Ποια κόλαση;




Και μιας και μιλάμε τούτες τις άγιες μέρες για κόλαση, ώρες ώρες αναρωτιέμαι:

τι είναι πιο κόλαση, η ίδια η κόλαση ή η συνειδητοποίησή της;


Το σκοτάδι του ενός



Ετούτες τις μέρες που πλημμυρίζουμε αγιοσύνη(;), αναρωτιέμαι αν μπορεί κάτι να αλλάξει και να φανεί κάποιο σημάδι βελτίωσης.

Ώρες ώρες, αποτραβιέμαι από το περιβάλλον μου, προσπαθώ να ερμηνεύσω τα γεγονότα όσο πιο αντικειμενικά γίνεται και να αντιληφθώ το μοντέλο διαβίωσης και συμπεριφοράς των ανθρώπων που χορεύουν γύρω μου ακατανόητους χορούς... Είναι τότε που προσπαθώ να το παίξω Ανθρωπολόγος, τρομάρα μου, μέσα από την παρατήρηση.

Κάποιες άλλες ώρες, βυθίζομαι τόσο μέσα στα πράγματα, στις νέες συμπεριφορές, με προοπτική να συμμετάσχω στις διαδικασίες και να περάσω μέσα από τον μηχανισμό εκείνο που παράγει τις κρίσεις και τις αποφάσεις, τις δράσεις και τις αντιδράσεις... Είναι τότε που ξαναπροσπαθώ να το ξαναπαίξω Ανθρωπολόγος, ξανατρομάρα μου, μέσα από την συμμετοχή.

Και είναι και κάποιες άλλες ώρες, τόσο μα τόσο βασανιστικές, που μπλέκομαι τόσο πολύ στη ζωή των άλλων ανθρώπων, στον τρόπο σκέψης τους, στον τρόπο συμπεριφορά τους, στην κοσμοαντίληψή τους, με σκοπό όμως όχι να τους κατανοήσω απλώς, αλλά να τους βοηθήσω. Να τους σεβαστώ, να τους ακούσω υπομονετικά, να τους χαϊδέψω τα μαλλιά, να τους κοιτάξω κατάματα και να τους πω την αλήθεια σε γλώσσα που καταλαβαίνουν. Αυτό, δεν είναι απλή κατανόηση, ξεπερνά τα όριά της. Είναι προσπάθεια για βοήθεια. Είναι τότε που προσπαθώ να το παίξω Ιατρός, μέσα από την ιατρική ιδιότητα. Γιατί η Ιατρική δεν μπορεί παρά να είναι ιδιότητα.

Μέχρις εδώ, όλα καλά, αν εξετάσεις κάθε προηγούμενη παράγραφο ξεχωριστά και ξεκομμένη. Το πράγμα αρχίζει να δυσκολεύει όταν όλα αυτά προσπαθούν να συνδυαστούν σε ένα άτομο, σε ένα σώμα, σε ένα βλέμμα, σε ένα άγγιγμα (που ταυτόχρονα ψηλαφά και χαϊδεύει), σε μια πρόταση, σε μια φωνή...

Και γιατί δυσκολεύει; Διότι, το να προσπαθείς να εξηγήσεις τις συμπεριφορές των ανθρώπων, πασχόντων και μη, ειδικά σε μια κοινωνική ομάδα τόσο ξένη και διαφορετική από εσένα, ενόσω είσαι σε θέση παρατηρητή (έστω και συμμετοχικού παρατηρητή, όπως σε θέλει η Κοινωνική Ανθρωπολογία, δηλαδή ατόμου που προσπαθεί να δεχτεί ερεθίσματα για να τα ερμηνεύσει), ενώ την ίδια στιγμή προσπαθείς να θεραπεύσεις κάποιους που πονούν, από τη θέση του ενεργούντος ατόμου, αυτού που λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις, που καθορίζει με τις κινήσεις του αναπόφευκτα και ίσως αμετάκλητα τις ζωές και συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων (δηλαδή από θέση ατόμου που προσπαθεί να δεχτεί ερεθίσματα για να τα αλλάξει προς το καλύτερα βιώσιμο, όπως σε θέλει η Ιατρική), σε βάζει μάλλον στο μέσον μιας διελκυστίνδας...

Αυτά σκεφτόμουν όλη την ημέρα εψές, όταν ο Αγιότατος Βασίλης, αντί για δώρο μου έφερε μια εφημερία κόλαση... Κόλαση, γιατί μου έθετε στο πρόσωπο κάθε ασθενούς από τους 44 που είδα συνολικά, το ερώτημα: πώς γίνεται να σεβαστούμε την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και να προασπίσουμε το δικαίωμά του για αξιοπρεπή φροντίδα και παροχή υγείας, χωρίς ψέμματα και κοροϊδίες, όταν η ίδια η κοινωνία που ζει και οι μηχανισμοί λειτουργίας της, θέτουν το πλαίσιο μιας αδιάφορης, τεμπέλικης, επιπόλαιης, νωχελικής κοινωνίας, που δεν σέβεται τα μέλη της, που ασελγεί πάνω στο δικαίωμα για αλήθεια και που δεν σε κοιτά στα μάτια με ευθύτητα; Κόλαση, γιατί δεν κατόρθωσα σε καμία από τις 44 φορές που αναρωτήθηκα, να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα...

Διαπιστώνω, ότι μερικές φορές η Ιατρική με την Κοινωνική Ανθρωπολογία δεν συνδέονται και βρίσκονται αντιμέτωπες, υποστηρίζοντας άλλες αρχές η κάθε μια. Και αν είναι στα πλαίσια ενός επιστημονικού διαλόγου, έχει καλώς. Αν είναι όμως στα πλαίσια συστεγαζόμενων επιστημονικών κλάδων (σαν τα φαρμακεία ένα πράγμα) κάτω από το ίδιο σώμα και πνεύμα, τότε επέρχεται σύγκρουση εσωτερική και τα πράγματα γίνονται του διαβόλου και όχι του διαλόγου...


Και είχε μια ξαστεριά εψές το βράδυ... Στιγμές που έκλεψα και βγήκα έξω στην αστροφεγγιά, έλαμψαν στην ψυχή μου, όπως οι διάττοντες όταν διαβαίνουν τη στρατό-σφαιρα και καίγονται κατάσαρκα, λαμπυρίζοντας την τελευταία τους πνοή και σκορπώντας την ύπαρξή τους στην αγκαλιά του χάους... Και αν το σκοτάδι του ενός, οι δυο μαζί το κάνουν φως, τότε βασανιστικά αναρωτιέσαι: αυτοί οι δυο μπορεί να είναι δυο οποιοιδήποτε τυχαίοι ή θα πρέπει να ανήκουν στο ίδιο πλαίσιο;

Μέχρι να απαντήσεις όμως σε αυτό το ερώτημα, θες να σωριαστείς -λιωμένος από την κούραση- εκεί δα χάμω, πάνω σε έναν υπνόσακο, και ας ξέρεις ότι αντί για μαξιλάρι θα νιώσεις σε κάθε σου άρθρωση την σκληράδα ετούτης της γης...



"Υπνόσακος"
Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική, Ερμηνεία: Μπάμπης Στόκας




Σβήνει τα χρώματα η νύχτα στο κύμα τα φαρμάκια ρίχτα
κι άναψε μάτια μου όλα τα άστρα με του τσιγάρου σου τη κάφτρα
φέρε στα αυτί σου το κοχύλι και πες μου όσα δε λεν τα χείλι

Για τα παλιά τα συναξάρια για τα καινούργια μας φεγγάρια

Πάμε ξανά στις ξαστεριές στ' ονείρου ανοιγματα σκιές
το σκοτάδι του ενός κι'οι δυο μαζί το κάνουν φως

Μ'εναν υπνόσακο στην πλάτη και με το βίγλι άκου ορειβάτη
ίσως στο μέλλον τον επιστρέφω κι'αυταπάτες πια δεν έχω
σε μια υπαίθρια καντίνα στ' όνειρά σου μπαίνω σφήνα
είσαι το γέλιο δώσε βροχή μου να ξεδιψάσεις την ψυχή μου

Πάμε ξανά στις ξαστεριές στ' ονείρου ανοιγματα σκιές
το σκοτάδι του ενός κι'οι δυο μαζί το κάνουν φως
κι'οι δυο μαζί το κάνουν φως..



Υ.Γ.: Ευχή προς τον κύριο Santa για να μου φέρει ένα δώρο του χρόνου, με το καλό: περισσότερο ύπνο σε εμένα, λιγότερο ύπνο στον κόσμο! (μα να μην συμβαδίζω ποτέ με τον κόσμο βρε παιδάκι μου...! ένα περίεργο πράγμα...)




Η Αστρονομία του Σεφέρη



Γυρίζω από μια διάλεξη με θέμα "Η αστρονομία στην ποίηση του Σεφέρη".

Ξεκινώ από το κάτωθι, που αποτελεί φοβερή -και τυχαία;- συνέχεια του προηγούμενου post. Μιλά για τη διασπορά των σκέψεων και τη σύνδεση των ανθρώπων μέσα από τα πνευματικά τους παιδιά-πονήματα. Μιλά για τα πνευματικά δικαιώματα. Τίποτα δεν είναι απόλυτα πνευματικά κατοχυρωμένο...:

Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.

(«Επί σκηνής», ΣΤ΄, 1-10. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966)



Ο Σεφέρης μέσα από τις λέξεις και τις ρίμες του μίλησε για το φως, το χάραμα, το ηλιοστάσι, τα ονείρατα των ανθρώπων, τα ονείρατα των ανθρώπων που είναι μόνοι...:

Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν
στο γλυκοχάραμα της μέρας
είδα τα χείλια που άνοιγαν
φύλλο το φύλλο

Έλαμπε ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό.
Φοβήθηκα μην τα θερίσει.

("Θεριό Ηλιοστάσι" Ι')



Ιδού και το δρεπάνι...





Ο Σεφέρης μίλησε για τη σχέση γυναίκας και αστεριών, για τις γυναίκες-αστέρια, για τα αστέρια που έχουν γυναίκεια μορφή...:

Γυμνή γυναίκα
το ρόδι που έσπασε ήταν
γεμάτο αστέρια.

