Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιατί αργείς σαλίγκαρε;


Παραθέτω αποσπάσματα δύο, από ένδοξο βίο και ιδέες, ήθος και στάση δύο πλασμάτων με παρόμοια δράση και ανάλογες αγωνίες...

Πρώτα του Γιάννη Ρίτσου:

1]
"Ωστόσο —ποιός ξέρει— ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκαλα ταύρων και αλόγων, ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας."

(απόσπασμα από την "Ελένη", 1970)


2]
"Θυμάμαι τον Ρίτσο ήρεμο να έχει ξαπλώσει στην κουβερτούλα του και να καπνίζει απανωτά τα τσιγάρα. Το περισσότερο εμείς οι νεότεροι πηγαίναμε κοντά του να κουβεντιάσουμε τα πάντα, εκτός από την επικαιρότητα των όσων συνέβαιναν. Και ήτανε θαρρείς, μια νησίδα γαλήνης μέσα σε εκείνη τη φορτισμένη ατμόσφαιρα. Στη Γυάρο, κάποια φορά, τον είχα ρωτήσει αν ήταν συνειδητή η επιλογή του να προσανατολίζει αλλού την κουβέντα. "Και βέβαια ήταν", μου απαντά, "κι ας είχα να υπερνικήσω προσωπική αγωνία και φόβους. Δεν είμαι από φυσικού μου παλικαράς. Στο Μακρονήσι είχα νιώσει πολλές φορές την αντοχή μου να καταρρέει. Και μόνο το ότι ρωτούσαν οι άλλοι αν κρατάει ο Ρίτσος και το αίσθημα ευθύνης μού έδιναν κουράγιο και άντεξα. Όμως, σήμερα πια γνωρίζω τ' αντίτιμο και λέω πως, κι αν δεν βγω ζωντανός από δω, θα έχω προσθέσει στο έργο μου το καλύτερό του κεφάλαιο."

(απόσπασμα από "Το χαμένο Νόμπελ: Μια αληθινή ιστορία")




Ύστερα, ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας:

1]
"Η χελώνα αναζήτησε με ακόμα μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ηρεμία τα λόγια της απάντησής της, και του είπε πως στη διάρκεια της διαμονής της ανάμεσα στους ανθρώπους είχε μάθει πολλά πράγματα. Του αφηγήθηκε λοιπόν, πως όταν ένας άνθρωπος έχει τολμηρές ερωτήσεις, ας πούμε: "Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;" ή: "Στ' αλήθεια έχουμε όλα αυτά ανάγκη για να είμαστε ευτυχισμένοι;" τον λένε αντάρτη. "Αντάρτη, ε; Μ' αρέσει αυτό το όνομα!" ψιθύρισε το σαλιγκάρι."

(σελ. 36, "Η Ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας", Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. Opera, 2013, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης)



2]
"Είναι αλήθεια πως δεν έχω καμία βεβαιότητα ότι θα συναντήσουμε την καινούργια Χώρα του Λιονταρόδοντου. Είναι αλήθεια πως δεν ξέρω ούτε πού είναι, ούτε πόσο θα κάνουμε για να φτάσουμε. Είναι αλήθεια πως δεν ξέρω αν θα συναντήσουμε μεγάλους κινδύνους κι αν θα φτάσουμε όλοι μας. Ξέρω, όμως, πως αυτή η καινούργια Χώρα του Λιονταρόδοντου είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας. Εγώ θα συνεχίσω, κι εσείς μπορείτε να 'ρθετε μαζί μου ή να γυρίσετε."

Αργά, πολύ αργά, ο Αντάρτης συνέχισε το δρόμο του και, στρέφοντας το κεφάλι, είδε πως όλα τα σαλιγκάρια τον ακολούθησαν. Ούτε καμάρωσε γι' αυτό, ούτε ένιωσε καμία ευτυχία. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως θα προτιμούσε να μην τον είχαν ακολουθήσει, αφού τότε θα είχε την ευθύνη μόνο για τη δική του τύχη. Τα σαλιγκάρια τον εμπιστεύτηκαν, κι αυτό του προκάλεσε πολύ φόβο, αλλά τότε θυμήθηκε αυτό που του' χε πει η Μνήμη, ότι οι πραγματικοί αντάρτες νιώθουν φόβο αλλά τον ξεπερνάνε, κι αργά, πολύ αργά, συνέχισε το δρόμο του πάνω στο χορτάρι."


(σελ. 65-66, "Η Ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας", Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. Opera, 2013, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης)


Στο μυαλό μου έρχονται στιγμές που σε εκείνη τη ρημαδιασμένη Ιατρική Σχολή Αθηνών, περίμενα ατελείωτες ώρες τον ατελείωτο σαλίγκαρο κουμπάρο μου για να πάμε μαζί στη σχολή να δώσουμε εξετάσεις σε διάφορα μαθήματα, ξεκινώντας από το σπίτι του που ήταν μόλις 10 μέτρα από την είσοδο της σχολής... Και η απόσταση φαινόταν... διαστημική! Και εκεί που όλοι έτρεχαν να προλάβουν να "πιάσουν" τις κατάλληλες θέσεις στα έδρανα του αμφιθεάτρου όπου θα δινόταν το κάθε μάθημα, (προσδοκώντας ίσως, αυτό να είναι μια πρόβα για το μέλλον όσων ήθελαν να "πιάσουν" τις κατάλληλες θέσεις στον επαγγελματικό τους τομέα), θυμάμαι τον εαυτό μου να κοντοστέκεται εκεί απ' έξω (πάντα στην απ' έξω...) και να περιμένει τον κουμπάρο. Και κάπου εκεί φυσικά, ο χρόνος σταματούσε. Ενώ στην αρχή θύμωνα, έλεγα, πού είναι πάλι ο μπαγάσας... πάλι θα αργήσουμε στις εξετάσεις, πάλι θα μπούμε τελευταίοι, ίσως μάλιστα αν έχουν προλάβει να μοιράσουν τα θέματα μπορεί να μην μας αφήσουν καν να μπούμε να δώσουμε εξετάσεις, εκεί ακριβώς εμφανιζόταν ο κουμπάρος με εκείνο το χαμόγελο που το φως του έκαιγε κάθε σκέψη. Και μονομιάς, έλεγα μέσα μου: να πάνε να γαμηθούνε όλα! και οι εξετάσεις και αυτοί που τρέχουν και βιάζονται και οι καθηγητές και η εξουσία τους με την οποία βιάζουν τους υπόλοιπους που βιάζονται...!

Και ο νους, πάει ακόμα πιο πίσω, τότε που σε κάποιες άλλες εξετάσεις, τις Πανελλήνιες τις (κ)λεγόμενες, όταν όλοι βιάζονταν να γράψουν και να γράψουν και καμπούριαζαν σκυμμένοι στην κόλλα τους, εγώ σήκωνα κεφάλι, τους κοιτούσα και απορούσα, μα γιατί βιάζονται τόσο; τι κυνηγάμε βρε παιδιά...; Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;


Υ.Γ.: Η ανάρτηση αυτή αναρριχήθηκε στα όρια του συνειδητού μου τοίχου, μετά από αργή, πολύ αργή και εργώδη προσπάθεια, εμπνευσμένη από ένα σαλιγκάρι έξω από το σπίτι μου και α-γωνιωμένη από βαρύνουσες σκέψεις που κουβαλά η ραχιαία επιφάνεια του εγκεφάλου μου:




Υ.Γ.: Η ανάρτηση αυτή επίσης, αφιερώνεται στον αγαπημένο φίλο και ψυχίατρο Αλέξανδρο Γεωργούλη για την πολύτιμη ψυχοθεραπεία που μου προσφέρει έστω και αν σε αυτή τη φάση των ζωών μας, είμαστε στα αντιδιαμετρικά όρια του ίδιου μεσημβρινού... Η ώρα όμως, παρ' όλ' αυτά, αν και νυχτώνει πιο νωρίς εδώ απ' ό,τι εκεί, παραμένει να χτυπά η ίδια, φίλε Αλέξανδρε. Αν και τρέχει, φαίνεται να είναι αμετακίνητη!




Συμπέρασμα: 
- Γιατί αργείς σαλίγκαρε;
που εννοεί:
-Γιατί πονείς πάλίκαρε;

Συγκυρία;


Πάμπολες φορές έχω αναρωτηθεί πώς θα ήταν αν είχα μια κάμερα πίσω από τα μάτια μου, μέσα στο μυαλό μου, που να διαβάζει τις σκέψεις μου καθώς επί ματαίω ασκώ αυτό που λέγεται Ιατρική στον ελλαδικό χώρο. Και ο βασικός λόγος που το αναρωτιόμουν αυτό ήταν διότι ήμουν πεπεισμένος ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο στο βαθμό που εγώ βιώνω τα στραβά και παράλογα. Ήταν, δηλαδή, ένας ευσεβής πόθος!

Αυτό, καταρίφθηκε πρώτη φορά, με το απαράμιλλης φαντασίας, ιστορικό μυθιστόρημα "Σκηνές από το Βίο του Ματίας Αλμοσίνο", όπως έχω περιγράψει αλλού σε αυτό το blog, με κεντρικό ήρωα τον Ματέο.

Καταρίφθηκε όμως και δεύτερη φορά και μάλιστα ακόμα πιο έντονα, με το απροσδόκητης εντρύφησης σύγγραμα "Εισαγωγή στην Ψυχολογία της Υγείας", του DiMatteo (ΝτιΜατέο), το οποίο δεν νιώθω απλά ότι διαβάζει τη σκέψη μου, αλλά νιώθω ότι είναι η ίδια η σκέψη μου και τα βιώματά μου, αποτυπωμένα με μελάνι! Πρόκειται για μια πραγματική αποκάλυψη για μένα και θεωρώ ότι είναι ένα βιβλίο που πρέπει όλοι οι επαγγελματίες υγείας να διαβάσουν υποχρεωτικά.

Τώρα, τί βαθύτερη σχέση μπορεί να έχουν το επί ματαίω που βιώνω ως ιατρός στα ελληνικά νοσοκομεία, ο λογοτεχνικός ιατρός Ματέο και ο ψυχολόγος υγείας ΝτιΜατέο, το αφήνω να το απαντήσετε εσείς...

Υγιαίνετε και αναρωτάστε!


Εκτός ύλης...


Ήταν προχτές το βράδυ, που ανοίγοντας την τηλεόραση τυχαία στο κανάλι της Βουλής, ξαφνιάστηκα όχι μόνο μια, αλλά τρεις φορές βλέποντας αυτά που διαδραματίζονταν. Μιλάμε όμως, για ταράκουλο! Όχι αστεία.

