Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπέλλου Σωτηρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπέλλου Σωτηρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί ποίας ουτοπίας;



Σε συνέντευξη του μεγάλου γνωστού συνθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου, διαβάζω:

"Ο Έλληνας μπορεί να επιζεί μόνο με ιδέες! Τρώει και πίνει ουτοπία. Φασισμός όμως εν τέλει είναι να μην αποδέχεσαι την ουτοπικότητα των διαυγών ιδεών. Να θες να τις εφαρμόσεις στους ατελείς ανθρώπους δια της βίας." 

Διαφωνώ απόλυτα κύριε Παπαδημητρίου! Φασισμός, είναι ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή το να μην αποδέχεται κανείς την ουτοπικότητα των ιδεών και να μην επιτρέπει σε αυτές τις ιδέες να ανθίσουν..., όχι το να θέλει να τις εφαρμόσει στους ανθρώπους! Φασισμός είναι επίσης να μπαίνει κανείς στη θέση να διαχωρίζει τους ανθρώπους σε ατελείς και τέλειους...Φασισμός όμως, είναι και να αποσυνδέει κάποιος την ουτοπικότητα από την πραγματικότητα.


Εντελώς τυχαία, συνέπεσε μετά από αυτή τη συνέντευξη να διαβάσω στο blog της roadartist τα λόγια του Νίτσε για τους Έλληνες, που ψάχνοντας περισσότερο στο διαδίκτυο βρήκα σε μετάφραση να έχει πει ο μεγάλος φιλόσοφος:

"Αχ αυτοί οι Έλληνες. Ήξεραν να ζουν. Μα γι' αυτό χρειάζεται να σταματάς θαρραλέα στην επιφάνεια, στην πτυχή, στην επιδερμίδα, να λατρεύεις τη φαινομενικότητα, να πιστεύεις σε μορφές, τόνους, λέξεις, σ' ολόκληρο τον Όλυμπο της φαινομενικότητας. Αυτοί οι Έλληνες ήταν επιφανειακοί - από βάθος! Και μήπως εκεί δεν ξαναγυρίζουμε, εμείς οι παράτολμοι του πνεύματος, που σκαρφαλώσαμε στην πιο ψηλή και επικίνδυνη κορυφή της σύγχρονης σκέψης και που κοιτάξαμε ολόγυρά μας από 'κει πάνω - που κοιτάξαμε κάτω μας και από κει πάνω; Μήπως δεν είμαστε, ακριβώς απ' αυτήν την άποψη, Έλληνες; Λάτρεις των μορφών, των τόνων, των λέξεων; Και γι αυτό - καλλιτέχνες;" 

(Νίτσε, "Η Χαρούμενη Επιστήμη", εκδ. Νησίδες, μτφ. Σαρίκας, 2004)



Φασισμός τελικά, κύριε Παπαδημητρίου, είναι ένας καλλιτέχνης να μην βλέπει την καλλιτεχνικότητα του άλλου, γύρω του και να εγκλωβίζεται στο φρούριο της δικής του καλλιτεχνικότητας. Διότι, ουτοπία δεν είναι και η Πολιτεία του Πλάτωνα; Για μια ιδεώδη Πολιτεία δεν μιλάει; Ουτοπικά δεν είναι και τα μεγαλύτερα πνευματικά ρεύματα της ανθρώπινης ιστορίας; Ουτοπία δεν είναι τα πάντα γύρω μας;

Για να συμπεράνουμε: η μόνη πραγματικότητα γύρω μας είναι η απανταχού σπαρμένη και ολούθε αναβλυζομένη "ουτοπία"... Φασίστας είναι λοιπόν, αυτός που προσπαθεί να την επιβάλλει στις μάζες; Αφού οι μάζες ζουν, μόνο μέσα από την ουτοπία...


"Δυο πόρτες έχει η ζωή"
Στίχοι: Ευγενία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου



Όλα είναι ένα ψέμα λοιπόν...





Δυο πόρτες έχει η ζωή



Είναι αυτός ο τόπος τόσο αντιφατικός… Νομίζω είναι χωρισμένος στα δυο: σε αυτούς που ενεργούν και σε αυτούς που παθαίνουν (και πιθανότατα πεθαίνουν εξαιτίας αυτού που παθαίνουν).

