Η τέχνη απαντά στην τέχνη
Επαναστατημένα και Κατεστημένα
Επανάσταση. Μια λέξη με μπόλικο ζουμί. Άλλοτε, και κυρίως, το ζουμί αυτό ήταν αίμα ανθρώπων, άλλοτε πάλι ιδρώτας αυτών που πάσχιζαν να αλλάξουν τα κατεστημένα με ειρηνικό τρόπο και άλλοτε ήταν το απόσταγμα μιας προσπάθειας το αποτέλεσμα της οποίας κανείς δεν το έχει ακόμα βρει.
Ψηλαφώντας τη λέξη ‘επανάσταση’, ανακαλύπτω με έκπληξή μου, ότι διαχρονικά ο άνθρωπος έχει επαναστατήσει τρεις φορές στην Ιστορία του. Τρία είναι εκείνα τα στάδια και τα βήματα, το ένα αναπόφευκτο μετά το άλλο, το ένα να προδικάζει το επόμενο, που έχουν διαμορφωθεί ως σήμερα στο πέρασμα του Ανθρώπου. Αυτά τα βήματα, δεν είναι ξέχωρα από εκείνα τα βήματα αναζήτησης του σωστού δρόμου που ψάχνει διακαώς το ανθρώπινο είδος. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη ‘επανάσταση’ εμπεριέχει τη λέξη ‘ανάσταση’ (που τόσες θρησκείες υπόσχονται), και αυτή με τη σειρά της τη λέξη ‘ανάταση’, σε μια συνεχόμενη προσπάθεια (όπως η δια βίου εκ-παίδευση ένα πράμα), ο Άνθρωπος να φτάσει ψηλά. Αλήθεια, πού θέλει να φτάσει ο Άνθρωπος; Πόσο ψηλά; Και πού είναι το εκεί ‘ψηλά’; Για αυτό το ‘ψηλά’ έχει επαναστατήσει τρεις φορές.
Ας παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα, τα τρία αυτά στάδια:
Το πρώτο στάδιο, είναι όταν ο άνθρωπος προσπάθησε να βγει από τον Σκοταδισμό, από τη Μοιρολατρία, από τη Θεολογία και τη Φαινομενολογία, όταν προσπάθησε να σπάσει το πλαίσιο του Νόμου, είτε θεοκρατικός ήταν αυτός, είτε αυτοκρατορικός, είτε ακόμα και επιστημονοκρατικός, με την έννοια όμως της επιστήμης της πρωτόγονης, δηλαδή του σαμάνου, του μάγου, του ταχυδακτυλουργού και του θαυματοποιού. Εκρήξεις κατά τόπους και περιόδους είχαμε πολλές και σημαντικές στο βάθος των αιώνων. Πιο χαρακτηριστικές που τυχαία σταχυολογώ, αυτές του Σωκράτη, που τον κατηγορούσαν ότι εισήγαγε ‘καινά δαιμόνια’ καταρρίπτοντας την υπάρχουσα θεολογία, του Αρίσταρχου του Σάμιου ο οποίος ήταν πιθανότατα ο πρώτος που μίλησε για ηλιοκεντρικό και όχι γεωκεντρικό (και άρα όχι ανθρωποκεντρικό και ούτε τελικά θεοκρατικό) πλανητικό σύστημα, του Χριστού ο οποίος είπε να αγαπάμε τον πλησίον μας ως εαυτόν και όταν μας χαστουκίζουν από το ένα μάγουλο να γυρίζουμε και να προσφέρουμε και το άλλο, συγκρουόμενος με τον τότε υπάρχοντα Νόμο των Φαρισαίων και λοιπών καθεστωτικών. Το κοινό αυτών και αρκετών άλλων προσωπικοτήτων είναι ότι ήταν αντισυστημικοί. Καλούσαν το ανθρώπινο πνεύμα να βγει από τα δεσμά της σπηλιάς τους όπως αλληγορικά έλεγε ο Πλάτωνας και να δουν με πιο καθαρά μάτια τον γνωστό κόσμο, έξω από τα τείχη που έχτιζε η εξουσία της Θεολογίας, της Νομοκρατίας, της Πολιτκής. Καλούσαν τον κόσμο να σπάσει το στενό πλαίσιο που έπνιγε και συσκότιζε το μυαλό και την αντίληψη. Αυτές οι προσπάθειες όμως ήταν μεμονωμένες και παρά το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα που πρώτο συνειδητοποίησε την κατεύθυνση της πρώτης αυτής επανάστασης, αυτή επήλθε μαζικά και συντονισμένα σαν πλημμύρα, μόνο με τον Διαφωτισμό. Ο Διαφωτισμός ήταν εκείνο το σπάσιμο των αλυσίδων που μπόρεσε να ελευθερώσει το πνεύμα από αγκυλώσεις και στεγανά, από σκοτάδια και μοιρολατρίες. Τι κατάφερε όμως ο Διαφωτισμός με την αποκαθήλωση του Θεού, με την παραβίαση του Νόμου, με το θάνατο του Βασιλιά, με την άρση του Πλαισίου; Φωτίστηκε πραγματικά το πνεύμα του Ανθρώπου; Επήλθε το επιδιωκόμενο;
