Εσείς, τι καπνό φουμάρετε; (1)



Ήταν κάποτε παιδιά, 
κάποιοι που δεν φουμάρανε 
τον καπνό που τους πλασάρανε...

Και μιας και είμαστε στο μεταίχμιο αλλαγής,
αφού πάει ο παλιός ο χρόνος,
και ο νέος προσμένουμε να φανεί,

ας αναλογιστούμε πόσο παλιά
είναι η ελληνική κακομοιριά...
και ας προσπαθήσουμε
να την αποτινάξουμε μωρέ παιδιά!

Έτσι, σαν μια ευχή
για τη νέα τη χρονιά...



"Η απεργία κράτησε είκοσι μέρες και αφορούσε 30000 περίπου καπνεργάτες της περιοχής. Η απεργία ξέσπασε πρώτα στην Καβάλα στις 24 Μαρτίου και σύντομα επεκτάθηκε στη Δράμα και το Πράβι (Ελευθερούπολη). Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε στις 28 του ίδιου μήνα. […] Κατά τη διάρκεια της απεργίας και ενώ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ απεργών και εργοδοτών διεξάγονται στην Καβάλα, η πόλη της Θεσσαλονίκης γίνεται το σκηνικό έντονων συγκρούσεων μεταξύ απεργών, απεργοσπαστών και αστυνομίας. […] Οι συγκρούσεις αυτές θα αναστατώσουν την πόλη και θα δώσουν το έναυσμα για μια οξεία αντιπαράθεση μέσα από τον ελληνικό τοπικό τύπο. […] Η αντιπαράθεση αυτή θα εκδηλωθεί ανάμεσα σε όσους καταγγέλουν τους απεργούς της πόλης ότι υπό το πρόσχημα του συνδικαλιστικού αγώνα προωθούν ανθελληνικά συμφέροντα και σε όσους τους υπερασπίζονται, και θα καταλήξει λίγους μήνες μετά τη λήξη της απεργίας, σε κοινή από τη μεριά των ελλήνων ταύτιση του σοσιαλισμού με τον ανθελληνισμό. 

Η απεργία θα λήξη με μερική ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων και την υπογραφή της πρώτης συλλογικής σύμβασης εργασίας στον ελλαδικό χώρο. Αρκετούς μήνες μετά ωστόσο, οι αρχές θα προχωρήσουν στη δίωξη και στην εκτόπιση τριών εβραίων στελεχών της Φεντερασιόν και των καπνεργατών που πρωτοστάτητσαν στην απεργία, με διαφορετικές αφορμές, επικαλούμενες λόγους εθνικής ασφάλειας. Με αφετηρία τις διώξεις αυτές, θα επικυρωθεί η ενιαία πλέον καχυποψία των ελληνικών εφημερίδων απέναντι στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης και ειδικότερα η κατηγορία κατά των εβραίων σοσιαλιστών για ανθελληνική δράση. 

Αρχικά όλες οι εφημερίδες υποδέχονται την απεργία ως έκφραση των «εργατικών δικαίων». Η έμφαση ποικίλλει, αλλά καμιά εφημερίδα δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα του εγχειρήματος. […] Η νομιμότητα αυτή δεν είναι μόνο μεταφορική. Έχει άμεσο θεσμικό αντίκρισμα στην πρόσφατη εργατική νομοθεσία που θεσπίστηκε δυο μόλις χρόνια πριν από τη νεαρή κυβέρνηση των Φιλελευθέρων. Έτσι την επικαλούνται εξάλλου και οι εφημερίδες: σαν κάτι το καινούργιο, το νεωτερικό, που σηματοδοτεί πρόοδο και που κανείς δεν θέλει να αμφισβητήσει, γιατί αυτό θα τον κατέτασσε στο στρατόπεδο της οπισθοδρόμησης. Εργατική νομοθεσία έχουν τα πολιτισμένα κράτη, στα οποία υπάγεται πλέον και η Ελλάδα χάρη ακριβώς στην πρόσφατη θέσπισή της. […] Οι υπερασπιστές των εργατικών δικαίων ταυτίζονται μάλιστα με τους σοσιαλιστές. […] Δεν πρόκειται για τοπική καινοτομία. Στα ελληνικά συμφραζόμενα και στη δεδομένη συγκυρία, η ταύτιση αυτή έχει συγκεκριμένο πρόσωπο: το πρόσωπο του βενιζελισμού. Αν είναι σοσιαλιστής όποιος υπερασπίζεται τα εργατικά δίκαια, τότε και η ελληνική κυβέρνηση που θεσμοθέτησε την εργατική νομοθεσία είναι σοσιαλιστική. Η συμβολική ταύτιση του βενιζελισμού με το σοσιαλισμό δηλώνεται την εποχή αυτή ρητά από υπεύθυνα κυβερνητικά στελέχη: «το ελληνικόν Κράτος ακολουθεί πολιτικήν ήτις έχει τέρμα τον σοσιαλισμόν, τον αληθινόν σοσιαλισμόν», δηλώνει ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Θεμιστοκλής Σοφούλης. Αυτός ο «σοσιαλισμός του κράτους» ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Βενιζέλο των πρώτων χρόνων και της εργατικής νομοθεσίας. […]