Έβλεπα σε απευθείας σύνδεση με το χώρο της Βουλής, τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση, πάνω στο έδρανο να αγορεύει. Το πρώτο ξάφνιασμα ήταν ακριβώς αυτό: αναρωτήθηκα, και ο Σκιαδαρέσης στη βουλή; Όλοι πια οι δημοφιλείς δεν χάνουν ευκαιρία και κουτσοί στραβοί μπαίνουν στη βουλή; Το δεύτερο ξάφνιασμα, ήταν το τί έλεγε και ξεστόμιζε ο Σκιαδαρέσης στη βουλή... Ένας λόγος πύρινος πραγματικά, γεμάτος συναίσθημα και ένταση. Ένας λόγος-κείμενο που ενσάρκωνε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής μας. Ένας λόγος, που για πρώτη φορά από έδρανο της Βουλής, εμπεριείχε και τόνιζε έντονα τη λέξη "ΣΥΓΝΩΜΗ" προς τον ελληνικό λαό. Και το τρίτο ξάφνιασμα, ήταν όταν τελείωσε ο λόγος του Σκιαδαρέση στη βουλή, που τότε ξεκαθάρισε το όλο σκηνικό: στα πλαίσια της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου, όλο αυτό που διαδραματιζόταν στη βουλή, ήταν ένα θεατρικό δρώμενο, με τίτλο "Εκτός ύλης ή ο μονόλογος ενός καθ' ομολογία παράλογου", του Κώστα Λεϊμονή, που ήδη παίζεται σε θεατρική σκηνή της Αθήνας. Μια γεύση του τί διαδραματίστηκε στη Βουλή, δείτε εδώ

Δεν ανέβασα αμέσως την ανάρτηση αυτή, ενώ ήθελα τόσο πολύ, γιατί περίμενα να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο, καθώς, δυστυχώς πέτυχα το κανάλι κάπου από τη μέση του θεατρικού. Έτσι, ήθελα να διαβάσω όλον το λόγο και μετά να γράψω.

Σήμερα, το πήρα και σήμερα το τελείωσα κιόλας. Είναι ένα μικρό βιβλιαράκι, με μεγάλο όμως περιεχόμενο που πιστεύω πρέπει όλοι μας να διαβάσουμε. Έχει βραβευτεί κιόλας το 2016 από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Επάξια, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Και επειδή εδώ και χρόνια θεωρώ ότι όταν το μυαλό μου διακατέχεται από μια ιδέα ή έναν προβληματισμό, αυτό λειτουργεί με καθεστώς συναστρίας γεγονότων, των οποίων τις δυνάμεις ευθυγράμμισης και σύμπτωσης αδυνατώ ακόμα να αντιληφθώ από πού εκπορεύονται, παραθέτω λίγα αποσπάσματα από το εξαιρετικό αυτό κείμενο και απλά σας παραπέμπω να διαβάσετε τις τελευταίες 2 αναρτήσεις αυτού του πολύπαθου blog... Τα αποσπάσματα παρατίθενται χωρίς άδεια αναδημοσίευσης, όπως και όλα τα αποσπάσματα που παραθέτω σε αυτό το blog. Ο λόγος, δεν είναι η διάθεσή μου για παρανομία, καθώς δεν λαμβάνω κάποια έγκριση πριν τα δημοσιεύσω, αλλά το ανθρωπολογικό αστείο που θεωρώ ότι επιτελείται με το πλαίσιο του νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς όλα τα οποία λέμε, σκεφτόμαστε, πράττουμε και εμπνεόμαστε, είναι μια ανασύνθεση λόγων, σκέψεων, πράξεων και εμπνεύσεων, άλλων ανθρώπων, κοντινών ή μακρινών μας, γεωγραφικά, χρονικά, πολιτισμικά... Άρα, αν θέλαμε να είμαστε δίκαιοι με τα πνευματικά δικαιώματα, θα έπρεπε για κάθε λειτουργία του πνεύματός μας, να ζητάμε άδεια από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, καθώς η έκφραση του πνεύματός μας, είναι και αποτέλεσμα της έκφρασης του δικού τους πνεύματος. Ελπίζω ο συγγραφέας Κώστας Λεϊμονής, ως δικηγόρος, να μην με μηνύσει...


(σελ. 28-29)

     "Διάβαζε", μου λέγαν, όταν ήμουν παιδί. "Διάβαζε να μην γίνεις αμόρφωτος, απαίδευτος!" Μου το λέγαν οι γονείς μου, οι παππουδογιαγιάδες μου, η αδερφή μου. Αλλά τελικά άκουσα το ένστικτό μου. Και διάβασα. Διάβαζα στο Δημοτικό, στο Γυμνάστιο, στο Λύκειο, στο Πανεπιστήμιο, στα λεωφορεία, στα παγκάκια. Συνήθεια μου 'γινε... Άνοιγα κι άλλα βιβλία, πέρα απ' αυτά που υπαγόρευε το αξιοσέβαστο Υπουργείο Παιδείας.
     Μετά το διάβασμα πάντα έρχεται η εξέταση. Εξέταση στο Δημοτικό, εξέταση στο Γυμνάσιο, εξέταση στο Λύκειο, εξέταση στο Πανεπιστήμιο. Και εξέταση στην ίδια τη ζωή. Και εκεί που νομίζεις ότι τα έχεις περάσει όλα, με το πλατύ χαμόγελο της ικανοποίησης σα σε "καρφώνει" μπροστά στους περαστικούς, γνωστούς, φίλους και συγγενείς, μένεις μετεξεταστέος. Γιατί, ενώ έχεις μάθει απ' τα βιβλία ότι το κράτος σε υπηρετεί, αντ' αυτού σε διώκει. Γιατί, ενώ κάπου έχει πάρει το μάτι σου ότι οι εκλεγμένοι βουλευτές σε αντιπροσωπεύουν, τελικά σε εξαπατούν. Και δίνεις ξανά εξετάσεις. Στο ίδο μάθημα. Εν τω μεταξύ η ύλη αυξάνεται και οι εξεταστές γίνονται πιο επικίνδυνοι, καθώς εσύ γνωρίζεις περισσότερα από εκείνους. Αναγκάζονται να σε ρωτήσουν πράγματα εκτός διδακτέας ύλης, που απαιτούν μια γενική μόρφωση, την οποία εκουσίως δεν σου παρείχαν, για να μην μπορέσεις να απαντήσεις, να αντιδράσεις, όταν έρθει η στιγμή.


(σελ. 52)

     Θέλαμε τη νεολαία με πεσμένα κεφάλια, αλλά αποτύχαμε, γιατί ξεπεράσαμε τον στόχο μας: έχουμε πλέον κομμένα κεφάλια. Κεφάλια να κατρακυλούν στις αποβάθρες του μετρό, κεφάλια επιστημόνων να βαλτώνουν σε πρατήρια βενζίνης ή σε ταβέρνες του εξωτερικού, κορμιά ακέφαλα που μοιάζουν με φαντάσματα, να τριγυρνούν με σερνάμενα πόδια και να ζητούν να αράξουν παρέα με βαποράκια για λίγη ακόμη σκόνη και για μια παράταση ζωής. 


(σελ. 55-56)

     Και όλα αυτά τα λέω ανεξαρτήτως κόμματος. Επομένως μπορείτε, κύριοι συνάδελφοι, να με θεωρήσετε όλοι, μετά χαράς, εχθρός σας. Εγώ πάντως δεν σας βλέπω έτσι. Σας βλέπω ως ασθενείς. Και για να μην παρεξηγηθώ, ήμουν κι εγώ ασθενής και μάλιστα ψυχασθενής, όταν νόμιζα -αθώος στην αρχή- ότι μπορούσα να αλλάξω τον τόπο. Όταν αλλάζεις κάτι, είτε το διαμορφώνεις εκ νέου είτε το μεταμορφώνεις. Κι εμείς όλοι το παραμορφώσαμε. Παραμορφώσαμε τις αξίες. Παρα-μορφώσαμε τα παιδιά μας με άχρηστες πληροφορίες χωρίς να γνωρίζουν βασικά πράγματα.


(σελ. 57)

     Οι τράπεζες γίναν οι μικροί μας θεοί. Ξεχάσαμε τα ιδανικά μας. Αφοσιωθήκαμε στον εξευρωπαϊσμό μας, καταβάλλοντας αξιοζήλευτη προσπάθεια να κρύψουμε τον κομπλεξισμό μας και να βιαστούμε να μιμηθούμε νοοτροποίες για τις οποίες δεν ήμασταν έτοιμοι.


(σελ. 47-48)

     Δύσκολο πράγμα να είσαι μόνος. Τιμωρία σκέτη. Κοστίζει πολύ.  [...] Άτιμη, η μοναξιά, όταν την έχεις επιλέξει. Στην αρχή σε δελεάζει και ύστερα σε συνθλίβει. Τότε μαθαίνεις ποιοι σε θυμούνται, ποιοι σε νοιάζονται. Τότε γίνεται το μέτρημα. Έτσι, αργά ή γρήγορα θα τους μάθουμε όλους. Θα δούμε ποιοι πραγματικά ήταν, ή καλύτερα... ποιοι δεν ήταν.


(σελ. 50)

     Γύρισα στο σπίτι. Δεν μπορούσα να ξεχάσω. Δεν έπρεπε να ξεχάσω. Κι όμως, αυτή η καταραμένη η ησυχία, είχε μεγαλύτερη δύναμη και από φωνές χιλιάδων στομάτων.


Αυτή η τελευταία φράση που αναδημοσιεύω, μου έφερε στο νου, μια άλλη εξαιρετική φράση που πάλι όλως τυχαίως είδα χτες και είναι σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη:

"Κάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια..."


Και αφήνω για το τέλος το πιο αισιόδοξο μήνυμα που νομίζω περιέχει αυτό το κείμενο του Λεϊμονή. Είναι φράση του Οδυσσέα Ελύτη (έτσι, για να επιβεβαιωθώ ότι όλα όσα λέμε και σκεφτόμαστε, είναι αναπόφευκτα δάνεια και αντιδάνεια άλλων ανθρώπων):

(σελ. 69)

     "Αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις". Εσείς έχετε παραπάνω από μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι, άρα είναι στο χέρι σας να την ξαναφτιάξετε, να τη βελτιώσετε αλλάζοντάς τη συθέμελα.
     Η νέα μαγιά που αυτή τη στιγμή πλάθεται θα κρατήσει στα χέρια της ένανκόσμο ημιδιαλυμένο, με αποπροσανατολισμένη την πυξίδα των αξιών του, αλλά και με την τεράστια πρόκληση της αλλαγής του. Έναν κόσμο διψασμένο για αξιοκρατία, ισορροπία και αλήθεια. Αλήθεια, επιτέλους αλήθεια! Προσεύχομαι για αυτά τα παιδιά και θαυμάζω από τώρα τον κόπο τους. Έχουν μεγάλο δρόμο εμπρός τους και μικρή βοήθεια πίσω τους.