Είναι κάποιοι που ενεργούν όπως τους καπνίσει, και μέσα από την ασφάλεια της αμαξάρας τους δεν προσέχουν ποτέ -και φυσικά δεν σέβονται ποτέ- τους δικυκλιστές! Αποτέλεσμα; Οι τελευταίοι, χωρίς να φταίνε, έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάθουν κάτι, καθώς είναι πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο… Κοινώς, είναι εντάξει απέναντι στον ΚΟΚ, αλλά αυτοί την πατάνε και την παθαίνουν, αν γίνει καμιά στραβή… Άλλοι κάνουν τη μαλακία, οι μηχανόβιοι την πληρώνουν. Συμπέρασμα; Παράτα τη μηχανή σου λένε όλοι και πάρε αμάξι, να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο! Ούτε λόγος για το αν αγαπάς τις μηχανές, ούτε λόγος για το ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΙΣΟ δικαίωμα που έχεις και εσύ και ο αμαξόβιος να κυκλοφορείτε στους ίδιους δρόμους με την ίδια ασφάλεια. Αυτοί ενεργούν, εσύ την παθαίνεις. Ή αλλιώς είσαι παθητικός δέκτης των επιπτώσεων της ενέργειας των άλλων. Φυσικά, ο νόμος είναι ανύπαρκτος για να σε προστατέψει.

Είναι κάποιοι που ενεργούν προβάλλοντας το πρότυπο του βαρβάτου άνδρα και καπνίζουν απ’ το στόμα, απ’ τ’ αυτιά και από κάπου αλλού που δεν θέλω να πω, ακριβώς δίπλα σου, στο ίδιο μπαρ που έχεις πάει και εσύ να ακούσεις ωραία μουσική, και όλως τυχαίως και περιέργως, ο φάκεν καπνός έρχεται όλος πάνω σου. Οι τύποι αυτοί εννοείται ότι δεν σέβονται το ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΙΣΟ δικαίωμά σου να πηγαίνεις σε μπαρ, εστιατόρια και χώρους που γουστάρεις για να πιεις ένα ποτό και να ακούσεις όμορφη μουσική. Όπως φυσικά δεν σε σέβονται και οι καταστηματ-άρχιδ-ες που διευθύνουν αυτά τα μαγαζιά και επιτρέπουν στον κάθε τύπο να εξαργυρώνει την βαρβατίλα του μέσα από τον καπνό και το ουίσκι. Αυτοί ενεργούν -κυριολεκτικά- όπως τους καπνίσει, και εσύ παθητικός δέκτης του καπνού τους, είσαι ξανά στην άλλη όχθη: αυτού που παθαίνει και όχι αυτού που ενεργεί. Ξανά, είσαι παθητικός δέκτης των επιπτώσεων της ενέργειας των άλλων. Φυσικά, ο νόμος είναι ανύπαρκτος να σε προστατέψει.

Είναι κάποιοι που ενεργούν μέσα από σκοτεινές και περίεργες διαδικασίες, ώστε να πλουτίσουν, αδιαφορώντας αν οι κινήσεις τους αυτές, βλάπτουν ένα ολόκληρο λαό. Διότι αυτοί οι τύποι, τυγχάνει να είναι βουλευτές, κυβερνήτες, άνθρωποι της πολυπληθούς διοικήσεως, κάποιου ΙΚΑ ίσως, αξιωματούχοι (κατά το εκατομμυριούχοι ένα πράμα) και λοιποί παρατρεχάμενοι, που με τις πράξεις τους, προκαλούν σε κάποιους άλλους να πάθουν κάτι – σπάσιμο νεύρων, διάψευση ελπίδων και ονείρων, εγκεφαλικό, προδοσία, κάτι τέλος πάντων από όλα αυτά. Για μια ακόμη φορά, κάποιοι ενεργούν και κάποιοι παθαίνουν, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση, δεν παθαίνουν απλώς, αλλά πεθαίνουν κιόλας. Από πείνα, κρύο, ψυχικές διαταραχές… Φυσικά, να μην επαναλάβουμε τα περί του ανύπαρκτου νόμου…