(Γιώργος Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, χάικου)



Ο Σεφέρης μίλησε και για τις προσδοκίες που γεννούν τα άστρα, για τους δρόμους που ανοίγουν μπροστά μας, για τους δρόμους προς τα επουράνια...:

Στάσου διαβάτη μπροστά στην ήσυχη λίμνη
η σγουρή θάλασσα και τα βασανισμένα καράβια
οι δρόμοι που τυλίγαν βουνά και γεννούσαν άστρα
όλα τελειώνουν εδώ στην πλατιά επιφάνεια.

Τώρα μπορείς να κοιτάξεις με γαλήνη
τους κύκνους
δες τους,
είναι κατάσπροι σαν τον ύπνο της νύχτας

χωρίς να αγγίξουν πουθενά
γλιστρούν σε ένα λιγνό λεπίδι

που τους υψώνει ελάχιστα πάνω απο τα νερά.
Σου μοιάζουν ξένε, τα ήσυχα φτερά
και τα καταλαβαίνεις
ενώ σε κοιτάζουν
μαρμαρωμένα τα μάτια των λιονταριών

και το φύλλο του δέντρου μένει άγραφο
στα επουράνια
και το κοντύλι
τρύπησε τον τοίχο της φυλακής.


(Η απόφαση της λησμονιάς)



Ο Σεφέρης μίλησε για τα πραγματικά τα όνειρα, αυτά που γίνονται μόνο όταν ξαγρυπνήσεις...:

Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά,
κοιτάζει τ' άστρα στον ουρανό και το δοιάκι
και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.


(Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο καταστρώματος Γ')



Τέλος ο Σεφέρης μίλησε για το χορό και τη δικαιοσύνη...:

Όταν το φως χορεύει
μιλούμε δίκαια.



Τι να πεις για το χορό, για το φως, για τα αστέρια, για το Σεφέρη... Τα ποίηματα του Σεφέρη, χορεύουν τόσο φωτεινά, αγκαλιά με τα αστέρια... Μόνο αυτό, μπορείς να πεις!







Ωδή στους κλεμμένους αρθρογράφους...



Σε αυτό το σημείο, με αφορμή την προηγούμενη ανάρτηση, οφείλω μια εξήγηση. Πολλάκις έχω αναδημοσιεύσει σε αυτό το ιστολόγιο, αποσπάσματα από βιβλία, άρθρα, ρήσεις, χωρίς να έχω ζητήσει ή λάβει επίσημα την άδεια των ανθρώπων που τους ανήκουν ή των εκδοτών που τα επιμελήθηκαν.

Δεν ντρέπομαι για αυτό, αλλά δεν το κάνω κιόλας από καμιά μανία να το παίξω επαναστάτης και να εναντιωθώ στους νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων. Σέβομαι το δικαίωμα του καθενός δημιουργού να διαχειρίζεται όπως θέλει τις σκέψεις του. Όμως έχω μια αντίρρηση επ' αυτού: δεν μπορείς να κλειδώσεις τις σκέψεις, δεν μπορείς να τις εμποδίσεις να μοιραστούν ανάμεσα στους ανθρώπους και να πετάξουν σαν πολύχρωμες πεταλούδες... και που ξέρεις, ίσως -στηριζόμενοι στην θεωρία του χάους- κάπου στην άλλη άκρη της Γης να προκαλέσουν κάποια θύελλα σε κάποια ανυποψίαστη ψυχή!

Δεν μπορώ κάτι που μου κινεί το ενδιαφέρον, να μην το αναρτήσω και (με αυτόν τον τρόπο) μοιραστώ σε αυτήν την φτωχή και παγερά αδιάφορη -ίσως για τους περισσότερους- διαδικτυακή γωνιά του πλανήτη. Αυτός, είναι ίσως και ο λόγος ύπαρξης του συγκεκριμένου ιστολογίου. Αν δεν έχω κάτι άλλο να μοιραστώ μαζί σας, τότε θα πάψει να υπάρχει και θα σβήσει.

Σκεπτόμενος σαν άλλος Προμηθέας, αψηφώντας τους νόμους των Θεών, θεωρώ ότι κάτι που θεωρούμε ότι μπορεί να λάμψει σαν φως ανάμεσα στο σκότος των ανθρώπων και να κάψει σαν φλόγα τις κακές μας συνήθειες, όχι μόνο καλό θα ήταν να το το μοιραζόμαστε -αναφερόμενοι πάντα στην πηγή του- αλλά το οφείλουμε κιόλας στους συνανθρώπους μας...




Πάντα έχω στο νου μου μια ρήση του Δημήτρη Αποστολάκη, από τους Χαΐνηδες, σχετική με το αν τον ενοχλεί η πειρατεία στη μουσική και συνεπώς η κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων: η πειρατεία είναι για τις εταιρείες, η μουσική είναι για τους ανθρώπους...

Ποιος ο πραγματικός κλέφτης; Ποιος ο νικητής και ποιος ο νικημένος; Ποιος χάνει και ποιος κερδίζει από αυτήν τη "διαφυγή" σκέψεων...;


"Ωδή στους νικημένους"
Στίχοι, Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνεία: Χαΐνηδες





Την παλιά την ιστορία μέχρι και το χτες
γράψανε οι νικητές
μα ήταν καταδικασμένοι
να 'ναι πρωταγωνιστές
της ζωής οι νικημένοι.

Γεια σας, γεια σας, νικημένοι
τ' όνειρό σας δεν πεθαίνει
είναι μέσα στην καρδιά μας
σαν τ' αγέννητα παιδιά μας.

Μες στης λησμονιάς τη λίμνη δίπλα στις ακτές
πέταξαν οι δικαστές
τη ζωή μας την κλεμμένη
και τη θάψαν πειρατές
με σημαία ματωμένη.

Γέλασε, γλυκό μου ταίρι, μόνο εσύ δε φταις
δεν υπάρχουν νικητές
δεν υπάρχουν νικημένοι
είπανε οι ποιητές
μόνο η αγάπη μένει.



(α, ρε μαντολινάκι πώς σκορπάς έτσι των δακρύων σου τη λάβα;)



Το σχεδόν φιλί...


Μια μικρή ιστορία, που απασχολεί συχνά εμάς τους μικρούς ιατρούς...

Μια μικρή ιστορία όμως, που καταπιάνεται με θέματα μεγάλα... Με θέματα που ίσως σταμάτησαν να καταπιάνονται οι μεγάλοι ιατροί...


In the darkened room, gray shadows fell across Mrs. R’s face,
and she wearily glanced up at me. I gently stroked her hand,
but she did not seem to notice. I felt an urge to give her a gentle
kiss on the cheek. It seemed the only way to restore part of what
she had irreparably lost.

In general, I do not think kissing patients is on the top 10 list
of items we teach our students. I recall during my medical school
days observing a hale, hearty gastroenterologist lifting up his
little constipated patient and planting kisses on her cheek, under
the approving eye of her crooning parents. Once I moved out
of the realm of pediatrics and into the adult world of infectious
diseases, kisses were banished forever. In the era of resistant
bacteria, hugs were pretty much out, too. But, perhaps, there are
exceptions. I like Mrs. R.

Mrs. R was one of my primary care patients. She was well
into her 80s when I first met her: still a handsome woman
with a distinctive profile, a strong chin, and a peculiar dignity,
fiercely independent in her ladylike manner. She was a petite
woman, always slender but in her later years had become quite
frail. She had been widowed years ago and had no children. She
did have a nephew who lived over in the next state, an internist
who took as good care of her as he could from miles
and miles away.

Mrs. R began to have episodes of acute shortness of
breath and landed in the hospital, where she was subsequently
diagnosed with angina. Of course, she was offered a cardiac
catheterization.

Mrs. R would have none of that. She knew perfectly well
what she wanted: she had lived a good full life and was not
interested in spending more time in the hospital. She repeated,
clearly and unequivocally, that she was not going for any invasive
tests. If it was her time to go to the great beyond, so be it. She
carefully had her health care proxy and advance directives
legalized and notarized, and was confident that her wishes had
been made clear. I agreed that her approach was reasonable. On
this hospitalization, I duly wrote the ‘‘Do Not Resuscitate’’
(DNR) order in the chart and looked to discharge her.
We tried to set her up with a home health aide. She reluctantly
agreed, then, as soon as she met the said person, promptly
threw her out in her firm, yet genteel manner. She decided that
she would continue to live her life strictly on her own terms, with
no outside interference from anyone. I discussed the situation
with her nephew.

‘‘She threw the last two aides out of the house, too,’’ he said,
partly in resignation, and perhaps partly in admiration.
Mrs. R certainly did know what she wanted. The question
was if the medical community would allow her to live, and die,
as she wished. In retrospect, the odds were not in her favor. As I am in a
5-physician group, there was only a 20% chance of my being on
call when Mrs. R was admitted. In my group, there are 2 physicians,
including myself, who routinely ask a newly admitted
patient if they have an advance directive. The other 3 usually
do not ask unless the patient is obviously breathing their last.
Although I believe this attitude is shortsighted, I cannot fault
my partners too much because this is a result of our training in
the American system. We were trained to diagnose and cure
disease, and falling short of that makes us feel uncomfortable,
as if we have not done our job. In fact, it was not until my
fellowship that one of my professors told me that our overriding
priority should always be to make the patient feel better. My
professor was clearly in the minority.

And so it is that many physicians avoid addressing the issue
of advance directive. The very term DNR carries with it a very
negative connotation. Nurses not uncommonly recoil and start
speaking in hushed whispers when they hear a patient has been
made DNR as if we are shunning the patient and giving up
on them. The new expression ‘‘Allow Natural Death,’’ which I
fervently hope will gain traction in New Jersey, is more accurate
and more positive in outlook. It implies allowing nature
to take its course rather than the implication that we are not
doing what we are supposed to do.

We physicians as a group often do not know what to do
with patients such as Mrs. R, who prefer a less aggressive approach.
So as not to have blame assigned to them, residents
will routinely write, ‘‘Patient refused cardiac catheterizationI.’’
They put the burden on the patient, implicitly blaming the
patient for not following standard procedure. It should not be
that way. Deciding whether or not to do a potentially harmful
test should be the patient and physician working together toward
a common, mutually understood goal.

As Mrs. R deteriorated, her admissions inevitably became
more frequent. Each time Mrs. R was admitted by one of my
partners, I had to remind my entire group (and more forcibly,
the cardiologist) that she did not want an aggressive workup
and wanted to be ‘‘DNR.’’ It was on her final admission, however,
where the impersonal, unforgiving nature of the medical
system was exposed.

