Η διάβαση 1



Η τελετουργίες της διάβασης, ή πιο γνωστές ως διαβατήριες τελετουργίες, είναι μια ολόκληρη υπόθεση στους κόλπους της ανθρωπολογίας και μια ολόκληρη πρακτική στους κόλπους της καθημερινότητας των ανθρώπων, όλων των εποχών, όλων των περιοχών. 

Μια τέτοια τελετουργία διάβασης με έχει απασχολήσει σημαντικά από όταν πρωτοπήγα στην Αθήνα, και δεν είναι άλλη από την τελετουργία της μη διάβασης… 

Αναφέρομαι φυσικά σε εκείνη την αίσθηση που λαμβάνω από θέση κινούμενου οχήματος (είτε ως οδηγός είτε ως επιβάτης στο λεωφορείον ο Πόθος), 



όταν αντικρίζω πεζούς να στέκονται στην μια άκρη οδικής διάβασης και ενώ έχουν προτεραιότητα, να μην περνούν απέναντι έως ότου κάποιο όχημα φιλοτιμηθεί να σταματήσει ή έως ότου η κίνηση κόψει από μόνη της… Όσο και αν σας φαίνεται ασήμαντη και καθημερινή αυτή η σκηνή, για μένα έχει βαθειά πολιτική σημασία, και για αυτό την συγκαταλέγω στις διαβατήριες τελετουργίες των ανθρώπων-πολιτών. 

Εξηγούμαι. Κάποιος που έχει δικαίωμα να περάσει μια διάβαση και δεν περνά, φταίει κάτι από τα δυο: ή δεν ξέρει το δικαίωμά του, ή είναι αποβλακωμένος. Νομίζω, στην περίπτωση των Ελλήνων ισχύουν και τα δυο ταυτόχρονα. Κάποιος που δεν μπορεί να περάσει απέναντι, δεν μπορεί να πάρει στα χέρια του (ή και στα πόδια του) την δική του κίνηση, κοινώς την δική του αυτοκίνηση. Συνεπώς, υπο-κινείται από άλλους και πιθανότατα και για άλλους. Κάποιος που δεν περνά απέναντι, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία για τη δική του τη ζωή, για τα δικά του τα δικαιώματα, για τη δική του την ύπαρξη. Κάποιος που δεν περνά απέναντι, στέκεται παράμερα και περιμένει τους άλλους να τον πάρουν από το χεράκι και να του δώσουν προτεραιότητα. Κάποιος που νομικά, συνταγματικά και στην τελική, δικαιωματικά, κατέχει προτεραιότητα και δεν τη χρησιμοποιεί, υποσκάπτει την εύρυθμη λειτουργία πρώτα του εαυτού του και εν συνεχεία του συνανθρώπου του. Διότι, αν ούτε ο πρώτος δεν περνά τη διάβαση, και ο δεύτερος δεν το τολμά, αλλά ούτε και ο τρίτος προσπαθεί, τότε και ο τέταρτος σταματά, ο πέμπτος κοντοστέκεται και ο έκτος πια ούτε που το σκέφτεται… Και έτσι γίνεται μια ωραία συνήθεια να αφήνεις τους άλλους να τρέχουν σε έναν δρόμο που σου ανήκει. Και το χειρότερο; Τρέχουν προς μια κατεύθυνση εντελώς διαφορετική από τη δική σου και σε συμπαρασέρνουν. Πιο απλά, στη δική σου την πορεία, περνάει σα σίφουνας ο άλλος και σου την παρασέρνει και σου κλέβει τα πάντα, και δεν φτάνει μόνο αυτό, καθώς δεν σου μένει ούτε καν η απορία γιατί να συμβαίνει αυτό. 

