Από βαθιά πεποίθηση


Σηκώνω το βλέμμα γύρω μου.

(συνήθεια από παλιά)

Μόνο σκυφτά κεφάλια, επιπλέουν.

Και ένας-ένας οι τελευταίοι πυλώνες πέφτουν καταγής,
αποκαμωμένοι, τετριμμένοι μετά από μάχες φλογερές...
με βρόντο βαρύ και σύννεφο αχό,
σαν αγκομαχητό.

Οι συμπεριφορές εύκολες και αυτοματοποιημένες:
συμφωνία ή αδιαφορία.

Και αν κάποιος διαφωνεί, δυο δρόμους έχει να διαβεί:
το θυμό ή τον ζουρλομανδύα.

Με τόσες ψεύτικες στολές όμως,
μπερδεύομαι, ποιος είναι ο ευκολοφόρετος
και ποιος τάζει στην ψυχή του αποστολές;

Ποιος τολμά να σηκώσει κεφάλι;
Ποιος ενδιαφέρεται;
Μια αόρατη δύναμη οκνηρίας,
σαπίζει και αποσυνθέτει,
διαδίδει ψεύτικα δαιμόνια,
εαυτό, όμως, δεν διαθέτει.

Και η ευτυχία; Αυτή η πρωταρχική αναζήτηση;
Που εγκιβωτίζεται; Σε ποια κάσα δρύινη παλεύει να αναπνεύσει,
μήπως πείσει ότι είναι ακόμα ζωντανή;

Η ιεραρχία, μας μαθαίνει ιεράρχηση, λένε,
και η κυριαρχία, μας διδάσκει αυτοκυριαρχία.

Ποιας ζωής, όμως, ξεχάσαν να μας πούνε...

Όπως και σε εκείνο το παλικάρι, 20 χρονών,
που άρματα του δώσαν για τον πόλεμο, 
μα εκείνο πόλεμο δεν βρήκε, πίσω γύρισε...

Να πεις τι ;
και πώς να εξηγήσεις το γιατί,
αυτό που νιώθεις στα ριζά,
πώς ραγίζει σφαλωμένο αυτί;

Σηκώνω το βλέμμα γύρω μου.

Ακόμα και αυτό το βλέμμα,
το αισθάνομαι βαρύ.
Ασήκωτο, λες κι οτι 'ναι,
ή έμαθες να λες κιοτή, ναι,
μόνο ναι;!

Τέλος, οι παλιές συνήθειες.

Κρατάω μόνο μια:

Ένα «όχι» που βγήκε από μια βαθιά πεποίθηση, είναι πολύ καλύτερο -και πιο μεγαλειώδες- από ένα «ναι» που ειπώθηκε για να ευχαριστήσει ή, χειρότερα, για να αποφύγει φασαρίες. (Μαχάτμα Γκάντι)



29/8/2017