανότητες του μέλλοντος. […] Δεν υπάρχει στο Θουκυδίδη η παραμικρή διάθεση να αποφανθεί για την πορεία των ιστορικών συμβάντων από τη σκοπιά ενός μέλλοντος που ξεχωρίζει από το παρελθόν ως προς το ότι έχει μια ανοιχτή προοπτική και ένα τελικό σκοπό. […] Η έννοια της Ιστορίας είναι προϊόν του προφητισμού. Αυτό που δεν μπόρεσε να παραγάγει η ελληνική νοησιαρχία το κατάφερε η προφητική αντίληψη. Στην ελληνική συνείδηση, το ιστορείν ισοδυναμεί με την έρευνα, με την αφήγηση και με τη γνώση. Για τους Έλληνες, η Ιστορία παραμένει κάτι που μπορούμε να το γνωρίσουμε γιατί είναι ένα γεγονός, δηλαδή ανήκει στο παρελθόν. Ο προφήτης όμως, δεν είναι λόγιος, είναι οραματιστής. Το προφητικό του όραμα έχει γεννήσει την αντίληψη μας ότι η Ιστορία ουσιαστικά είναι Ιστορία του μέλλοντος. Ο χρόνος γίνεται κατά κύριο λόγο μέλλοντας και το μέλλον, το κύριο περιεχόμενο της ιστορικής μας σκέψης. […] Το μέλλον είναι το αληθινό κέντρο της Ιστορίας.[…] Εμείς σήμερα, ενδιαφερόμενοι για την ενότητα της παγκόσμιας Ιστορίας και την ανοδική πορεία της προς έναν τελικό σκοπό, ή έστω έναν καλύτερο κόσμο, εξακολουθούμε να παραμένουμε στο χώρο του προφητικού και μεσσιανικού μονοθεϊσμού. Εξακολουθούμε να παραμένουμε Εβραίοι και Χριστιανοί, όσο και αν ελάχιστα φανταζόμαστε τους εαυτούς μας ως τέτοιους.»

(αποσπάσματα από σελ. 19-40, «Το Νόημα της Ιστορίας», Καρλ Λεβιτ, εκδόσεις «Γνώση», 2008) 


Συνεπώς, ναι μεν ο κύριος Χέγκελ, προσπαθεί να εκ-λογικεύσει την Ιστορική πραγματικότητα, αλλά αδυνατεί -όπως όλοι μας μετά Χριστόν- να δούμε έξω από το στεγανό πλαίσιο της τελεολογίας (Του). Και αυτή είναι η δική μου απάντηση, στο ερώτημα που είχε θέσει ο δάσκαλος του Χέγκελ, ο Εμμάνουελ Κάντ, όταν έλεγε: «πώς οι μακρινοί απόγονοί μας θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν πέρα με το φορτίο της ιστορίας που πρόκειται να τους αφήσουμε ύστερα από μερικούς αιώνες; Χωρίς αμφιβολία θα αξιολογήσουν τα γεγονότα των αρχαιότατων χρόνων που οι πηγές τους θα έχουν από καιρό σβήσει για αυτούς, μόνο από την άποψη εκείνου που τους ενδιαφέρει, δηλαδή του τί οι λαοί και οι κυβερνήσεις δημιούργησαν ή το αν ζημίωσαν την ανθρωπότητα στην κοσμοπολίτικη κλίμακα».


(από το «Ιδέα μιας γενικής Ιστορίας με πρίσμα Κοσμοπολιτικό», Καντ)



Το ίδιο ερώτημα εν συνεχεία, ουσιαστικά διαπραγματεύεται και ο μαθητής Χέγκελ, προσπαθώντας να του προσδώσει τη δική του απάντηση:

«Αλλά ακόμα και όταν ατενίζουμε την Ιστορία ως τέτοιο σφαγιαστήριο, επί του οποίου έχουν θυσιαστεί η ευτυχία των λαών, η σοφία των κρατών και η αρετή των ατόμων, αναγκαστικά ανακύπτει για τη σκέψη το ερώτημα: ‘για τί, για ποιον τελικό σκοπό προσφέρθηκαν αυτές οι φοβερές θυσίες’. Οι νόμοι, οι αρχές, δεν ζουν και δεν ισχύουν άμεσα, αφ’ εαυτών. Η δραστηριότητα που τους ενεργοποιεί και τους δίνει ύπαρξη είναι η ανάγκη και το ένστικτο του ανθρώπου κι ακόμα, η ροπή και το πάθος του. Για να κάνω κάτι πράξη, για να του δώσω ύπαρξη, πρέπει να έχει σημασία για μένα. Πρέπει εγώ να είμαι παρών, να θέλω να ικανοποιηθώ μέσω της επιτέλεσής του –πρέπει να είναι προς το συμφέρον μου. Συμφέρον, σημαίνει, βρίσκομαι εκεί ανάμεσα, είμαι παρών. Ένας σκοπός για τον οποίο πρέπει να ενεργήσω θα πρέπει με κάποιον τρόπο να είναι και δικός μου σκοπός. Πρέπει να τον εκπληρώνω και ως δικό μου σκοπό, ακόμα και αν ο σκοπός για τον οποίο δραστηριοποιούμαι έχει πολλές άλλες πλευρές που δεν με αφορούν. Εδώ συνίσταται το άπειρο δικαίωμα του υποκειμένου να αντλεί ικανοποίηση από μια δραστηριότητα, μια εργασία.» 

