Γλωσσικό ζήτημα


Μια σύντομη ματιά στην Ιστορική Γλωσσολογία του τόπου μας ή πιο σωστά στην Ιστορική Κοινωνιογλωσσολογία μας αποκαλύπτει τα κάτωθι:

"Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, με την επίδραση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ωριμάζει η ιδέα για απελευθέρωση, επιζητείται ο πνευματικός φωτισμός του έθνους και δημιουργείται η ανάγκη για εθνική γλώσσα. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα ποια γλώσσα πρέπει να καλλιεργηθεί ως γραπτή και προφορική και δημιουργείται έτσι για πρώτη φορά ρητά το γλωσσικό ζήτημα στο οποίο τοποθετούνται διαφορετικά δυο κατηγορίες διανοουμένων: οι αρχαϊστές (όπως ο Άνθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Παναγιώτης Κορδικάς) και οι δημοτικιστές (όπως ο Ρήγας, ο Χριστόπουλος, ο Βηλαράς και αργότερα ο Σολωμός). Οι πρώτοι θεωρούν ότι το έθνος έχει ξεπέσει πνευματικά και αποδίδουν τον ξεπεσμό αυτό στην απώλεια της αρχαίας γλώσσας την οποία και προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν. Οι δημοτικιστές επιθυμούν να κάνουν εθνική την προφορική ομιλούμενη γλώσσα.

Ανάμεσα σ' αυτές τις δυο ομάδες εμφανίζεται ως συνήγορος ενός ενδιάμεσου δρόμου ο Κοραής (1743 - 1833), ο οποίος παίρνει ως βάση του την προφορική γλώσσα και προσπαθει΄να την 'καθαρίσει', να την 'καλλωπίσει' απορρίπτοντας τα τουρικικά δάνεια και τα έντονα ιδιωματικά στοιχεία. Η παρέμβασή του όμως προχωρά και σε άλλους τομείς τη γλωσσική ανάλυσης, όπως στη μορφολογία. [...]

Στα χρόνια της επανάστασης συγκεντρώνονται στην Πελοπόννησο Έλληνες απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας και διαμορφώνεται έτσι μια κοινωή βασισμένη κυρίως στην πελοποννησιακή διάλεκτο. Η κοινή αυτή όμως δεν προκρίνεται σε εθνική γλώσσα. Ως επίσημη γλώσσα του κράτους καθιερώνεται η προεπαναστατική καθαρεύουσα, η οποία εξαρχαΐζεται έντονα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς υποστηρίζεται από την αναδυόμενη άρχουσα τάξη των πλούσιων Φαναριωτών της Κωνσταντινούπολης, ανθρώπων έντονα προσηλωμένων στη λόγια αρχαΐζουσα γλώσσα.

Η επιλογή της καθαρεύουσας έχει σαφές ιδειολογικό περιεχόμενο. Όπως επισημαίνει ο Χριστίδης (2001β: 166), επιλέχθηκε για να αποδείξει στους Δυτικούς τη δικαιωματική, καταγωγική συμμετοχή του νεότευκτου νεοελληνικού κράτους στο πολιτισμικό κεφάλαιο της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Κλήθηκε, μ' άλλα λόγια, να επιβεβαιώσει τόσο το γεγονός ότι οι νοεέλληνες αποτελούν συνέχεια των αρχαίων προγόνων τους όσο και ότι μπορούν να μετάσχουν της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Χαρακτηριστικά η Κακριδή-Φερράρι (2001α: 204) σημειώνει ότι, ενώ αποστολή της καθαρεύουσας ήταν να 'καθαρίσει' τη γλώσσα, μεταξύ άλλων, από τα (λαϊκά αφομοιωμένα) ιταλικά και τουρκικά δάνεια (κάτι που σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε, πρβλ. μπαξές - κήπος, μινίστρος - υπουργός), από την άλλη επέτρεψε την εισαγωγή μεγάλου μέρους μεταφραστικών δανείων απο τα γαλλικά ('αξίζει τον κόπο', 'λαμβάνει χώρα'). Η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση απέναντι σε γλώσσες πρώην κατακτητών από τη μια και γλώσσες πολιτισμικού γοήτρου από την άλλη δείχνει με ενάργεια τις ιδεολογικές σκοπιμότητες που υπηρέτησε η καθαρεύουσα.

Εστιάζοντας στο τυπολογικό επίπεδο, μπορούμε επιγραμματικά να αναφέρουμε τα εξής: η αρχαϊστική καθαρεύουσα εμφανίζει τύπους απομακρυσμένους από το γλωσσικό αίσθημα των ομιλητών. Επανεισάγονται η δοτική, οι αρχαιοελληνικές προθέσεις, το αρνητικό μόριο ου κ.ά. [...]

