Πώς γεννήθηκε η ανθρώπινη κοινωνία;


Μιας και γίνεται τόσος ντόρος (τουλάχιστον στο μυαλό μου...) για το τι θα κάνουν τόσες κοινωνίες μεταξύ τους, αν θα τα καταφέρουν να παραμείνουν ή όχι, ενωμένες στους σχηματισμούς που ήδη έχουν δημιουργήσει (βλέπε Ευρωπαϊκή Ένωση,  Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής, Οργανισμός Ενωμένων Εθνών), αναρωτιέμαι τί είναι αυτό τελικά που πρωτο-ένωσε τους πρωτο-ανθρώπους σε πρωτο-κοινωνίες! 

Για καλή μου τύχη (δική μου, αλλά και του ερωτήματος), έτυχε στα χέρια μου αυτές τις μέρες να έχω τις σκέψεις ενός σημαντικού καθηγητή του τμήματός μου στο Παν/μιο Αιγαίου (και μέσω αυτού τις σκέψεις άλλων σημαντικών μορφών της Ιστορίας της Πολιτικής Φιλοσοφίας), του κυρίου Β.Ι. Αναστασιάδη. Σας τις μεταφέρω, με μοναδικό σχόλιο το εξής: ειλικρινά, δεν ξέρω, αν η δική μας ανθρώπινη κοινωνία (και κατ' επέκταση, η δική μας ανθρώπινη επικοινωνία) έχει να προσθέσει κάτι που να μπορούσε να σταθεί αυτοτελώς στο πλάι εκείνης της Φιλοσοφίας, την οποία δημιούργησαν όλοι αυτοί οι μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι, κάποτε, με μοναδικά εργαλεία τις πέντε τους αισθήσεις και την αεικίνητη σκέψη τους... (Χμ... μια πρόχειρη απάντηση είναι οι π...τσες Σόιμπλε!)



"Ανθρωπολογία, ή: Πώς γεννήθηκε η ανθρώπινη κοινωνία;" 

Είναι σε όλους μας γνωστός ο χαρακτηρισμός του ανθρώπου ως ‘πολιτικού ζώου’, δηλ. έμβιου όντος προορισμένου να ζήσει σε οργανωμένες πολιτικές κοινωνίες. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη και στηρίζεται σε μια αλυσίδα συλλογισμών που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζήσει σε πολιτικές κοινωνίες, πρόκειται δηλ. για κάτι αποτυπωμένο στο βαθύτερο αίτιο της ύπαρξής του (πολλοί θεωρούν ότι αυτό αφορά στο ένστικτο, δεν πρόκειται όμως για ακριβώς το ίδιο πράγμα). Εάν υιοθετήσουμε αυτή την άποψη, άποψη θεμελιωμένη στην αριστοτελική τελεολογία, δηλ. την αναζήτηση του λόγου ύπαρξης των πραγμάτων μέσα στον κόσμο, τότε η διαδικασία της αρχέγονης συγκρότησης των κοινωνιών είναι ευεξήγητη. Οι άνθρωποι με έναν αυτόματο τρόπο συνενώθηκαν και απλώς ακολούθησαν τις επιταγές του προορισμού τους, όπως ακριβώς κάθε έμβιο ον οδηγείται από την ίδια τη φύση στην εκπλήρωση του λόγου για τον οποίο υπάρχει: επιβιώνει, ενηλικιώνεται, διαιωνίζεται, εντάσσεται σε αγέλες, υπερασπίζεται τον χώρο του κ.ο.κ. Εάν, λοιπόν, οι άνθρωποι εκτρέπονταν από αυτές τις επιταγές, τότε είτε θα περιέπιπταν σε μια θηριώδη κατάσταση είτε θα διεκδικούσαν την αυτάρκεια των θεών, καταστάσεις που και οι δύο είναι ολοφάνερα εξίσου ενάντιες στη φύση. 

Ωστόσο, αυτή η άποψη - μολονότι εξαιρετικά διαδεδομένη, και σχεδόν μονοπωλιακά εγκαθιδρυμένη στην εγκύκλια παιδεία μας - δεν είναι αδιαφιλονίκητη. Κάθε άλλο, μάλιστα. 