Και με αυτές τις σκέψεις κατά νου, με αυτές τις δύσκολες σκέψεις που αφορούν κυρίως τις νέες γενιές, έφτιαξα από κιμωλία 7 δρόμους σε έναν τοίχο παιδικού δωματίου, να επιλέξει όποιον θέλει ένα μικρό κορίτσι στα αυριανά της βήματα προς το άγνωστο... Δρόμους, που εναγκαλίζονται σαν τα 7 άστρα της Πούλιας, στο νυχτερινό έναστρο ουρανό, όπως έναστρος είναι και ο ουρανός που βλέπω στα ματάκια της πριν βασιλέψουν κάθε βράδυ... Μόνο που αυτοί οι δρόμοι, είναι καταδικασμένοι να φανούν ξεκάθαρα αφού πρώτα λουστούν από συννεφιασμένα δάκρυα ζωής...










Ας δείξουμε στους ανθρώπους γύρω μας πώς θα θέλαμε να είναι ο κόσμος...
Μα κυρίως, ας τους δείξουμε ποιος δρόμος μας οδηγεί εκεί.
Ακόμα και αν για να τον βαδίσουμε, θα πρέπει να βγούμε...
εκτός ύλης και σώματος!

Καλή Ανάσταση!


Ο δρόμος της αλήθειας



Είναι το μέγα ζητούμενο: το ζητούμενο του ζητούμενου! Ή αλλιώς, για ποιό λόγο γίνονται όλα αυτά τριγύρω μας; Ποια η αλήθεια; Και για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς: ποια η αλήθεια της αλήθειας...

Κάποιοι, δεν ενδιαφέρονται για αυτήν. Προτιμούν να ζουν στο σκοτάδι τους. Βλέπε τους πολιτικούς.

Κάποιοι, ενδιαφέρονται να την βρουν, και έτσι να βγουν από το σκοτάδι τους, αλλά όταν συνειδητοποιούν τι έχουν να χάσουν σαν την αντικρύσουν, αλλάζουν γνώμη. Βλέπε το παρακάτω απόσπασμα:

"Ο άνθρωπος περπατούσε σ' εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης. Είχε χρόνο, και γι' αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία. Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δει μέσα στο σκοτάδι... Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ' ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε: 

Το μαγαζί της αλήθειας

Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε ότι, αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τι μπορεί να πουλούσαν.
Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε:
"Συγνώμη. Είναι αυτό το μαγαζί της αλήθειας;"
"Μάλιστα κύριε. Τι λογής αλήθεια πουλάτε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;"
Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ' ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
"Θέλω πλήρη αλήθεια", αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
"Είμαι τόσο απαυδισμένος από τα ψέμματα και τις πλαστογραφίες", σκέφτηκε. "Δε θέλω γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δεν θέλω απάτες ούτε κοροϊδίες".
"Απόλυτη αλήθεια!", διόρθωσε.
"Μάλιστα, κύριε. Ακολουθήστε με".
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ' ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
"Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει".
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
"Ήρθα να αγοράσω την απύλυτη αλήθεια".
"Αχά. Συγνώμη, αλλά γνωρίζετε την τιμή;"
"Όχι, πόσο κοστίζει;" αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
"Για όλη την αλήθεια" είπε ο πωλητής, "το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δεν θα έχετε την ησυχία σας".

Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.

"Ευ-ευχαριστώ... Συγνώμη..." ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέμματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό...
"Ίσως αργότερα", σκέφτηκε. "

(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης, από το "Να σου πω μια ιστορία" του Χόρχε Μπουκάι)


Κάποιοι, τέλος, ορμούν χύμα και παθιασμένα σε αυτό το θηλυκό που λέγεται αλήθεια, με την ελπίδα ότι δεν θα πάψουν ποτέ τη φωτεινή αγκαλιά της...

"Ξεκήσωκε του μυστηρίου την πέτρα
και μη σκιαχτείς το δάγκαμα του αστρίτα
την αλήθεια πάντοτε αναζήτα
να δεις αν είναι αυτή, όπως λεν, ψυχοπονέτρα"

(απόσπασμα χωρίς άδεια, από ένα σονέτο του Λορέντζου Μαβίλη)



Τι καθορίζει ποιον δρόμο θα διαλέξει ο καθείς...; 
Την απάντηση δεν την έχει βρει, καλοί μου, ουδείς...
Τραβάμε όλοι απ' την Ανατολή εις τη Δυς,
Ελπίζοντας ότι θα αποφύγουμε το εξαμαρτάνειν δις...


Υ.Γ.: Έχουν περάσει τόσα από την τελευταία ανάρτηση. Θα προτιμήσω όμως να τα αποχαιρετίσω με ένα μειδίαμα, καθώς αυτά χάνονται στου μυαλού τη λήθη, και θάβονται βαθειά στης μνήμης τη δίνη, Οι σκέψεις και οι στιγμές ταξιδεύουν όπως το φως μέσα σε αυτό το σύμπαν...



Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 14η



Σκηνή 14η


"Ο Κατάδικος, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αφέθηκε ελεύθερος, να πεθάνει ήσυχος. Όμως αυτός, ανήσυχος όπως πάντα, δεν θα άλλαζε τώρα στα γεράματα. Αρμάτωσε μια βάρκα και χύθηκε στα πέλαγα με το σκαρί του, να παλέψει με κύματα και αισθήματα, απορίες και καρχαρίες... Να πού κατέληξε τελικά αυτό το θαλασσοκυμάτισμα:




The shark let go and rolled away. That was the last shark of the pack that came. There was nothing more for them to eat. 


The old man could hardly breathe now and he felt a strange taste in his mouth. It was coppery and sweet and he was afraid of it for a moment. But there was not much of it. 


He spat into the ocean and said, “Eat that, galanos. And make a dream you’ve killed a man.” 


He knew he was beaten now finally and without remedy and he went back to the stern and found the jagged end of the tiller would fit in the slot of the rudder well enough for him to steer. He settled the sack around his shoulders and put the skiff on her course. He sailed lightly now and he had no thoughts nor any feelings of any kind. He was past everything now and he sailed the skiff to make his home port as well and as intelligently as he could. In the night sharks hit the carcass as someone might pick up crumbs from the table. The old man paid no attention to them and did not pay any attention to anything except steering. He only noticed how lightly and bow well the skiff sailed now there was no great weight beside her. 



(απόσπασμα από τις τελευταίες σελίδες του έργου "Ο Γέρος και η Θάλασσα" του Έρνεστ Χέμινγουεϊ)



"The Old Man and the Sea"
by Alexander Petrov





Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 13η



Σκηνή 13η


"Το άφοβο παιδί λοιπόν, έγινε ένας κυνηγημένος νέος, που τον χτυπούαν και τον βαρούσαν από παντού, σε ένα αδιάκοπο εκφοβιστικό παιχνίδι παραλογισμού. Ο νέος εμεγάλωσε, ωρίμασε μέσα από τις διαδικασίες της τρέλας και της παράνοιας, προσπαθώντας να εξηγήσει την ανεξήγητη και αρρωστημένη συμπεριφορά του περίγυρού του. Ο άνθρωπος αυτός καταδικάστηκε σε αιώνια αναζήτηση της μιας και μοναδικής αλήθειας, της μιας και μοναδικής απάντησης. Καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Και μέσα από τη φυλακή, διακήρυττε:


<<Και πού να πάω; είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας, εγώ ένας ορφανός άνθρωπος; Η Μαργαρίτα πρέπει να μάθει και να ζήσει ευτυχισμένη μαζί σου, και στον κόσμο δεν έχω πλια τίποτα. Εδώ μέσα για με είναι ο κόσμος. Δεν τη θέλω τη χάρη κι εδώ θα πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν παρηγοριά στη μετάνοια. 


Αυτήν τη στιγμή ο φύλακας με την ήμερη όψη έκραξε τον Πέτρο. Πέτρο Πέπονα, του 'πε, η γυναίκα σου σε ζητεί από τα σίδερα για να σε χαιρετήσει.


Κι ο Τουρκόγιαννος έγυρε το βλέμμα του προς τη σιδερένια πόρτα, εκοίταξε μια στιγμή τη Μαργαρίτα, αναστέναξε κ' εμπήκε ξανά κλαίοντας στο κελί του.>>


(τελευταίο απόσπασμα από το έργο "Κατάδικος" του Κερκυραίου Κωνσταντίνου Θεοτόκη, από τους Καρουσάδες παρακαλώ!)



Διαζύγιο...



Δεν έχω διαβάσει άλλη φορά βιβλίο, που να νοιώθω ότι περιγράφει τόσο βαθιά ένα κομμάτι του εαυτού μου και ότι αποτυπώνει τόσο αποκαλυπτικά το ψυχογράφημά μου, όσο το βιβλίο του Έρμαν Έσσε, "Ο Λύκος της Στέπας", εκδ. Καστανιώτη, σειρά Εικοστός Αιώνας, ημερομηνία έκδοσης 1983 (που τυγχνάνει να συμπίπτει με το έτος γέννησής μου...). Δεν μπορώ παρά να παραθέσω κάποια συγκινητικά αποσπάσματα, τονίζοντας, ότι πλέον η αλλαγή που θα διαβάσετε στο τέλος να επέρχεται στον ήρωα του βιβλίου, τον κύριο Χάρυ, έχει συντελεστεί και σε εμένα τον ίδιο, πρόσφατα. Ο Λύκος της Στέπας μου, είναι πλέον παρελθόν. Δεν ξέρω αν είναι ζωντανός ή όχι, δεν ξέρω αν περιπλανιέται κάπου στις ψυχρές στέπες του νου, ξέρω όμως πολύ καλά, ότι αυτό το άγριο τέρας, πλέον δεν ασκεί πάνω μου την επιβλητική του επιρροή, δεν μπίγει στην καρδιά μου τα κοφτερά του δόντια, δεν με απειλεί... Απελευθερώθηκα και έτσι λυτρώθηκα από την αβάσταχτη προβιά του, χάρη στο χνουδωτό χάδι μιας γοργόνας που την ευχαριστώ ολόψυχα... Σε αυτόν τον Λύκο της Στέπας, αν ζει ακόμα, έχω να του ευχηθώ ένα μόνο: ολόθερμα καλή τύχη στο ψυχρό κλίμα της αναζήτησής του...


«Όσο για τον κόσμο ολόγυρά του και τους άλλους ανθρώπους, δεν έπαψε ποτέ μέσα στην ηρωική και ειλικρινή του προσπάθεια να τους αγαπήσει, να είναι δίκαιος μαζί τους και να μην τους κάνει κακό, επειδή η ‘αγάπη για τον πλησίον’ ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του όσο και το μίσος για τον εαυτό του. Κι έτσι, ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα παράδειγμα πως η αγάπη για τον πλησίον δεν είναι δυνατή χωρίς την αγάπη για τον εαυτό και πως η αυτοπεριφρόνηση είναι το ίδιο πράγμα με την εγωπάθεια και φέρνει στο τέλος, την ίδια σκληρή απομόνωση και απελπισία».

«Ένας λύκος της στέπας που είχε χάσει το δρόμο του και περιπλανιόταν άσκοπα μέσα στις πολιτείες και τη ζωή τη αγέλης - δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο χαρακτηριστική έκφραση για τη μοναχικότητά του, την αγριάδα του, τη χωρίς ανάπαυση νοσταλγία του για μια εστία που είχε χαθεί…».