Κάπως έτσι, νομίζω ότι είναι ολόκληρη η ζωή μας στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια. Κανείς δεν μιλά για το στραβό, κανείς δεν διεκδικεί το δικαίωμα, κανείς δεν δείχνει το αυταπόδεικτο, κανείς δεν προσπαθεί για το προφανές. Όλοι συνεπώς, μέσα στην πόλη, παραμένουμε χαμένοι στο αχανές… και με βλέμμα απλανές… 

Και όταν αναφέρω λοιπόν, την τελετουργία της μη διάβασης, η οποία ξαναλέω, αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία των τελετουργιών διάβασης, το τονίζω: κάποιοι έχουν οργανώσει αυτό το σκηνικό και κάποιοι άλλοι (οι καθημερινοί πρωταγωνιστές-μαριονέττες) συμμετέχουν-συμμετέχουμε εν αγνοία σε αυτό. Είναι ολόκληρη σχολή που δημιουργεί αυτήν την καθημερινότητα, είναι ολόκληρη επιστήμη που κατασκευάζει τα καθημερινά δράματα τόσων αμέριμνων συνανθρώπων μας. 



Λέγεται πολιτική, και μάλιστα κακή πολιτική, που παίζει θέατρο με τις ζωές μας. Δεν είναι όμως μόνο αυτή που ευθύνεται, καθώς το μεγάλο μου ερώτημα είναι γιατί ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να ξεφύγει από το προδιαγεγραμμένο πλαίσιο σκηνικής παρουσίας; Γιατί κάποιος δεν μπορεί να ξεφύγει από τα πλαίσια που του επιβάλλουν; 

Θυμάμαι κάποτε στην οδό Πανεπιστημίου, (που πήρε το όνομά της για να μας θυμίζει την αξία του να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να γνωρίζεις όχι μία, αλλά πολλές αν όχι όλες τις επιστήμες, υπονοώντας ότι δεν είναι η εξειδίκευση που σώζει το πνεύμα, αλλά η γενίκευση και το άνοιγμα σε πολλούς ορίζοντες και σε πολλά πεδία δράσης), 



εκεί μεταξύ Εθνικής Βιβλιοθήκης και Στοάς Πεσμαζόγλου, περίμενα το φανάρι. Άναψε πράσινο για τους πεζούς και ξεκινώ να διασχίσω τον απέραντο δρόμο. Κάπου στη μέση είχε σταματήσει πάνω ακριβώς στη διάβαση, ένας ταρίφας, (πιθανόν ονόματι Μανώλης τραμπαρίφας…). Τα παίρνω κρανίο, και συνεχίζω σαν μαινόμενος ταύρος την αρχική μου πορεία που σε λίγα μέτρα διέκοπτε ο τύπος με τα κίτρινα (που δεν έμαθα ποτέ τελικά ποιον αγαπά καλύτερα). Και μόλις φτάνω εμπρός του, πατάω μια στην μπροστινή του ρόδα, δυο πάνω στο καπό και τρεις συνεχίζω αμέριμνος την πορεία μου, έχοντας περάσει πάνω από το ταξί, απλά ακολουθώντας την αρχική μου προδιαγεγραμμένη πορεία μου… Ο τυπάς, περιττό να σας πω ότι βγήκε έξω στολίζοντάς με, με ποικίλα κοσμητικά επίθετα εφαρμόζοντας τη δέουσα συμπεριφορά της επίθεσης στους ελληνικούς δρόμους που τόσο πολύ έχει αλωνίσει, αλλά εγώ αδιαφόρησα και προχώρησα ρίχνοντάς του μόνο μια παγερή ματιά… 

Το να περάσεις λοιπόν, απέναντι, στην άλλη όχθη και στην άλλη λογική, θέλει κότσια. Θέλει αφύπνιση, από τα μικρά και καθημερινά. Και σιγά σιγά, μετά τα μικρά θα ακολουθήσουν και τα μεγάλα…



Υ.Γ.: Οι φωτό είναι από μια πρόσφατή μου ταχύτατη διάβαση από την πρωτεύουσα...