«Από τη στιγμή που ο άνθρωπος υποβάλλει το Θεό σε ηθική κρίση, τον σκοτώνει μέσα του. Μα ποιο είναι τέλος πάντων το θεμέλιο της ηθικής; Αρνείται το Θεό στο όνομα της δικαιοσύνης, αλλά η ιδέα της δικαιοσύνης νοείται χωρίς την ιδέα του Θεού; Μήπως τότε βρισκόμαστε σε παραλογισμό; Πρόκειται για παραλογισμό που ο Νίτσε αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα. Για να τον ξεπεράσει καλύτερα, τον ωθεί έως τα άκρα: η ηθική είναι η τελευταία όψη του Θεού που πρέπει να καταστρέψουμε προτού ξανακτίσουμε τον κόσμο. Ο Θεός τότε δεν υπάρχει και δεν εγγυάται πια την ύπαρξή μας. Για να υπάρξει, ο άνθρωπος πρέπει να αποφασίσει να δράσει […]. Είναι αδύνατον να ζει κανείς σε μια γη χωρίς νόμο, γιατί ζω προϋποθέτει ακριβώς έναν νόμο. Πώς να ζούμε ελεύθεροι και χωρίς νόμο; Σ’ αυτό το αίνιγμα πρέπει ο άνθρωπος να απαντήσει, γιατί αλλιώς θα πεθάνει. […] Με τον βασιλιά νεκρό, τις αλυσίδες του παλιού δεσποτισμού κομμένες, ο λαός θα μπορέσει να εκφράσει αυτό που, παντού και πάντα, είναι, ήταν και θα είναι η αλήθεια. Συμβολίζει τον χρησμό που πρέπει να συμβουλευτούμε για να μάθουμε τι απαιτεί η αιώνια τάξη του κόσμου. Φωνή λαού, φύσης φωνή (vox populi, vox naturae). Αιώνιες αρχές διέπουν τη συμπεριφορά μας: η Αλήθεια, η Δικαιοσύνη και τέλος, η Λογική. Εκεί, βρίσκεται ο νέος Θεός. Το Υπέρτατο Ον, που πλήθη από νέες κοπέλες έρχονται να λατρέψουν γιορτάζοντας τη Λογική, δεν είναι παρά ο παλιός θεός, εξαϋλωμένος, αποκομμένος ξαφνικά από κάθε δεσμό του με τη γη και διωγμένος, σαν μπαλόνι, στον άδειο ουρανό των μεγάλων αρχών. […] Ο νόμος μπορεί, πράγματι, να βασιλεύει όσο είναι νόμος της συμπαντικής Λογικής. Αυτό όμως δεν συμβαίνει ποτέ και η αιτιολόγηση της ύπαρξης του χάνεται, αν ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του καλός. Αργά ή γρήγορα, η ιδεολογία συγκρούεται με την ψυχολογία. Τότε δεν υπάρχει πλέον νόμιμη εξουσία. Ο νόμος, λοιπόν, εξελίσσεται μέχρι που ταυτίζεται με τον νομοθέτη και μ’ ένα νέο ‘έτσι θέλω, γιατί αυτό μου αρέσει’. Τότε, προς τα πού να στραφεί; Χάνει τον προσανατολισμό του. Δίχως σαφήνεια, καταντά όλο και πιο αβέβαιος, μέχρι του σημείου να θεωρεί το κάθε τι έγκλημα. Ο νόμος βασιλεύει πάντα, αλλά δεν έχει πλέον καθορισμένα όρια».
Ο Άνθρωπος βγήκε από το σκοτάδι της σπηλιάς, από το Μεσαίωνα της συντριβής του νου, επαναστάτησε, αποτίναξε από πάνω του όλα τα συντρίμμια των παλιών θεών του, των παλιών δεσμών του και βγήκε στο Φως. Τι κατάφερε όμως από αυτήν την πρώτη του επανάσταση; Νομίζω η απάντηση έχει αποκρυσταλλωθεί στο διαφωτιστικό (με την έννοια της επεξήγησης και όχι την έννοια του Διαφωτισμού, διότι ακριβώς αντιτίθεται σε αυτόν) έργο του Γκαίτε «Φάουστ»:
«Το έργο ξεκινά σε μια εποχή που ο άνθρωπος βρίσκεται στο Διαφωτισμό, έχει φύγει από το Μεσαίωνα, είναι η έκρηξη της επιστήμης, της γνώσης και αυτό αντιπροσωπεύει η δυτική σκέψη. Το έργο κάνει αναγωγή στη σύγχρονη ακόρεστη μανία του ανθρώπου να κατακτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα πεδία. Πεδία γνώσης, απόλαυσης, ακόμα και ιδιοκτησίας. Ο άνθρωπος είναι ένα ον ανικανοποίητο, ο σκεπτόμενος να πούμε καλύτερα. Ο Φάουστ είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που έχει κατακτήσει τη γνώση την ανθρώπινη και αυτή δεν του αρκεί. Θέλει να προχωρήσει παραπέρα, να κατανοήσει και να κατακτήσει κάτι ακόμα, τη γνώση τη θεϊκή , να ενωθεί με κάτι που θα του αποκαλύψει για ποιο λόγο συμβαίνουν όλα αυτά».
(απόσπασμα από συνέντευξη της Κατερίνας Ευαγγελάτου που ανεβάζει σε λίγες μέρες το έργο «Φάουστ» στο θέατρο Πειραιά)
Ο άνθρωπος, πολύ ωραία επαναστάτησε και βγήκε έξω από τα δεσμά του, προς τον κόσμο το φωτεινό. Και τι έγινε τότε; Τότε, πρωτοαντίκρισε τους άλλους ανθρώπους γύρω του, σχημάτισε την έννοια της Κοινωνίας, μα παράλληλα είδε και την εικόνα του, μέσα από την εικόνα των συνανθρώπων του. Τότε ήταν που άρχισε να θέλει. Εκεί που είχε συνηθίσει απλά να υπακούει και να ακολουθεί άλλους, τώρα άρχισε να επιθυμεί και κυρίως άρχισε να επιθυμεί να τον υπακούουν και να τον ακολουθούν οι άλλοι. Κάπου εκεί λοιπόν, αρχίζει και η δεύτερη μεγάλη επανάστασή του: είναι η επανάσταση απέναντι στους ίδιους τους συνανθρώπους του και την ιδέα της Κοινωνίας.