On Mrs. R’s last admission, she came to the emergency
department (ED) early in the evening, breathing 40 times per
minute. She did not respond to furosemide. Her nephew talked
to the ED physician over the telephone and said clearly that
Mrs. R had a living will and did not want to be resuscitated.
At the ED physician’s request, Mrs. R’s nephew faxed the living
will. As her unequivocally stated last wishes were arriving
on the fax machine in the back of the ED, the ED physician,
not bothering to wait for this confirmation of the DNR, intubated
Mrs. R. And that is how Mrs. R became a victim of the
system. Once the machine is set in motion, it is not so easy
to stop.

Unfortunately, the medical machine’s default mode is
always to do more. It does not involve listening carefully to
the patient, and it does not particularly pay heed to the Hippocratic
oath’s directive to ‘‘do no harm.’’ The default mode lacks
intelligence, and, most importantly, it lacks common sense. I regret to say I was not on call that night. If I had been, I would like to say I would have driven back to the hospital, put her on
a morphine drip, and had her extubated. She would have passed
away peacefully in the night.

However, this was not to be her fate. She was instead
taken upstairs and continued to be poked, prodded, and stuck,
half-living and half-dead in the crazy artificial twilight of the
intensive care unit (ICU). After several frightening and demeaning
days on the ventilator, she was finally terminally extubated.
In ICU jargon, however, she ‘‘flew,’’ which in her case meant
she was transferred in very fragile condition to the regular floor,
with precious little chance of making a full recovery.
For a while, she seemed to stabilize, but she never regained
enough strength to even sit up in a chair. During the next few
relatively uneventful days, she felt depressed and frustrated
and felt that she had somehow been violated. Although we
were hopeful that she would rally and get out of the hospital,
she could never truly believe that.

In due course, she was violated even more. On her tenth
day of hospitalization, she was given quinolones for what, in
retrospect, was a worsening of congestive heart failure, and
developed a severe case of Clostridium difficile. She spent an agonizing few days with a distended abdomen, helpless in her bed, as liquid stool ran continuously from her.
Up until that point, her medical care had been by committee,
with my partners often ceding control to a revolving team
of intensivists who had never before met the patient. It was
not my turn to round in the hospital for those fateful days.
Ultimately, I did finally see her in the hospital again. I tried to
make amends as soon as possible.

‘‘Doctor Louie, it’s you,’’ Mrs. R said weakly. ‘‘I’ve been
trying to tell them I don’t want anything more done.’’ She was
appalled at everything that she had been through, and now
this proud woman was embarrassed that her bedclothes were
continually soiled from relentless diarrhea.

The next day, she was worse. Mrs. R lay in the bed
disheveled, unable to eat, unable to get comfortable. I sat at
her bedside with my isolation gown and gloves on, stroking
her hand and talking softly to her. I wanted to comfort her
and to restore her dignity somehow. I wanted to kiss her.
But I did not. Perhaps it was my code of professionalism.
Perhaps it was the contact isolation for the C. difficile.
Or perhaps I did not feel worthy enough after all we had
inflicted upon her.


(Infectious Diseases in Clinical Practice & Volume 19, Number 3, May 2011, The Almost Kiss - εννοείται χωρίς άδεια αναδημοσίευσης...)



Είναι κάτι παππούδια και γιαγιάδια, που έρχονται στο νοσοκομείο και είναι πραγματικά για φίλημα... Θυμάμαι ειδικά ένα φιλί σε μια γιαγιά από την Αλβανία... Τι είναι αυτό το μεγάλο συναίσθημα, που σε συνδέει με τους ανθρώπους αγαπητέ μικρέ ιατρέ μου; Είναι τόσο μεγάλο που μπορεί να παραμείνει μεγάλο όσο εσύ... μεγαλώνεις και γίνεσαι μεγάλος (σε ηλικία και εμπειρία) ιατρός; Ή μήπως η μεγαλοσύνη αυτής της σχέσης είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ηλικία σου, δηλαδή όσο εσύ μεγαλώνεις αυτή η μεγάλη σχέση σου με τους ασθενείς μικραίνει και... μακραίνει;


Δυο ακόμη σχόλια για αυτήν την ιστορία πέρα από τον Ατλαντικό:

1. Τα όρια της ανθρώπινης ζωής -η έναρξη και η λήξη του ανθρώπου- πάντα μπέρδευαν και δυσκόλευαν τους ανθρώπους και δη τους ιατρούς. Η αντίληψη της φύσης, τα όριά της και γιατί όχι και τα όργιά της, ανέκαθεν ήταν ένα θέμα πνευματικής διελκυστίνδας.
2. Αγαπητέ Τειρεσία, βλέπουμε ότι ακόμα και οι ξένοι φίλοι μας ιατροί, αυτοί που δημοσιεύουν σε μεγάλα ιατρικά περιοδικά, μιλούν για υπερήλικες που αδυνατούν να ελέγξουν τη εκροή και την κατανομή διαφόρων σωματικών υγρών τους, με αποτέλεσμα να λερώνονται... Κάτι για το οποίο έχω μιλήσει και εγώ σε παλαιότερη ανάρτηση, χωρίς να θέλω να τους θίξω, που εσύ όμως το εξέλαβες ως απέχθεια και αηδία από μέρους μου για αυτούς τους πάσχοντες. Ήρθε η ώρα λοιπόν να σου ξαναπώ ότι το να αναφερόμαστε σε έναν υπερήλικα άρρωστο που είναι λερωμένος και ανακατεμένος με τα δικά του σωματικά υγρά, δεν αφορά έναν υποβιβαστικό τρόπο αντιμετώπισης. Δεν είναι ταμπού -πλέον- να μιλήσουμε για όλα τα θέματα της ανθρώπινης παρουσίας ξεκάθαρα και δεν επηρεάζει τα πραγματικά μου αισθήματα για αυτούς τους αρρώστους.



Αγάπη για την τέχνη και τους τεχνίτες



Τι σου είναι η τέχνη...; Τι συναισθήματα φέρει και σκορπά...; Τι συγκίνηση...; Τι κώδικες επικοινωνίας αποκαλύπτει...; Τι ένταση...; Τι τράνταγμα βαθειά στα φυλλοκάρδια...; Τυχερός όποιος μιλά μέσα από την τέχνη.

"Je t' aime"
by Lara Fabian - Live






Who belongs to whom?


Τραγούδι ερωτικό με το οποίο έχω κολλήσει τις τελευταίες μέρες και έρχεται να μου εξηγήσει το ποιος ανήκει σε ποιον τελικά...:


"I belong to you"
Eros Ramazotti & Anastacia





Μια συν-αναζήτηση!



Τελευταία, όλο και λιγότερα βιβλία με μεθούν και με συγκλονίζουν… Όχι, βέβαια γιατί έπαψαν να βγαίνουν ή γιατί δεν υπάρχουν βιβλία που μεθούν και συγκλονίζουν. Αλλά γιατί διαβά-ζω λιγότερο. Για καλή μου τύχη όμως, αυτά που προλαβαίνω να διαβάσω (κάπου μεταξύ τουαλέτας και φαγητού… άλλος χρόνος δεν υπάρχει!), είναι τόσο καθαρτικά (σαν να βγήκα μόλις απ'την τουαλέτα όπως έλεγα...) για το μανιασμένο μου πνεύμα, που με κάνουν ακόμα να απολαμβάνω ηδονιστικά αυτήν την πανάρχαια ενασχόληση: το διάβασμα!

Πρόσφατα, έπεσε στα χέρια μου ένα υπέροχο βιβλίο, που στην ουσία αποτελεί καταγραφή μιας συνομιλίας μεταξύ δυο μεγάλων επιστημόνων. Οι συνομιλητές είναι ο Δημήτρης Νανόπουλος και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης και ο τίτλος του βιβλίου «Από την κοσμογονία στην γλωσσογονία. Μία συν-ζήτηση» (εκδ. Καστανιώτη, 2010). Δεν θα πω πολλά για τους συνομιλητές, θα τους αφήσω να μιλήσουν μόνοι τους, σταχυολογώντας κάποια αποσπάσματα της συζήτησης, χωρίς να πάρω την άδεια από τον εκδότη τους αν το επιτρέπει αυτό. Χωρίς λοιπόν άδεια αναδημοσίευσης, χαρείτε τους:

«ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: […] κατακλυζόμαστε από όγκους πληροφοριών. Οι οποίοι όγκοι αδυνατίζουν την χρήσιμη πληροφορία. Αυτό είναι πολύ ουσιαστικής σημασίας. Είναι ένα τεράστιο θέμα.
ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Χαίρομαι που βάζεις αυτή τη διάσταση να την συζητήσουμε. Δεν είναι μόνο αυτό που λέγαμε, το horror mathematicus, αλλά υπάρχει και το horror informaticus τώρα! Έρχεται ο Μπαμπινιώτης, μου λέει αυτά. Έρχεται ο Νανόπουλος, μου λέει αυτά. Χρειάζεται επεξεργασία και αξιολόγηση της πληροφορίας, γιατί ο τεράστιος όγκος των πληροφοριών, οι οποίες μας βομβαρδίζουν, δημιουργεί ένα είδος απέχθειας. Διότι κάτι που δεν καταλαβαίνεις το φοβάσαι. Και σε λίγο το πολεμάς κιόλας.»

«ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: […] Και προχωρώ ένα βήμα πιο πέρα, να πω ότι υπάρχει μια πανάρχαια ρίζα στην ελληνική γλώσσα, που εκφράζει ευθύβολα αυτό που πάμε να πούμε. Είναι η ρίζα ‘αρ-’ , που υπάρχει στο ‘αρμονία’, στο ‘αρμός’, στο ‘αρμόζω’, στην ‘άρθρωση’. Όλα αυτά σημαίνουν μια ‘σύζευξη αρμονική’, αυτή που πρέπει να υπάρχει στον άνθρωπο για να μπορείς να μιλάς για πληρότητα. Με άλλα λόγια, η αμφίπλευρη αυτή καλλιέργεια στην οποία αναφερόμαστε είναι ο δρόμος για ν’ αποκτήσεις μια εσωτερική αρμονία, δηλαδή ένα συνταίριασμα, έναν συγκερασμό, μια σύνθεση στοιχείων που, όπως ξέρουμε, μπορεί να ξεκινούν ως διαφορετικά στοιχεία, αλλά τελικά γίνεται η μεγάλη ενοποίηση που δίνει το Ένα. Αυτό, λοιπόν, δεν αφορά μόνο το κομμάτι της γνώσης αυτή ή εκείνης, αλλά έχει να κάνει και με τις ευαισθησίες, οι οποίες συνθέτουν την αρμονική λειτουργία της ψυχής και του νου του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν, κάτι μας λείπει, όταν μέσα στη γνώση, την επιστήμη, την εξειδίκευση δεν έχουμε και το ‘άλας’, το οποίο είναι σημαντικό, διότι αυτό συνθέτει την αρμονία. Ίσως ακούγεται απλοϊκό ότι ο μεγάλος φυσικός χρειάζεται τις τέχνες. Αλλά εγώ θα θυμηθώ αυτή τη στιγμή τον Werner Heisenberg, ο οποίος έλεγε ότι η πιο σημαντική πνευματική θητεία του υπήρξε η επαφή του με την αρχαία ελληνική γλώσσα, διότι σ’ αυτήν οι λέξεις παραπέμπουν στις πρώτες έννοιες.
ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: […] γιατί ήθελα να πω προηγουμένως ότι η τέχνη και η φιλοσοφία ή η ευχαρίστησή μου όταν καταλαβαίνω καλύτερα τη γλώσσα και τις διάφορες έννοιες δεν με βοηθούν να λύσω πιο εύκολα μια μαθηματική εξίσωση. Με βοηθούν όμως να επιλέξω το θέμα με το οποίο θ’ ασχοληθώ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί καλός επιστήμονας δεν είναι αυτός που, όταν του δώσεις ένα θέμα, θα το λύσει πιο γρήγορα. Αν μου δώσεις ένα θέμα τώρα και με τα κομπιούτερ, θα το λύσω. Το πρόβλημα είναι να βρεις ποιο είναι το θέμα. Εκεί φαίνεται όλη σου η προσωπικότητα.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: Πάρα πολύ ωραία και ουσιαστική παρατήρηση! Κι έχει σημασία ότι προέρχεται από τον δικό σου χώρο, όπου συχνά η λύση θεωρείται το παν. Ωστόσο, σωστά επισημαίνεις ότι το θέμα δεν είναι να λύσεις το πρόβλημα. Το θέμα είναι ποιο πρόβλημα θα θέσεις και θα θελήσεις να λύσεις. Θα σου φέρω όμως, και ένα παράδειγμα από την ποίηση. Ο Ελύτης λέει ότι η ποίηση σ’ ένα πρώτο επίπεδο λύνει προβλήματα, σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο θέτει προβλήματα. Αν ισχύει αυτό για την ποίηση, ότι δηλαδή θέτει προβλήματα, το ζήτημα είναι και στη ζωή και στην επιστήμη κι αλλού τι ακριβώς θα θέσεις ως πρόβλημα. Κι αυτό είναι ουσία ζωής: τι πρόβλημα θέτεις, τι αξιολογείς ως πρόβλημα.»

«ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: […] Αν κοιτάξεις τώρα στους γαλαξίες -έχουμε εκατό δισεκατομμύρια γαλαξίες, κάθε γαλαξίας εκατό δισεκατομμύρια άστρα-, θα δεις πόση αρμονία υπάρχει εκεί πέρα. Να δεις σπειροειδείς γαλαξίες! Ακόμη και τις φωτογραφίες που δείχνω στις ομιλίες μου, παρόλο που τις έχω δει πολλές φορές τις χαζεύω κι εγώ ο ίδιος. Υψηλή τέχνη.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: Έτσι ωραία που μου έδωσες και κατάλαβα τι είναι και πού πραγματικά βρίσκεται η τελειότητα της αρμονίας, θα σου πω κι εγώ ότι ήρθε μια γλώσσα από ανθρώπους που είχαν το χάρισμα να σκέφτονται δημιουργικά, εννοώ τους Έλληνες, να εκφράσει αυτή την αρμονία με τη λέξη ‘κόσμος’. Κόσμος, στην Ελληνική, αρχικά σημαίνει ‘τάξις’. Και είναι αντίθετο του χάους. Είδαν λοιπόν οι Έλληνες τον κόσμο ως τάξη, όπου το ‘τάξις’ είναι ότι ‘βάζω κάτι κοντά στο άλλο, έτσι ώστε ν’ αρμόζει, να εφαρμόζει, να συνδέεται αρμονικά’. Αυτή είναι η αρμονία. Διότι το ‘αρ-’ που είπα βρίσκεται και στο ‘αραρίσκω’ και στο ‘αρμόζω’ και στο ‘συναρμόζω’ και στο ’εφαρμόζω’. Προέρχονται όλα από την ίδια ρίζα. Ο κόσμος είναι η τάξις έναντι του χάους και η τάξις έχει εξαιρετική σημασία και ως αισθητική κατηγορία. Δήλωνε το ωραίο, το στολίδι. Η λέξη ‘κόσμος’ λοιπόν έγινε το κόσμημα, το στολίδι. Και οι Ρωμαίοι πήραν το ‘κόσμος’ ακριβώς με αυτή τη σημασία, του στολιδιού, του κοσμήματος, και το είπαν mundus, το οποίο αρχικά σημαίνει στολίδι, κόσμημα. Δηλαδή η έννοια του κόσμου, της τάξεως, της αρμονίας κατέληξε ν’ αποτελεί στολίδι, δηλαδή αισθητική κατηγορία, και ν’ αντιτίθεται προς το χάος, το οποίο, επειδή δεν έχει σχήμα, είναι άσχημο. Ό,τι δεν έχει σχήμα είναι ‘άσχημο’. Πρέπει να έχει μορφή για ένα είναι ‘ευμορφο’, δηλαδή ‘όμορφο’, ενώ, αν δεν έχει σχήμα, είναι άσχημο.»

«ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: Κι εδώ αξίζει πάλι μια άλλη παρατήρηση: Ξέρουμε ότι ο Αναξαγόρας, ο πρώτος κοσμολόγος, λέει ότι ‘νόος πάντα έγνω, νόος πάντα διεκόσμησε’, που σημαίνει: ‘το μυαλό (του ανθρώπου) γνώρισε τα πάντα, το μυαλό (του ανθρώπου) έβαλε τάξη στα πάντα’. Ήδη, λοιπόν, ο Αναξαγόρας, ενώ κινείται σ’ έναν χώρο που είναι ο κόσμος, για να εξηγήσει τα πάντα έρχεται και λέει: ‘Ναι, αλλά τον κόσμο τον έχω μέσα στο νου μου’. Δηλαδή δίνει ένα προβάδισμα ή μια προϋπόθεση στην κατανόηση του κόσμου μέσω του νου του ανθρώπου. Όλα αυτά που λέμε είναι νους ή, αν το δούμε βιολογικά, εγκέφαλος κλπ. Μήπως πρέπει να το ανοίξουμε λίγο περισσότερο και να πούμε ότι είναι ‘πνεύμα’; Γιατί η έννοια του πνεύματος παντρεύει την έννοια της γνώσης μαζί με άλλα συστατικά, όπως είπαμε προηγουμένως. Δηλαδή είναι μια γενικότερη έννοια η έννοια του πνεύματος. Ξεκινάει από το ‘πνέω’, δηλαδή από το φύσημα, το οποίο είναι η αναπνοή, είναι η ζωή. Το ίδιο και η ‘ψυχή’ του ανθρώπου, είναι από το ‘ψύχω’, που σημαίνει πνέω, φυσάω. Εμένα με εκφράζει πάρα πολύ και στέκομαι με θαυμασμό σ’ αυτό που διαχωρίζει τον άνθρωπο απ’ όλα τα άλλα όντα, δηλαδή στην ύπαρξη του πνεύματος, στην ύπαρξη του νου, του εγκεφάλου. Μ’ αρέσει η λέξη ‘πνεύμα’ γιατί με πάει και στο ‘πνευματικός’, σε πολλά άλλα, το οποίο υπήρξε και σε άλλες γλώσσες με τη λέξη spiritus […]. Έχει και έναν θεολογικό χαρακτήρα ενίοτε, αλλά όχι μόνο. Είναι πολύ ωραίο αυτό που είπες, πως πάνω απ’ όλα έχουμε την αρμονία του σύμπαντος. Και η λέξη ‘σύμπαν’ είναι ωραία (συν+παν). Είναι εκπληκτικό το πώς η γλώσσα με αυτή την έννοια αγκαλιάζει τα πάντα.»

«ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: […] Με άλλα λόγια, η κβαντική φυσική, σε αντιπαράθεση με την αριστοτέλεια λογική, προτείνει μια κατανομή πιθανοτήτων των δυνατών ‘τροχιών’ του σωματιδίου ή γενικότερα των δυνατών καταστάσεων στις οποίες μπορεί ταυτόχρονα να βρεθεί ένα σύστημα, δηλαδή μια ‘επαλληλία’, όπως λέμε, καταστάσεων. Όταν όμως κάνουμε τη μέτρηση, τότε θα βρούμε μια και μόνο μια από τις καταστάσεις με πιθανότητα καθοριζόμενη αυστηρά από τη δυναμική του συστήματος που μελετάμε. Όλα τα πιο πάνω γενικεύονται σε κάποια πολύπλοκα συστήματα που χαρακτηρίζουν τον μικρόκοσμο, ακόμη σύμπαν, που τώρα είναι τεράστιο, αλλά κοντά στην ‘αρχή’ του ήταν μικρότερο από ένα άτομο… Άρα κι εκεί εφαρμόζονται οι κβαντικοί νόμοι και άρα ακόμη και η όλη ύπαρξη του σύμπαντος καθορίζεται από τους νόμους των πιθανοτήτων και του τυχαίου! Πρέπει να τονίσω ξανά ότι οι κβαντικοί φυσικοί νόμοι υπαγορεύουν την εξέλιξη των πιθανοτήτων με , μπορούμε όμως κάθε φορά που κάνουμε ένα πείραμα να προβλέπουμε μια χαρακτηριστική κατανομή πιθανοτήτων, που πάντα επαληθεύεται από το πείραμα! Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια σχολή, στην οποία έχω κάποια συνεισφορά, που ισχυρίζεται ότι ίσως και ορισμένες λειτουργίες του εγκεφάλου μπορεί να έχουν κβαντική προέλευση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εξηγήσει εύκολα την ‘ελευθερία της βούλησης’, χρησιμοποιώντας την κατανομή πιθανοτήτων για τις αντιδράσεις μας σ’ ένα συγκεκριμένο εξωτερικό ερέθισμα. Αλλά είμαι κατηγορηματικός εδώ, τέτοιες θεωρίες είναι ακόμη στα σπάργανα!»

«ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Όλο αυτό που είμαστε, αυτό που κάνω εγώ τώρα, όλο αυτό είναι ένα περίβλημα, όλο μας το ‘είναι’ είναι ο εγκέφαλός μας. Όλο αυτό το πράγμα είναι καθαρά τυχαίο, είμαστε προϊόντα εξέλιξης. Άρα, όλα αυτά τα πράγματα που έχουμε, το πώς είμαστε, οφείλονται καθαρά σε περιβαλλοντικούς λόγους. Επανερχόμαστε, δηλαδή, σ’ αυτά που λέγαμε στην προηγούμενη συζήτησή μας περί κβαντικής φυσικής, η οποία επιδρά πάνω στον εγκέφαλο και μας καθορίζει. Πρόκειται για ένα ενιαίο σύνολο. Γιατί μπορεί να μιλάω και να ενεργώ, αλλά όλες αυτές τις πληροφορίες που παίρνω, τις παίρνω από τον εγκέφαλο. Αυτό που κάνω τώρα, που σε κοιτάω, που μιλάω, οφείλεται σε εντολές που μου έχουν δοθεί. Δεν με ενδιαφέρουν αυτή τη στιγμή τα μηχανιστικά, παραδείγματος χάριν πώς κουνάω τα χείλη μου. Αυτό είναι άλλο. Εγώ λέω τις βασικές εντολές, για τις οποίες μερικοί από εμάς πιστεύουν ότι έχουν σχέση με την κβαντική φυσική…»

«ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Όλοι το ίδιο πράγμα ψάχνουμε. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι είναι αυτό που μας περιβάλλει, ποια είναι η θέση του, ο καθένας από τη σκοπιά του. Αυτό, αν το συνειδητοποιήσουμε, αν το συνειδητοποιήσει ο κόσμος όλος, τότε θα είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: Μιλάς τελείως φιλοσοφικά. Δηλαδή ότι ο καθένας μας πλησιάζει τον κόσμο μέσα από το χώρο του, εσύ κατεξοχήν μέσα από τον χώρο τον φυσικό και την κοσμολογία, ο συνομιλητής σου, εγώ, μέσα από τον κόσμο της γλώσσας που σε πάει στη σκέψη, στην πραγματικότητα, ο μαθηματικός μέσα από κάτι άλλο. Κι όλες οι μορφές είναι μορφές θεώρησης του κόσμου, τελικά. Κι αυτό είναι, στην ουσία, η καλλιέργεια: ν’ αναζητείς τον κόσμο απ΄ όποια πλευρά μπορείς να τον δεις. Η καλλιέργεια είναι το κίνητρο.
ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, αυτό είναι το κίνητρο. Κι αν το περάσεις αυτό, θα δεις πως θα υπάρξει και το κίνητρο για δική σου δημιουργία. […] Αλλά πρέπει πρώτα να βρεις αυτό το κίνητρο: να ξεκινήσεις να διαβάζεις ή να ρωτάς.»

«ΜΠΑΜΠΙΝΩΤΗΣ: […] θα σου δώσω ένα ετυμολογικό επιχείρημα: όταν μιλάμε για συναίσθημα, για βιωματική, για ανθρώπινη προσέγγιση, για συγκίνηση, εσύ ως φυσικός μπορείς να λες ότι η ‘συν-κίνηση’ έχει μέσα της το χαρακτηριστικό της ‘κίνησης’ που είναι κατ’ εξοχήν φυσική έννοια. Δεν μπορεί να είναι η συγκίνηση έξω από τη φυσική!»

«ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: […] Ο Derrida, από την άλλη, έχει πει κάτι άλλο που είναι πολύ σημαντικό για τη συζήτησή μας: Ότι δεν υπάρχει γραφή μηδέν. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, κάθε φορά που ξεκινάς για κάτι, έχεις πίσω σου πρότυπα και καταβολές, που στην πραγματικότητα, καθοδηγούν και τη δική σου σκέψη. Δεν υπάρχει ‘παρθενικό κείμενο’. Κάθε κείμενο εξαρτάται απ΄ όλα αυτά, τα διαβάσματά σου, τα ακούσματά σου. Δεν υπάρχει γραφή μηδέν. Είναι πολύ σωστό.»

«ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: Όλα αυτά γιατί τα λέμε; Γιατί και μέσα από τη συζήτησή μας έχει βγει ότι πρέπει πάση θυσία ν’ αποφύγουμε σε τελική ανάλυση αυτόν τον επιστημονικό κατακερματισμό, που ως επιστημονική αναζήτηση, ως ερευνητική εξειδίκευση έχει και νόημα και είναι θεμιτός. Όμως, η γενική παιδεία έχει να κάνει με ένα νέο παιδί, όχι με τον επιστήμονα του Πανεπιστημίου, και καθορίζει τι πρέπει να ξέρει. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει αυτή η ώσμωση. Το επόμενο βήμα θα είναι, […] πως η ενότητα ‘θετικέ ς επιστήμες’ μπορεί να συνυπάρξει με την ενότητα ‘ανθρωπιστικές ’ επιστήμες. Αυτό στην εκπαίδευση το λέμε διαθεματικότητα, το να δεις ένα θέμα από διάφορες πλευρές. Δηλαδή παίρνεις το περιβάλλον: πώς είναι στη βιολογία, στη φυσική, πώς είναι όμως και στη λογοτεχνία και πώς είναι στη μουσική και πώς είναι στα εικαστικά.»

«ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Το αν ο γαλαξίας είναι έτσι και δεν είναι έτσι δεν έχει κάποια συγκεκριμένη πρακτική εφαρμογή. Από ‘κει και πέρα όμως, η εσωτερική γαλήνη που αισθάνεσαι σε αναπαύει ψυχικά. Όπως θες πες το αυτό. Δεν μετριέται με τίποτα.»

«ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: Αν υπάρχει μια βαθιά και ουσιαστική πρόκληση στην επιστήμη σήμερα σε σχέση με το παρελθόν είναι η αναζήτηση της ‘ενότητας της γνώσης’, η υπέρβαση του κατακερματισμού, της πολυδιάσπασης και της αποσπασματικότητας. Η σύνθεση. Μετά το ‘κυνήγι’ των ελάχιστων συστατικών, μετά την κατάτμηση, μετά την εξαντλητική ανάλυση, η σύνθεση είναι το επόμενο βήμα σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των επιτευγμάτων της μέχρι τούδε έρευνας. […] Αυτό που έχει λεχθεί από παλιά, ότι ‘επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία εστί’, ισχύει κατεξοχήν σήμερα, υπό την έννοια ότι επιστήμη χωρίς αξίες δεν είναι απλώς αδιάφορη ή άχρηστη, μπορεί να γίνει και επικίνδυνη.»



Προθανάτιες Σκέψεις...



(Σκέψεις ενός ιατρού που προσπαθεί να καταλάβει τον παθοφυσιολογικό μηχανισμό της ασθένειας του εθνικού συστήματος υγείας...)


Σου δημιουργείται η ιατρική απορία. Θες να μάθεις και να την λύσεις. Θες να δώσεις απάντηση. Όχι, τόσο για σένα. Αλλά για να μπορείς να είσαι πιο σωστός και αποτελεσματικός με τον άρρωστο. Όταν όμως, 30 ώρες μετά, κατορθώνεις να πας σπίτι, γεμάτος το αίσθημα ότι δραπέτευσες από φυλακή, και σου δίνεται πλέον η ευκαιρία να δώσεις την απάντηση στο ερώτημά σου, τότε αντιλαμβάνεσαι ότι πολύ απλά… δεν θες! Αρνείσαι. Αρνείσαι όλος. Όλο σου το σώμα αντιδρά. Όλα σου τα κύτταρα εν χορώ σε ρωτούν: τι θα γίνει και αν το μάθεις; Θα το ακολουθήσει κανείς; Ποια χρησιμότητα έχει να μάθεις και να ακολουθήσεις τα ιατρικά πρωτόκολλα; Για να γίνεις πιο σωστός; Έλα φίλε μου τώρα… ξεκόλλα! Σε αυτή τη χώρα ακολουθούμε μόνο τα ξέκωλα… Έτσι κανείς δεν ακολουθεί τους αλγορίθμους, ακόμα και αν τους ξέρει. Η δύναμη της συνήθειας; Η αδυναμία χάραξης της πορείας της ίσιας; Η έλλειψη θάρρους; Η αντίδραση από άλλους; Εν τέλει, ζαλαδοσκοτουριάζεσαι… και άυπνος ων, (όπως λέμε άυπνο ον…) ξαπλώνεις. Όπως ξαπλώνουν οι πυγμάχοι στο ριγνκ, μετά από ένα δεξί κροσέ του αντιπάλου. Θυμίστε μου ποιος είπαμε ότι είναι ο αντίπαλος; Μήπως της ηθικής ο αντίλαλος; Χαχαχα! Ας γελάσω! Ποια ηθική; Αυτή που κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή κατακρεουργείται και σφαγιάζεται…;



Από βάθους καρδιάς...




Αναδημοσίευση, χωρίς άδεια, από το τεύχος 7ης Δεκεμβρίου 2011 της Lifo, ενός άρθρου του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, που μας το κοινοποίησε η προϊσταμένη μας στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου μας με περισσή χαρά και κομπασμό...:

"Χαράματα στα εξωτερικά ιατρεία ενός νοσοκομείου, πηγαίνω να πάρω έναν αύξοντα αριθμό. Ο υπάλληλος είναι ένας χλωμός άντρας, με κίτρινο σπανό δέρμα και γυάλινα μάτια που αποφεύγουν να με κοιτάξουν. Πριν, τον έχω ακούσει να βρίζει μια Τσιγγάνα που δυσκολεύεται να καταλάβει τη διαδικασία. Της μιλάει σχεδόν χυδαία, αλλά κανείς μας στον πηγμένο προθάλαμο δεν τολμά να του πει τίποτα - εδώ είναι το δικό του βασίλειο της απειλής κι εμείς είμαστε στην εύθραυστη στιγμή μας.

