Μερικές φορές... άλλο Λωζάνη και άλλο Κοζάνη!

 

Συνέχεια λόγου για τον Ιωάννη Καποδίστρια... 


"[...] ο τσάρος Αλέξανδρος, εντυπωσιασμένος από τη διπλωματική βιρτουοζιτέ του Καποδίστρια στον πατριωτικό πόλεμο, στον στέλνει στην Ελβετία τον Νοέμβριο του 1813 με μια πολύ ιδιόμορφη αποστολή: τώρα που ο Ναπολέων έχει πάρει τον κατήγορο, είναι ευκαιρία να απομακρύνει τους κατακερματισμένους Ελβετούς οριστικά από τη γαλλική επιρροή και να τους βοηθήσει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, ζητάει από τον Καποδίστρια να γίνει η Ελβετία ένα κράτος ουδέτερο στην καρδιά της Ευρώπης. Σημειωτέον ότι ο Ναπολέοντας είχε εισβάλει εκεί και είχε δημιουργήσει χαοτική ατμόσφαιρα μεταξύ των καντονίων για περισσότερα από δέκα χρόνια. 

Όταν φτάνει στο ελβετικό έδαφος ο Καποδίστριας, η χώρα είναι πια στο χείλος του εμφυλίου και ο ίδιος δεν έχει ιδέα περί των πολύπλοκων προβλημάτων και των ιδιαιτεροτήτων της. Το είχε παραδεχτεί στον τσάρο ανοιχτά: <<Την Ελβετία, Μεγαλειότατε, τη γνωρίζω μονάχα από τα βιβλία, τα οποία παρέχουν πενιχρή βοήθεια προκειμένου για τόσο σοβαρές διαπραγματεύσιες με ανθρώπους με τους οποίους δεν είχα ποτέ καμία σχέση. Δεν ομιλώ τη γερμανική και τούτο είναι ένα δεύτερο εμόδιο>>. Βέβαια, ο Καποδίστριας είχε αποδείξει ότι μάθαινε γρήγορα. Διαπίστωσε  λοιπόν αμέσως ότι τα πλούσια καντόνια της Ζυρίχης, της Λοζάννης, της Γενεύης, της Βέρνης δεν ήθελαν να ενωθούν με τα φτωχά ιταλόφωνα. Ήταν μια άσκηση επί ξυρού ακμής, αλλά μόλις έναν χρόνο μετά η αποστολή του Ιωάννη είχε ήδη τελειώσει με επιτυχία. Ο ικανότατος Κερκυραίος κατάφερε με τη διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις ό,τι ο Ναπολέοντας προσπαθούσε να καταφέρει με τη βία. Ο ίδιος πρότεινε τον βασικό σχεδιασμό του ελβετικού πολιτειακού συστήματος με αυτόνομα καντόνια, που όλα μαζί θα συναποτελούσαν την ελβετική ομοσπονδία. Το ομοσπονδιακό κράτος αλλά και κάθε καντόνι χωριστά θα είχε πια σύνταγμα και ίσα δικαιώματα με όλα τα άλλα. Έτσι, με την καθοριστική συμβολή του Κερκυραίου διπλωμάτη, μπήκαν οι βάσεις ώστε αυτή η ταραγμένη χώρα να εξελιχτεί στο μέλλον στην ουδέτερη και πλούσια Ελβετία που ξέρουμε. 

Παράπλευρη επιτυχία του Καποδίστρια ήταν ότι κατάφερε επίσης να περιορίσει την επιρροή του Αυστρίας στην Ελβετία - ένας ακόμη λόγος που ο Μέττερνιχ τον έβαλε στη μαύρη λίστα, ενώ ο τσάρος τον τοποθέτησε τρίτο στην ιεραρχία του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας και τον παρασημοφόρησε. Αλλά δεν ήταν μόνον επαγγελματικά τα οφέλη του. Ο Καποδίστριας, στον ένα περίπου χρόνο της διαμονής του εκεί, κατάφερε να εκτιμηθεί και να αγαπηθεί τόσο, που τον ανακύρηξαν επίτιμο δημότη στο καντόνιο της Γενεύης και του Βοντ, έναν τίτλο που ελάχιστοι έλαβαν στην ιστορία του κράτους. Του έδωσαν κι ένα χρυσό ρολόι με αφιέρωση: <<Τω τον χρόνον καλώς δικοικούντι οι τον χρόνον καλώς μετρούντες>>, από αυτούς που μετρούν σωστά το χρόνο σ' αυτόν που τον διαχειρίζεται σωστά. Απέκτησε επίσης καλούς προσωπικούς φίλους, με πρώτο και καλύτερο τον τραπεζίτη Εϋνάρδο. Δεν φανταζόταν βέβαια ότι θα χρειαζόταν τη βοήθειά τους τόσο σύντομα."


(απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο της Λένας Διβάνη, καθηγήτριας Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών "Το πικρό ποτήρι - Ο Καποδίστριας, η Ρωξάντρα και η Ελλάδα", εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020, σελ. 70-72, χωρίς άδεια αναδημοσίευσης)


Να σημειωθεί ότι ο Εϋνάρδος είναι αυτός που θα στηρίξει οικονομικά τον Καποδίστρια στην περίοδο της Διακυβέρνησής του, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις αρνούνταν να χορηγήσουν το περιβόητο δάνειο των 60 εκατ. φράγκων που ίσως τότε να άλλαζε το ρου του νεοσύστατου ελληνικού κράτους... Άρα, για μια φορά ακόμα, η προσωπική φιλία και ο σεβασμός των φίλων του Καποδίστρια απέναντι στο πνεύμα και το ήθος του, λειτούργησαν καταλυτικά ώστε να συμβούν κάποια γεγονότα. Ειδαλλιώς...


Θα μου πείτε βέβαια, τι μας νιάζει εμάς τί έγινε τότε στην Ελβετία. Θα σας απαντήσω:

Μας νιάζει πρώτον, διότι η τότε Ελβετία ήταν στα γεννοφάσκια της όπως περίπου και η Ελλάδα, και μάλιστα σε μια κατάσταση σχεδόν εμφυλική. Συνεπώς, σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο Καποδίστριας έδειξε την πολιτική του υπόσταση και διάθεση για πραγματική συγκρότηση ενός νέου κράτους. Τι λέτε να ήθελε λοιπόν, για ένα κράτος όπως η Ελλάδα, που ετύγχανε να είναι η δική του πατρίδα;


Μας νιάζει δεύτερον, διότι αν κατάφερε δεξιοτεχνικά μέσα σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς να γνωρίζει γλώσσα, πρόσωπα και καταστάσεις, να θέσει τις στέρες βάσεις ενός σοβαρού κράτους, φανταστείτε τις δυνατότητες που θα είχε όταν θα πήγαινε να πράξει κάτι παρόμοιο... εντός έδρας, στην ίδια του τη χώρα! Και το απέδειξε. Αν δείτε τι έκανε τα ελάχιστα χρόνια της διακυβέρνησής του, θα πρέπει να σκύψετε το κεφάλι και να αναλογιστείτε λίγο ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος...


Μας νιάζει τρίτον, διότι ένας Γκαίτε, είχε πει μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε από Έλληνες, ότι δεν θέλει πια να ξανακούσει τίποτα για τους Έλληνες... τέτοια σιχαμάρα...


Και αν δεν μας νιάζει τι έλεγε και έκανε ο Γκαίτε, ας ακούσουμε τι έλεγε ο δικός μας, ο Οδυσσέας Ελύτης που τυχαία έπεσε σήμερα μπροστά στα μάτια μου...:


"Την αφορμή για να γράψω το ποίημά μου ''Άξιον Εστί'', την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με ΄51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος - δεν είχαν αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι, τη μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήταν κυριολεκτικά μες στα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου, ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε τον δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες, περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενιές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το άτομό μου και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωσα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά μας! Και τι μετρημένα δεινά μπροστά στα ατελείωτα δικά μας. Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι, που δε μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σοφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: ''Εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!'' Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: ''Α, κι εσείς, ε;'' Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη ενός χάρτη απίθανου. Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά - σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη, ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας. Αυτό ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί'."