«Τα βλέπω σαν ένα ντοκουμέντο της εποχής μας, γιατί η αρρώστια της ψυχής του Χάλερ, όπως τώρα καταλαβαίνω, δεν είναι η εκκεντρικότητα ενός μοναδικού ατόμου αλλά η αρρώστια της ίδιας της εποχής, η νεύρωση της γενιάς του Χάλερ, μια αρρώστια που απ’ ότι φαίνεται δε χτυπάει μόνο τους ανάξιους και τους αδύναμους, αλλά πιο πολύ εκείνους που είναι δυνατότεροι στο πνεύμα και πλουσιότεροι σε χαρίσματα».

«Είναι μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η αρρώστια μέσα από τις πραγματικές εκδηλώσεις της. Είναι κυριολεκτικά ένα ταξίδι μέσα από την κόλαση, άλλοτε φοβερό και άλλοτε θαρραλέο, ένα ταξίδι μέσα από το χάος ενός κόσμου που οι ψυχές του κατοικούν στο σκοτάδι, ένα ταξίδι που έγινε με την ακλόνητη απόφαση του ταξιδευτή να γνωρίσει την κόλαση από τη μια άκρη ως την άλλη, να δώσει τη μάχη του με το χάος και να υποφέρει τα βασανιστήριά της μέχρι το τέλος».

«Υπάρχουν φορές που μια ολόκληρη γενιά παγιδεύεται μ’ αυτό τον τρόπο ανάμεσα σε δυο εποχές, δυο τρόπους ζωής, με αποτέλεσμα να χάνει κάθε δυνατότητα να κατανοήσει τον εαυτό της – δεν έχει κανένα πρότυπο, καμιά ασφάλεια, κανένα κοινό σημείο αναφοράς. Φυσικά, αυτό δεν το νοιώθουν όλοι τόσο έντονα. Μια φύση σαν του Νίτσε υπέφερε τα δεινά της εποχής μας μια γενιά πρωτύτερα. Όσα υπέφερε εκείνος, μόνος και παρεξηγημένος, χιλιάδες τα αισθάνονται σήμερα».

«Εκεί, τα πάντα -βιβλία, χειρόγραφα, σκέψεις- τα ‘χει σημαδέψει η αγωνία ενός μοναχικού άντρα, το πρόβλημα της ύπαρξης και η λαχτάρα για ένα καινούργιο προσανατολισμό σε μια εποχή που έχει χάσει το στίγμα της».

«Πόσο αγαπούσα τις σκοτεινές, γεμάτες θλίψη φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες βραδιές, πόσο πρόθυμα ρούφαγα τη μοναξιά και τη μελαγχολία τους όταν, τυλιγμένος στο παλτό μου, περπατούσα ως αργά τη νύχτα με βροχή ή καταιγίδα μέσα στα γυμνά χειμωνιάτικα τοπία, μονάχος και τότε αλλά γεμάτος με μια βαθιά χαρά, γεμάτος με ποίηση που τους στίχους της έγραφα αργότερα στο φως του κεριού καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μου!»

«Μοναχικότητα θα πει ανεξαρτησία. Αυτή ζητούσα τόσα χρόνια και τώρα την είχα επιτέλους αποκτήσει. Παγερή, βέβαια. Ναι, πολύ παγερή! Αλλά και ήρεμη, εξαίσια ήρεμη κι απέραντη, σαν την παγερή ηρεμία του διαστήματος που μέσα του περιστρέφονται αστέρια και πλανήτες».

«Αυτοί οι άνθρωποι, που η ζωή τους είναι πάντα ανάστατη, ζουν τις σπάνιες ώρες της ευτυχίας τους με τέτοια ένταση και με τόση απερίγραπτη ομορφιά, που ο αφρός των κυμάτων της στιγμιαίας ευτυχίας τους τινάζεται πολύ ψηλά πάνω απ’ την απέραντη θάλασσα της οδύνης τους και η ακτινοβολία του αγγίζει και τους άλλους με τη μαγεία του».

«Μια από τις χαρακτηριστικές τάσεις του Λύκου της Στέπας ήταν το νυχτοπερπάτημα. Το πρωινό ήταν μια μίζερη ώρα για αυτόν. Το φοβόταν και ποτέ δεν του βγήκε σε καλό. Κανένα πρωινό της ζωής του δε βρέθηκε σε καλή διάθεση, ποτέ δεν έκανε κάτι αξιόλογο προτού μεσημεριάσει, δεν είχε ποτέ μια ευτυχισμένη σκέψη στη διάρκεια του πρωινού ούτε και μπόρεσε ποτέ να προσφέρει κάποια ευχαρίστηση στον εαυτό του ή στους άλλους. Καθώς προχωρούσε το απομεσήμερο, άρχιζε σιγά σιγά να θερμαίνεται και να ζωντανεύει και μοναχά όταν ερχόταν το βράδυ γινόταν παραγωγικός, δραστήριος και μερικές φορές, στις καλές του μέρες, έλαμπε από χαρά. Απ’ αυτή την ιδιομορφία του πήγαζε κι η ανάγκη του για μοναχικότητα και ανεξαρτησία».

«Στο αποκορύφωμα όμως της ελευθερίας που είχε αποκτήσει, ο Χάρυ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως αυτή η ελευθερία ήταν θάνατος και πως είχε βρεθεί ολομόναχος. Ο κόσμος μ’ ένα παράδοξο τρόπο τον είχε αφήσει στην ησυχία του. Οι άλλοι άνθρωποι δεν τον απασχολούσαν πια. Δεν τον απασχολούσε πια ούτε ο εαυτός του. Σιγά σιγά άρχισε ν’ ασφυκτικά μέσα σ’ αυτή την αραιή ατμόσφαιρα της απομάκρυνσης και της μόνωσης. Γιατί τώρα δεν ήταν πια επιθυμία του και σκοπός του να είναι μόνος και ανεξάρτητος, μα είχε γίνει πια μοίρα του και καταδίκη του».

«Για τους μοναχικούς Λύκους που δε βρίσκουν ποτέ τη γαλήνη, τα θύματα εκείνα της αδιάκοπης οδύνης που η έφεσή τους για το τραγικό είναι αποκλεισμένη και που δε θα μπορέσουν ποτέ να πετάξουν στο έναστρο διάστημα, για εκείνους που νιώθουν μέσα τους το κάλεσμα του απόλυτου αλλά που δεν μπορούν να επιζήσουν μέσα στην ατμόσφαιρά του, γι’ αυτούς είναι φυλαγμένη -με την προϋπόθεση βέβαια, ότι η οδύνη έχει κάνει το πνεύμα τους τραχύ και συνάμα ελαστικό- μια διέξοδος, το χιούμορ».

«Στην πραγματικότητα, ωστόσο, κάθε ‘εγώ’ δεν είναι καθόλου μια μονάδα αλλά ένας πολύπτυχος κόσμος, ένας έναστρος ουρανός, ένα χάος μορφών, καταστάσεων και σταδίων από κληρονομικές δυνατότητες και πιθανότητες. Φαίνεται πως έχει γίνει για όλους μας μια αναγκαιότητα τόσο επιτακτική όσο η τροφή και η αναπνοή να θεωρούμε αυτό το χάος σαν μια ενότητα και να μιλάμε για το ‘εγώ’ μας σαν να ήταν ένα μονοδιάστατο, ολότελα ξεχωρισμένο και παγιωμένο φαινόμενο. Ακόμα κι οι καλύτεροι από μας μοιράζονται αυτή την αυταπάτη».

«Η βαθύτερη μοίρα του τον οδηγεί προς το πνεύμα και το Θεό. Η βαθύτερη λαχτάρα του τον τραβά πίσω στη φύση, τη Μάνα. Η ζωή του αμφιταλαντεύεται τρεμάμενη κι αναποφάσιστη ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πόλους».

«Εσύ, Χάρυ, ήσουν ένας καλλιτέχνης κι ένας στοχαστής, ένας άντρας γεμάτος ενθουσιασμό και πίστη. Αναζητούσες παντοτινά το μεγάλο και το αιώνιο, ποτέ δε σε ικανοποιούσε το ασήμαντο και το φτηνό. Αλλά, όσο πιο πολύ σε ξύπναγε η ζωή και σε ξανάφερνε στον εαυτό σου, τόσο περισσότερο βάθαινε η οδύνη σου, ο τρόμος κι η απόγνωσή σου, ώσπου σε φτάσαν μέχρι το λαιμό. Και καθετί που κάποτε ήξερες, αγαπούσες και σεβόσουν σαν ωραίο και ιερό, όλη η πίστη που κάποτε είχες για την ανθρωπότητα και το ανώτερο πεπρωμένο της δε σε βοήθησε σε τίποτα, έχασε την αξία της κι έγινε κομμάτια. Η πίστη σου δεν έβρισκε πια αέρα ν’ αναπνεύσει. Κι η ασφυξία είναι δύσκολος θάνατος».

«Την καταλαβαίνω πολύ καλά, όπως και τη δυσαρέσκειά σου για την πολιτική, την αγανάκτησή σου για τις ανεύθυνες φλυαρίες και τα καραγκιοζιλίκια των κομμάτων και των εφημερίδων, την απόγνωσή σου για τον πόλεμο, για κείνον που πέρασε και για κείνον που θα ‘ρθει, την αηδία σου για όλα όσα οι άνθρωποι σκέφτονται, διαβάζουν και κάνουν, για τη μουσική που ακούν, για κείνα που γιορτάζουν, για τη μόρφωση που παίρνουν. Έχεις δίκιο, Λύκε της Στέπας, χίλιες φορές δίκιο – κι όμως πρέπει να σε φάει το μαύρο σκοτάδι. Είσαι πολύ απαιτητικός και πολύ δύσκολος γι’ αυτό τον απλοϊκό, ανέμελο σημερινό κόσμο, που βολεύεται και ικανοποιείται με τόση ευκολία. Έχεις περισσότερες διαστάσεις απ’ όσες χρειάζεται. Σήμερα, όποιος θέλει να ζήσει και να χαρεί τη ζωή του δεν πρέπει να ‘ναι σαν και σένα και σαν και μένα. Όποιος θέλει μουσική αντί για θόρυβο, χαρά αντί για διασκέδαση, δημιουργική δουλειά αντί για μπίζνες, ψυχή αντί για χρυσάφι, πάθος αντί για μελόδραμα, δεν μπορεί να βρει θέση σε τούτο το φτηνό κόσμο μας».

«Ήξερα πως εκατό χιλιάδες πιόνια απ’ το παιχνίδι της ζωής ήταν στην τσέπη μου. Αυτή η φευγαλέα ματιά που είχα ρίξει στο νόημά της είχε κεντρίσει το λογικό μου κι ήμουν αποφασισμένος ν’ αρχίσω το παιχνίδι ξανά. Θα ξαναδοκίμαζα τα βάσανά του γι’ άλλη μια φορά και θα ριγούσα με την ακατανοησία του. Θα ξαναταξίδευα, όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές, στην κόλαση της εσωτερικής μου ύπαρξης».


