Της γλώσσας τα απερίγραπτα



Ο Lyons (1998 [1995]: 331) αναφέρει τα εξής:

Είθισται να γίνεται μία διάκριση ανάμεσα στην πολιτισμική και τη βιολογική (δηλ. γενετική) μεταβίβαση [της γλώσσας]. Όσον αφορά τη γλώσσα, είναι αρκετά πιθανό να υπάρχει μια έμφυτη ικανότητα απόκτησής της […]. Είτε συμβαίνει αυτό είτε όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνώση κάποιου της μητρικής του γλώσσας μεταβιβάζεται πολιτισμικά, αποκτάται, όμως δεν μαθαίνεται απαραιτήτως, χάρη στη συμμετοχή κάποιου σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Επιπλέον, ακόμα κι αν υπάρχει μια γενετικά μεταβιβαζόμενη γλωσσική ικανότητα, αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση και γνώση μιας γλώσσας παρά μόνο αν τα δεδομένα στα οποία λειτουργεί η γλωσσική ικανότητα παρέχονται από την κοινωνία στην οποία το παιδί μεγαλώνει και, προφανώς, μέσα σε συνθήκες οι οποίες δεν επηρεάζουν σοβαρά τη γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Αυτό σημαίνει ότι το πολιτισμικό και το βιολογικό στοιχείο στη γλώσσα βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση. Πράγματι, θα γίνει σαφές, αν το σκεφτούμε, ότι η γλωσσική ικανότητα κάποιου, άσχετα με τη βιολογική της βάση, εμπίπτει στο πεδίο του ορισμού μας της κουλτούρας. Και μπορεί θαυμάσια από την άλλη μεριά και άλλα είδη κοινωνικά αποκτώμενης γνώσης –όπως ο μύθος, η θρησκευτική πίστη, κλπ.— να έχουν στον ίδιο βαθμό με τη γλώσσα μια ειδολογικά καθορισμένη βιολογική βάση. Αυτό το σημείο, θα πρέπει να το έχει κανείς υπόψη του όταν εξετάζει την απόκτηση και τη δομή της γλώσσας με όρους της αντίθεσης μεταξύ του βιολογικού και του πολιτισμικού στοιχείου• τότε δεν είναι πλέον δυνατό να σκέφτεται με όρους μιας αυστηρής διάκρισης ανάμεσα στη φύση και την ανατροφή.


Αναπτύξτε ένα δοκίμιο συζητώντας τα παραπάνω σε σχέση με


i. την άποψη του Chomsky για τη μοναδικότητα της ανθρώπινης γλώσσας και της απόκτησής της

ii. την ισχυρή και την ασθενή εκδοχή της επονομαζόμενης «υπόθεσης Sapir-Whorf» και
iii. την άποψη ότι η γλώσσα είναι γνωσιακό φαινόμενο με κοινωνική λειτουργία.




ΑΠΑΝΤΗΣΗ

"Η σχέση γλώσσας και σκέψης έχει βασανίσει επανειλημμένα τους φιλοσόφους, σε μια προσπάθεια να ορίσουν και έτσι να οριοθετήσουν την «γλώσσα». Οι δυο αυτές έννοιες, άλλοτε παρατηρούνται από την οπτική που θέλει να υπερτονίζεται η γλώσσα (π.χ. θεωρίες προπλάσματος), άλλοτε από την οπτική που θέλει να υπερτονίζεται η σκέψη (π.χ. θεωρίες μανδύα) και άλλοτε από μια πιο συμβιβαστική οπτική που θέλει αυτές τις δυο έννοιες να συνευρίσκονται και να αλληλεπιδρούν αδιάσπαστα, μέσα στο καθημερινό κοινωνικό πλαίσιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όποια και αν είναι η οπτική πάντως από την οποία προσεγγίζει ένας ερευνητής τα φαινόμενα, αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα νοηματοδότησης της μαγικής έννοιας «γλώσσα». Ο Lyons στο κείμενο που παρατίθεται, περιγράφει με σαφήνεια τον προβληματισμό και σκιαγραφεί πολύ ξεκάθαρα τις δυο δυνάμεις που διαμορφώνουν την γλώσσα: τις βιολογικές καταβολές της γλώσσας και τις κοινωνικές της επιδράσεις.

Ο αμερικανός γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι, απέναντι σε αυτόν τον προβληματισμό, εισήγαγε την έννοια της γενετικής γραμματικής, κάνοντας αναφορά στο φαινόμενο της γλώσσας στην πιο καθολική διάστασή της. Μίλησε για τη γλώσσα ως μια έμφυτη ικανότητα που δίνει γένεση σε απεριόριστο πλήθος εκφράσεων με πεπερασμένα μέσα (λεξικά στοιχεία, κανόνες και περιορισμούς). Αυτή όμως η έμφυτη ικανότητα, ακολουθεί μια καθολική γραμματική, που αφορά μια ιδανική διάσταση της γλώσσας και αναφέρεται σε ιδανικούς ομιλητές. Κοινώς, η προσέγγιση του Τσόμσκι εστιάζεται στην απολυτότητα και μοναδικότητα (ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα είδη ζωής στον πλανήτη) της έμφυτης γλωσσικής ιδιότητας του ανθρώπου που υπάρχει από την γέννηση και δεν επηρεάζεται από άλλους παράγοντες. Με αυτόν τον τρόπο όμως, απογυμνώνει την γλώσσα από κάθε κοινωνική της διάσταση, κοινωνικό της πλαίσιο ή συμφραζόμενο, την εξιδανικεύει και την θέτει σε μια θέση απυρόβλητου.