«Πρέπει η επιθυμία της συνείδησης να απευθύνεται σε κάτι άλλο, διαφορετικό από τη φύση δίχως συνείδηση. Το μόνο πράγμα που ξεχωρίζει απ’ αυτή τη φύση είναι ακριβώς η αυτοσυνείδηση. Πρέπει, λοιπόν, η επιθυμία να στοχεύει σε μιαν άλλη επιθυμία, η αυτοσυνείδηση να ικανοποιείται με μιαν άλλη αυτοσυνείδηση. Με πιο απλά λόγια, ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως άνθρωπο όσο αρκείται να ζει σαν ζώο. Χρειάζεται να τον αναγνωρίσουν οι άλλοι άνθρωποι. Κάθε συνείδηση είναι, από την αρχή της, επιθυμία ν’ αναγνωριστεί και να χαιρετιστεί ως τέτοια από τις άλλες συνειδήσεις. Οι άλλοι μάς δημιουργούν. Μόνο στην κοινωνία αποκτούμε μιαν ανθρώπινη αξία, ανώτερη από τη ζωική αξία. […] Τότε από το Όλα ή Τίποτα, περνάμε στο Όλοι ή Κανένας. […] Ο αφέντης αυτού του κόσμου μετά την αμφισβήτηση της νομιμότητάς του, πρέπει να ανατραπεί. Ο άνθρωπος πρέπει να πάρει τη θέση του. Μια και ο Θεός και η αθανασία δεν υπάρχουν, επιτρέπεται στον καινούργιο άνθρωπο να γίνει Θεός. Μα τι σημαίνει να είσαι Θεός; Να αναγνωρίζεις ακριβώς πως όλα επιτρέπονται. Να αρνείσαι κάθε άλλο νόμο πέρα απ’ τον δικό σου. Χωρίς να χρειάζεται ν’ αναπτύξουμε τους ενδιάμεσους συλλογισμούς, διαπιστώνουμε έτσι ότι το να γίνεις Θεός σημαίνει ότι δέχεσαι το έγκλημα».
Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως το Κοινωνικό Οικοδόμημα, άρχισε να διασπάται μετά τη δεύτερη αυτή επανάσταση. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει βέβαια και η βιοεξουσία (κατά Φουκώ) που ακριβώς ως επακόλουθο την κενή θέση εξουσίας που δημιούργησε η αποκαθήλωση του Θεού με τον Διαφωτισμό, προσπάθησε να την γεμίσει με νέα εξουσία, αυτή τη φορά όχι από τον ίδιο το Δημιουργό, αλλά από το Δημιούργημά του. Εκεί κάπου αρχίζει αυτό το Δημιούργημα να μετατρέπεται σε Τερατούργημα και μαζί και η Κοινωνία του, που άρχισε να γίνεται Κοινωνία Αποσύνθεσης και όχι Σύνθεσης, καθώς έκαστο μέλος της άρχισε να προβάλει τον Εαυτό του πάνω απ’ όλα και σαν αόρατος ακροβάτης να κάνει το νούμερό του μπροστά σε ένα ολοκαίνουργιο τσίρκο Και εδώ, αρχίζει ο μεγάλος παραλογισμός…
Η συνέχεια δεν αργεί να φανεί και τα γεγονότα εξελίσσονται με ραγδαίους ρυθμούς τα τελευταία 200 και ειδικά τα τελευταία 100 χρόνια. Ο άνθρωπος μπερδεμένος στο ποιος είναι ποιος και έχοντας χάσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούσε, τώρα μπροστά στο απέραντο και αχανές της νέας του πραγματικότητας ‘αντιλοΐζει’:
«Ο συλλογισμός συνεχίζεται έτσι με τον ίδιο τρόπο. Φωνάζω ότι δεν πιστεύω σε τίποτα και ότι όλα είναι παράλογα, μα δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την κραυγή μου και πρέπει να πιστέψω τουλάχιστον στη διαμαρτυρία μου. Η πρώτη και μοναδική ολοφάνερη αλήθεια που δίνεται έτσι, εντός της παράλογης εμπειρίας, είναι η εξέγερση. Στερημένος από κάθε γνώση, εξαναγκασμένος να σκοτώνω ή να συναινώ στο φόνο, δεν έχω παρά μόνο τούτη την απτή αλήθεια, η οποία ενισχύεται ακόμη περισσότερη από την απόγνωση που με παιδεύει. Η εξέγερση γεννιέται από το θέαμα της παραφροσύνης…».
Η θεματική αυτή έχει ξεδιπλωθεί τόσο παραστατικά στην παράσταση «Επικήδειος» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (εξαιρετικός μονόλογος), καθώς και στο απαράμιλλης έντασης τραγούδι των Χαΐνηδων «Ο Ακροβάτης», που ουσιαστικά και τα δυο αυτά έργα αναφωνούν «για δέστε και μένα, άλλο δεν βαστώ!». Ο Άνθρωπος καθαίρεσε τον Θεό του, έγινε ο ίδιος Θεός, μα και πάλι ησυχία δεν βρήκε. Η Τρίτη επανάσταση λοιπόν έγινε -και γίνεται μέχρι τις μέρες μας- διότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι δεν αρκεί απλώς να μπεις σε περίοπτη θέση για να γίνεις σημαντικός και σπουδαίος, ερωτεύσιμος και περιζήτητος. Κάτι του λείπει ακόμα που τον κάνει να είναι στον αέρα, μετέωρος και να ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας... Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι και το τραγούδι της Μαρίας Λούκα και των Χαΐνηδων χρησιμοποιούν τη λέξη «ακροβάτης» για να περιγράψουν την κατάσταση του Ανθρώπου τόσο σχετικά με τη Δεύτερη όσο και με την Τρίτη επανάστασή του. Και αυτό συμβαίνει ως αποτέλεσμα της Πρώτης επανάστασης του Ανθρώπου κατά την οποία, όπως είπαμε, έσπασε το πλαίσιο, η βάση, το πεδίο στήριξης. Ένας Άνθρωπος δίχως πλαίσιο, είναι ένας Άνθρωπος που Ακροβατεί. Να γιατί λοιπόν, η λέξη Ακροβάτης συμπυκνώνει σήμερα τόση ένταση και τόσο νόημα, τόση έκφραση και τόσο καημό.