Και αν κάποτε βρισκόμουν σε αυτήν την κατάσταση, της ελπίδας:


"Η τίγρης"
Στίχοι, Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνεία: Ψαραντώνης



Πλέον έχω αποχαιρετίσει αυτό το άγριο πλάσμα οριστικά, ακούγοντας από μακρυά το κάτωθι αγριεμένο του κλάμα να αντηχεί στα ψηλά βουνά της Στέπας, όπου κουβαλά το άδειο του κουφάρι...

"Ζωή μου"
Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία:
Ιφιγένεια Κορολόγου



Πλέον, βρίσκομαι στην φάση της προσπάθειας ένταξης και ενσωμάτωσης...



Μάθημα Οικονομικής Ιστορίας 2: Ο χώρος του γείτονα



Έχετε ποτέ σκεφτεί τι κοινό έχουν, ο Τόμας Μάλθους, η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, ένας Λύκος της Στέπας και κάμποσοι λαγοί του χωριού μου;

Η απάντηση είναι απλή: όλα συνδέονται με τον απλό νόμο της φύσης, που λέει ότι ο πληθυσμός μιας ομάδας (ζώων ή ανθρώπων) εξαρτάται από την παρεχόμενη ποσότητα τροφής.

Ας ξεκινήσουμε από τον σερ Τόμας Μάλθους, ο οποίος σκόρπισε πανικό όταν πρωτοανέφερε ότι η ανθρωπότητα είναι δέσμια πολλών δινών, λόγω της έλλειψης τόσης ποσότητας τροφής, ικανής να θρέψει τα συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα μέλη της.

Είπε: «…υπάρχει μια τάση στη φύση να ξεπερνά ο πληθυσμός κάθε δυνατό μέσο συντήρησης. Η κοινωνία […] βρίσκεται σε μια παγίδα χωρίς διαφυγή μέσα στην οποία το ανθρώπινο γενετήσιο ένστικτο σπρώχνει αναπόφευκτα την ανθρωπότητα στο χείλος του γκρεμού. […] το ανθρώπινο είδος ήταν αιώνιο καταδικασμένο να δίνει μια χαμένη μάχη μεταξύ των πολλαπλασιαζόμενων αδηφάγων στομάτων και του εσαεί ανεπαρκούς αποθέματος στην αποθήκη της Φύσης, όσο εξαντλητικά κι αν ερευνούσε κάποιος αυτή την αποθήκη.

Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που υπερασπίστηκε την ευλογιά, τη δουλεία, την παιδοκτονία. Έναν άνθρωπο που αποκήρυξε τη δωρεάν διανομή φαγητού σε απόρους, τους γάμους σε νεαρή ηλικία και τα ενοριακά βοηθήματα. Έναν άνθρωπο που ‘είχε το θράσος να παντρευτεί αφού έκανε κήρυγμα για τα κακά της οικογενείας’.

[...] Ως εκ τούτου, η θέση του Μάλθους δεν ήταν άσπλαχνη, αλλά εξαιρετικά ορθολογική. Εφόσον, σύμφωνα με τη θεωρία του, το βασικό πρόβλημα στον κόσμο ήταν ότι υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι, οτιδήποτε ενδεχομένως ευνοούσε τις ‘πρόωρες σχέσεις’ το μόνο που κατάφερνε ήταν να επιδεινώσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ο άνθρωπος […] θα μπορούσε να κρατηθεί ζωντανός με τη φιλανθρωπία αλλά, εφόσον αυτός ο άνθρωπος με αυτό τον τρόπο θα αποκτούσε απογόνους, αυτή η φιλανθρωπία δεν ήταν παρά συγκαλυμμένη σκληρότητα.

Και πρόσθετε: ‘Αυτό που καθορίζει τον αριθμό των ανθρώπων είναι η ποσότητα της τροφής’. […] Αντίθετα με τον πληθυσμό, η γη δεν αναπαράγεται. Έτσι, ενώ ο αριθμός των στομάτων αυξάνεται γεωμετρικά, η ποσότητα της καλλιεργήσιμης γης αυξάνεται μόνο αριθμητικά. Και το αποτέλεσμα, φυσικά, είναι αναπόφευκτο όσο ένας συλλογισμός της λογικής: ο αριθμός των ανθρώπων αργά ή γρήγορα, θα υπερκεράσει την ποσότητα των τροφίμων.

[…] Η αδιόρθωτη και ασυμβίβαστη απόκλιση μεταξύ των στομάτων και τροφίμων μπορούσε να έχει μόνο ένα αποτέλεσμα: το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας θα υπέφερε πάντα από κάποιο δεινό. Διότι με κάποιο τρόπο το τεράστιο και ενδεχομένως συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα έπρεπε να κλείσει: ο πληθυσμός, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τροφή. Γι’ αυτό υπάρχουν ανάμεσα στους πρωτόγονους έθιμα όπως η βρεφοκτονία, γι’ αυτό και ο πόλεμος, οι αρρώστιες και πάνω από όλα, η φτώχεια. Και αν αυτά δεν είναι αρκετά: ‘Ο λιμός φαίνεται να είναι η τελευταία, η πιο τρομερή διέξοδος της φύσης. Η δύναμη του πληθυσμού είναι τόσο υπέρτερη από τη δυνατότητα της γης να παράγει τα μέσα συντηρήσεως… ώστε ο πρόωρος θάνατος είναι αναπόφευκτο να πλήξει, με κάποια μορφή, την ανθρώπινη φυλή. Τα ελαττώματα του ανθρώπινου γένους είναι ενεργοί και αποτελεσματικοί παράγοντες αποδεκατισμού του πληθυσμού… Αλλά, αν αποτύχουν σ’ αυτό τον πόλεμο εξόντωσης, τότε μια σειρά από ασθένειες, επιδημίες, λοιμούς και πανούκλες ενσκήπτουν και ξεκληρίζουν χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδων. Αν και πάλι η επιτυχία δεν είναι πλήρης, καραδοκεί κάποιος γιγάντιος λιμός και, με ένα ισχυρό πλήγμα, εξισώνει τον πληθυσμό με την τροφή που υπάρχει στον κόσμο’.»

("Οι Φιλόσοφοι του Οικονομικού Κόσμου", εκδ. Κριτική, 2000)


Ο κύριος Μάλθους λοιπόν έθεσε το πρόβλημα: πάρα πολλοί άνθρωποι, και μάλιστα πάρα πολλοί φτωχοί άνθρωποι, αποτελούν τη θρυαλλίδα για μείωση του αριθμού τους, μέσω πολλών κακών που θα γεννηθούν.


Για να δούμε τώρα τι είναι αυτό που έκανε μια κυρία, ονόματι Φραγκογιαννού, ή περισσότερο γνωστή ως "Η Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη. Αυτή η γυναίκα, πίστευε ότι το να είναι κανείς γυναίκα, είναι πηγή κακού, καθώς ο κόσμος ήταν έτσι δομημένος, που ουσιαστικά βασάνιζε, εξευτέλιζε και εν τέλει θανάτωνε μακρόσυρτα ψυχή και σώμα αυτών των δεύτερης κατηγορίας φτωχών πλασμάτων.

"Δεν έπρεπεν ημείς, ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των Αγγέλων; [...] Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης [=της φτωχολογιάς] είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, δια να κολάζουν τους γονείς των, απ’ αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, ’’ψηλώνει ο νους του!"

"Δεν το έκαμα για κακό".

"Ερευνώσα [δε] την συνείδησίν της, εν πράγμα εύρισκεν˙ ό,τι είχε κάμει και τότε και τώρα το είχε κάμει δια καλόν".


Ο υπερπληθυσμός μιας ομάδος κοινωνικά επιβαρυμένης και πάμφτωχης, όπως αυτή των άμοιρων κοριτσιών, μόνο δεινά έχει να προσφέρει. Πάλι λοιπόν, η ίδια θεματική: η φτώχεια και ο υπερπληθυσμός δημιουργούν ένα δίπολο καταστροφικό και απευκταίο. Και για αυτό η Φόνισσα πήρε το δίκαιο στους ώμους της και προσπάθησε να δώσει λύση. Ένοχη ή αθώα; Υποκινούμενη από συμφέρον ή έρμαιο της πεποίθησης ότι όλοι θέλουμε ένα καλύτερο μέλλον, ισάξια μοιρασμένο;


Και τώρα ας περάσουμε στο ζωικό βασίλειο.

Θυμάμαι τον πατέρα μου, κυνηγός λαγών, να μου μιλάει για την κοινωνία των λαγών και τις πιθανές αιτίες για τις αυξομειώσεις του πληθυσμού τους. Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει το γεγονός, ότι όταν αυξάνεται ο αριθμός τους, με έναν περίεργο μηχανισμό, η φύση βρίσκει τρόπο να θέσει ένα νέο σημείο ισορροπίας, μέσα από αρρώστιες και λοιμούς... Και ιδού πώς το επιβεβαιώνουν κάποιοι ειδικοί του είδους:

"Στην περίπτωση που αυξηθούν πολύ οι λαγοί και ανταγωνίζονται έντονα για την τροφή και το ζωτικό τους χώρο, παθαίνουν ορμονικές διαταραχές.
Γίνονται ευαίσθητοι στις ασθένειες και δύσκολα αντιμετωπίζουν τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Αυτό συμβαίνει γιατί μειώνεται η περιεκτικότητα του σακχάρου στο αίμα παράλληλα με διαταραχές του μεταβολισμού, εξαιτίας της αύξησης της λειτουργίας των επινεφριδίων που προκαλείται από την κατάσταση στρες που καταλαμβάνει τα ζώα λόγο του έντονου ανταγωνισμού τους."

Ή επίσης κάποιοι άλλοι λένε πιο απλά:

"Η εμφάνιση μιας ασθένειας στον λαγό, πιστεύεται ότι εξαρτάται κυρίως από την πυκνότητα του πληθυσμού σε μια περιοχή."


Συνεχίζοντας την περιδιάβαση στο ζωικό βασίλειο, διαβάζω:

«Ναι, πραγματικά υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι στον κόσμο. Παλιότερα δεν το πρόσεχες. Τώρα, όμως, που όλοι θέλουν αέρα ν’ αναπνεύσουν κι ένα αυτοκίνητο να οδηγούν, το προσέχεις. Βέβαια, αυτό που κάνουμε δεν είναι λογικό. Είναι παιδαριωδία, όπως είναι και ο πόλεμος μια παιδαριωδία σε τεράστια κλίμακα. Με τον καιρό, η ανθρωπότητα θα μάθει να ελέγχει τον αριθμό των μελών της με λογικά μέσα. Στο μεταξύ, αντιμετωπίζουμε μια ανυπόφορη κατάσταση με κάπως παράλογο τρόπο».