Και όμως, όλες αυτές οι μικρές αλληλεπιδράσεις ενεργούντος και παθούντος, αναπτύσσονται σε ένα τόσο υπέροχο μέρος. Απίστευτης ομορφιάς. Καταγάλανου ουρανού. Ασυννέφιαστου ουρανού. Απέραντου γαλάζιου και μαγευτικού πράσινου, σε όλη του την επικράτεια. Όπου και αν κοιτάξεις πάλι θα δεις δυο χρώματα να κυριαρχούν, χωρίζοντας την φυσική ομορφιά ξανά στα δυο: γαλάζιο και πράσινο! Σαν να υπάρχει εκ φύσεως αυτός ο διχρωματισμός-δικομματισμός, του γαλάζιου και του πράσινου βρε αδερφέ!

Σήμερα, ήταν μια υπέροχη ημέρα. Μετά από πολύ καιρό. Ο ουρανός πεντακάθαρος, όπως η συνείδηση λίγων σε τούτη τη χώρα. Η θάλασσα, καθρέφτης του ουρανού, εξέπεμπε ηρεμία, όπως η ζωή -πάλι- λίγων σε τούτη τη χώρα.

Και το ερώτημα που προκύπτει αν αναλογιστείς όλα αυτά γύρω σου, έχει πάλι δυο μόνο απαντήσεις:

-Τι κάνω εγώ απέναντι σε όλο αυτό το μπουρδέλο;

-Σηκώνομαι και φεύγω, γιατί δεν τους αντέχω, τους βαρέθηκα, δεν τους μπορώ; Ενεργώ δηλαδή με αυτόν τον τρόπο;

ή

-Κάθομαι και δίνω τη δική μου μάχη, με ό,τι έχω και όσο αντέχω, γιατί δεν θέλω να χάσω τα ωραία που έχει αυτός ο τόπος; Μένω δηλαδή, σε θέση αμυνόμενου, να συνεχίζω να παθαίνω τις επιπτώσεις όλων των υπολοίπων που συνεχίζουν να ενεργούν με βλακώδη τρόπο; Μένω δηλαδή, να απορροφώ την ενέργεια των υπολοίπων, στραπατσάροντας όνειρα, προσδοκίες, ικανότητες (αν υπάρχουν κάποιες) και την μέχρι τώρα πορεία;


Εντελώς τυχαία, σήμερα, αναλογιζόμενος όλα αυτά, σε μια μικρή εκδρομή που πήγα στο βουνό του Παντοκράτορα, εδώ στην Κέρκυρα (ίσως σε μια προσπάθεια να μάθω από αυτόν που τα Πάντα κρατεί, την απάντηση στο ερώτημά μου), βρήκα δυο σημάδια, που ίσως μου δείχνουν το δρόμο:


Το ένα ήταν ο επίλογος του "Μονογράμματος" του Ελύτη και οι εικόνες που γεννοβολά:

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στην θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες τον Παράδεισο.


Το δεύτερο, ήταν ένα πανέμορφο λουλουδάκι που συνάντησα μπροστά μου, που με μάγεψε με την καλλιτεχνική του λεπτομέρεια, τη συνύπαρξη χρωμάτων και την στωικότητα που υπέμενε όλα αυτά που γίνονται γύρω μας. Όμοιό του, πραγματικά δεν έχω ματαντικρύσει αδέρφια... Απολαύστε γραμμή...



Γυρίζοντας σπίτι, δυο συναισθήματα αναγνωρίζω να παλεύουν μέσα μου:

μαγεμένος από την ελληνική φύση,
και
απογοητευμένος από την εσωτερική φύση των Ελλήνων...


"Δυο πόρτες έχει η ζωή"
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιανοπούλου
Μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου





Το μεράκι το κρυφό...



Διαβάζω για την κοινωνική γέννεση των αισθημάτων σε μια εποχή παλαιότερη από τη δική μας, όχι πολύ μακρινή βέβαια, καθώς είναι η εποχή των παππούδων και των προπαππούδων μας.