Πού θέλω να καταλήξω: δυο χώρες που ξεκινούν από το μηδέν στην ιστορία τους, τυγχάνει να ξεκινούν και οι δυο από τη συλλαβή Ελ- και τυγχάνει να τους καθοδηγεί ο ίδιος άνθρωπος, ο Καποδίστριας. Και η Ελβετία είχε καντόνια και διαφορετικές φατρίες που σίγουρα ήθελαν να προστατεύσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Δεν βγήκε καμία όμως να σκοτώσει τον Καποδίστρια, παρά αντιλήφθηκαν την επενδυτική του προσφορά σε μια προοπτική κοινού αξιοκρατικού ομόσπονδου κράτους, κοινής πορείας και αξιοκρατίας. Και ο χρόνος, αυτός που μετράται από τους Ελβετούς επακριβέστερα από κάθε άλλο λαό, δικαίωσε τους ίδιους και μαζί τον Καποδίστρια. Από την άλλη, στην Ελλάδα, οι φατρίες, με πρωτοστατούντες τα παλικάρια της φακής... ε, συγνώμη, της Μάνης ήθελα να πω, σεβόμενοι τα παντελόνια-φουστανέλες που φορούσαν, έκριναν καλύτερο να σκοτώσουν τον Καποδίστρια γιατί απειλούσε τα προσωπικά τους συμφέροντα, δίνοντας πλέον ευκαιρία ανάπτυξης ενός αναξιοκρατικού παράσπονδου κράτους.


Αυτή η διχαστική μας ιστορική συμπεριφορά είναι που θέλω να κατακρίνω. Αυτή η άρνηση της αριστείας αντί ο σεβασμός προς τον καλύτερο από εμάς και η στήριξη της αξιοκρατίας... Δεν ξέρω αν είναι γονιδιακό το στοιχείο αυτό (να σας πω την αλήθεια δεν πιστεύω σε τέτοιες ρατσιστικές μπούρδες του τύπου, εμείς οι Έλληνες είμαστε έτσι ή αλλιώς ή αλλιώτικα και πασαλιμανιώτικα κλπ κλπ) ή απλά είναι ιστορικές συγκυρίες και μαθημένες συμπεριφορές τόσο βαθιά χαραγμένες μεσα μας (400 χρόνια τουρικάς είναι αυτά, κάτι αφήσανε... σε αντίθεση με τους Ελβετούς που δεν βάφτηκαν από τη σκλαβιά και τα καθεστώτα της Ανατολής). Όπως και να έχει το πράγμα, το ερώτημα είναι άλλο: γιατί δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από τούτη την παλιοκατάσταση; Τι μας κρατά δέσμιους σε συμπεριφορές ανίκητες;


Κλείνοντας, ξέρω ότι συγκρίνοντας Ελβετία και Ελλάδα, υπό το ιστορικό πρίσμα της δράσης του Καποδίστρια, υπεραπλουστεύω τα πράγματα και ίσως διολισθαίνω σε συμπεράσματα μη συγκρίσιμων μεγεθών. Σίγουρα άλλη η μια χώρα, άλλη η άλλη. Αυτό όμως που δεν διέφερε και πολύ εκείνη την εποχή, ήταν η μοναδική ευκαιρία που δόθηκε στα δυο εκείνα ανερχόμενα κράτη για να πάρουν το δρόμο τους. Η μια χώρα, την άρπαξε και πλέον 200 χρόνια μετά βρίσκεται στα ύψη. Η άλλη, την πέταξε και βρίσκεται στα τάρταρα. 


Ο Δημαράς ερωτηθείς τί θα είχε γίνει η Ελλάδα "αν δεν είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας" είχε απαντήσει εύστροφα: "Η Ιστορία δεν γράφεται με το Αν". Γράφεται όμως το μέλλον μας αγαπητοί μου καθώς και η πορεία μας από εδώ και στο εξής. 

"Αν" αναλογιστούμε την Ιστορία μας

"Αν" μάθουμε από τα λάθη μας

"Αν" μιλήσουμε την ίδια γλώσσα

"Αν" αντικρύσουμε το ίδιο μέλλον

"Αν" σεβαστούμε το ίδιο παρελθόν... 

μέχρι το "Αν όλα τα παιδιά της Γης πιάναν γερά τα χέρια..."

και μέχρι το "Αν" του Κίπλιγκ


έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να βαδίσουμε, πρώτα μέσα μας και ύστερα απόξω μας...


Ίσως, πρώτο βήμα όμως είναι να παραδεχτούμε ότι μερικές φορές... άλλο Λωζάνη και άλλο Κοζάνη!