(“Ο Λύκος της Στέπας” του Έρμαν Έσσε, εκδ. Καστανιώτη, σειρά Εικοστός Αιώνας, σελ.252)


Ξανά λοιπόν, ανακύπτει το ίδιο θέμα: ο πληθυσμός και ο πλουτισμός-αφθονία, ως δυο μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα.


Θα με ρωτήσετε βέβαια, τι σχέση έχουν αυτά τα θέματα με την σημερινή μας κατάσταση; Άμεση! Γιατί, όπως το βλέπω το πράγμα, πάμε προς την απόλυτη πτώχευση σαν κράτος, ό,τι και αν ψηφίσουν σε λίγες ώρες οι μάγκες εκεί στη Βουλή. Και αυτό θα επιφέρει, αλληλοσπαραγμό, ανταγωνισμό στους σκουπιδότοπους και στους σκουπιδοντενεκέδες για το ποιος θα φάει μια σταγόνα λάδι, ή το ποιος θα καπνίσει μια τζούρα παραπεταμένου τσιγάρου...

Αλλά και σαν πλανήτης, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Αυξανόμαστε και πληθυνόμαστε, όπως διέταξε η θρησκεία μας, αλλά ξέχασε να μας πει ότι δεν υπάρχει χώρος για όλους σε αυτόν τον κόσμο. Στον άλλον χωράμε όλοι. Σε αυτόν όμως, η θρησκεία έπεσε κομμάτι έξω... Αλλά και οι πολιτικοί, πάλι δεν πάνε πίσω. Δεν μας μεγάλωσαν με τέτοιον τρόπο ώστε να σεβόμαστε τον δίπλα μας, τον γείτονά μας, που θέλει και αυτός να ζήσει, να πολλαπλασιαστεί. Έχει και αυτός ανάγκες... Κανείς όμως δεν μας μίλησε ποτέ για το μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Μας άφησαν, καπιταλιστικά σκεπτόμενοι, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να πολλαπλασιάζουμε τα πάντα: κέρδη, ανθρώπους, δύναμη, εξουσία, υλικά αγαθά... χωρίς να μας υπενθυμίσουν ότι ως αντάλλαγμα για όλα αυτά πληρώνουμε σε φυσικό είδος, δηλαδή σε ζώα και φυτά που εξαφανίζονται, σε βουνά που κατεδαφίζονται για να χτίσουν οι αχόρταγοι άνθρωποι, σε δάση που καίγονται ή κόβονται, σε αλλαγή του κλίματος, σε ρύπανση όλων των ρευστών, αέριων, υδάτινων, στερεών...


Αγαπητοί μου, έχουμε ακόμα πολλά να μάθουμε από τις άπληστες συμπεριφορές του ανθρώπου, απέναντι στη Φύση. Δεν ξέρω αν η Φύση έχει να μάθει κάτι από τον άνθρωπο.


Είχαν αναθρεφτεί με άλλη κυβέρνηση...



"Μα ο Γιώργης εκοκκίνιζε τώρα. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, ο γέροντας τον εβάραινε με τις ορμήνειες του και με τα παράπονά του. Τι έφταιγε αν καμωμένος δεν είταν για την τέχνη, αν τα χέρια του είταν αδέξια να πιάσουν τα πινέλα, ν' ανακατώνουν τα χρώματα και να φτιάνουν τα σουσούμια των αγίων; Ας του 'χε δώσει ο Θεός αυτό το χάρισμα και θα το ΄κανε. Μα το εναντίο, ήξερε πως τον τραβούσε και τον εσκλάβωνε η ζωή στον ανοιχτόν αέρα, το κυνήγι, η δουλειά η χοντρή με το τσαπί, με το φτυάρι, με το άλατρο, ο αγώνας, ο κόπος, ο ίδρος, το πάλεμα με τη γης που στανικά μονάχα ανοιγότουν στο αδρό το χτύπο, σα να πεθυμούσε η ίδια το βιασμό για να χαρίσει τον πλούτο της. Εθιάμαζε σαν εφύτρωνε ο σπαρμός, σαν το ημέρωμα ελιβάδιζε με χλωρή πρασινάδα, κ' έπειτα όταν λαβώνοντάς τα με το νύχι έβγαζε το γάλα που έμελλε να γίνει το γλυκό ψωμί, κ' ελόγιαζε πως ο καρπός της γης είταν χεριού του το έργο. Μη δεν είταν και η τίμια δουλειά του, η δουλειά που εμπορούσε να θρέψει και τον εαυτό του και τους γερόντους του, άλλο τόσο άγια όσο και ζωγραφική του πατέρα; Και μη δεν είταν για τον κόσμο και πλιο χρήσιμη; Χωρίς ζωγράφους όλα τα χωφριά ζουν, μα χωρίς χερομάχους κανένα. Και η αβασάνιστη ζωή του δουλευτή δεν είταν ομορφότερη και πλιο εύκολη από τα παθιάσματα του αγιογράφου; Κ' έπειτα"το κλείσιμο στο σπίτι, η μυρωδιά των χρωμάτων, όλες οι ψιλοδουλειές που έκαναν να πονούν τα μάτια, να μουδιαίνει ο νους, να σκοτίζεται το πνέμα, α! όλα αυτά δεν είταν καμωμένα για ένα νέο που ήθελε να μεθάει από τη νιότη του.

Όξω στ' ανοιχτά το καλοκαίρι, όταν στην κάψη του ήλιου στα λιβάδια και στ' αμμπέλια εφαινότουν ο αέρας ο ζεστός να τρέμει, ή κάτου από τις μεγάλες ελιές που εφλίφλιζαν ή κ' εφιλιούνταν, χτυπώντας αλλήλως τους βαριούς τους κλώνους, σαν τους ανατάραζε ο άνεμος, και το χινόπωρο στ' αμπέλια που είταν φορτωμένα σταφύλια κάτω από τον ξάστερο μπλάβον ουρανό, και το χειμώνα στα κρύα και την άνοιξη όταν ευώδιαζε η πλάση από όλα τα λουλούδια, εκεί είταν η ζωή, εκεί είταν η χαρά της καρδιάς του!

Κι απέκει των κοπελών τα τραγούδια μέσα στους ελαιώνες, όταν επεριδιάβαινε όλο το σύνορο με το ντουφέκι σκοτώνοντας τα πουλιά, και το βράδυ έπειτα από τη βαριά δουλειά η συντροφιά των φίλων και οι χοροί, και τα τραγούδια και τα πανηγύρια, και το κρασί στου χωριού τα αργαστήρια α! πώς ύστερα απ' όλα αυτά θα μπορούσε να κλειστεί στη μοναξιά, στο μποχό, ν' ανακατεύει τα χρώματα που εβρωμούσαν, να φτιάνει αγιούς και να μη συλλογιέται παρά συναξάρια, ενώ όξω τον έκραζε η ζωή και η ευτυχία;

Κι αγαναχτισμένος άκουε τώρα πάλι του πατέρα του τις ορμήνειες, κ' ήξερε ο νέος πού ο γέροντας εσημάδευε, κ' ήξερε πως και κάτι άλλο επίκραινε το ζωγράφο. Μα εσυλλογίστηκε πως οι άνθρωποι, που 'χαν του πατέρα του τα χρόνια, είταν αλλιώτικοι από την τωρινή νεολαία, και φυσικό είταν τούτο, γιατί εκείνοι είχαν αναθρεφτεί με άλλη κυβέρνηση και με άλλους νόμους, και είχαν μάθει να σέβονται πράματα που τώρα πλια δεν είχαν πέραση καμία ή και που οι νέοι κ' οι μισόκοποι άνθρωποι τα περγελούσαν. Για την παντρειά οι νέο δεν έκαναν πλια ό,τι ήθελαν οι γονιοί τους, μα έπαιρναν την κοπέλα που τους άρεσε κ' οι άλλοι τους επαινούσαν. Και στο νου του Γιώργη ερχόνταν τώρα τόσοι και τόσοι φίλοι, συναμόλικοί του ή μεγαλύτεροί του, που 'χαν πάρει κοπέλα της αρεσιάτ ους και που με δίκιο δεν είχαν γνοιαστεί για τη γνώμη του πατέρα τους και της μάνας τους, γιατί εκείνοι οι ίδιοι, κι όχι οι προεστοί, έμελλαν να ζήσουν με τες γυναίκες τους."

(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το διήγημα "Οι δυο αγάπες" σελ 152-155, του Κερκυραίου Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που βρίσκεται στη συλλογή Κορφιάτικες Ιστορίες, των εκδόσεων Γαβριηλίδη, 2005)

Δεν ξέρω εσείς τι καταλαβαίνετε εσείς από αυτό το απόσπασμα, εγώ πάντως το συσχετίζω ισχυρά με τα γενόμενα σήμερα στη χώρα μας. Διαπιστώνω όμως ότι αυτή η διαφορετική άποψη για τα πράγματα και τις καταστάσεις μεταξύ των γενεών, για τις επιλογές στη ζωή μας (επαγγελματική και κοινωνική), καθορίζει σημαντικά την κατεύθυνση ελευθερίας που βαδίζουν οι νέοι άνθρωποι.

Τι εννοώ: αναλογιστείτε τα τελευταία χρόνια, πόσοι μαθητές περνούσαν στα πανεπιστήμια της χώρας... Νομίζω σχεδόν όλοι, πλην ελαχίστων, ακόμα και αν η βάση εισαγωγής ήταν γύρω στο 5! Γιατί; Πρώτον, γιατί το φάκεν κράτος το επέτρεπε (πιστό στην ρήση κάθε πόλη και σχολή, κάθε χωριό και στρατώνας των πρωτεργατών του σοσιαλιστικού ελληνικού κόμματος) και δεύτερον, διότι η ελληνική φαμίλια και δη οι Έλληνες γονείς θεωρούσαν υποτιμητικότατο τα τέκνα τους να μην έχουν ένα χαρτί στα χέρια τους, ακόμα και αν το χρησιμοποιούσαν τελικά για να τυλίγουν σουβλάκια ή να το κάνουν σαΐτες και πάνω σε αυτά να κρεμούν (και τελικά να κρεμοτσακίζονται) τα όνειρά τους... Ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν επιστήμονες και κάτοχοι μιας τέχνης. Δε λέω, λογικό σαν επιχείρημα. Ίσως όμως λίγο εξωπραγματικό, διότι αγαπητοί μου μια κοινωνία, όπως λέει και ο μέγας Πλατων στην Πολιτεία του, τους χρειάζεται όλους για να λειτουργήσει, αλλιώς καταρρέει... Αυτό κάνουμε και εμείς σήμερα.

Η κοινωνία χρειάζεται και τους χειρώνακτες και τους τεχνίτες και τους επιστήμονες. Μα πάνω από όλα ξέρετε τι χρειάζεται; Ικανές συνθήκες να φυτρώσουν τα όνειρα των νέων ανθρώπων που τα σπέρνουν καθημερινά στον μικρόκοσμό τους. Δεν έχει σημασία ένα κωλόχαρτο που θα πάρει κάποιος, αλλά η ευκαιρία που θα αρπάξει για πραγματοποίηση των ονείρων του. Δεν έχει σημασία μια πιστοποίηση γνώσεων, αλλά μια πραγματοποίηση αυτών των γνώσεων σε απτά αποτελέσματα.