«Ο σκλάβος ξεκινά απαιτώντας δικαιοσύνη και καταλήγει ζητώντας τη βασιλεία. Θέλει να εξουσιάσει και αυτός με τη σειρά του. Η ανταρσία ενάντια στην ανθρώπινη μοίρα οργανώνεται σε μια μεγάλη εκστρατεία κατά του ουρανού, για την αιχμαλωσία ενός βασιλιά που θα τον εκθρονίσουν προτού καταδικάσουν σε θάνατο. Η ανθρώπινη ανταρσία καταλήγει σε μεταφυσική επανάσταση. Πορεύεται από το φαίνεσθαι στο πράττειν, από τον δανδή στον επαναστάτη. Όταν ο θρόνος του Θεού γκρεμιστεί, ο επαναστάτης θα αναγνωρίσει ότι τούτη τη δικαιοσύνη, τούτη την τάξη, τούτη την ενότητα που μάταια έψαχνε στην υπόστασή του, έχει τώρα τη δυνατότητα να τις δημιουργήσει με τα ίδια του τα χέρια και να δικαιολογήσει συνεπώς την καθαίρεση του Θεού. Τότε θα αρχίσει μιαν απελπισμένη προσπάθεια για να ιδρύσει, ακόμη και με το έγκλημα αν χρειαστεί, την αυτοκρατορία των ανθρώπων. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τρομακτικές συνέπειες, από τις οποίες γνωρίζουμε μόνο μερικές προς το παρόν. Μα αυτές οι συνέπειες δεν απορρέουν από την ίδια την εξέγερση ή, τουλάχιστον, δεν φανερώνονται στο φως της ημέρας παρά μόνο όταν ο επαναστατημένος ξεχνά την αρχική του πορεία, αποκάμνει από τη φοβερή ένταση ανάμεσα στο ναι και το όχι, κι εγκαταλείπεται τελικά στην άρνηση κάθε πράγματος ή στην πλήρη υποταγή. Η μεταφυσική εξέγερση μας προσφέρει, στην πρώτης της κίνηση, το ίδιο θετικό αποτέλεσμα με την ανταρσία του σκλάβου. Χρέος μας είναι να εξετάσουμε πώς εξελίσσεται αυτό το περιεχόμενο της εξέγερσης στα έργα που την επικαλούνται και να πούμε πού οδηγούν η απιστία και η πίστη, από τον εξεγερμένο έως το ξεκίνημά του».
Ωραία. Και θα αναρωτηθείτε τις πταίει για όλα αυτά; Μήπως δεν έπρεπε δηλαδής να γίνει η Πρώτη επανάσταση του Ανθρώπου, για να μην χαθεί το πλαίσιο και έτσι οδηγηθούμε στις επόμενες δυο επαναστάσεις που μας έχουν φέρει εδώ που παραπαίουμε σήμερον; Μήπως δεν έπρεπε ο Άνθρωπος να βγει από τη σπηλιά του και να σπάσει τα στενά πλαίσια της σκέψης του και τα σφιχτά δεσμά του πνεύματός του γιατί ουσιαστικά αυτό που έκανε ήταν να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου κάτι που μας οδήγησε να πάμε σήμερα ούλοι κατά Διαβόλου…; Η απάντηση δεν είναι ότι φταίει που βγήκαμε εκτός εκείνου του απαρχαιωμένου πλαισίου της συσκότισης στο οποίο ζούσαμε. Αλλά, είναι ότι βγαίνοντας από τη σπηλιά μας δεν ακολουθήσαμε ένα νέο πλαίσιο διαβίωσης, λειτουργικό και ικανό να μας ωθήσει να αναπτύξουμε το πνεύμα μας, να κορέσουμε τις ανάγκες μας και να σεβαστούμε την ύπαρξή μας. Κάπου σε αυτό το σημείο ο Άνθρωπος, από τη θόλωση της πρωτόφαντης ελευθερίας του, έγινε αδάμαστος, θηρίο ανήμερο και τρομακτικό, που στράφηκε με ακόρεστη μανία και αδηφαγία απέναντι σε κάθε τι θα μπορούσε να μιλήσει για δέσμευση, δεσμά, πλαίσια λειτουργίας και όρια. Στη φόρα του επάνω όμως, δεν συνειδητοποίησε κάτι πολύ σημαντικό: ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού του είναι συνυφασμένος με το πλαίσιο, τη δέσμευση, τη βάση στήριξης. Χωρίς πλαίσιο, ο Άνθρωπος βραχυκυκλώνει και αυτό ακριβώς έχει πάθει σήμερα. Χωρίς κάποια στέρεα βάση, δεν μπορεί να σταθεί ο Άνθρωπος στο Συμπαντικό Στερέωμα (βλέπετε, οι λέξεις δεν είναι τυχαίες, σε αντίθεση με τις καταστάσεις που είναι τυχαίες…). Ο νους και η λογική του Ανθρώπου είναι σιδηροδέσμιοι του πλαισίου. Χωρίς ένα τέτοιο, δεν λειτουργούν.
Στην παραζάλη της απελευθέρωσής του λοιπόν, ο Άνθρωπος ξέχασε να ορίσει ένα νέο κοινό πλαίσιο λειτουργίας, με αποτέλεσμα σήμερα, ο καθένας μας να ορίζει το δικό του πλαίσιο λειτουργίας, ατομικά, και μέσα σε αυτό να ζει απομονωμένα και αποστειρωμένα. Αυτό όμως, αγαπητοί μου, μην προστρέξετε να το βαφτίσετε ως «την απόλυτη Ελευθερία», καθώς είναι η ψευδαίσθησή της, το κακέκτυπό της, αφού αποτελεί «την απόλυτη Ασυδοσία». Και ξέρετε ποια είναι η βασική διαφορά αυτών των δυο εννοιών; Ότι η Ελευθερία έχει όρια και πλαίσια, ενώ η Ασυδοσία όχι. Στην ελευθερία σέβομαι τα όρια του άλλου για να σεβαστεί και αυτός τα δικά μου όρια, ενώ στην Ασυδοσία δεν σέβεται κανείς κανέναν γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν όρια που να γεννήσουν την ανάγκη του Σεβασμού αυτών των ορίων. Έτσι, τα όρια αντικαθίστανται με όργια. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται σήμερα η Ανθρωπότητα.
