Διαμαρτ(υρ)ίες


Ώρα περίπου 02.00 μετά τα μεσάνυχτα. Γυρίζω από μια καθιστική διαμαρτυρία (θα μπορούσε να θεωρηθει σχεδόν αντιστασιακή πράξη) της εδώ τοπικής κοινωνίας της Μυτιλήνης. Η διαμαρτυρία είχε απαρτία. Ήταν σχεδόν όλοι εκεί. Είχε και παλμό, ρυθμό, ένταση. Και το φως λιγοστό, να βγαίνει από λιγοστά κεράκια, σαν από πένθος!

Καθισμένοι στους δερμάτινους καναπέδες των ξενυχτάδικων, στα σκαμπουδάκια των μπαρ, στις καρέκλες των καφέ, στις 1000άρες μηχανές τους, όλοι απόψε διαμαρτύρονταν. Καιρός (καλός) ήταν! Έκαναν την επανάστασή τους, βρε (ωχ)αδερφέ!

Λίγο πριν μπω σπίτι, 15 μέτρα από την πόρτα μου, τρεις άνθρωποι έκαναν κυριολεκτικά επίθεση σε δυο μεγάλους κάδους σκουπιδιών. Ό,τι θεωρούσαν ότι θα τους φανεί χρήσιμο το έπαιρναν. Έκαναν την δική τους επανάσταση. Αρχικά σκέφτηκα ότι θα ήταν τσιγγάνοι. Σταμάτησα απέναντί τους, άκουσα τη γλώσσα τους: ήταν Έλληνες. Προχώρησα. Έφτασα στο σπίτι. Έκλεισα την πόρτα και την κλείδωσα. Αναρωτήθηκα: πού θα βγει όλο αυτό; Σίγουρα είναι θέμα χρόνου να αρχίσουμε τις δολοφονίες για ένα πιάτο φαΐ, να αρχίσουμε τα πλιάτσικα, να επιστρέψουμε στον αρχέγονο -σχεδόν φυσικό- νόμο: "οφθαλμός αντί οφθαλμού"...

Κύριοι, πώς φτάσαμε ως εδώ; Πόσος παραλογισμός;

Κύριοι, πώς φεύγουμε από εδώ; Πόσος ξεπεσμός;

Κύριοι, πουλήσαμε, καθώς φαίνεται, όλο το αρχαίο πνεύμα. Δεν κρατήσαμε τίποτα. Όλα στη μαύρη αγορά. Όλα τα μεγάλα νοήματα-επιτεύγματα των παλαιότερων τα κ(λ)άψαμε στο βωμό της καγκελωτής βλεφαρίδας, της ατσαλάκωτης φούστας, της κορδωτής πούτσας. Όλα στην κοινωνία μας είναι εικόνα. Μόνο που η εικόνα ξεφτίζει στην πρώτη μπόρα, γιατί είναι σοβατισμένη από φτηνό υλικό.

Και αν με ρωτήσετε τι έκανα εγώ και πού ήμουν απόψε, θα σας έλεγα: ναι, ήμουν και εγώ εκεί, στα πλαίσια συμμετοχικής παρατήρησης.

Καλή σας νύχτα. Καλή συμμετοχική παρατήρηση στα όνειρά σας!