Και το σημαντικότερο: "εκείνοι είχαν αναθρεφτεί με άλλη κυβέρνηση και με άλλους νόμους και είχαν μάθει να σέβονται πράματα που τώρα πλια δεν είχαν πέραση καμία...". Εμείς σήμερα τι κάνουμε αγαπητοί; Πώς θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας (αφού πρώτα μεγαλώσουμε τα ανίψια μας και πάρουμε το κολάι...);



Άλλοι τον καρτεράνε...


Αναλογιζόμενος το πώς φτάσαμε ως εδώ, διαβάζω εντελώς τυχαία το κάτωθι απόσπασμα στο βιβλίο "Κορφιάτικες Ιστορίες" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, (εκδ. Γαβιρηλίδη Αθήνα 2005):

"Μα Κώστα", ετόλμησε να πει εκείνη γλυκά, "είταν ξένο πράμα, να πλερώσετε δεν είχετε και δεν ήθελες, πώς είχε να το βαστάξει;" και εχαμογέλασε.
"Τι λες και συ" της είπε κοιτάζοντάς την λοξά "ποιος σου 'μαθε αυτά τα λόγια; τώρα δεν πληρώνει κανένας, τι είχε να φοβηθεί;"
"Ο νόμος είναι νόμος. Θα σας έβαναν στη φυλακή. Και τ' αδελφού σου δεν τ' αρέσει η χάψη".
"Φυλακή για τέτοιες μικροδουλειές" απολογήθηκε περγελώντας "κάθε μέρα βλέπεις φυλακώνουν τον κόσμο! Σου φαίνεται πως εξανάρθε ο παλιός καιρός! Πάνε τώρα αυτά, καθένας κάνει ό,τι θέλει. Γιατί ψηφίζομε βουλευτάδες; - Για να 'χομε τις ευκολίες μας. Ποιος εζήτησε χάρη και του γίνηκε; - Κάθε μέρα ακούονται σκοτωμοί, μα δεν μου λες πόσο παιδεύονται οι άνθρωποι; Μήνες. Και ο κυρ αδερφός μου εσκιάχτηκε. Τι θα μας έκαναν; Κατάσχεση; - Αν αφήναμε πρώτα. - Μα θα τον διορθώσω εγώ τον κυρ αδερφό μου".


Αυτό είναι ένα απόσπασμα από την ιστορία "Κάιν" του Κ. Θεοτόκη που γράφτηκε στους Κρασάδες τον Οχτώβρη του 1904 και δημοσιεύτηκε στον Νουμά στις 13 Μαρτίου 1905 (χρ. Γ' , αρ. 139). Σχεδόν 100 χρόνια πίσω...


Και αναρωτιέμαι: πόσο πίσω πάει αυτός ο εχθρός που σήμερα προσπαθεί να αντιπαλέψει το σώμα κάποιων ηλιοκαμένων οικοδόμων, οι οποίοι σκοτώνονται για πλάκα στα κράσπεδα της ίδιας πλατείας που άλλοτε θεμελίωνε τη βάση της κοινωνικής συνείδησης που ακούει στο όνομα Σύνταγμα; Πόσο ώριμος είναι ο εχθρός όταν η συμπεριφορά της παρανομίας, μάς χαρακτηρίζει εδώ και πολλά χρόνια;

Αλλά για μια στιγμή! Τώρα που το καλοσκέφτομαι, το λάδωμα και η διαφθορά δεν προήλθαν ετυμολογικώς και μόνον (!), κατά την τουρκοκρατία, όταν οι Έλληνες δωροδοκούσαν με τις νταμιτζάνες λάδι τους πάσης φύσεως και ήθους, εξουσιαστές τους για να επιτύχουν τους σκοπούς τους και τα μικροσυμφέροντά τους;

Άρα... πόσο πίσω πάει αυτή η αρρώστια; Πόσο χρόνιο το απόστημα; Πόσο βαθιές οι ρίζες του κακού; Για να μην μιλήσω τώρα που το καλοσκέφτομαι για τα πάνω από 1000 χρόνια Βυζαντινής Αυτοκρατορίας... Το διανοείστε; Πάνω από τη μισή ιστορική μας ύπαρξη είχαμε εξουσιαστές που έπαυαν Ολυμπιακούς Αγώνες και ιδεώδη παγκόσμια, που επέβαλαν θρησκευτικό συναίσθημα χωρίς να αφήνουν περιθώρια αντιλόγου, που εξουσίαζαν και εξουσίαζαν και εξουσίαζαν...

Ας αναλογιστούμε αυτά τα ιστορικά στοιχεία. Ας αναλογιστούμε το παρελθόν μας. Ας αναλογιστούμε τον εαυτό μας. Ας αναλογιστούμε ποιοι πραγματικά είμαστε, για να ξεκαθαρίσουμε καλύτερα το ποιοι θέλουμε πραγματικά να γίνουμε...

Τώρα που οι συγκυρίες μας καλούν να αλλάξουμε κατά τι τον ρου της ιστορίας μας, (μην φανταστείτε τίποτα τρελή αλλαγή, μόλις κάποιες υποδιαιρέσεις της μοίρας και αν!), τώρα δηλαδή που οι συγκυρίες μας καλούν να αλλάξουμε κατά τι τη μοίρα μας, ας μην χαθούμε στο ατέρμονο άχρονο της μικρότητάς μας. Οι πράξεις του σήμερα, θα έχουν αντίκτυπο στο αύριο. Στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας, στις γενιές 1000 χρόνια μετά...

Δεν είναι εύκολη η μάχη. Είναι όμως πραγματική. Τι φοβόμαστε να την δώσουμε;


"Αυτόν τον κόσμο τον καλό"
Στίχοι: Βασίλης Ανδρεόπουλος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης





"σκέψου φίλε μου, την ώρα που θα φεύγεις..."

Σα στη λύρα...



Είναι αυτός ο κόμπος που εμφανίζεται στο στήθος σου, που σε κάνει να αναλογίζεσαι τη σοβαρότητα της κατάστασης...

Είναι αυτό το σφίξιμο και η ανατριχίλα, ότι η στιγμή είναι κρίσιμη...

Το δέρμα τεντωμένο και ιδρωμένο, γύρω σου ολότελα σιωπή... και άξαφνα ξεσπά η κραυγή!

Τόσο δυνατή, τόσο κοφτερή, τόσο τρανταχτή, τόσο σπαραχτική... για το άδικο που συντελείται, για τη μοίρα που προσποιείται, για τη ζωή που σε ψεύδη διατηρείται...


Ήμουν πιτσιρικάς, κάπου στα 15, όταν διάβασα τον "Κατάδικο" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Θυμάμαι μου είχε κάνει μεγάλη αίσθηση η σύγκρουση των χαρακτήρων, μα κυρίως με είχε συγκλονίσει η στωικότητα του Τουρκόγιαννου. Πίσω από τα σίδερα της φυλακής, όπου μπορείς μόνο να στενο-χωρείσαι, όπου η καρδιά σου ασφυκτιά, παλεύουν τα πιο άγρια θηρία: το καλό με το κακό...

Βλέποντας χτες, εδώ στην έδρα της δημιουργίας αυτού του αφηγήματος, από κοντά και ζωντανά αυτήν την σύγκρουση, το κορμί μου ανατρίχιασε πολλές φορές και η καρδιά μου φτερουγούσε σε απέλπιδες προσπάθειες να ξεφύγει ανάμεσα από τα σίδερα της φυλακής (της)... Το Οικείο Θέατρο, με σκηνοθέτη τον Μίλτο Δημουλή, απέδωσε εξαιρετικά το έργο του Θεοτόκη, σε έναν υπέροχο και μαγευτικό χώρο, στο ύψωμα ενός λόφου, κάπου στο κέντρο του νησιού... Εκεί είχε στηθεί η μάχη των προαιώνιων αντιπάλων... Εκεί, συγκρούστηκαν ο εγωισμός και ο αλτρουισμός, εκεί άναψε φωτιά από τις σπίθες των αρμάτων τους, εκεί φλόγισαν από την αμάχη τα στήθη των αντιπάλων, εκεί σκίρτησαν οι καρδιές των βουνών που ανήμπορα να συμμετέχουν παρέστεκαν, εκεί τελικά απίθωσαν οι δυο τους τα νεκρά τους κουφάρια... Και τότες, δυο πουλιά αναδύθηκαν στου αμόλυντου ουρανού τα άγια ύψη βγάζοντας το καθένα τη δική του κραυγή...

Ποιος κυβερνά τις ζωές μας; Από πούθε κρατά η δύναμη που καθορίζει τις συμπεριφορές μας; Είναι η λογική που κυβερνά και διαφεντεύει, που λαμβάνει τα ηνία; Είναι το συναίσθημα που σαν ασπίδα προστατεύει κάθε όνειρο, και δίνει μαγευτικό χρώμα σε κάθε ασπρόμαυρη στιγμή;

Ποιος έμαθε, ποιος ξέρει; Ποιος θα μάθει άραγε ποτέ;



"Ο Κατάδικος"
(Στίχοι: απόσπασμα από Τα Σονέτα του Κ.Θεοτόκη)
Μουσική: Τάσος Σωτηράκης
Ερμηνεία: Ησαΐας Ματιάμπα



"Σα στη λύρα, αν σημάνει μια χορδή της
κι άλλες βογγάνε, οι αρμονικές μαζί της..."






Γυναίκα: η μούσα του τάνγκο!


"...Με την αόριστη ιδέα να ανέβω στον τελευταίο όροφο, μιας και είχα βρεθεί εκεί, και να ξαναδώ τους πίνακες του Κινκέλα που με τη δραματικότητα τους ταίριαζαν τόσο με το τάνγκο και την αγωνία που αισθανόμουν, με την πνοή του θανάτου που τύλιγε τη Λα Μπόκα, διέσχισα μια πελώρια και άδεια από επισκέπτες αίθουσα όπου τα βήματά μου καθώς τρίβονταν πάνω στο πάτωμα αντηχούσαν σαν ψίθυρος.