Διαβάζω για το πώς γυναίκες και άντρες αναγκάζονταν να συμβιώσουν με ανθρώπους που δεν τους είχαν δει ποτέ μέχρι τη νύχτα του γάμου τους, για το πώς μάθαιναν να αγαπούν (αλήθεια μαθαίνεται; νόμιζα ότι βιώνεται η αγάπη...), για το πώς μάθαιναν να σέβονται και να υπομένουν τα χούγια του άλλου... Τι πράγμα σου είναι το κοινωνικό πλαίσιο και η συνήθεια; Πόση ευπλαστότητα η ψυχή και ο νους του ανθρώπου; Πόση υποβολή; Πώς μπορείς να πεις έναν άνθρωπο, άνθρωπό σου, όταν δεν τον ξέρεις καν;

Και εκεί που αναρωτιόμουν αυτά, ντριννν... να σου το τηλέφωνο να χτυπά!

-Καμάρι μου! Σε πεθύμησα, τι μου κάνεις;
-Γιαγιάκα μου! Και εμένα μου έλειψες... Πώς περνάς;
-Άσε με εμένα, εμείς οι γέροι τα φάγαμε τα ψωμιά μας, εσύ να μου πεις πώς περνάς...

Και σκέφτηκα: τα φάγατε τα ψωμιά σας, δυστυχώς ξεροσφύρι, χωρίς λίγο σαλτσούλα, χωρίς ένα γλύκισμα για επιδόρπιο, χωρίς λίγη χαρά, όλα καταναγκαστικά έργα και όμως μέσα σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο επιβιώσατε, μεγαλουργήσατε, πήγατε ένα βήμα πιο μπροστά τον κόσμο, τη γης, τα βουνά, τον πολιτισμό... Εν αντιθέσει με σήμερα, την εποχή του iPhone, που τα 'χουμε ολότελα χαμένα και πάμε κατά διαόλου.

Κάποτε όμως αυτοί οι άνθρωποι, υπήρξαν μοντέρνοι, είχαν τις ευκαιρίες τους, έζησαν (έστω όπως έζησαν...). Και παρέμειναν με χαμόγελο στα χείλη. Παρέμειναν με μια συγκλονιστική στωικότητα στο βλέμμα. Παρέμειναν ζωντανοί. Παρέμειναν άνθρωποι.

Τι ήταν αυτό που τους κράτησε μαζί κάτω από την ίδια στέγη; Τι ήταν αυτό που τους μόνιαζε πάνω στο ίδιο κρεββάτι; Τι είναι αυτό που έπνιγε τα αρνητικά συναισθήματα και τις διαμαρτυρίες των εσωψύχων τους;

Πόσες ζωές; Πόσες χαμένες ζωές; Πόσες αδικημένες υπάρξεις; Και κανείς δεν τους γνωρίζει, δεν τους θυμάται, δεν τους μελετά...


Τιμής ένεκεν λοιπόν, ας ακούσουμε την ιστορία τους, όπως αυτή πρωτοδιατυπώθηκε. Όχι, ότι οι σημερινές επανεκτελέσεις, δεν είναι καταπληκτικές, αλλά είναι σημαντικό να θυμόμαστε από πού ξεκίνησαν τα πράγματα. Έτσι δίνεται σαφέστερη η έννοια της συνέχειας, και γιατί όχι και της συνοχής των κοινωνιών, των παρελθόντων και παρόντων χρόνων...

Δεν είμαστε πρώτοι κύριοι, ουδέποτε υπήρξαμε πρώτοι... Δεν είμαστε οι μόνοι μοντέρνοι. Πάντα, πριν από εμάς, υπήρξαν κάποιοι άλλοι, παντελώς άγνωστοι μας, που για την εποχή τους υπήρξαν και αυτοί μοντέρνοι. Και άλλο πράγμα να είσαι μοντέρνος όταν όλα είναι αντίθετα, και άλλο να είσαι μοντέρνος όταν όλα σε διευκολύνουν να ακολουθείς τη μαζα...


"Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου"
Στίχοι: Μ. Μάτσας
Μουσική: Σ. Περιστέρης
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου






Εκείνη, σταθερά στο πόστο της, να πλέκει, δίπλα στην πάντα αναμμένη κουζίνα της, έχοντας νικήσει το θάνατο ουκ ολίγες φορές με χαραγμένες στο πρόσωπό της τις ατελείωτες μάχες... Μαζί όμως, έχει νικήσει και το χρόνο, και πλέον δεν φοβάται τίποτα. Φοβούνται οι ατσάλινες καρδιές;



Εκείνος, να παλεύει με θεούς και δαίμονες, σε μια δική του προσωπική μάχη, σε δικούς του ρυθμούς, σε έναν δικό του κόσμο. Πρώτα, στον κόσμο της λαοθάλασσας και κατόπιν στον κόσμο της σιωπής... Όπως και να' χει του αξίζει το γράμμα "S", είτε για το Superman της δύναμης του λόγου του, είτε για το SuperBarba-Strat για τον ενθουσιασμό του χορού του, είτε για τη Σοφία που φέρει, είτε τέλος για τη Σιωπή μέσα από την οποία εκφράζεται...