Ο κύριος Χέγκελ, καταλήγει ότι «δίχως πάθος, τίποτε μεγάλο δεν επιτεύχθηκε στον κόσμο», τονίζοντας, την ανάγκη να είμαστε παρόντες και όχι απόντες από όλα τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Και συνεχίζει ότι «την παγκόσμια Ιστορία μπορεί να γίνει λόγος μόνο για λαούς που ιδρύουν κράτος. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ένα κράτος είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας, δηλαδή του απόλυτου τελικού σκοπού – είναι αυτοσκοπός.»

Τι γίνεται όμως κύριε Χέγκελ, όταν αλλάζει λίγο η σειρά των πραγμάτων (αλλά και των γραμμάτων) και το κράτος αυτό, είναι σκέτο… σκοπός, που σε σημαδεύει καθημερινώς με το ντουφέκι της εξουσίας του, στήνοντάς σε στον τοίχο και κατακρεουργώντας σε; Πώς μπορείς να ξεφύγεις; Ποια είναι η αντίστασή σου;

Κατά τον Καντ (επαναλαμβάνω τον δάσκαλο του Χέγκελ), η αντίσταση σε οποιαδήποτε εγκαθιδρυμένη εξουσία, ακόμη και την πλέον τυραννική, δεν συνιστά δικαίωμα. Η ίδια η ιδέα ενός τέτοιου δικαιώματος είναι ασυνάρτητη διότι αντιφάσκει προς την ίδια τη δυνατότητα του δικαίου. 

«Και όταν η εξουσία […] ανέλαβε ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση, για να διοικήσει εντελώς με τη βία (τυραννικά), και τότε ακόμη δεν επιτρέπεται στον υπήκοο να αντιτάξει βία στη βία». Η μη αναγνώριση του δικαιώματος αντίστασης συνεπάγεται ότι καμία επανάσταση δεν μπορεί να είναι νόμιμη. Η εξέγερση είναι μια ανατροπή όλων των πολιτειακών και δικαϊκών σχέσεων άρα κάθε δικαίου. «Μια αλλαγή του κρατικού συντάγματος, η οποία μπορεί ασφαλώς να είναι αναγκαία κατά διαστήματα, μπορεί να λάβει χώρα μόνον από τον ίδιο τον κυρίαρχο μέσω μεταρρύθμισης και όχι από το λαό μέσω επανάστασης, και όταν συμβαίνει μπορεί να αφορά μόνον την εκτελεστική και όχι τη νομοθετική εξουσία». 

Αν θέλαμε να κλείσουμε αυτήν την απόπειρα διερεύνησης της ταυτότητας της Ιστορίας, θα λέγαμε ότι η Ιστορία δεν νοείται και δεν συγκροτείται ξέχωρα από το ανθρώπινο Παρόν. Όπως κάθε προσέγγιση παρελθόντος ή μέλλοντος εφορμάται αναπόφευκτα από το παρόν, έτσι και το νόημα της Ιστορίας βασίζεται στο ποιοι μιλάνε και -κυρίως- μέσα σε ποιο παρόν μιλάνε. Και για να γυρίσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, στο σημείο τομής της Ιστορίας και της Πολιτικής, δεν νοείται να μην είναι η Φιλοσοφία παρούσα εκεί που το Είναι του Ανθρώπου νοείται ως Παρόν. Και επειδή δεν νοείται Άνθρωπος χωρίς Παρόν, δεν νοείται τελικά Άνθρωπος χωρίς Φιλοσοφία, και ούτε Άνθρωπος χωρίς Ιστορία ή Πολιτική. Το πώς όλα αυτά ενώνονται υπό το πρίσμα της επιστημονικής ή θεολογικής εξήγησης, είναι κάτι που θα μένει ως ερώτημα, καθώς επιστήμη και θρησκεία τολμούν να απαντήσουν στις ίδιες ανθρώπινες ανησυχίες, με τελείως διαφορετικό βέβαια τρόπο.