Και τότε την είδα. Στο βάθος, αριστερά, ανάμεσα σε ένα φριχτό τοπίο της Πάμπας και μια παράταιρη σύναξη πιστών ύστερα από κάποια επίσημη λειτουργία με κυρίες με μαντίλες και κυρίους με ημίψηλα, με κοιτούσε εκείνη, μέσα από τα σκοτεινά βάθη του λαδιού, πλαισιωμένη από μια παραφορτωμένη επίχρυση ξύλινη κορνίζα. Τα μάτια της γυάλιζαν όπως εκείνη τη βραδιά στη μιλόνγκα, μισόκλειστα από ηδονή, θαρρείς και άκουγε τον ρυθμό ενός τάνγκο που έπαιζε μόνο για κείνη μες στη μοναξιά του σκονισμένου μουσείου. Στα κατακόκκινα βαμμένα χείλη της μόλις που χάραζε, όπως τότε, ένα ελαφρύ χαμόγελο, πονεμένο κα προκλητικό συνάμα. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε έναν ψηλό κότσο, με ένα χτενάκι από ταρταρούγα. Στη μέση του ντεκολτέ, στερεωμένο στο μαύρο μεταξωτό κορσάζ της, το μπουμπούκι ενός κόκκινου, σχεδόν κλειστού τριαντάφυλλου ξεχώριζε πάνω στο χλωμό της δέρμα. Ένας τύπος τριαντάφυλλου των θερμοκηπίων, που δεν υπήρχε ακόμα όταν ζωγραφίστηκε εκείνο το πορτρέτο.

Η μικρή πλακέτα στην κορνίζα, ακριβώς κάτω από το σημείο όπου τα χέρια της ενώνονταν στο ύψος της μέσης -εκείνα τα χέρια που είχαν ακουμπήσει πάνω στον ώμο μου και είχαν σφίξει τα δικά μου-, έγραφε: "Το τάνγκο είναι μια κραυγή με σιγανή φωνή". Άγνωστη καλλιτέχνιδα. περ.1920."

Απόσπασμα από το βιβλίο "Με το τάνγκο στην καρδιά" της Έλιας Μπαρθέλο, εκδόσεων Πατάκη, που καταβρόχθισα πρόσφατα.


Από την πρώτη στιγμή που διάβασα αυτό το κομμάτι κάτι με συγκλόνισε. Δεν ήξερα όμως ότι θα βιώσω μια παρόμοια αίσθηση προχτές στο μουσείο Ηρακλειδών, προτελευταία μέρα (εντελώς τυχαία) της έκθεσης με θέμα "Η Γυναίκα ως Μούσα". Περιδιαβαίνοντας τα τέσσερα δωμάτια του μουσείου πέφτω κυριολεκτικά πάνω της... Έμεινα άφωνος! Ήταν θαρρείς εκεί, ζωντανή, μια επισκέπτρια και όχι έκθεμα του μουσείου. Ήταν η "Τίλα Ντυριώ ως Κίρκη" του Franz Von Stuck. Στα μυαλό μου, ήρθε αμέσως το απόσπασμα που παρέθεσα πιο πάνω (περιττό να πω για πολλοστή φορά πως θεωρώ ότι κάποιος εκεί ψηλά έχει βαλθεί να με τρελάνει και μου προκαλεί τρελές συμπτώσεις στη ζωή μου - δεν γίνεται να διαβάζω κάτι και δυο μέρες μετά να το βιώνω...). Η μορφή της πραγματικά με διαπέρασε. Η ζωντάνια της, τα μαλλιά της, το χρώμα των χειλιών της, τα σκουλαρίκια της... λες και ανέμενε τον καβαλιέρο της στην αποψινή μιλόνγκα. Ήταν η απόλυτη ντάμα. Αυτή που ενσάρκωνε στα μάτια μου το πάθος και την ένταση του τάνγκο (που είμαι σίγουρος ότι ο δημιουργός της ούτε κατά διάνοια μπορούσε να το φανταστεί όταν την ζωγράφιζε...).

Δυστυχώς στο διαδίκτυο βρήκα μόνο μια ασπρόμαυρη αποτύπωσή της, που φυσικά δεν προσεγγίζει στο ελάχιστο αυτό που είδαν τα μάτια μου. Την παραθέτω, μόνο και μόνο για να πάρετε μια ιδέα - απ'το τίποτα κάτι είναι και αυτό.









Τάνγκο. Το νέο πάθος μου! Αυτό που ξυπνά κάθε κοιμισμένη αρσενική μου αίσθηση.







Θαυμα-στην καθημερινότητά μου!


"Το Θαύμα, τροφή των παιδιών, των ποιητών, των ερωτευμένων, των δυστυχισμένων και του... Καραγκιόζη, είναι κάτι πέρα από τη λογική. Η λογική το αποδέχεται συχνά από ανισχυροσύνη να το εξηγήσει. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι παραιτείται και απ' τη δικιά της λειτουργία να θέτει ερωτήματα, να ερευνά -συχνά και να κοροϊδεύει από δύναμη ή από αδυναμία- ώσπου να 'ναι σε θέση να δώσει πειστικές ερμηνείες. Το θαύμα είναι μια πρόκληση στη λογική και δεν σταματάει παρά μόνο όταν απομυθοποιηθεί και μπει κάποιο άλλο στη μέση. Αν τώρα, αυθαίρετα, ονοματίσουμε το θαύμα άγνοια και τη λογική γνώση, ιδού, μπροστά μας, όλος ο κόσμος, ο πίσω και ο μπρος. Αστείρευτη άγνοια, αστείρευτη γνώση. Εδώ ανάμεσα στην άγνοια και στη γνώση χωράει το μυστήριο."

(απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Ο Πρίγκιπας" του Μήτσου Κάσολα, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.222-223, χωρίς άδεια αναδημοσίευσης...)


Θαύμα και λογική, λογική και θαύμα, σε ένα ασταμάτητο μυστηριώδες ερωτικό παιχνίδι, δίνουν παράσταση στης καθημερινότητάς μου το σανίδι... Πόσο τυχερός νοιώθω κάποιες φορές...;



Η θεραπεία της ασχετίλας


Τελικά υπάρχει φάρμακο εναντίον της ασχετίλας μας;

Καθώς αναρωτιόμουν αυτό το δύσκολο θέμα, αρντάν στην κρεββατάρα μου ψες βράδυ, διάβασα αυτόν τον καταπληκτικό λόγο του μεγάλου Μενέλαου Λουντέμη στο βιβλίο του "Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα", που δίνει μια από τις καλύτερα και απλούστερα περιγραφόμενες πολιτικές απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα:

"...Κάποιος πρέπει να πάει να τους φωνάξει κρυφά στο αυτί ότι δεν νικηθήκαμε. Αλλά ποιος; Και όμως κάποιοι πρέπει να πάνε, Νάθαν. Αν όλοι εξαιρέσουμε τον εαυτό μας η υπόθεση χάθηκε. Σ’ αυτές τις στιγμές δεν υπάρχει το «όλοι εκτός από μένα…». Γιατί το «εκτός από μένα» σημαίνει κανένας. Αν ο καθένας χωριστά πει «ας λιποτακτήσουν όλοι, εγώ θα πάω…» τότε θα πάμε όλοι. Ρηχά μαθηματικά… μα χρήσιμα. Εγώ θα πάω, Νάθαν, έστω και αν είμαι ολομόναχος..."


Γι'αυτό μου αρέσει η λογοτεχνία ρε παίδες... γιατί μπορεί να καταπιαστεί με εκατό πράγματα ταυτόχρονα σε μια μόνο σελίδα...



Ποιός λογάται άντρας;


Το αιώνιο ερώτημα:
-πώς ένα αγόρι γίνεται άντρας;


Πιθανές απαντήσεις:
-μέσα από τις αντιξοότητες,
-μέσα από τις εμπειρίες της ζωής,
-μέσα από τις εμπειρίες με τις γυναίκες,
-μέσα από δική του θέληση,
-μέσα από τα στραπάτσα ("μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε", σαν μικρά παιδιά),
-είναι απλά θέμα χρόνου,
-είναι απλά θέμα πόνου,
-κάποια αγόρια δεν γίνονται ποτέ άντρες, απλώς προσποιούνται...


http://www.youtube.com/watch?v=bDoOfVJvo6c



Υ.Γ.1: Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Οι Πύλες της Φωτιάς" του Στήβεν Πρέσσφιλντ, όπου ο αφηγητής περιγράφει την καλλιτεχνική φύση ενός νεαρού Σπαρτιάτη, λέγοντας ότι η μοίρα του ήταν να γίνει καλλιτέχνης και όχι στρατιώτης, η ζωή του όμως τον έσπρωξε να πάρει άλλους δρόμους... Αυτός αγόγγυστα ακολούθησε... ακολούθησε... και έγινε ένας καλός (ευ-) στρατιώτης.
Υ.Γ.2: Και ένα ακόμα ερώτημα: Γιατί πρέπει ένα αγόρι να γίνει άντρας;




Η Μάνα

Τι πλάσμα είναι οι μανάδες;! Και τι ιδιαίτερη σχέση έχουν με τους γιους τους... Το τελευταίο βιβλίο του Θοδωρή Καλλιφατίδη "Μητέρες και γιοι", που τυγχάνει να είναι από το χωριό μου, διαπραγματεύεται αυτήν την ιδιαίτερη σχέση, με μια ιδιαίτερη τρυφερότητα. Μιλά για αυτήν την σχέση που δεν ξεθωριάζει, παρά μόνο εξελίσσεται! Ακόμα και αν αυτός είναι γύρω στα 65 και η μάνα του γύρω στα 92 χρόνων, όταν συγγράφει αυτό το έργο, η σχέση τους παραμένει έντονη και ζωντανή.





Εκτός από την βιολογική σχέση με την μάνα του, στο βιβλίο του, ουσιαστικά περιγράφει και τη σχέση του με μια άλλη μάνα, αυτή της ιδιαίτερης πατρίδας του, των Μολάων, όπως τη βιώνει από τα παιδικά του χρόνια ως σήμερα, μέσα όμως από τα μάτια ενός μετανάστη - αυτοεξόριστου. Και τελικά η εξιστόρηση περιλαμβάνει και τη σχέση του με τη μεγαλύτερη μάνα όλων, που ακούει στο όνομα "Ζωή"...

Κάποιες φορές ένοιωσα ότι περιγράφει εμένα στο βιβλίο του... Μήπως είναι ότι και οι δυο μας είμαστε από Μολάους;; Θέλει ψάξιμο το θέμα!



"Της μάνας η καρδιά"
ποίηση: Alice Tori, μουσική: Γιάννης Νικολάου,
ερμηνεία: Παντελής Θαλασσινός, Μαριώ, Αρχοντούλα Σαββιδάκη









"Μάνα και γιος"
Μουσική - στίχοι: Παραδοσιακό Κρήτης
ερμηνεία: Λιζέτα Καλημέρη






"Μάνα Ζωή"

Ζωή τρελή, ζωή αλλοπαρμένη
που με οδηγείς έτσι μεθυσμένη;
Σε κρατώ σφιχτά από το χέρι
από φόβο μη με αφήσεις...
Και συ, πριν ακόμα μάθω
να περπατώ ισόρροπα,
με ωθείς σε ρεύματα ετοιμόρροπα.

Γι' αυτό δεν μπορώ
να σε φωνάζω μάνα ζωή,
γιατί μια μάνα δεν αφήνει
ποτέ τα παιδιά της
να πονούν, να πεινούν και να κρυώνουν...

by astromonos, κάπου στα 2003