Θα με ρωτήσετε και εύλογα, πώς ξεφεύγουμε από τούτο το μπλέξιμο και πώς αλλάζουμε πορεία; Η απάντηση έχει δοθεί νομίζω αφενός στο ποίημα του Χέλντερλιν «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή»:
«Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει…»
Το νέο πλαίσιο λειτουργίας του Ανθρώπου αγαπητοί μου, δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της Φύσης που μας γέννησε και μας δημιούργησε. Κλείστε την τηλεόραση, διαγραφείτε από το φατσοβιβλίο, σταματήστε να αυτοφωτογραφίζεστε και να κάνετε ckek-in όπου βρίσκεστε, και βγείτε έξω από το σπίτι, μυρίστε το πρώτο λουλούδι που θα δείτε, αγγίξτε το πρώτο δέντρο που είναι κοντά σας, ανεβείτε στην πιο κοντινή κορφή του σπιτιού σας, λασπώστε τα παπούτσια σας, χορέψτε στη βροχή και κυρίως γευτείτε την βροχή, ταΐστε ένα αδέσποτο, δώστε ένα πιάτο φαί και ένα γλυκό χαμόγελο σε έναν άστεγο της γειτονιάς σας, μιλήστε μεταξύ σας, κυνηγήστε να βγείτε με φίλους και να ερωτευτείτε και αφήστε ήσυχα τα pockemon… Μα πάνω από όλα, κάντε κάτι που θα σας κάνει να νιώσετε Δημιουργικοί! Ούτε Δημιουργοί, ούτε Δημιουργήματα, μα Δημιουργικοί. Η λέξη αυτή βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις άλλες δυο, καθώς ο Δημιουργικός Άνθρωπος, δημιουργώντας κάτι ωραίο, αυτόματα παίρνει δύναμη και ικανοποίηση από αυτό που έφτιαξε και «φτιάχνεται» (για αυτό αναφωνούμε ‘με έφτιαξες τώρα’!). Άρα, Δημιουργικός είναι αυτός που ταυτόχρονα φτιάχνει και ‘φτιάχνεται’. Αυτή, η αλληλεπίδραση κρύβει το συμπαντικό νόημα της Αλληλοσύνδεσης και της Ανασύνθεσης.
Υ.Γ.: Όλα τα αποσπάσματα που παραθέτω και με βοήθησαν να εκφράσω με λέξεις τις σκέψεις μου, είναι χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το υπέροχο -μα ελαφρώς δύσκολο- βιβλίο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 2011, ο οποίος με μεγάλη μαεστρία ενορχηστρώνει τον επικήδειο του Επαναστατημένου Ανθρώπου. Και αυτή η διαπίστωσή του, συγκλονιστική: "εκείνοι που κάνουν επαναστάσεις, εκείνοι που κάνουν το Καλό, δεν μπορούν να κοιμηθούν, παρά μόνο στον Τάφο".
Διαζύγιο...
«Όσο για τον κόσμο ολόγυρά του και τους άλλους ανθρώπους, δεν έπαψε ποτέ μέσα στην ηρωική και ειλικρινή του προσπάθεια να τους αγαπήσει, να είναι δίκαιος μαζί τους και να μην τους κάνει κακό, επειδή η ‘αγάπη για τον πλησίον’ ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του όσο και το μίσος για τον εαυτό του. Κι έτσι, ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα παράδειγμα πως η αγάπη για τον πλησίον δεν είναι δυνατή χωρίς την αγάπη για τον εαυτό και πως η αυτοπεριφρόνηση είναι το ίδιο πράγμα με την εγωπάθεια και φέρνει στο τέλος, την ίδια σκληρή απομόνωση και απελπισία».
«Ένας λύκος της στέπας που είχε χάσει το δρόμο του και περιπλανιόταν άσκοπα μέσα στις πολιτείες και τη ζωή τη αγέλης - δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο χαρακτηριστική έκφραση για τη μοναχικότητά του, την αγριάδα του, τη χωρίς ανάπαυση νοσταλγία του για μια εστία που είχε χαθεί…».
«Τα βλέπω σαν ένα ντοκουμέντο της εποχής μας, γιατί η αρρώστια της ψυχής του Χάλερ, όπως τώρα καταλαβαίνω, δεν είναι η εκκεντρικότητα ενός μοναδικού ατόμου αλλά η αρρώστια της ίδιας της εποχής, η νεύρωση της γενιάς του Χάλερ, μια αρρώστια που απ’ ότι φαίνεται δε χτυπάει μόνο τους ανάξιους και τους αδύναμους, αλλά πιο πολύ εκείνους που είναι δυνατότεροι στο πνεύμα και πλουσιότεροι σε χαρίσματα».
«Είναι μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η αρρώστια μέσα από τις πραγματικές εκδηλώσεις της. Είναι κυριολεκτικά ένα ταξίδι μέσα από την κόλαση, άλλοτε φοβερό και άλλοτε θαρραλέο, ένα ταξίδι μέσα από το χάος ενός κόσμου που οι ψυχές του κατοικούν στο σκοτάδι, ένα ταξίδι που έγινε με την ακλόνητη απόφαση του ταξιδευτή να γνωρίσει την κόλαση από τη μια άκρη ως την άλλη, να δώσει τη μάχη του με το χάος και να υποφέρει τα βασανιστήριά της μέχρι το τέλος».
«Υπάρχουν φορές που μια ολόκληρη γενιά παγιδεύεται μ’ αυτό τον τρόπο ανάμεσα σε δυο εποχές, δυο τρόπους ζωής, με αποτέλεσμα να χάνει κάθε δυνατότητα να κατανοήσει τον εαυτό της – δεν έχει κανένα πρότυπο, καμιά ασφάλεια, κανένα κοινό σημείο αναφοράς. Φυσικά, αυτό δεν το νοιώθουν όλοι τόσο έντονα. Μια φύση σαν του Νίτσε υπέφερε τα δεινά της εποχής μας μια γενιά πρωτύτερα. Όσα υπέφερε εκείνος, μόνος και παρεξηγημένος, χιλιάδες τα αισθάνονται σήμερα».
«Εκεί, τα πάντα -βιβλία, χειρόγραφα, σκέψεις- τα ‘χει σημαδέψει η αγωνία ενός μοναχικού άντρα, το πρόβλημα της ύπαρξης και η λαχτάρα για ένα καινούργιο προσανατολισμό σε μια εποχή που έχει χάσει το στίγμα της».