Στη διαμόρφωση της εθνικής καθαρεύουσας πρωτοστατούν προσωπικότητες όπως ο Παναγιώτης Σούτσος και ο καθηγητής φιλοσοφίας Κ. Κόντος, ο οποίος ρυθμίζει τη γλώσσα με βάση την αρχαία γραμματική, αναβιώνοντας στον 19ο αιώνα τον αττικισμό. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω παραδείγματα, ο χειρισμός της αρχαΐζουσας καθαρεύουσας απαιτεί καλή γνώση της αρχαίας με αποτέλεσμα η τεχνητή αυτή γλώσσα να μη μιληθεί ποτέ φυσικά. Η περιορισμένη χρήση της είχε ως συνέπεια να μη λειτουργήσει ως μέσο επικοινωνίας, αλλά κυρίως ως κοινωνικό διακριτικό ανωτερότητας. Έτσι δημιουργήθηκε για μια ακόμη φορά κατάσταση διγλωσσίας ή καλύτερα τριγλωσσίας καθώς υπήρχε διάσταση ανάμεσα στην επίσημη καθαρεύουσα, την κοινή δημοτική και το τοπικό ιδίωμα των ομιλητών.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα η κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα αλλάζει με αντίκτυπο και στο γλωσσικό ζήτημα. Η δύναμη και επιρροή των Φαναριωτών εξασθενεί και μια νέα ντόπια αστική τάξη διαμορφώνεται. Πολλοί νέοι σπουδάζουν στη Δύση και επιστρέφουν στην Ελλάδα χωρίς να έχουν δεχτεί την επίδραση της λόγιας παράδοσης. Παράλληλα, με την ένωση της Επτανήσου (1864) γίνεται γνωστή η λογοτεχνία και η δημοτικίζουσα γλώσσα της, ενώ το ενδιαφέρον που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται για τη λαογραφία της Ελλάδας οδηγεί στην ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών, τωνδιαλέκτων και στην επανεκτίμηση της κοινής δημοτικής.

Στο πλαίσιο αυτό ο Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), διακεκριμένος γλωσσολόγος, αναπτύσσει τις γλωσσικές του ιδέες. Επιδιώκει να σταματήσει τη χρήση της καθαρεύουσας, να κωδικοποιήσει τη δημοτική και να την κατασήσει τη μόνη εθνική γλώσσα. Με το μυθιστόρημά του 'Το ταξίδι μου' (1888) εκφράζει με λογοτεχνικό ένδυμα τις γλωσσικές του αντιλήψεις. Δεν αποφεύγει όμως ακραίες γλωσσικές επιλογές όπως περκεφαλιά αντί περικεφαλαία, συγραφιάδες αντί συγγραφείς, κλασικάδα (κατά το νοστιμάδα) αντί κλασικισμός. [...]

Κατά τον 20ό αιώνα, ακολουθώντας την οπτική της Σταυρίδη-Πατρικίου (2001: 157), μπορούμε σχηματικά να θεωρήσουμε απο τη μια τους δημοτικιστές -παρά τις ποικίλες εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις- ως ένα σύνολο που ενεργούσε εκτός κρατικών θεσμών και το οποίο σκόπευε ή να διεισδύσει στους θεσμούς ή να τους ανατρέψει, και από την άλλη τους οπαδούς της καθαρεύουσας ως ένα σύνολο που υποστηρίχτηκε από προσδιορισμένους φορείς εξουσίας (Εκκλησία, Κυβέρνηση, Πανεπιστήμιο) και έτσι διέθετε τα όπλα της εξουσίας. Αποτέλεσμα της διάκρισης αυτής ήτανη βαθμιαία πρόσληψη της μεν δημοτικής ως συμβόλου ανατρεπτικού λόγου, της δε καθαρεύουσας ως συμβόλου αυθυεντίας και (κοινωικής και μορφωτικής) ανωτερότητας.

Η περίοδος από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 1917 είναι η εποχή του ορμητικού δημοτικισμού καθώς φουντώνει το ενδιαφέρον για τη δημοτική και πληθαίνουν τα λογοτεχνικά έργα που τη χρησιμοποιούν (πρβλ. μεταφράσεις στη δημοτική της Ιλιάδας και του Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη) και τα περιοδικά που την υποστηρίζουν (πρβλ. την έκδοση του Νουμά το 1903). Από τους πιο σημαντικούς σταθμούς την εποχή αυτή είναι η ίδρυση του 'Εκπαιδευτικού Ομίλου' (1910) με αίτημα την καθιέρωση της δημοτικής στο σχολείο. Σημαντική νίκη του δημοτικισμού είναι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1017, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου εισάγει τη δημοτική στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Για δυο χρόνια (1921-1923) το λαϊκό κόμμα αποκαθιστά την καθαρεύουσα σ' όλες τις τάξεις του δημοτικού με την υποστήριξη του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Εκκλησίας. Το 1923 επανέρχεται η δημοτική με τον Βενιζέλο και έκτοτε έως και την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας η γλώσσα που διδάσκεται στο σχολείο ακολουθεί τις πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Συνήθως οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις εισάγουν τη δημοτική (με εξαίρεση το δικτάτορα Μεταξά) και οι συντηρητικές την καθαρεύουσα. Και επειδή οι αλλαγές στις κυβερνήσεις είναι συχνές, αντίστοιχα συχνές είναι και οι αλλαγές στη γλώσσα του δημοτικού σχολείου. Από το 1917 αναπτύσσεται η επιστημονική μελέτη της δημοτικής, παράλληλα με αυτήν του νεοελληνικού πολιτισμού. Το 1941 γράφεται η Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) από τον μετριοπαθή δημοτικιστή Μ. Τριανταφυλλίδη.