«Η κοινή λογική του απλού ανθρώπου και η ένθερμη πίστη του απλού χριστιανού επιθυμούν να απελευθερώσουν τους ανθρώπους από την καταδυνάστευση της Ιστορίας, προτείνοντας μια στάση, είτε του σκεπτικισμού είτε της πίστης. Έτσι, καθιστούν τον άνθρωπο ικανό να την υπομείνει με μια ώριμη καρτερικότητα, είτε με μια προσδοκία γεμάτη πίστη. Η θρησκευτική πίστη διαφέρει τόσο ελάχιστα από τον σκεπτικισμό. […] Ένας άνθρωπος που ζει με τον στοχασμό, έχει τον σκεπτικισμό του -στην κυριολεξία το πάθος της έρευνας- που καταλήγει στο να διαιωνίζει το ερώτημα ως ερώτημα ή στο να απαντά σε αυτό, υπερβαίνοντας την αμφιβολία του με την πίστη».


(Το Νόημα της Ιστορίας, Καρλ Λεβιτ, εκδ. Γνώση, 2008, σελ. 13)








Ξέρουν και δεν ξέρουν πως πράξη είναι πόνος
Και πόνος είναι πράξη. Μήτε ο δράστης υποφέρει
Μήτε ο παθός δρα. Μα κι οι δυο τους είναι δεμένοι
Σε μιαν αιώνια πράξη, μιαν αιώνια υπομονή
Που όλοι πρέπει να παραδεχτούν για να γίνει θέλημα,
Που όλοι πρέπει να υπομείνουν για να το θελήσουν
Για να συντηρηθεί το υφάδι, τι το υφάδι είναι η πράξη
Και ο πόνος μαζί, για να μπορεί να γυρίσει ο τροχός
Κι όμως να μείνει ακίνητος
Για πάντα.

(T.S. Eliot, Φονικό στην Εκκλησιά - μτφρ. Γ. Σεφέρη)




Διάλειμμα 2ο: Άρνηση Αλλαγής ή Αλλαγή Άρνησης;


Είναι χρεία όμως κάπου εδώ, να κάνουμε το δεύτερό μας διάλλειμα. Διότι, συγκλονιστικά φαινόμενα συμβαίνουν επί της Γης...





Δεν χρειάζεται αλλαγή ανθρώπων. Τουλάχιστον δεν φτάνει μόνο αυτή. Χρειάζεται αλλαγή λογικής και οπτικής.

Διότι, είναι η λογική και οι σκέψεις που θα επιφέρει αλλαγή και στους ανθρώπους. Πρώτα σκεφτόμαστε και μετά πράττουμε. Δεν γίνεται να συμπεριφερθούμε χωρίς να δημιουργηθεί μια εκφόρτιση στον φλοιό του εγκεφάλου μας.

Κάποιες φορές βέβαια πράττουμε χωρίς να σκεφτόμαστε, αυθόρμητα και σχεδόν αντανακλαστικά, αφήνοντας έτσι να εκφραστούν τα πρωιμότερα στοιχεία του νευρικού μας συστήματος, κατωφερέστερα του φλοιού, εδραζόμενα κάπου στον μέσο και οπίσθιο εγκέφαλο… Αφήστε που μάλιστα κάτι τέτοιο συνιστάται και από τους σημερινούς ψυχολόγους, ως αντιστάθμισμα της υπερλογικοποίησης στην εποχή μας: «εκφραστείτε ελεύθερα!» φωνάζουν. Άρα; Πού καταλήγουμε;

Η λογική κατευθύνει τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι κατευθύνουν τη λογική και τις σκέψεις τους; Διατυπώνοντας αλλιώς, θα αναρωτιόμασταν: «από πού θα επέλθει η οποιαδήποτε αλλαγή του ανθρώπου; Εκ των ένδων, από τις ίδιες τις σκέψεις μας, ή από έξω, από τα ερεθίσματα που αντιλαμβανόμαστε ως άνθρωποι και εν συνεχεία τα επεξεργαζόμαστε δια του εργαλείου της λογικής;