«Πόσο αγαπούσα τις σκοτεινές, γεμάτες θλίψη φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες βραδιές, πόσο πρόθυμα ρούφαγα τη μοναξιά και τη μελαγχολία τους όταν, τυλιγμένος στο παλτό μου, περπατούσα ως αργά τη νύχτα με βροχή ή καταιγίδα μέσα στα γυμνά χειμωνιάτικα τοπία, μονάχος και τότε αλλά γεμάτος με μια βαθιά χαρά, γεμάτος με ποίηση που τους στίχους της έγραφα αργότερα στο φως του κεριού καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μου!»
«Μοναχικότητα θα πει ανεξαρτησία. Αυτή ζητούσα τόσα χρόνια και τώρα την είχα επιτέλους αποκτήσει. Παγερή, βέβαια. Ναι, πολύ παγερή! Αλλά και ήρεμη, εξαίσια ήρεμη κι απέραντη, σαν την παγερή ηρεμία του διαστήματος που μέσα του περιστρέφονται αστέρια και πλανήτες».
«Αυτοί οι άνθρωποι, που η ζωή τους είναι πάντα ανάστατη, ζουν τις σπάνιες ώρες της ευτυχίας τους με τέτοια ένταση και με τόση απερίγραπτη ομορφιά, που ο αφρός των κυμάτων της στιγμιαίας ευτυχίας τους τινάζεται πολύ ψηλά πάνω απ’ την απέραντη θάλασσα της οδύνης τους και η ακτινοβολία του αγγίζει και τους άλλους με τη μαγεία του».
«Μια από τις χαρακτηριστικές τάσεις του Λύκου της Στέπας ήταν το νυχτοπερπάτημα. Το πρωινό ήταν μια μίζερη ώρα για αυτόν. Το φοβόταν και ποτέ δεν του βγήκε σε καλό. Κανένα πρωινό της ζωής του δε βρέθηκε σε καλή διάθεση, ποτέ δεν έκανε κάτι αξιόλογο προτού μεσημεριάσει, δεν είχε ποτέ μια ευτυχισμένη σκέψη στη διάρκεια του πρωινού ούτε και μπόρεσε ποτέ να προσφέρει κάποια ευχαρίστηση στον εαυτό του ή στους άλλους. Καθώς προχωρούσε το απομεσήμερο, άρχιζε σιγά σιγά να θερμαίνεται και να ζωντανεύει και μοναχά όταν ερχόταν το βράδυ γινόταν παραγωγικός, δραστήριος και μερικές φορές, στις καλές του μέρες, έλαμπε από χαρά. Απ’ αυτή την ιδιομορφία του πήγαζε κι η ανάγκη του για μοναχικότητα και ανεξαρτησία».
«Στο αποκορύφωμα όμως της ελευθερίας που είχε αποκτήσει, ο Χάρυ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως αυτή η ελευθερία ήταν θάνατος και πως είχε βρεθεί ολομόναχος. Ο κόσμος μ’ ένα παράδοξο τρόπο τον είχε αφήσει στην ησυχία του. Οι άλλοι άνθρωποι δεν τον απασχολούσαν πια. Δεν τον απασχολούσε πια ούτε ο εαυτός του. Σιγά σιγά άρχισε ν’ ασφυκτικά μέσα σ’ αυτή την αραιή ατμόσφαιρα της απομάκρυνσης και της μόνωσης. Γιατί τώρα δεν ήταν πια επιθυμία του και σκοπός του να είναι μόνος και ανεξάρτητος, μα είχε γίνει πια μοίρα του και καταδίκη του».
«Για τους μοναχικούς Λύκους που δε βρίσκουν ποτέ τη γαλήνη, τα θύματα εκείνα της αδιάκοπης οδύνης που η έφεσή τους για το τραγικό είναι αποκλεισμένη και που δε θα μπορέσουν ποτέ να πετάξουν στο έναστρο διάστημα, για εκείνους που νιώθουν μέσα τους το κάλεσμα του απόλυτου αλλά που δεν μπορούν να επιζήσουν μέσα στην ατμόσφαιρά του, γι’ αυτούς είναι φυλαγμένη -με την προϋπόθεση βέβαια, ότι η οδύνη έχει κάνει το πνεύμα τους τραχύ και συνάμα ελαστικό- μια διέξοδος, το χιούμορ».
«Στην πραγματικότητα, ωστόσο, κάθε ‘εγώ’ δεν είναι καθόλου μια μονάδα αλλά ένας πολύπτυχος κόσμος, ένας έναστρος ουρανός, ένα χάος μορφών, καταστάσεων και σταδίων από κληρονομικές δυνατότητες και πιθανότητες. Φαίνεται πως έχει γίνει για όλους μας μια αναγκαιότητα τόσο επιτακτική όσο η τροφή και η αναπνοή να θεωρούμε αυτό το χάος σαν μια ενότητα και να μιλάμε για το ‘εγώ’ μας σαν να ήταν ένα μονοδιάστατο, ολότελα ξεχωρισμένο και παγιωμένο φαινόμενο. Ακόμα κι οι καλύτεροι από μας μοιράζονται αυτή την αυταπάτη».
«Η βαθύτερη μοίρα του τον οδηγεί προς το πνεύμα και το Θεό. Η βαθύτερη λαχτάρα του τον τραβά πίσω στη φύση, τη Μάνα. Η ζωή του αμφιταλαντεύεται τρεμάμενη κι αναποφάσιστη ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πόλους».
«Εσύ, Χάρυ, ήσουν ένας καλλιτέχνης κι ένας στοχαστής, ένας άντρας γεμάτος ενθουσιασμό και πίστη. Αναζητούσες παντοτινά το μεγάλο και το αιώνιο, ποτέ δε σε ικανοποιούσε το ασήμαντο και το φτηνό. Αλλά, όσο πιο πολύ σε ξύπναγε η ζωή και σε ξανάφερνε στον εαυτό σου, τόσο περισσότερο βάθαινε η οδύνη σου, ο τρόμος κι η απόγνωσή σου, ώσπου σε φτάσαν μέχρι το λαιμό. Και καθετί που κάποτε ήξερες, αγαπούσες και σεβόσουν σαν ωραίο και ιερό, όλη η πίστη που κάποτε είχες για την ανθρωπότητα και το ανώτερο πεπρωμένο της δε σε βοήθησε σε τίποτα, έχασε την αξία της κι έγινε κομμάτια. Η πίστη σου δεν έβρισκε πια αέρα ν’ αναπνεύσει. Κι η ασφυξία είναι δύσκολος θάνατος».