Αλλά για ποιον σοσιαλισμό πρόκειται; Κεντρικό του χαρακτηριστικό, εκείνο που τον διακρίνει από το σοσιαλισμό «των άλλων», που τον αναγορεύει σε «αληθή» σοσιαλισμό, είναι ο πατριωτικός του χαρακτήρας. Αληθινός σοσιαλισμός είναι ο σοσιαλισμός που έχει αναφορά το έθνος, ακόμη περισσότερο, που θέτει το έθνος ως προτεραιότητα. Ο συνδυασμός σοσιαλισμού και ιδεωδών του έθνους, […] αυτήν την εποχή πάντως συνιστά το κριτήριο με βάση το οποίο διαχωρίζονται οι υπερασπιστές του κρατικού σοσιαλισμού από όλους όσοι επικαλούνται τον ίδιο επίδικο τίτλο, αποδίδοντάς του διαφορετικό, δηλαδή διεθνιστικό περιεχόμενο. 

Πατριωτικός σοσιαλισμός λοιπόν σε αντίθεση με έναν διεθνιστικό σοσιαλισμό, όπως θέλει να είναι ο σοσιαλισμός της Φεντερασιόν. Για τη Φεντερασιόν μάλιστα, ο διεθνισμός είναι συνώνυμος του σοσιαλισμού, καθώς αντιπαραβάλλεται με το αντίθετό του, τον εθνικισμό, κύριο εχθρό των εργατικών συμφερόντων και της σοσιαλιστικής προοπτικής. […] 

Το διαχωριστικό κριτήριο θα βγει πολύ γρήγορα στην επιφάνεια. Στην πολυεθνοτική Θεσσαλονίκη, όπου οι Έλληνες καπνεργάτες αποτελούν μειοψηφία και οι Έλληνες απεργοί ακόμη μικρότερη, όσοι υπερασπίζονται τα κοινά συμφέροντα των εργατών ανεξάρτητα από τη φυλή και τη θρησκεία τους, όσοι -και μάλιστα γυναίκες- διαπράττουν στο όνομά τους βιαιότητες που διαταράσσουν τις σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων, γίνονται σύντομα ύποπτοι διεθνιστικού σοσιαλισμού και καταγγέλλονται ως υπονομευτές της πρόσφατης και εύθραυστης ακόμη ελληνικής κυριαρχίας. […] Από την τέταρτη λοιπόν μέρα της απεργίας, και για όλο το διάστημα που διαρκεί, θα διαμορφωθούν δυο μέτωπα, πάντα στο όνομα της υπεράσπισης ων εργατικών δικαίων, το πρώτο των ίδιων των απεργών και των εφημερίδων Φως και Μακεδονία, υπερασπίζεται τον δίκαιο αγώνα των καπνεργατών και εξαίρει την ενότητά τους. Το δεύτερο που εκφράζει η εφημερίδα Νέα Αλήθεια και ο Σύνδεσμος Ελληνικών Συντεχνιών, καταγγέλλει την απεργία για εκτροπή της στην πόλη της Θεσσαλονίκης, από εργατική σε πολιτική και ονομάζει την προβολή των σοσιαλιστικών ιδεών ως πρόσχημα για ανθελληνική δράση. […] Ας σημειωθεί εδώ ένα στοιχείο: η θέση της Νέας Αλήθειας αλλά και του Συνδέσμου Ελληνικών Συντεχνιών ότι η Φεντερασιόν υπό το πρόσχημα των σοσιαλιστικών ιδεών και των εργατικών δικαίων διαδίδει ιδέες που εξυπηρετούν τα βουλγαρικά συμφέροντα αποτελεί ακριβή αντιστροφή του επιχειρήματος των αντιπάλων -της Φεντερασιόν και των άλλων εφημερίδων- σύμφωνα με το οποίο, υπό το πρίσμα των εθνικών συμφερόντων, επιδιώκουν να καταστείλουν την εργατική κινητοποίηση. […] Το σκεπτικό της Νέας Αλήθειας ήταν ότι ο κίνδυνος προέρχεται από τους «ξένους υπηκόους» που ηγούνται της απεργίας, αλλά κυρίως από όσους συμμετέχουν μαζικά σε αυτήν: τους εβραίους εργάτες που ως απάτριδες είναι ευάλωτοι στα διδάγματα των βουλγαρόφιλων σοσιαλιστών. Απέναντί τους μια άλλη κατηγορία, αντι-εικόνα της πρώτης: οι έλληνες εργάτες, που είναι πρώτα έλληνες και μετά εργάτες, με παραδόσεις που οφείλουν να τις τηρήσουν και επομένως δεν μπορούν να συμφύρονται με ανθρώπους που δεν ξέρουν τι σημαίνει πατρίδα. […] Λαϊκές αναπαραστάσεις της ταυτότητας και της ετερότητας, του «εαυτού» και του «άλλου», εικονογραφούν παραστατικά τη διαδικασία αυτή. Αρχικά, η αντιδιαστολή τοποθετείται μεταξύ αληθινού και ψευδούς σοσιαλισμού: […] ο αληθινός σοσιαλισμός είναι ο ελληνικός, ο πατριωτικός, ο αντρίκιος. Ο ψευδής, είναι ο ξένος, ο άπατρις, ο άκρατος, σαν τη φύση των γυναικών. […] Η αντιδιαστολή ανάμεσα στους Έλληνες πατριώτες και στους Εβραίους απάτριδες θα γίνει έτσι το κεντρικό επαναλαμβανόμενο κλειδί της ταξινόμησης. Αυτή η αντιδιαστολή σταδιακά θα οδηγήσει στην πλήρη αποποίηση του σοσιαλισμού: ο σοσιαλισμός, ταυτισμένος με τον «άλλον», γίνεται ο κύριος αντίπαλος. Πιο συγκεκριμένα, ο σοσιαλισμός απορρίπτεται ως επικίνδυνος επειδή ακριβώς ταυτίζεται με τον «άλλον». […] Έτσι, μετά τη λήξη της απεργίας, η Νέα Αλήθεια οδηγείται στη διαπίστωση ότι οι Έλληνες εργάτες δεν γίνεται ποτέ να μεταμορφωθούν σε σοσιαλιστές, γιατί οι σοσιαλιστές είναι ανθέλληνες, φιλότουρκοι, διεθνιστές, δηλαδή δεν «προσκυνούν Σταυρόν», δεν «χαιρετούν Γαλανόλευκον», αλλά έχουν «ως έμβλημά των την κόκκινη σημαία του σοσιαλισμού, όστις ως απεδείχθη δια την Θεσσαλονίκην τουλάχιστον, είνε απλούστατα μια οργάνωσις στρεφόμενη κατά του Ελληνισμού». […] 