Οι άνθρωποι μέσα από τις εμπειρίες μας θα αντιληφθούμε τα λάθη μας και θα αλλάξουμε ρότα (οπότε αποκτά έτσι έννοια η κάθε προσπάθεια παιδείας, δικαιοσύνης και νουθέτησης) ή θα αντιληφθούμε μόνο αυτά που ο ίδιος ο εγκέφαλός μας παράγει ως σκέψεις, εν πολλοίς υποσυνείδητες, και μένει σε εμάς μόνο η διαχείρισή τους, κοινώς η κατηγοριοποίησή τους και η τακτοποίησή τους; Και για να το θέσω απλούστερα: αυτά που κατορθώνουν και φτάνουν στο επίπεδο του συνειδητού, από πού προέρχονται; Έξω από το συνειδητό (από το περιβάλλον) ή κάτω από το συνειδητό (δηλαδή το υποσυνείδητο); Είναι κάτι πέρα από εμάς που μας παρακινεί ή κάτι μέσα μας, έχοντας άρρηκτη σχέση με την κατασκευαστική γονιδιακή αρχιτεκτονική μας; Και τελικά, αξίζει να παλεύεις να αλλάξεις το περιβάλλον σου, ή αυτό θα αλλάξει τόσο όσο τα μέλη του είναι προδιατεθειμένα και δυνάμενα να αλλάξουν;


Είναι ένα αναπάντητο και αιώνιο ερώτημα, ομολογώ, και η απάντηση καθαρά διαισθητική. Και εδώ, είναι το ακόμα δυσκολότερο: αν επαφίεται η απάντηση στο τι (δι)αισθάνεται έκαστος από εμάς, τότε το τελειότερο σύστημα επεξεργασίας των πάντων, δηλαδή ο εγκέφαλός μας, αναδεικνύεται ως το πιο προβληματικό και το πιο ετερογενές σύστημα επεξεργασίας… που δεν μπορεί παρά να βγάζει τόσες απαντήσεις, όσα και τα εισερχόμενα σήματα.

Αρκούμαι στην (ψυχολογική) διαπίστωση ότι αν πιστέψεις πως μπορείς να αλλάξει το περιβάλλον σου, αποκτάς ένα σημαντικό νόημα στη ζωή σου (ασχέτως με το αν σου διαλύει την ψυχολογία ενίοτε, κάτι που αφήνει να διαφανεί ξανά το οξύμωρο της υπόθεσης: αυτό που σε αναγεννά, αυτό σε χαντακώνει…). Ειδάλλως, αρκείσαι να θεωρείς ότι όλα -ή τουλάχιστον τα περισσότερα- σε διατάζουν να τα ακολουθείς μοιρολατρικά.

Ίσως με ένα παράδειγμα καταλάβετε τι εννοώ. Στο ποίημα του Γ. Σεφέρη «Άρνηση», υπάρχει μια παύση πριν τη λέξη «λάθος» στο στίχο «πήραμε τη ζωή μας· λάθος!». Όμως, μέσα από τη μουσική του Θεοδωράκη, έφτασε να γίνει σύμβολο μελαγχολικής και ανακουφιστικής αυτοεξομολόγησης ο ενιαίος στίχος «πήραμε τη ζωή μας λάθος»... Τι θέλω να πω με το παράδειγμα αυτό. Η ερμηνεία του κάθε πράγματος ποικίλλει. Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια. Ή και αν υπάρχει δεν θα τη βρούμε ποτέ. Μπορούμε όμως να χτίσουμε εκείνες τις γέφυρες επικοινωνίας που (θεωρούμε ότι) θα μας πάνε ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό που (θεωρούμε ότι) ονομάζεται αλήθεια. Έτσι, άλλος χτίζει προς τα έξω γέφυρες, σε μια υπερπροσπάθεια αναζήτησης συνοδοιπόρου και άλλος χτίζει προς τα έσω γέφυρες, σε μια υπερπροσπάθεια αυτοαντίληψης του εσώτερου, του εγωτικού του χώρου… Τελικά, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να παίζουμε, λιγότερο ή περισσότερο βασανιστικά με τους εαυτούς μας.


Δεν νομίζω λοιπόν, ότι είναι μόνο θέμα αλλαγής ανθρώπων, ούτε και μόνο θέμα αλλαγής λογικής. Νομίζω, ότι είναι πρωτίστως θέμα πίστης και συνέπειας σε μια προσπάθεια αξιοσύνης.

Αυτό μένει. Αυτό μετράει. Αυτό τελικά, πονάει.




"Al Di Là Del Vetro"
Ludovico Einaudi








Υ.Γ.: Τώρα πώς τυχαίνει αυτή η ανάρτηση να είναι η 902 σε αυτό το blog και πώς τυχαίνει το τηλέφωνό μου να λήγει σε 902 είναι θέμα άλλων αναρτήσεων...