Διαβάστε τις παραγράφους 8 και 14 του Α΄ βιβλίου του Διοδώρου Σικελιώτη

Παράγραφος 8: 
[Αυτή είναι η παράδοση που έχουμε για την πρώτη αρχή της γένεσης των πάντων. Για τους πρώτους όμως ανθρώπους που δημιουργήθηκαν λένε πως στην αρχή ζούσαν άτακτο και θηριώδη βίο κι έβγαιναν σκόρπιοι στις βοσκές κι έτρωγαν απ' τα φυτά τα τρυφερά κι από τα δέντρα τους καρπούς τους άγριους. Καθώς τους πολεμούσαν τα άγρια θηρία, έμαθαν να βοηθούν ο ένας τον άλλον διδασκόμενοι από το συμφέρον τους και, καθώς συγκεντρώνονταν όλοι μαζί από τον φόβο τους, έφτασαν σιγά σιγά ν' αναγνωρίζουν τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά. Ενώ οι φθόγγοι της φωνής τους, που ήταν αρχικά ακατάληπτοι και άναρθροι, άρχισαν σταδιακά να διαρθρώνουν λέξεις και, θέτοντας από κοινού σύμβολα για κάθε πράγμα που βρισκόταν γύρω τους, έμαθαν τη σημασία που είχε κάθε σύμβολο. Επειδή όμως τέτοια συστήματα συμβόλων δημιουργήθηκαν σ' όλη την οικουμένη, δεν μιλούσαν όλοι την ίδια γλώσσα, καθόσον η κάθε ομάδα οργάνωσε τις λέξεις της γλώσσας της, όπως τύχαινε- κι αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει κάθε είδους γλώσσα, καθώς επίσης από αυτές τις πρώτες ομάδες που δημιουργήθηκαν κατάγονται όλα τα έθνη. Οι πρώτοι, λοιπόν, άνθρωποι ζούσαν πολύ δύσκολα, μιας και δεν είχε εφευρεθεί τίποτε από αυτά που κάνουν τη ζωή εύκολη- δεν φορούσαν ρούχα, δεν ήξεραν από κατοικία και φωτιά και δεν είχαν ιδέα από τροφές που προέρχονται από καλλιέργεια. Καθώς αγνοούσαν ακόμη και τη συγκομιδή των άγριων καρπών, δεν υπήρχε πρόνοια για την αποθήκευση τροφής για τις δύσκολες εποχές. Γι' αυτό και πολλοί πέθαιναν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τόσο από το κρύο οσο και από την έλλειψη τροφίμων. Σιγά σιγά όμως διδάχτηκαν από την πείρα τους και με τον καιρό άρχισαν να καταφεύγουν τον χειμώνα στα σπήλαια και να αποθηκεύουν τους καρπούς που ήταν δυνατό να φυλαχτούν. Όταν έμαθαν τη φωτιά και τα υπόλοιπα χρήσιμα πράγματα της ζωής, ανακάλυψαν σταδιακά και τις τέχνες κι ό,τι άλλο μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνική ζωή. Γενικά πάντως ήταν η ίδια η ανάγκη που έγινε δάσκαλος των ανθρώπων, οδηγώντας με τον δικό της τρόπο στη μάθηση ένα πλάσμα ευφυές που είχε βοηθούς για τα πάντα τα χέρια, τον λόγο και την οξύνοια.] 

Παράγραφος 14: 
[Ο Όσιρις πρώτος σταμάτησε τον κανιβαλισμό στους ανθρώπους, διότι, αφού βρήκε η Ίσις τον καρπό του σιταριού και του κριθαριού, που φύτρωνε τυχαία ανάμεσα στα υπόλοιπα φυτά της χώρας, αλλά τον αγνοούσαν οι άνθρωποι, ο Όσιρις επινόησε την καλλιέργεια τούτων των καρπών κι έτσι οι άνθρωποι άλλαξαν ευχαρίστως την τροφή τους, τόσο επειδή η νέα τροφή ήταν ευχάριστη, όσο κι επειδή φαινόταν συμφέρον να πάψουν να τρώνε ο ένας τον άλλον.]

Το πρώτο από αυτά τα κείμενα εμπίπτει στην αρχαιοελληνική ανθρωπολογία, δηλ. την έρευνα της πολιτισμικής ποικιλίας και την εξελικτική έρευνα του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτές οι αναζητήσεις εγκαινιάστηκαν στο πλαίσιο της ιωνικής φιλοσοφίας, κυρίως στη Μίλητο, και κατόπιν δεν άφησαν αδιάφορο κανέναν από τους έλληνες στοχαστές. Ο Δημόκριτος είναι ένας από αυτούς, και χωρίς αμφιβολία όσα ανιστορεί εδώ ο Διόδωρος προέρχονται με έμμεσο τρόπο από το έργο του Αβδηρίτη.

