Ακούγεται χλιμίντρισμα και του μυαλό του φεύγει...


Δυο φορές μου έχει τύχει να βρει διέξοδο από μέσα μου, ΑΥΤΟ που πραγματικά νιώθω για το μεγαλείο της μουσικής και ειδικά της παραδοσιακής...

Η πρώτη, η μαγευτικά καθηλωτική, ήταν όταν ήμουν στην τοποθεσία Χάρος, στο βουνό Γράμμος (αν δεν έχει πάει κανείς, δεν μπορεί να καταλάβει για τί σκηνικό μιλάμε). Εκεί, ένα παλικάρι δίπλα μου που ήρθε να α-ποτίσει φόρο τιμής στο μνημείο του Δημοκρατικού Στρατού και στους Σταυραετούς που κείτονται, βλασταίνουν και αγναντεύουν από εκεί ψηλά το Χάρο, έβγαλε μια φλογέρα και έπαιξε για να τον ακούσουν τα βουνά ολόγυρα. Τότες, μαγικά και μονομιάς, ενώθηκαν όλα: μελωδίες, θρόισμα φύλων, τιτίβισμα πουλιών, τρεχούμενα νερά από πάγους που λιώναν, στάλες από τρεχούμενο αίμα λαβωμένων, μελισσολόι σκόνης και μυρμηγκιάσματα του υπεδάφους, βουνά, ποτάμια, αέρας, χώμα, σκέψεις και πάλι χώμα... Όλα γίναν ΕΝΑ, με τη μελωδία της φλογέρας, να λειτουργεί σαν τους αρμούς του συνόλου όλων αυτών των διαφορετικών συστατικών του σύμπαντος. Και το σύμπαν, χόρευε ολόρθιο!


Η δεύτερη, η σαγηνευτικά ξεσηκωτική, είναι αυτή:



"Η ουρά του αλόγου"
Στίχοι, Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης





"Ο καβαλάρης τ' άλογο το 'χε μες στην καρδιά του. Που να 'βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του. Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι, στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι. Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο, κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ' τον ίσκιο. Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω, αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες. «Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις; Ας δώσουμε όρκο. Με καιρούς θα σ' εύρω ή θα μ' εύρεις». Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει, καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει. Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ' αφήσαν. Περνούσε κι ένας μάστορας που 'μαθε στην Κρεμόνα να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια. Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια, την πήρε κι έφτιαξε μ' αυτή δοξάρια ένα κι ένα. Δυο μήνες έκανε ο νιος ν' ανοίξει παραθύρι την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι. Εκεί 'ταν λαουτιέρηδες που θέλαν' παρακάλια ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια. «Γεια και χαρά στου βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω. Θέλω ν' ακούσω απ' τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω». Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι, ταιριάζει στο σαγόνι του, τ' όργανο με καμάρι, και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω, τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο. Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει..."


Αδημονώ για την τρίτη φορά, ώστε να μου τριτώσει το κακό...