Μαζί, πέρασαν πολλά. Ξεκίνησαν με προικοσύμφωνα... Και αυτοί, όπως τόσοι άλλοι. Έγδαραν βουνά, μάδησαν δένδρα, όργωσαν ψυχές και συνειδήσεις... Έκαναν οικογένεια. Συνυπήρξαν. Αποτέλεσαν σύζυγοι... Και δόξα να λέμε, αντέχουν ακόμα να κρυφοχαμογελούν και να ποζάρουν σαν μικρά παιδιά σε μια φωτογραφική μηχανή, την έννοια της οποίας την γνώρισαν από την μεσότητα της ζωής τους και δώθε...



Και αυτοί που ορίστηκαν συνεχιστές τους, παιδιά και εγγόνια, τυχεροί που τους είχαν δίπλα τους στα πρώτα τους τρεκλίζοντα βήματα. Και αν τα αισθήματα που τους πρωτόμαθαν, είναι άλλης εποχής και έρχονται σε αντίθεση με αυτά της σημερινής εποχής, είναι στο χέρι τους, να χαράξουν τη δική τους πορεία. Φέρουν βαρύ όνομα. Φέρουν τεράστια ιστορία. Φέρουν τύχη και φέρουν στην καρδιά τους ευφορία. Μια ευφορία που εκπορεύεται από άλλες εποχές, αυτές των παππούδων μας και η οποία μας δείχνει το δρόμο της συνέχειας...





Αντικρύζοντας τη Σοφία


Διαβάζω για το μάθημα "Ανθρωπολογία της Συγγένειας". Και αναρωτιέμαι: τι είναι αυτό που σε κάνει συγγενή; Τι είναι αυτό που σε συνδέει με τον άλλον; Ακόμα περισσότερο, αναρωτιέμαι: πώς γίνεται έναν άνθρωπο που τον ξέρεις λίγους μόνο μήνες, (που με το υπάρχον σύστημα ορισμού των συγγενών να μην τον ονοματίζεις συγγενή σου), να τον θεωρείς μάνα σου και αδερφή σου και πατέρα σου και φίλη σου, να τον θεωρείς συγγενή σου ή ακόμα παραπάνω, να τον θεωρείς αίμα σου;

Μερικές φορές ο θαυμασμός είναι πολύ βαρύ πράγμα... μπορεί να συνοδεύεται με σταλαγματιές δάκρυα στα μάτια, με έναν κόμπο στο στήθος, μαζί και με γέλιο, μαζί με φως, άπλετο φως, εκτυφλωτικό φως, με ερωτηματικά, πολλά ερωτηματικά, με αγκαλιές, με ημίγλυκο κρασί Λήμνου, με πόλεμο σκέψεων (που δεν θυμάμαι ποιά τελικά νίκησε, λόγω της επενέργειας του ημίγλυκου)...

Εκείνη την ώρα θες να φωνάξεις. Θες να βραχνιάσεις από τις φωνές. Θες να σταματήσεις τελικά να έχεις φωνή, γιατί απλά δεν έχεις να πεις τίποτα ουσιώδες. Μπροστά στο φαινόμενο που αντικρύζεις, μένεις με ανοιχτό το στόμα. Άναυδος. Και φουρτουνιασμένος.

Πόση δύναμη να έχει ένα κορμί 50 κιλών;
Πόση ενέργεια να έχει ένα μυαλό που τόσα βράδια έχει μείνει άυπνο;
Πόσες ρυτίδες χωρά ένα πρόσωπο που έχει χρόνια να γευτεί το χάδι;

Όλη μου τη ζωή μέχρι τώρα αναζητώ τη σοφία.
Ποτέ δεν μου φανερώθηκε τόσο περίτρανα, όσο σήμερα.
Ποτέ δεν με εξέπληξε τόσο αναπάντεχα, όσο απόψε.
Ποτέ δεν μου άνοιξε το σπίτι της, την καρδιά της, τον πόνο της, όσο μου έχουν ανοίξει οι υποδέλοιποι.