Μια άλλη προσέγγιση πάνω στον ίδιο προβληματισμό είναι η υπόθεση Sapir-Whorf, αρχικά διατυπωμένη ως ισχυρή και εν συνεχεία ως πιο ασθενής υπόθεση. Η υπόθεση αυτή κάνει λόγο για το προβάδισμα της γλώσσας («language-first») σε σύγκριση με την σκέψη, ως προς τον καθορισμό της εικόνας που έχει ο άνθρωπος για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Δηλαδή, η γλώσσα θεωρείται ως ένα καλούπι, μέσα από το οποίο περνούν και με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνονται, οι ποικίλες κατηγορίες της σκέψης. Η γλώσσα, είναι η διόπτρα που ο ανθρώπινος νους αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα. Αρχικά η συγκεκριμένη θεωρία, πρότεινε την -ισχυρή- άποψη ότι η γλώσσα καθορίζει ακραία, μονοσήμαντα και ντετερμινιστικά την σκέψη. Αργότερα όμως, διατυπώθηκε μια πιο ασθενής εκδοχή της ίδιας υπόθεσης, που περιγράφει με πιο μετριοπαθή τρόπο την επίδραση της γλώσσας πάνω στη σκέψη. Η έμφαση είναι στο ότι η δυνατότητα σκέψης ‘επηρεάζεται’ μάλλον αντί να ‘καθορίζεται’ αναπόφευκτα από τη γλώσσα. Εκτός όμως από αυτήν την «διόρθωση», εισήχθη και ένα νέο στοιχείο, που κάνει λόγο για αμφίδρομη διαδικασία επίδρασης, όπου το είδος της γλώσσας που χρησιμοποιούμε επηρεάζεται επίσης και από τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Έτσι εμφανίστηκε στο προσκήνιο και μια νέα διάσταση, αυτή της αμφίδρομης επίδρασης γλώσσας και σκέψης, ανοίγοντας το δρόμο για την σημερινή κοινώς -αποδεκτή- άποψη, που θέλει τους δυο παράγοντες γλώσσα και νόηση, να αλληλεπιδρούν και από κοινού να διαμορφώνουν το κοσμοείδωλο.

Σήμερα, πιστεύεται από πολλούς ότι η γλώσσα είναι ένα γνωσιακό φαινόμενο με κοινωνική λειτουργία. Δηλαδή, είναι ένα φαινόμενο που αφορά μόνο ανθρώπους και κληρονομείται σε αυτούς από τους προπάτορές του, το οποίο αναπτύσσεται και λαμβάνει τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που εφαρμόζεται και χρησιμοποιείται. Θα λέγαμε ότι η γλωσσική ικανότητα είναι ο σπόρος που κουβαλάμε όλοι οι άνθρωποι μέσα μας και διαιωνίζουμε από γενιά σε γενιά, ως ένα βιολογικό-γνωσιακό φαινόμενο, το οποίο όμως ανθίζει και φυτρώνει διαφορετικά για τον καθένα, κάτω από την επίδραση ποικίλων και διαφορετικών «κλιματολογικών και εδαφικών συνθηκών», οι οποίες αποτελούν τις ιδιαίτερες για τον καθένα μας κοινωνικές συγκυρίες που διαμορφώνουν τον τρόπο που το λουλούδι της γλώσσας θα αναπτυχθεί. Με άλλα λόγια, το νόημα που αποκτούμε για τον κόσμο, δεν κατοικεί σε ένα μόνο κείμενο ή λέξη, αλλά προκύπτει από τη διαδικασία ερμηνείας, κι η διαδικασία αυτή με τη σειρά της, διαμορφώνεται από τα κοινωνικοπολιτιστικά πλαίσια στα οποία ενδημεί. Η γλωσσολογική έρευνα αναδεικνύει ότι διαχρονικά, υπάρχουν συμβάσεις σχετικά με ποιές θεωρούνται κατάλληλες χρήσεις της γλώσσας σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια τόσο στις καθημερινές της χρήσεις όσο και στη χρήση της από ειδικούς. Οι κοινωνιόλεκτοι της κάθε κουλτούρας και οι ιδιόλεκτοι των ατόμων παριστούν μιαν αδιόρατα επιλεκτική άποψη του κόσμου: τείνουν να υποστηρίζουν κάποια είδη παρατηρήσεων και ερμηνειών και να περιορίζουν άλλα, ανάλογα με τις ανθρωπολογικές καταβολές του καθενός και ανάλογα με τα ανθρωπολογικά γυαλιά μέσα από τα οποία βλέπει ο καθένας το περιβάλλον του. Όσο και αν αυτό πιθανόν να δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας για την επικοινωνία των ανθρώπων (μιας και διέρχεται μέσα από την απροσπέλαστη διαφορετικότητα του κάθε ατόμου), αυτή η μεταμορφωτική δύναμη είναι που δημιουργεί την γλωσσική ποικιλία και με αυτόν τον τρόπο τη μαγεία του φαινομένου που ονομάζουμε γλώσσα".




Σκεφτείτε μόνο τούτο: πόσο διαφορετική γλώσσα μιλούν οι άνθρωποι (είτε βρίσκονται σε πλατείες είτε στον καναπέ τους).

Εξ' ορισμού λοιπόν, πριν ξεκινήσουμε οτιδήποτε άλλο σε τούτη τη ζωή, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι διαφέρουμε. Αυτό, να μην είναι το συμπέρασμά μας, αλλά το εφαλτήριό μας, στη νέα προσπάθεια να φτιάξουμε μια νέα κοινωνία. Το πώς θα κατορθώσουμε να προσεγγίσουμε τον συνάνθωπο και όχι το πώς θα κατορθώσουμε να διαφοροποιηθούμε από αυτόν, ας είναι το όνειρό μας!




"Και να αδερφέ μου"
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης