Σου θρυμματίζω σύντροφο αγιασμένο

 

Ωραίο πράγμα να μαθαίνεις.

Ωραιότερο, να το μοιράζεσαι.


Πονά να αναμένεις.

Πιο πολύ πονά να μην το μοιράζεσαι.

Μα πλιότερο, πονά να μαθαίνεις

ότι δεν πρόκειται να το μοιραστείς ποτέ.





Σε μια νεκρή 

Τ’ αχείλι μου κι αν θέλει να πει κάτι,
μα πλιότερο από σε είναι παγωμένο και,
μέσα μου τι ορθώνεται, το μάτι,
που μπόρειε να μαντέψει, είναι κλεισμένο.

Και στου λευκού μετώπου σου τα πλάτη
το αίμα μου αντί λάδι βουβός ραίνω
και την καρδιά στο ανθόσκεπο κρεβάτι
σου θρυμματίζω σύντροφο αγιασμένο.

Και νέας νυχτιάς εσύ λαμπρό φεγγάρι, 
ω! κάτι δε θα δεις, —γλυκά κοιμήσου!—
που θλιβερά θε ναν το ιδεί ένα φκιάρι

κι ενώ πλια δε θωρώ το αγνό κορμί σου,
ακούγω της καμπάνας ήχο θείο
και γίνουμαι —ω— ακόμα πλιο θηρίο!

(Κώστας Βάρναλης, συλλογή ΙΡΙΣ)