Δεν θα βρείτε στην ανθρωπολογία του Δημοκρίτου ούτε ίχνος προορισμού, ενστίκτου ή ασύνειδης ‘φυσικής’ εξέλιξης. Tα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι κίνδυνοι του περιβάλλοντος και τα απειλητικά θηρία είναι εκείνα που ώθησαν τους ανθρώπους να συνενωθούν, μόνο και μόνο για να προστατευθούν. Το εγχείρημα πέτυχε και ο δεσμός τους στερεώθηκε. Η κοινωνικότητα - και βέβαια το υπέρτατο εργαλείο της, δηλ. η γλώσσα - δεν ανάβλυσε ως ένα δήθεν φυσικό χάρισμα, αλλά προέκυψε μέσα από την καθημερινή τριβή, τη δοκιμή, την πλάνη και την επανάληψη. Γνώμονας σε όλα υψώνεται εδώ η ανάγκη, η χρεία, και όχι ο φυσικός προορισμός. Με αυτόν τον τρόπο, ο Δημόκριτος παραχωρεί σημαντικό περιθώριο στη δικαιοδοσία της ανθρώπινης επιλογής και απόφασης, με άλλα λόγια ενσωματώνει στη δική του εξήγηση κάποιο ποσοστό ανθρώπινης, υποκειμενικής, υπαιτιότητας: οι άνθρωποι, έστω και κάτω από την πίεση της ανάγκης, επέλεξαν να ζήσουν σε κοινωνίες, σε θεωρητικό επίπεδο θα μπορούσαν να έχουν αποφασίσει ολότελα διαφορετικά (ή, σκεφτείτε, θα μπορούσαν να μετανοήσουν και να μεταβάλουν την απόφασή τους). 

Η παράγραφος 14 προέρχεται από τα συμφραζόμενα της λεγόμενης Αιγυπτιακής αρχαιολογίας, και αφορά στο ίδιο ερώτημα, δηλ. τις απαρχές της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ερμηνεία εκεί δεν απέχει σε πολλά σημεία της από όσα υποστηρίζει ο Δημόκριτος. Η ζωή ήταν άθλια και βραχεία, επικίνδυνη και ζοφερή. Η αγριότητα των ανθρώπων έφτανε στον κανιβαλισμό (η αριστοτελική πολιτική φύση των ανθρώπων είναι εδώ ολωσδιόλου αδρανής). Φαίνεται, λοιπόν, ότι στο πλαίσιο του αιγυπτιακού πολιτισμού οργανώθηκε ένας ερμηνευτικός μύθος για να επιτρέψει την κατανόηση της μετάβασης από το καθεστώς που περιγράψαμε μόλις τώρα προς τον πολιτισμό. Στο μέτρο που αυτή η μετάβαση υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της φαντασίας μας, η επίκληση της παρέμβασης ενός θεού προσφέρει μια κάποια ερμηνευτική διέξοδο. Η θεϊκή δύναμη διδάσκει τη γεωργία και, συνεπώς, οι ίδιοι οι άνθρωποι κατανοούν ότι ο κανιβαλισμός όχι μόνο είναι αχρείαστος αλλά και ασύμφορος. Οι διασκορπισμένοι θηρευτές του ίδιου του είδους τους μαθαίνουν να συμβιώνουν, και τις ατέλειές τους θα διορθώσει μια νέα θεϊκή παρέμβαση με τη δωρεά της γλώσσας. Η περιγραφή είναι χαρακτηριστική για την αναγωγή των φαινομένων στην παρέμβαση μεταφυσικών δυνάμεων και, ως προς αυτό, διίσταται αισθητά έναντι του Δημοκρίτου. Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, τα δύο κείμενα συμπίπτουν ως προς το εξής κομβικό κριτήριο: οι ανθρώπινες κοινωνίες συγκροτήθηκαν στη βάση της ανάγκης και η συναίνεση των ανθρώπων στη συμβίωση με τους ομοίους τους οφείλεται στη συναίσθηση του ίδιου του συμφέροντός τους. 

Ας δούμε όμως κάτι ακόμα.

Κάθε κοινωνία δεν είναι πολιτική: αιδώς και δικαιοσύνη (απόσπασμα από το "Πλάτωνος, Πρωταγόρας": 317e–328d: Το διδακτό της αρετής. Απάντηση στην πρώτη αντίρρηση του Σωκράτη: ο μύθος για τη δημιουργία της ανθρώπινης κοινωνίας.)

[Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να 'ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ' ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ' ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ' αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα• σ' άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία• όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ' αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει• και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ' αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ' όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη• κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση• και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες• μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων• τα 'φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός• έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα• του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά• είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική• γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία ― ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν ―με τι μεράκι!― τις τέχνες τους• κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή. Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ' όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών• κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ' αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ' αυτούς• κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ' ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία• κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου• τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία. Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ' όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του• γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν ―όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα― λίγοι έχουν μερίδιο απ' αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.] 