Οι πρώιμοι και διαρκείς δεσμοί ανάμεσα στην εβραϊκή μειονότητα και το κομμουνιστικό κόμμα, καταφανώς διογκωμένοι και παραμορφωμένοι στις συγχρονικές αντιλήψεις, συνεισέφεραν σημαντικά τόσο στον αντισημιτισμό όσο και στον αντικομμουνισμό στη μεσοπολεμική Ελλάδα. […] Την απόρριψη της ετερότητας μαρτυρεί και η λαϊκή εχθρότητα που αναπτύχθηκε αργότερα κατά των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, όπως την έχει αναλύσει το Γ. Μαυρογορδάτος: «αντιληπτοί ως ξένοι, προκαλούσαν αίσθημα φόβου, αηδίας, μίσους και γενικευμένης εχθρότητας, καθώς υποστασιοποιούσαν την απειλή απέναντι στην πολιτισμική καθαριότητα και τη συνοχή της χώρας των αυτόχθονων». Οι πρόσφυγες ταυτίστηκαν στις λαϊκές αναπαραστάσεις με ανατρεπτικές ιδέες, έκλυτα ήθη και κοινωνικό κίνδυνο. Η εξίσωση δεν άργησε να ολοκληρωθεί και κατά τα φαινόμενα, «έλληνες» και «κομμουνιστές» κατέληξε να συνιστούν δυο συμβολικές κατηγορίες αμοιβαία αποκλειόμενες. […] 

Η καπνεργατική απεργία του 1914 στην Ανατολική Μακεδονία διεξάγεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο οθωμανικό παρελθόν της πολυπολιτισμικής συνύπαρξης των εθνοτήτων και στο νεωτερικό παρόν του εθνικού κράτους. Οι υπάρχουσες ισορροπίες ανατρέπονται χωρίς να έχουν ακόμα κρυσταλλωθεί νέες. Από αυτή την άποψη, η δράση των υποκειμένων που εμπλέκονται στην απεργία και οι αναπαραστάσεις αυτής της δράσης που διακινούν οι εκφραστές της νέας τάξης πραγμάτων παραπέμπουν σε διαφορετικές χρονικότητες, στο χρόνο του παρελθόντος τη πρώτη και στο χρόνο του μέλλοντος οι δεύτερες… "



(χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το : Αβδελά Έφη, «Ο σοσιαλισμός των «άλλων»: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες φύλου στη μετα-οθωμανική Θεσσαλονίκη», Τα Ιστορικά 18-19 (1993), σ. 171- 204)