Η ουρά είναι μεγάλη και οι καρέκλες λίγες - και βρόμικες. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Όλες οι εθνικότητες. Μια χοντρή και υπερβολικά βαμμένη γυναίκα στα 60 που φορτικά ρωτάει τον καθένα τι νούμερο έχει, με μια φωνή μπάσα και βραχνή, τρία λαϊκά ταλαιπωρημένα αγόρια στα 20, με σημάδια στο δέρμα, που κάθονται κατάχαμα στο μωσαϊκό με το κεφάλι στα γόνατα, γυναίκες με φτηνά μαύρα μπουφάν που κρατούν το βιβλιάριό τους όπως την Ιερά Σύνοψη όσοι πίστευαν κάποτε, δυο άντρες σκυθρωποί με το κράνος στα χέρια, πολλοί γέροι, πολλές γριές. Κι εγώ.

Κάθομαι κοντά στο παράθυρο για να βλέπω τα δέντρα έξω. Κι εκείνους που καπνίζουν περιμένοντας. Είναι ωραία μέρα, ή έτσι μου φαίνεται από τη θέση που είμαι. Η κίνηση στον δρόμο αρχίζει σιγά σιγά, οι πρωινοί στις στάσεις μόλις που φαίνονται πίσω από τη γάζα της ομίχλης - υπάρχουν λες, κι ύστερα δεν υπάρχουν. Η ζωή, αδίστακτη, ανεβάζει στροφές.

Κάθε 15-20 λεπτά, η πόρτα του ιατρείου ανοίγει και κάποιος βγαίνει. Συνήθως έχει αβέβαιο βήμα. Μας κοιτάει ντροπαλά και με σκυμμένο το κεφάλι φεύγει. Άλλοι βγαίνουν ξαναμμένοι. Ένας ηλικιωμένος, λίγο σαλεμένος, βγαίνει και χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα φωνάζει: «Έτσι με πάτησες στο χώμα! Ναζί! Με τη ναζιστική σου μπότα! Έτσι με πάτησες στο χώμα! Φόνισσα! Εσύ δεν έχεις καρδιά, δεν είσαι γιατρός, είσαι φόνισσα! Φόνισσααα!’». Και συνεχίζει έτσι, ξαναλέγοντας τα ίδια, να σπρώχνει τους όρθιους στον διάδρομο, που παραμερίζουν κοιτώντας τον αδιάφοροι, βυθισμένοι στα δικά τους.

Γδύνομαι μπροστά σε μια γιατρό λιγνή, ατημέλητη, με στρογγυλά γυαλιά, που συμπεριφέρεται σαν να έχουν σπάσει τα νεύρα της. Θα είναι γύρω στα 55, πιθανολογώ ανύπαντρη - σαν γερασμένο φρικιό. Με υστερική, επαναλαμβανόμενη φρασεολογία, μιλάει στους δυο βοηθούς της για κάτι διαδικαστικό (κάποιος δεν προσκόμισε ένα χαρτί). Η μανία της επαναφορτίζεται αενάως όση ώρα με εξετάζει -τρέμει-, κάτω απ’ την άσπρη της φόρμα φαίνεται ένα λερωμένο μαύρο παντελόνι και φθαρμένα αθλητικά παπούτσια, κάλτσες με μπλε και κόκκινες καρδούλες. Σε μια γωνιά του ιατρείου συνωστίζεται, σκιώδες, ένα τσούρμο φοιτητές και φοιτήτριες - κάθονται όρθιοι και με κοιτάνε με διεσταλμένα μάτια, σαν τρομαγμένοι. Κρατάω την ανάσα μου, με ψάχνουν.

Αλλά μετά, πέντε διαδρόμους πιο κει, σ’ ένα άλλο ιατρείο του ίδιου νοσοκομείου, που πάλι περιμένω για τα περαιτέρω, το κλίμα είναι διαφορετικό. Πίσω από έναν πάγκο η προϊσταμένη με κοιτάει σαν άγγελος. Ή έτσι μου φαίνεται, από τη θέση που είμαι. Έχει βόρειο ιδίωμα, μασάει τα φωνήεντα, μου παίρνει αίμα σαν να με χαϊδεύει. Άρρωστοι έρχονται να της πούνε γεια - τους εύχεται «Καλές Γιορτές», τους πιάνει απ’ τον ώμο. Μας έχει όλους μπροστά της, παραταγμένους, σαν δασκάλα. Μας προσέχει. Φροντίζει να είμαστε καλά. Ακόμα κι όταν δεν είμαστε.
Πάντα, στις μικρές και τις λιγότερο μικρές κολάσεις μου, συναντώ ένα τέτοιο πρόσωπο, που αλλάζει όλη τη δυναμική της δυστυχίας. Γιατί είναι ορισμένοι άνθρωποι που μέσα στην αθλιότητα της (ελληνικής) ζωής καταφέρνουν να μην ξεχνιούνται. Να μην παρασύρονται. Κι ενώ κανείς δεν θα τους πει μπράβο, ούτε θα τους δώσει παραπάνω λεφτά, κάνουν καλά τη δουλειά τους, νοιάζονται για σε. Γιατί το κάνουν; Είναι κορόιδα; Έχουν χρόνο για χάσιμο; Ξεπλένουν αμαρτίες; Ρωτήστε τους! Δεν μου φαίνονται ούτε μαζοχιστές ούτε βλάκες, πάντως. Κάτι ίσως ξέρουν, που εμείς αγνοούμε (Ίσως ότι σημασία έχει ν’ αγαπάς).

Με βήμα ασταθές βγαίνω κι εγώ απ’ το νοσοκομείο. Νηστικός και άυπνος. Δεν είναι τίποτα λοιπόν, θα ζήσω. Στην είσοδο μια κοντή, μαυριδερή γυναίκα με ασιατικά μήλα και σχιστά μάτια πουλάει εικόνες αγίων. Στο απέναντι περίπτερο εφημερίδες, Κρίση. Κλειστό κέντρο. Λαχτάρα για φίλους και νησί. Φαΐ, κρασί και τον δικό σου άνθρωπο.

Σε δέκα λεπτά έχω χαθεί πάλι στη γλύκα του κόσμου."


Δεν έχω να πω κάτι σχετικά με την αίσθηση που αφήνει σε έναν ασθενή η επίσκεψη σε ένα δημόσιο νοσοκομείο και μάλιστα πανεπιστημιακό. Η περιγραφή του συντάκτη του παραπάνω άρθρου είναι γλαφυρότατη και πολύ πετυχημένη. Και πρέπει αυτό να αποτυπώνεται και να καταγράφεται για να δίνει αφορμή για συζήτηση.

Αυτά που έχω να πω όμως, αφορούν την εξήγηση των περιγραφόμενων γεγονότων, συμπεριφορών και καταστάσεων, χωρίς καμία μα καμία προσπάθεια να τα δικαιολογήσω. Πρώτος είμαι εγώ που ντρέπομαι που είμαι ιατρός σε ένα τέτοιο σύστημα παροχής φροντίδας.

Λες, αγαπητέ συντάκτη, ότι η ουρά είναι μεγάλη και οι καρέκλες λίγες - και βρώμικες. Αναρωτήθηκες γιατί η ουρά είναι μεγάλη; Αναρωτήθηκες, γιατί κανείς και σε κανένα επίπεδο ή βαθμίδα του συστήματος υγείας, ούτε στην πρωτεύουσα μα ούτε και στην περιφέρεια που υποτίθεται είναι πιο εύκολο, δεν κάνει αυτό που λέγεται (και σε συστήματα του εξωτερικού δεν εννοείται να μην γίνεται) διαλογή; Δεν γίνεται ένας ιατρός που εφημερεύει 24ώρες να κάνει τη διαλογή μέσα στο χώρο των επειγόντων, για αρρώστους που πιθανόν να μπορούσαν κάλλιστα να αντιμετωπιστούν σε τακτική βάση (στα τακτικά ιατρεία, με ραντεβού δηλαδή), ή για αρρώστους που μπορεί να βήχουν εδώ και έναν μήνα, ή μπορεί να έχουν βγάλει ένα εξάνθημα εδώ και κανά τρίμηνο... Μην σας φαίνονται παράξενο αυτά που λέω. Και φυσικά δεν εννοώ να μην αναζητήσει βοήθεια αυτός που βήχει κανά μήνα, αλλά οφείλει το σύστημα να τον κατευθύνει σωστά, ώστε να απευθύνει το πρόβλημά του εκεί που πρέπει. Ποια η κατάληξη όταν δεν γίνεται αυτό; Το τμήμα επειγόντων να γίνεται τμήμα τακτικών ιατρείων, που καμιά φορά, έτσι από σπόντα, φιλοξενεί και ασθενείς που έχουν κάτι επείγον και απαιτούν -ορθώς- επείγουσα αντιμετώπιση. Τι εννοώ, εν ολίγοις; Το τμήμα επειγόντων ενός νοσοκομείου, οφείλει να προστατεύεται από το σύστημα ως κορωνίδα, αν θέλει να είναι πρώτης γραμμής επείγουσας αντιμετώπισης. Αλλιώς καταντά, αποθήκη ελπίδων, parking ψυχών, διαξιφισμό υστεριών που τραβούν οι λογής λογής ιατροί και νοσηλευτές που εργάζονται εκεί μέσα...