Απέναντι σε τόση σοφία, νοιώθω ανάξιος που την αντικρύζω.
Απέναντι σε τόση ομορφιά, ντρέπομαι που έχω όραση.
Απέναντι σε τόση δύναμη, λυπάμαι που έχω σερνικούς μύες.
Απέναντι σε τόσο καθαρό φως, αναφωνώ ότι είμαι καθαρό χώμα.

Πόσο χρειάζεται για να ανατραπεί η κοσμοθεωρία σου; Μια ματιά φτάνει.
Πόσοι χρειάζονται για να ξεφτιλιστεί ο εγωισμός σου; Μια γυναίκα αρκεί.
Πόσο μακρυά κρύβεται η σοφία; Η σοφία δεν κρύβεται, εμείς κρυβόμαστε.

Και το ωραιότερο χαρακτηριστικό όλων; Αυτή, προσπαθεί να φτιάξει τη δική σου χαλασμένη διάθεση, που τσακίστηκε από ασήμαντα μικροπράγματα της ασήμαντης μικροκαθημερινότητάς σου... Και σου λέει: Όχι, μην κλαις! Τώρα έχουμε φρέσκια ψάρια...

Πόσο μικρός είμαι ακόμα άραγε;

Κάποτε πρέπει να το βουλώνουμε. Ακόμα και εμείς οι Λάκωνες.
Κάποτε πρέπει η σιωπή να παραμερίσει τα λόγια και να πιάσει τα έργα.
Κάποτε πρέπει να κοιτάμε και μέσα στα χαμόσπιτα. Πού ξέρεις; Μπορεί εκεί να βρίσκεται η σοφία.

Κάποτε πρέπει επιτέλους να δικαιωθούν κάποιες Σοφίες.


Υ.Γ.1: Υπάρχουν φορές που δεν ξέρεις αν αυτό που θες να πεις σε έναν άλλον άνθρωπο, σε ένα άλλο σύμπαν δηλαδή, είναι "σε αγαπώ" ή κάτι ακόμα πιο μεγάλο. Άραγε υπάρχει κάτι ακόμα πιο μεγάλο;
Υ.Γ.2: Το βρήκα. Πιο μεγάλο από το "σε αγαπώ" είναι το "σε ευχαριστώ που με αγαπάς".



"Μην κλαις"
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου







Σοφία, ευχαριστώ που με αγαπάς.




3 ποιήματα 2 τραγούδια και 1 ερώτημα



Και τα τρία ποίηματα είναι του Ιωάννη Πολέμη.



Μὴν κλαῖς


Μὴν κλαῖς, μὴ λὲς πῶς τίποτα δὲ σοῦ ῾μειν᾿ ἐδῶ πέρα.
Σοῦ μένει, ἀπάνω στὰ βουνά, τὸ πέρασμα τῆς μπόρας,
σοῦ μένει ἡ χαραυγὴ μακριὰ στὸ πέλαγο κι ἡ μέρα
κάτω στὸν κάμπο κι οἱ ἐλιὲς καὶ τὸ βουητὸ τῆς χώρας.


Σοῦ μένει ἀκόμα τὸ φτωχό, τ᾿ ἀπάνεμο ἀκρογιάλι,
πού, σὰ βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τὰ βράχια, οἱ μῶλοι,
τὰ σπίτια, ὁ γέρος ὁ ψαρὰς ποὺ λάμνει ἀγάλι-ἀγάλι.
Μὴν κλαῖς! Σοῦ μένει ἐκεῖ -γιὰ ἰδές!- ὅλ᾿ ἡ ζωή μας. Ὅλη.


Σοῦ μένει ἐκεῖ μὲ τὴ βουβὴ κι ἀθῴα της γαλήνη,
μὲ τὴ γλυκοχαμόγελη, τὴν ξένοιαστη ὀμορφιά της,
μὲ τὴ σκιά της, τὴ σκιὰ ποὺ ἀρχίζει νὰ τὴ σβήνῃ
σιγὰ-σιγὰ τὸ σούρουπο καὶ τῆς νυχτιᾶς ὁ μπάτης...