Ο Πρωταγόρας εκθέτει μια δική του ιδιαίτερη ματιά πάνω στο ζήτημα που μας απασχόλησε έως τώρα. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι συνδυάζει την παρέμβαση θεϊκών δυνάμεων με μια εμπειρική, πραγματιστική, προσέγγιση της πρώτης ανθρώπινης συγκρότησης των κοινωνιών. Ο μύθος του Επιμηθέα και του Προμηθέα δίνουν μια πρώτη ερμηνεία της προνομιακής θέσης του ανθρώπου στον κόσμο χάρη στη νόηση και την επιδεξιότητα. Αμέσως μετά οι άνθρωποι εμφανίζονται στη δίνη των ίδιων κακουχιών που περιέγραφε και ο Δημόκριτος. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον οδηγούσαν τους διασκορπισμένους ανθρώπους στον αφανισμό και τότε ‘ένιωσαν την ανάγκη’ να συγκεντρωθούν και να φτιάξουν πόλεις, μόνο και μόνο για την αυτοάμυνά τους ενάντια στα θηρία. 

Στον Πρωταγόρα δεν απαντά ίχνος της αριστοτελικής ιδέας του προορισμού. Αντίθετα, η πόλη είναι αποκλειστικά και μόνο προϊόν της ανάγκης και της επινοητικότητας. Η ίδια επινοητικότητα - ανεξήγητη για τον άνθρωπο εάν δεν είχε προηγηθεί η κλοπή από τα εργαστήρια των θεών - ευθύνεται για τη γένεση της θρησκείας, αλλά και της γλώσσας (προσέξτε εδώ μια κάπως αόριστη, πλην όμως ουσιώδη, απόκλιση από τη θεώρηση του Δημόκριτου). Επίσης, αυτή έδωσε πνοή στη γεωργία (προσέξτε τη διαφορά από την Αιγυπτιακή αρχαιολογία), τις κατασκευές και τη βιοτεχνία. Ωστόσο, η επινοητικότητα δεν ήταν επαρκής για να δώσει ολοκληρωμένες πόλεις. Η πολιτική τέχνη, και εξίσου η πολεμική τέχνη, απουσίαζε και οι πόλεις δεν ήταν ολοκληρωμένες πόλεις μιας και η αδικία υπονόμευε τη συμβίωση και, όσο ευκαιριακά μπορούσε καθένας να ενσωματωθεί μέσα στα όρια της πόλης, εξίσου εύκολα μπορούσε και να αποβληθεί από αυτή και να υποκύψει στους εξωτερικούς κινδύνους. 

Εκείνο που μεταποιεί την πόλη από απλό οχυρωματικό οικισμό σε πραγματική πόλη συνίσταται, κατά τον Πρωταγόρα, σε κάποιες άυλες αξίες. Προξενεί εντύπωση ότι ο αγνωστικιστής σοφιστής δεν φτάνει να ορίσει αυτές τις αξίες ως απότοκες της ανθρώπινης επινοητικότητας, και ο λόγος δεν φαίνεται να είναι άλλος από το ηθικό περιεχόμενό τους που θέλει να εμφανίσει διακριτό από το περιεχόμενο των τεχνών και των εφευρέσεων. Η αξεδιάλυτη συνύφανση του ηθικού με το πολιτικό είναι και εδώ πρόδηλη. Η αιδώς και η δικαιοσύνη συγκροτούν τις συνεκτικές δυνάμεις για την πολιτική συμβίωση και το κύρος τους επισφραγίζεται από το γεγονός ότι προσφέρθηκαν απευθείας από τους θεούς στους ανθρώπους. Με τη σειρά τους, αυτές φέρνουν την ομόνοια και τη φιλία, δύο έννοιες που θα άξιζε να μελετηθούν και ξεχωριστά. Προσώρας, αρκεί να επισημάνουμε ότι ο Πρωταγόρας μετακινείται από την εμπειρική οδό σε ένα αφηρημένο εννοιολογικό σύμπαν, και ταυτόχρονα φαίνεται μέσω των μύθων να χαρτογραφεί τους δρόμους τα επικοινωνίας ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο. Εκείνο που θα προκαλέσει στη συνέχεια του ομώνυμου πλατωνικού διαλόγου τη σφοδρή αντίρρηση του Σωκράτη αφορά στο ίσο μερίδιο αιδούς και δικαιοσύνης που έχει κατανείμει ο Ερμής στους ανθρώπους, συνεπώς στην πεποίθηση του Πρωταγόρα ότι όλοι οι άνθρωποι εξίσου προσφέρονται για τη διδασκαλία και την καλλιέργεια.