Επίσης, για την καθαριότητα του χώρου, από τις καρέκλες ως τους τοίχους, ποιος ευθύνεται; Αυτός που θα βρωμίσει την καρέκλα ή την τουαλέτα; Ο καθαριστής, που κανείς δεν ξέρει πώς προσλήφθηκε, που δεν εμπνέεται από τίποτα, μιζεριάζει για αυτό που κάνει και θέλει να κάνει το 8ωρό του και να φύγει; Το σύστημα που δίνει λίγα χρήματα για ανανέωση και επισκευές των χώρων;

Λες, ότι γδύθηκες μπροστά σε μια 55χρονη ιατρό, που συμπεριφέρεται σαν να έχουν σπάσει τα νεύρα της... Γιατί σαν αγαπητέ μου; Έχουν σπάσει τα νεύρα της είναι η πραγματικότητα... Και ναι, είναι γερασμένο φρικιό (όχι σαν γερασμένο φρικιό) από τα ατελείωτα ξενύχτια περίπου 30 ετών εργασίας, τις τόσες άυπνες βραδιές... Γιατί όλα αυτά; Έχεις αναρωτηθεί με πόση βλακεία έρχεται αντιμέτωπη αυτή η γυναίκα καθημερινά; Είτε αφορά συνεργάτες στο χώρο εργασίας, είτε ακόμα αφορά τους ίδιους τους αρρώστους. Και δεν το λέω υποτιμητικά για αυτούς (διότι κάλλιστα μπορεί να ανήκω και εγώ ανάμεσά τους), αλλά το λέω για να τονίσω τη δυσκολία επικοινωνίας που υπεισέρχεται στο καθημερινό παιχνίδι ενός ιατρού (πιθανόν βλάκα και αυτού!)... Ένας ιατρός, καλείται να δώσει απαντήσεις για όλα. Ακόμα και για αυτά που δεν απαντιούνται. Άντε πες το αυτό στον κάθε παππού και γιαγιά, ή ακόμα-ακόμα στον κάθε νέο που αρρωσταίνει ξαφνικά και βλέπει να χάνεται η ζωή του... Να μην μιλήσω για τον κάθε συγγενή που καραδοκεί απέξω με ανάμικτα συναισθήματα στενοχώριας, αγωνίας, θυμού. Στην πρώτη ευκαιρία, θέλει να επιρρίψει ευθύνες στον ιατρό. Δεν το παρεξηγώ. Εξάλλου αυτό το ερμηνεύει και η ψυχολογία: κάπου πρέπει να εκτονωθεί έκαστος άνθρωπος... Η αρρώστεια για το μυαλό του ανθρώπου, είναι παρά φύσει κατάσταση. Κάποιος πρέπει να ευθύνεται για αυτό, ή τουλάχιστον να απολογηθεί για αυτό... Ακόμα και ο πρώτος τυχόντας... που δεν είναι άλλος από τον ιατρό που εφημερεύει. Ένας ιατρός λοιπόν, δεν είναι μόνο ιατρός. Οφείλει να είναι και ψυχολόγος, και κοινωνικός επιστήμονας, και να αντέχει την διαφορετική αντίληψη, πεποίθηση, διαφορετική κοσμοθεωρία του καθενός, ώστε να μπορέσει να του εξηγήσει το πρόβλημά του όσο και την αντιμετώπισή του ... Για όλα αυτά όμως, απαιτείται αρκετή υπομονή. Σε ένα τέτοιο σύστημα υγείας όμως που όλοι ζούμε, το μόνο που δεν γίνεται είναι να προστατεύεται και να γίνεται σεβαστή η υπομονή των εργαζομένων του... Και ένα τρανταχτό παράδειγμα, αγαπητέ συντάκτη, το βλέπεις και μόνος σου: με υστερική φρασεολογία, μιλάει στους βοηθούς της για κάτι διαδικαστικό (κάποιος δεν προσκόμισε ένα χαρτί). Όταν αυτό το σύστημα, αντί για ιατρό σε κάνει γραφιά, τηλεφωνητή, γραμματέα, τελικά διεκπεραιωτή της απύθμενης και παράλογης γραφειοκρατίας, σε αναλώνει στις διαδικασίες και όχι στις πράξεις... Σε κάνει να ακολουθείς τα βήματα του συστήματος δουλικά, και όχι να πράττεις. Σε κάνει να δέχεσαι και να ακολουθείς και όχι να ενεργείς... Πώς να μην φρικάρεις, όταν ξέρεις ότι αυτό το ένα τόσο δα μικρό και γαμημένο κωλόχαρτο που λείπει, είναι ικανό να μπλοκάρει όλην την προσπάθεια να προωθηθεί ο ασθενής στο επόμενο στάδιο διερεύνησης και αντιμετώπισης του προβλήματός του; Έχουμε μπλέξει με χαρτιά... Χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά... Ο άρρωστος όλος, συντίθεται στο ιατρικό μυαλό, ως ένα σύνολο χαρτιών, παραπεμπτικών, εξετάσεων... Ένα να λείπει από δαύτα, καταρρέει όλη αυτή η εικόνα και σκορπίζεται σε χίλια κομμάτια... Και το καλυτερότερο δεν σας το είπα: αν αυτά τα χαρτιά, δεν έχεις να τα συρράψεις με κάποιο συρραπτικό, τότε την έβαψες, γιατί αυτά θα χαθούν, μέχρι ο άρρωστος να βγει από το ΤΕΠ... Δημόσια δήλωση: το πιο σημαντικό εργαλείο ενός εφημερεύοντα ιατρού σε δημόσιο νοσοκομείο, το οποίο αν εξαφανιστεί, ο ιατρός αδρανοποιείται και είναι ανίκανος να παρέχει τις φροντίδες του, δεν είναι το στηθοσκόπιο, δεν είναι το σφυράκι, δεν είναι ο φακός, είναι το... συρραπτικό!

Λες, για την προϊσταμένη του τμήματος και την ευγενική της ψυχή. Χαίρομαι που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Σου ξεφεύγει όμως κάτι: η προϊσταμένη, δεν κάνει κανένα νυχτερινό ωράριο, ρωτάει πάντα τους ιατρούς για τα πάντα που αφορούν τους αρρώστους και έτσι οι ευθύνες της λιγοστεύουν κάπως, έχει το πολύ 8ωρο εργασίας 5ημερο και κανένα Σ/Κ, έχει ημέρες άδειας που μπορεί να πάρει όποτε θέλει, γιατί πολύ απλά... είναι η προϊσταμένη και όταν λείψει την αντικαθιστά πάντα κάποιος άλλος υπο-προϊστάμενος... Θα μου πεις βέβαια, μα αυτή η γυναίκα, για να φτάσει εκεί που είναι, και νυχτέρια έχει κάνει, και Σ/Κ και αργίες και ξενύχτια έχει περάσει. Και δεν θα διαφωνήσω μαζί σου φυσικά. Θα σε ρωτήσω όμως ένα πράγμα, που στο άρθρο σου δεν το γράφεις: πόσο χρονών την κάνεις την προϊσταμένη; Αν μου πεις γύρω στα 55 και αυτήν (οι δικιές μου οι προϊσταμένες σε ΤΕΠ και κλινική δεν υπερβαίνει η μια τα 45 και η άλλη τα 50), σε αφήνω να κάνεις μόνος σου την σύγκριση με την ιατρό που έχει φρικάρει, που είναι γερασμένο φρικιό, που βρίζει, που φωνάζει, που δεν είναι σωστή, που είναι τέρας πραγματικό... Άρα, δες ότι πάλι ο ιατρός, υστερεί στην αντιμετώπιση που έχει από αυτό το σύστημα, συγκριτικά με άλλους εργαζόμενους του.

Και κάτι τελευταίο, ως προσωπικό παράπονο: η προϊσταμένη των ΤΕΠ μου, που μας έδωσε να διαβάσουμε αυτό το άρθρο της Lifo, και μάλιστα μας το έδωσε με αγάπη (και δεν αμφιβάλλω επ' αυτού), κατά την άποψή μου, ανήκει σε αυτήν την κατηγορία ανθρώπων που τους χαρακτηρίζω ως λάθος άνθρωποι σε λάθος θέσεις... Είναι καλή, είναι χρυσή, είναι άγια ενδεχομένως, αλλά από αυτή τη θέση που είναι, της προϊσταμένης ενός τόσο νευραλγικού χώρου όπως το ΤΕΠ, δεν μπορεί να βοηθήσει να επιλυθούν βασικά προβλήματα λειτουργίας. Δεν φτάνει μόνο η καλή διάθεση. Απαιτείται και πυγμή. Αυτό το σύστημα, το τόσο αποσαρθρωμένο και αποστηματοποιημένο, απαιτεί επιθετική και βαθιά χειρουργική αντιμετώπιση. Και ο όρος χειρουργική, χρησιμοποιείται εδώ, τόσο με την έννοια του να βάλουμε όλοι ένα χεράκι, όσο και του να κόψουμε, να καθαρίσουμε, να εξαιρέσουμε και να απομακρύνουμε μακρυά από το (υγειονομικό) σώμα μας, μικρόβια, καρκίνους, αποστήματα με νύσσοντα εργαλεία, όπως αυτά της αλήθειας, της εντιμότητος, του σεβασμού.

Δεν θέλω να κουράσω άλλο. Και δεν προσπαθώ να δικαιολογήσω πράγματα και καταστάσεις, ή να υπεραμυνθώ του επαγγέλματός μου - αντίθετα είμαι ο πρώτος που έχω παράπονα, που έχω πολλά νεύρα, που το βρίζω. Προσπαθώ να εξηγήσω τα φαινόμενα. Διότι, μια καλή εξήγηση, μας επιτρέπει να δούμε πιο σφαιρικά την εικόνα και ίσως έτσι να δούμε πιο ξεκάθαρα τις αιτίες του κακού. Και όταν το κάνουμε αυτό, ίσως -αν συντρέχουν και οι κατάλληλες συνθήκες και συγκυρίες- να κατορθώσουμε να τις πατάξουμε και να αναδείξουμε μια ιατρική επιστήμη πιο κοντά στις βαθιές φιλοσοφικές της κατευθύνσεις, που δεν είναι άλλες από τις πανανθρώπινες αξίες της φροντίδας και του σεβασμού του ανθρώπου από άνθρωπο...


Υ.Γ.1: Αγαπητέ αναγνώστη, κλείνεις το άρθρο σου με την πανέμορφη φράση, σε δέκα λεπτά έχω χαθεί πάλι στη γλύκα του κόσμου... Τυχερός, γιατί κάποιοι εφημερεύοντες ιατροί μένουν να φαντάζονται ή στην καλύτερη περίπτωση, να αγναντεύουν αυτή τη γλύκα του κόσμου από ένα παράθυρο, κλεισμένοι σε ένα χώρο για κάπου μεταξύ 24-30 ώρες, πολλές φορές χωρίς φαγητό, χωρίς ύπνο... Για το κατούρημα, ευτυχώς τα νοσοκομεία διαθέτουν ουροκαθετήρες και έτσι λύνεται το πρόβλημα και κανείς δεν παίρνει και χαμπάρι! Αλήθεια, ψάχνω κάποιο άλλο επάγγελμα στη χώρα μας που να δουλεύει συνεχόμενα τόσες ώρες... Μόνο ο πιλότος υπερατλαντικών ταξιδιών ή ο πλοίαρχος κρουαζιερόπλοιων ή μεγάλων εμπορικών πλοίων, μου έρχονται στο μυαλό. Καμιά άλλη ιδέα;
Υ.Γ.2: Αγαπητέ αναγνώστη, αν εσύ με αφορμή την εμπειρία σου, κατέγραψες τις σκέψεις που σε ενοχλούν κάτω απ' την καρδιά, όπως λες στον τίτλο σου, δέξου με σεβασμό και τις δικές μου καθημερινές σκέψεις και βιώματα που με ενοχλούν, από βάθους καρδιάς...