(Σκιές)


Γιατί ἀγρυπνῶ

Δυὸ γλυκὰ ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ᾿ ἄνοιξαν πληγή·
κι᾿ ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὸν πόνο κι ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὴν ἔννοια
κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συλλογή.

Τῆς νυχτὸς πάχνη χάνεται κι᾿ ἐκείνη
ὅμοια μὲ καπνό·
αὐγὴ προβάλλει, τὸ φεγγάρι σβήνει,
κι᾿ ὅμως ἀγρυπνῶ.

Ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ κρυφοφιλιοῦνται
τ᾿ ἄστρα ζηλευτά,
ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ γλυκοκοιμοῦνται
τὰ ματάκια αὐτά.

Τίνος εἶν᾿ τὰ μάτια; Μὴ ρωτᾷς ἐμένα,
κόρη εὐγενική·
σῦρε στὸν καθρέπτη καὶ ζωγραφισμένα
θὰ τὰ δῇς ἐκεῖ.


Μὲ τὸ τραγούδι...

Μὲ τὸ τραγούδι ὁρμοῦν, λογχίζουν, στρώνουνε
κορμιὰ βαρβάρων οἱ ἥρωες ἐκεῖνοι.
Ἕνα τραγούδι εἶν᾿ ἡ ζωή τους σήμερα
κι ἡ νίκη τους ἕνα τραγούδι θ᾿ ἀπομείνει.

Μὲ τὸ τραγούδι ὁρμοῦν, λογχίζουν, πέφτουνε
κορμιὰ μαρτύρων, οἱ ἥρωες ἐκεῖνοι.
Ἕνα τραγούδι εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ὁ θάνατος
κι ἡ μνήμη των ἕνα τραγούδι θ᾿ ἀπομείνει.






"Μην κλαίς"

Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης

Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος

Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου




(από http://www.youtube.com/watch?v=3BK5EB1nwiQ&feature=related)





"Να'χα τη δύναμη"

Στίχοι: Κώστας Κινδύνης

Μουσική: Γιάννης Γλέζος

Εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος





(από http://www.youtube.com/watch?v=JrRcpKrT-AE)



Να'χα τη δύναμη να τους κεράσω όλους απόψε... Να τους ικανοποιήσω όλους. Να μην μείνει κανείς παραπονεμένος, όπως τότε, στον 9ο όροφο της εστίας. Πώς γίνεται κάποιος που είναι προγραμματισμένος να λειτουργεί με τον νόμο του "όλα ή τίποτα", να μπορεί να συμβιβαστεί με το μέρος, με το κάτι, με το λίγο; Πώς γίνεται το πάθος να μπει σε δοσιμετρικά κουταλάκια, όταν πίνεις το φαρμάκι μονορούφι και άσπρο πάτο, χωρίς να ενδιαφέρεσαι για τις παρενέργειες; Όταν λοιπόν δεν μπορείς να τους ικανοποιήσεις όλους, για να αμυνθείς, αποτραβιέσαι από τα κοινωνικά, γίνεσαι ο "λοξός", και ο κοινωνικά περίεργος. Διότι είπαμε, αν δεν μπορείς να τους ικανοποιήσεις όλους, τότε πας στο άλλο άκρο, του τίποτα, και δεν θες να ικανοποιήσεις κανέναν. Σαν να λες: "αφήστε με ήσυχο επιτέλους...". Και έτσι πάλλεσαι ανάμεσα στο όλα και στο τίποτα, που αποτελούν τα όρια της ζήσης σου.

Ποιά είναι η λύση λοιπόν για να γίνει κάποιος που λειτουργεί με αυτόν τον νόμο, μέλος αυτής της κοινωνίας;

Η απάντηση είναι: να επιλέξει.

Και το ερώτημα είναι: με ποιά κριτήρια επιλέγεις ποιόν θα κεράσεις, ποιόν θα αγαπήσεις, ποιού το χαμόγελο θα κερδίσεις, ποιού θώπευμα θα νοιώσεις, ποιού άρωμα θα σε μεθύσει...;

Με ποιά κριτήρια γαμώτο;