«Την καταλαβαίνω πολύ καλά, όπως και τη δυσαρέσκειά σου για την πολιτική, την αγανάκτησή σου για τις ανεύθυνες φλυαρίες και τα καραγκιοζιλίκια των κομμάτων και των εφημερίδων, την απόγνωσή σου για τον πόλεμο, για κείνον που πέρασε και για κείνον που θα ‘ρθει, την αηδία σου για όλα όσα οι άνθρωποι σκέφτονται, διαβάζουν και κάνουν, για τη μουσική που ακούν, για κείνα που γιορτάζουν, για τη μόρφωση που παίρνουν. Έχεις δίκιο, Λύκε της Στέπας, χίλιες φορές δίκιο – κι όμως πρέπει να σε φάει το μαύρο σκοτάδι. Είσαι πολύ απαιτητικός και πολύ δύσκολος γι’ αυτό τον απλοϊκό, ανέμελο σημερινό κόσμο, που βολεύεται και ικανοποιείται με τόση ευκολία. Έχεις περισσότερες διαστάσεις απ’ όσες χρειάζεται. Σήμερα, όποιος θέλει να ζήσει και να χαρεί τη ζωή του δεν πρέπει να ‘ναι σαν και σένα και σαν και μένα. Όποιος θέλει μουσική αντί για θόρυβο, χαρά αντί για διασκέδαση, δημιουργική δουλειά αντί για μπίζνες, ψυχή αντί για χρυσάφι, πάθος αντί για μελόδραμα, δεν μπορεί να βρει θέση σε τούτο το φτηνό κόσμο μας».
«Ήξερα πως εκατό χιλιάδες πιόνια απ’ το παιχνίδι της ζωής ήταν στην τσέπη μου. Αυτή η φευγαλέα ματιά που είχα ρίξει στο νόημά της είχε κεντρίσει το λογικό μου κι ήμουν αποφασισμένος ν’ αρχίσω το παιχνίδι ξανά. Θα ξαναδοκίμαζα τα βάσανά του γι’ άλλη μια φορά και θα ριγούσα με την ακατανοησία του. Θα ξαναταξίδευα, όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές, στην κόλαση της εσωτερικής μου ύπαρξης».
Γάλα με αλάτι...
Ωδή στους κλεμμένους αρθρογράφους...

Την παλιά την ιστορία μέχρι και το χτες
γράψανε οι νικητές
μα ήταν καταδικασμένοι
να 'ναι πρωταγωνιστές
της ζωής οι νικημένοι.
Γεια σας, γεια σας, νικημένοι
τ' όνειρό σας δεν πεθαίνει
είναι μέσα στην καρδιά μας
σαν τ' αγέννητα παιδιά μας.
Μες στης λησμονιάς τη λίμνη δίπλα στις ακτές
πέταξαν οι δικαστές
τη ζωή μας την κλεμμένη
και τη θάψαν πειρατές
με σημαία ματωμένη.
Γέλασε, γλυκό μου ταίρι, μόνο εσύ δε φταις
δεν υπάρχουν νικητές
δεν υπάρχουν νικημένοι
είπανε οι ποιητές
μόνο η αγάπη μένει.
Κι ας πονέσω
Σήμερα, που ένα ακόμα όνειρό μου πέθανε, είναι χρεία το μοιρολόι να θρηνήσει σπαραχτικά απέναντι στους καιρούς, για να ακουστεί στα πέραντα του σύμπαντος...
Και διπλό θρήνο να έχει, επειδή οι καιροί δεν απαντούν, στέκοντας απόμακρα, αδιάφοροι για τον κλαυθμό.
Στίχοι, Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνεία: Ψαραντώνης, Χαΐνηδες
(απ' το δίσκο "Αγροκτηνοτροφικά & Μητροπολιτικά")
ποτέ σου μη ζηλέψεις, ακριβέ μου
τη μαύρη μπόρα έχει συντροφιά του
και ταίρι στα φαράγγια τη σκιά του.
Στο άγριο το βλέμμα του, καλέ μου
πουλιά κι αθρώποι φεύγουν, ακριβέ μου
κι έχει τιμή του κυνηγού το χέρι
το ματωμένο του φτερό να φέρει.
Του γερακιού το πέταγμα, καλέ μου
να κάμεις κι ας πονέσω, ακριβέ μου
πουλιά που έχουν μάνα γερακίνα
τση μοίρας δεν ξεφεύγουνε κι εκείνα.
Ε, ρε γλέντια!!!
Πολύ γέλιο! Είχα χρόνια να δω τον αγαπημένο μου παιδικό ήρωα, να τον ακούσω να αμπελοφιλοσοφεί, να δίνει τις δικές του απαντήσεις και να μας γνωρίζει τον κόσμο μέσα από τα υπέροχα μαύρα του μάτια, που του χάρισαν εξάλλου και το όνομά του (καρα+γκιοζ=μαύρα μάτια). Ο θίασος Αθανασίου σε μια υπέροχη παράσταση με τίτλο "Ο Καραγκιόζης και τα αινίγματα της Βεζυροπούλας" προσπαθεί εκτός από αυτά της Βεζυροπούλας, να λύσει και άλλα αινίγματα με τον δικό του ξεχωριστό και απολαυστικότατο τρόπο.
Τα αινίγματα ήταν:
1. Αφαιρείς και μεγαλώνει, προσθέτεις και μικραίνει. Τι είναι;
2. Το νερό το γεννά, ο ήλιος το θρέφει, το νερό το θανατώνει. Τι είναι;
3. Έχει 12 κλωνάρια, 52 κλωναράκια και τα φύλλα του είναι από τη μια μαύρα και από την άλλη άσπρα. Τι είναι;
Ο κύριος αυτός που ακούει στο όνομα Καραγκιόζης ή σε όποιο άλλο όνομα ανά τον κόσμο, την εθνικότητα του οποίου πολλοί την διεκδικούν και καλά κάνουν, καθώς ο Καραγκιόζης δεν είναι ένας, αλλά είναι σύμβολο και ανάλογα με την χρήση του, λαμβάνει και ενσαρκώνει την ιδιαίτερη κάθε φορά μορφή του, είναι για μένα κάτι πολύ ξεχωριστό. Εκτός του ότι η εκδοχή που του έχει προσδώσει η ελληνική σοφία, με πάει χρόνια πίσω, (σε μια εποχή που μόνο έχω ακούσει για αυτήν και φανταστεί από τις περιγραφές των παππούδων και των γιαγιάδων μου, αλλά που τόσο αγαπώ και θα ήθελα να ζω σε αυτήν), ταυτόχρονα για μένα είναι μια δικαίωση. Μια δικαίωση που βρίσκει φωλιά υπό τον τίτλο "η εκδίκηση της γυφτιάς". Ο ήρωας αυτός, χτυπάει το σύστημα (ακούγεται πολύ μαρξιστικό το ξέρω, αλλά έτσι είναι), κάνοντάς μας γνωστό ότι υπάρχουν τρόποι αντίδρασης, ακόμα και μέσα από την εξαντλητική πείνα, την μιζέρια, την αποστεωμένη καθημερινότητα, που πολύ φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια θα ζούμε οι περισσότεροι από εμάς... Ο Καραγκιόζης για μένα είναι σύμβολο: σύμβολο αντίστασης, αξιοπρέπειας, ευθυμίας, μελαγχολικής και συνάμα περιπαιχτικής διάθεσης απέναντι σε ό,τι απειλεί να του ξεριζώσει την ψυχή και να τον συνθλίψει, κάνοντας μαύρη τη ζωή του. Έχει όμως ένα όπλο: τα μαύρα του μάτια. Δεν μπορεί να κάνεις έναν μαυρομάτη να δει τον κόσμο ακόμα πιο μαύρο, έτσι ανατρέπει την εις βάρος του κατάσταση, και η μαυρίλα για τους υπόλοιπους είναι για αυτόν αφορμή για παιχνίδια και αστεϊσμούς.
Ας καλωσορίσουμε λοιπόν τον κύριο Καραγκιόζη στις Αστροβραδιές μας και ας του ευχηθούμε να έχει καλή συνέχεια στο διαστρικό του ταξίδι. Πάντα να εμπνέει.

Υ.Γ.2: Αλλά είναι ώρα να φάμε, να πιούμε και νηστικοί να κοιμηθούμε... διότι αύριο δίνουμε και μάθημα στη σχολή και δεν χρειάζεται να ξεφτιλιστούμε!
Κραυγή από πηγάδι
Αντώνης Μπουντούρης
Στίχοι - Μουσική: Αντώνης Σκαμνάκης
Ερμηνεία: Μαρία Κώτη
(από http://www.youtube.com/watch?v=YANZqiKtiJY)
"...Της λήθης το σκοτάδι
ξεγέλασε τον Άδη
που βγήκε από πηγάδι
και σκέφτηκε στη γη
ν' αλλάξει τ' όνομά του
το χρώμα του θανάτου
να μοιάσει τ' άρωμά του
στου ρόδου την αυγή..."
Συνταγές μαγειρικής
Τελικά όλα τα πράγματα, με την σωστή καθοδήγηση για το πώς να τα προσεγγίσεις, μπορεί να σου προσφέρουν χαρά και απόλαυση. Τίποτα σε αυτον τον κόσμο δεν είναι εύκολο ή δύσκολο από μόνο του, αλλά ίσως είναι σωστότερο να λέμε ότι έχουν εύκολη ή δύσκολη προσέγγιση. Και η προσέγγιση έχει να κάνει με το δικό μας υπόβαθρο, την δική μας διάθεση να ασχοληθούμε με το αντικείμενο, αλλά κυρίως με την καθοδήγηση που μας δίνει κάποιος που έχει ασχοληθεί πριν από εμάς με το άθλημα καθώς επίσης και με τη θέρμη και τον ζήλο που δείχνει ώστε να μας εξηγήσει αυτά που ο ίδιος έχει αντιληφθεί επί του θέματος (αν όντως έχει αντιληφθεί...).
Εδώ που είμαι πιστεύω θα αλλάξω πολύ... Το να μαγειρεύω με κέφι δεν το είχα φανταστεί ποτέ! Για να δω τι άλλο θα κάνω ώστε να επιβεβαιώσω το ρητό: "ανάγκα και θεοί πείθονται"!
Χαΐνηδες
Χτες ήταν μια όμορφη βραδιά, παρέα με τους Χαΐνηδες, που με φόντο το κάστρο της Μυτιλήνης, μας ταξίδεψαν για μια ακόμη φορά σε μονοπάτια που λίγοι βαδί-ζουν. Νοιώθεις όταν ακούς την μουσική τους, ότι τίποτα δεν τελείωσε ακόμα, ότι κάποιοι αντιστέκονται και παλεύουν με του σύμπαντος τις μυστικές δυνάμεις. Και αυτή η μουσική! Τι ανακάλυψη (προσοχή:όχι εφεύρεση) του ανθρώπου! Τι όπλο, τι γαλήνειο μεταφορικό μέσο για τα ταξίδια του μυαλού...
Εις υγείαν και πάντα να ανταμώνουμε ωρέ παίδες! Εξάλλου η επικοινωνία δεν πρέπει να είναι για χόρταση αλλά για μεζεκλίκι, όπως είπε και ο Αποστολάκης!
Και εκείνο το μαντολινάκι, πώς κελαηδούσε ανέμελο, διαμαντένιο, δροσερεύοντας της καρδιάς την πύρα...
"Ο Ακροβάτης" - Χαΐνηδες
http://www.youtube.com/watch?v=bH6T1wzxqgc