Μόνο για λίγο...



Τι θες πραγματικά;

Λίγο...

Δεν θες πολύ.

Λίγο, αρκεί για να συνεχίσεις.

Έτσι, λίγο-λίγο αντέχεται ετούτη η πλάση.

Και αν νοιώσεις ότι έγκωσες κάποια στιγμή από της ρουτίνας το βάσανο, γραπώνεις τη στιγμή και ζεις, και ξαναζείς... κάθε σου στιγμή. Έτσι, γεννάς νέες στιγμές, μέσα από το δάκρυ των παρελθόντων στιγμών.


Και έρχεται κάποια στιγμή, για λίγο μόνο, που της φωνάζεις:

"όλη μου η ζωή στα χέρια σου κλεισμένη"

και εκεί κρύβεις όλο το λίγο της πολυτάραχης ζωής σου.



"Έλα λίγο"
Στίχοι, Μουσική: Σταμάτης Σπανουδάκης
Ερμηνεία: Ελένη Βιτάλη





Ο θαρραλέος άνθρωπος


"Ο θαρραλέος άνθρωπος είναι από μόνος του πλειοψηφία..."



Ό,τι πιο ωραίο άκουσα σήμερα από δυο πανέμορφα μάτια... Πώς να μην πάρεις θάρρος και να μην συνεχίσεις την όποια προσπάθεια με το παράλογο;






Στου αστρικού πελάγου




Το μεγάλο δίλημμα: σύγκρουση, επίθεση και αμάχη με του κατεστημένου την αρτηριοσκληρωτική και βάρβαρη συμπεριφορά ή ηρεμία, γαλήνη, βαθιές ανασούλες και άμυνα μπροστά στου σαρωτικού ανέμου το πέρασμα;

Αν μπεις στο βούρκο που σε καλεί να τον λουστείς, θα γίνεις πιο χωμάτινος άνθρωπος από ποτέ, αντικρίζοντας τις πικρές βουλές του Αλλάχ που καθορίζουν τις μικρές ζωές μας.

Αν μπεις στον κήπο της γαλήνης που σε καλεί να τον γευτείς, θα νοιώσεις πιο εθισμένος από ποτέ μαστουρώνοντας με τα λογής παραισθησιογόνα που καθορίζουν τις μικρές μας σκέψεις... Και αυτά τα παραισθησιογόνα, ακούν στο όνομα: φύση...

Φυσιολογικό ή συνηθισμένο; Πού διαχωρίζονται αυτά τα δυο; Το συνηθισμένο δεν θεωρείται φυσιολογικό από ένα σημείο και έπειτα, όπως και το φυσιολογικό δεν βιώνεται ως συνηθισμένο (και για αυτό αυτοματοποιημένο) από τους ανθρώπινους μηχανισμούς;


Αγαπητοί μου... πόσο έχω πελαγώσει στου αστρικού πελάγου τα απύθμενα νοήματα, που ανακατώνονται από του ανθρώπου τα βουτήματα...



Κέρκυρα-Αθήνα-Μολάοι-Αθήνα-και πάλι Κέρκυρα!




Ταξίδι επήγα μακρινό,
σε χώρο αλαργινό μα σε χρόνο κοντινό...

Εκκίνησα από τους Φαίακες,
πρώτος σταθμός εκεί που εγιεννιούνται Αίαντες...



φυσικά Αίαντες Ολυμπιακοί, για επιτυχίες απέραντες...




μα δεν είναι τα μόνα νέα μωρά στην οικογένεια..

καθώς ο Μήτσος το κατσίκι,




ο σκύλος μας ο Ρούνι,



και ο Γρουγρού, το καλό μα ντροπαλό γουρούνι,



εναπόθεσαν σε μας τις δικές τους έγνοιες...


Γεμίζοντας της γιαγιάς τα φιλιά στον κόρφο,
αναμνήσεις από του χωριού τον αλύγιστο λόφο,
δύναμη από παιδικούς ήρωες
και ευωδιές από ανθούς σε πέτρες φύοντες,



εκκίνησα ξανά για την πρωτεύουσα,
για την πόλη την ακοίμιστη και ερωτεύουσα.

Σκοπός μου να δω στο Ακροπόλ τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου,
μα και όλους αυτούς τους τρελούς που ασυστόλως στις οδούς κορνάρουν.

Είπα να δοκιμάσω με ποδήλατο σπαστό



το δρομολόγιο Γουδί - Αιγάλεω - Αττικό,



στο δρόμο όμως κουράστηκα γιαυτό
είπα να πάρω λίγο και μετρό




Πλανόδιος στους δρόμους της θολής μας πόλης



είπα αυτή τη φορά (για καλή μου τύχη),
να μην ακούσω τους ανθρώπους,
μα αυτά που έχουν γράψει εκείνοι κατά τόπους
στης πόλης τα γκρεμισμένα τείχη.

Η συγκομιδή ήτο πλουσία
και τα μοντέλα μου επόζαραν εθελουσία...

μαύρες φάτσες πάνω σε άσπρους τοίχους...



μακρυχέρηδες δίπλα σε κακαόπετρες...




πρόβατα που βαδίζουν στη σφαγή...



μα στοχεύουν κατά βάθος



στην συντεταγμένη εκφόβιση της κατεστημένης τάξης, μέσα από τη δύναμη της ομάδος...



αλλά επειδή βλέπουν ότι όλα κινούνται δραματικά αργά σε τούτη τη χώρα...



λένε να πάρουν τον ομματιών τους και μαζί τα μπογαλάκια τους και σε άλλη παραλία,



βλέπουν όμως πολλά πρόσωπα γύρω τους με τις ίδιες βασανιστικές σκέψεις,



βλέπουν και κάποιους που κρύβονται κάτω από τα τραπέζια



ενώ όλοι αυτοί θα ήθελαν να είναι πολίτες του σύμπαντος,



γιατί δεν αντέχουν όλους αυτούς που συνεχώς χαχανίζουν,



αυτούς που γλεντοκοπούν αδιάφοροι,



αυτούς που μπεκροσκυλιάζουν συνεχώς,



και ξημεροβραδιάζονται μαζί με πολλά παπαγαλάκια στα πάσης φύσεως κέντρα του υποκόσμου...



αντί να δουν λίγο μπροστά τους, στο βάθος,



και να στρωθούν στη δουλειά, αυτή που δίνει ψωμί έντιμο...



αυτή που επιτρέπει στους νέους να συνεχίζουν να αγκαλιάζονται, να ονειρεύονται, να πετούν και να αιθεροβατούν...



αυτή που ξορκίζει τα φαντάσματα των εχθρών,



γιατί αυτή η έντιμη δουλειά σε κάνει θηρίο πραγματικό, μιας και παλεύεις με τα ίδια σου τα χέρια...



Μια τέτοια χώρα θέλω, και τώρα είναι η ώρα να την χτίσουμε όλοι μαζί,



μια χώρα που σου υπόσχεται και το πραγματοποιεί ότι έχει βάθος απύθμενο και ανίκητο σε ευμορφιά...



που στηρίζεται στην δύναμη και το πάθος της παρέας...



που δεν σκοτεινιάζει το χαμόγελο των παιδιών της...



που δεν κάνει πλύση εγκεφάλου στα μυαλά των νέων, τα οποία αποτελούν το εύφορο έδαφος για ανάπτυξη υγιών ιδεών και όχι τερατόμορφων...



που δεν τρώει τις καρδιές των παιδιών της,



που δεν στηρίζεται στις τυπικούρες και στις μουντζούρες,



και που δεν μειώνει καμία έντιμη προσπάθεια.




Τι μας κρατά από το να αλλάξουμε την λανθασμένη μας πολιτική συμπεριφορά ως τώρα;





Μέσα στην παραζάλη του αγχωμένου σήμερα, προσπαθώ να βρω τι πραγματικά αξίζει...



Γύρω μου βλέπω τόσο φως...

να εκπέμπεται πότε από τα επουράνια...



να εκτοξεύεται άλλοτε από τα επίγεια...



να εκπίπτει κατά 70% και να ξεπουλιέται σε κεντρικούς δρόμους...



και έτσι να εξοργίζει τους αγωνιστές και τους παρανόμους...




Φως... Τοσο φως! Να ξεχυλίζει στους δρόμους,



να στολίζει αποσυρόμενες λατέρνες, που μας καληνυχτίζουν νοσταλγικά,






να παιχνιδίζει με τη σκόνη, το αλκοόλ, τα άδεια ποτήρια και τα ακόμα πιο άδεια κεφάλια...



να περιστρέφεται τρελά γύρω από το καρουζέλ του Ερωτόκριτου,



και να ζαλίζεται ακόμα και το ίδιο το φως...



ακόμα-ακόμα και να πέφτει για ύπνο σε ένα τυχαίο πεζοδρόμιο, κουρασμένο από τόση ταλαιπωρία, από τόση διαδρομή...




Συμπέρασμα:

ο Ερωτόκριτος, το μεγαλύτερο ψέμα στη ζωή μου, μέσα από την μεταμοντέρνα εκδοχή του θεάτρου Ακροπόλ, μου είπε το μεγαλύτερο μυστικό του, ότι μπορεί δηλαδή να αλλάζει ρόλους και έτσι αφορά τον καθένα μας. Ότι δεν αφορά μόνον έναν. Δεν μπορεί να αφορά μόνον έναν! Αφορά ολόκληρη άποψη αισθητικής.

Εξάλλου, ο Ερωτόκριτος, ο πιστός εκφραστής του Έρωτα,

δεν μπορεί παρά να είναι παγκόσμιος,

δεν μπορεί παρά να σου κλείνει το μάτι αποφασιστικά,




και να σου βροντοφωνάζει δια στόματος Τόμας Μαν:

"γιατί πρέπει να ξέρεις, Φάιδρε, πως εμείς
οι ποιητές δεν μπορούμε
να ακολουθήσουμε το δρόμο
της ομορφιάς χωρίς τον Έρωτα
σύντροφο και οδηγό μας"


Τι μας μένει λοιπόν αγαπητοί μου ως απόηχος σε τούτον τον μαγευτικό διαστρικό χορό;




Το σμίξιμο των κορμιών, των καρδιών, των δακρύων, των ευχών, των προσδοκιών...


Όλα αυτά είναι τα υλικά από τα οποία σμιλεύεται η αγάπη.