Με την πτώση της χούντας το 1974 υπήρξε μια αυθόρμητη κίνηση του λαού προς τη χρήση της δημοτικής σ' όλες τις περιστάσεις επικοινωνίας, επίσημες και ανεπίσημες. Ανταποκρινόμενη στο λαϊκό αίτημα η συντηρητική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή καθιερώνει το 1976 τη δημοτική όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και ευρύτερα σ' όλες τις επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας.

Με την καθέρωσή της η δημοτική αρχίζει να χάνει τον συμβολικό της ρόλο ως έμβλημα της κεντροαριστερής ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης, ενώ σε αμηχανία βρέθηκαν και οι οπαδοί το συντηρητικού κόμματος που αναγνώριζαν τον εαυτό τους μέσα από την καθαρεύουσα. Πολύ γρήγορα όμως η γλώσσα επανακτά τον διακριτικό, συμβολικό της ρόλο όταν μέλη αριστερών κυρίως πολιτικών οργανώσεων αρχίζουν να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα στοιχεία της δημοτικής [...].

Τέτοιου τύπου γλώσσικές επιλογές, οι οποίες όπως είπαμε αποδίδονται κυρίως στις κομματικές οργανώσεις και ειδικότερα στις κομματικές νεολαίες της αριστεράς, στιγματίζονται ως 'ξύλινη κομματική γλώσσα'. Διαγιγνώσκεται εκ νέου γλωσσικό πρόβλημα: η γλώσσα νοσεί διότι 'κακοποιείται'. Η θεραπεία δεν είναι άλλη απο τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο -η οποία είχε πρόσκαιρα καταργηθεί- προκειμένου να καταστεί επαρκής ο νεαρός χρήστης της νέας ελληνικής! Το επιχείρημα βεβαίως της γλωσσικής ανεπάρκειας εξαιτίας της γλωσσικής ασυνέχειας είναι παντελώς άκυρο, διότι η μητρική γλώσσα δεν προϋποθέτει τη γνώση προγενέστεων σταδίων της. Κανείς λ.χ. δεν μπορεί να εξαρτήσει την επάρκεια ενος Ισπανού στη μητρική του γλώσσα από το πόσο καλά ξέρει τη νεκρή λατινική.

Την τελευταία περίοδο, ανάμεσα στα θέματα που συνήθως τίθενται στη συζήτηση για τη νέα ελληνική είναι η ανάγκη προστασίας της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο ενόψει της οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Ως προς αυτό το ζήτημα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η ελλληνική δεν θα προστατευτεί με τη διεκδίκηση της μακροχρόνιας ιστορίας της ή της 'μοναδικότητάς' της που τη διαχωρίζει από τις άλλες γλώσσες (οι οποίες και ιστορία διαθέτουν και τα κοινώ καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης νόηση.) Όπως σημειώνει ο Χριστίδης (1999α: 41), η άμυνα απέναντι σε σύγχρονους γλωσσικούς και άλλους ηγεμονισμούς με την επίκληση της δικής μας παλαιότερης γλωσσικής ηγεμονίας δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει τελικά προς όφελος του αντιπάλου. Η πρόκληση για τη νέα ελληνική, όπως και για τις άλλες μικρές γλώσσες, παρατηρεί η Γιαννουλοπούλου (2001: 163), είναι να διεκδικήσουν την παρουσία τους σε κρίσιμους τομείς χρήσης (επιστήμη, διανοητική παραγωγή) και να μην εκτοπιστούν από αυτούς προς όφελος της γλωσσικής και πολιτισμικής ομοιογενοποίησης που υπαγορεύουν οι νόμοι της παγκοσμιοποιημένοης αγοράς."

(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το απολαυστικότατο, χορταστικότατο και αποκαλυπτικότατο "Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας" των Αργύρη Αρχάκη και Μαριάννας Κονδύλη, εκδ. νήσος, 2004,σελ. 103-109)


Πραγματικά δεν έχω να προσθέσω κάτι.


Καλή σας μέρα.