27/02/2011
Πλάτανος
Το ορεινότερο χωριό της Σάμου μου είπαν. Μια πανέμορφη διαδρομή μέχρι να φτάσω, μέσα από πραγματικό δάσος! Πνίγηκα στο πράσινο. Βουνό και πάλι βουνό. Αφού πέρασα τα Κονταίικα, μετά από λίγο άραζα την μηχανή δίπλα στον γέρο-πλάτανο του χωριού.
(Μπορείτε άραγε να βρείτε η μηχανή πού είναι;)
Γραφικό χωριό, μου θύμισε κάτι από Όλυμπο Καρπάθου να πω την αλήθεια. Καμινάδες να καπνίζουν,
σκυλιά να γαβγίζουν, μια γιαγιά να κρατάει από το χεράκι έναν παππού να μην γλιστρήσει στα καντούνια (διαχρονικός έρωτας ή αναγκαστικός συμβιβασμός; με βασάνιζε το ερώτημα και δεν πρόλαβα να τους φωτογραφίσω, εξάλλου θα ήταν και παράβαση ιδιωτικού βίου...), και νερά, μπόλικα νερά να ξεπλένουν το χωριό.
Εξάλλου το χωριό ζούσε με αυτά τα τρεχούμενα νερά από πολύ παλιά, όταν τα χρησιμοποιούσαν στα φτωχοπλυσταριά, για να καθαρίσουν κάθε είδους σωματική ή ψυχική ακαθαρσία...
Μπαίνω στο κεντρικό καφενείο. Εκεί ήταν μια παρέα τριών ξένων, ένας Έλληνας που είχε παρέα τη μοναξιά του, και η ιδιοκτήτρια του καφενείου, με την κόρη και την εγγονή της, την μικρή Ειρήνη, να βοηθούν στα του μαγαζιού. Η εγγονή, άκουσα να λεν, επαναλάμβανε φέτος την τρίτη δημοτικού, γιατί πέρσι ο δάσκαλος του χωριού, που έκανε ταυτόχρονα μάθημα σε όλες τις τάξεις του δημοτικού στην ίδια αίθουσα, δεν είχε χρόνο για να διδάξει στα τριτάκια την ύλη τους. Αποτέλεσμα ήταν τα πιτσιρίκια να μην μάθουν αυτά που το πρόγραμμα επέβαλε και έτσι να χάσουν ουσιαστικά μια τάξη και να πρέπει να την επαναλάβουν. Αναρωτήθηκα: γίνονται ακόμα τέτοια πράγματα; Επικρατούν ακόμα τέτοιες συνθήκες; Η απάντηση σχεδόν αυτόματη: εδώ άλλοι κανόνες, εδώ άλλοι ρυθμοί, εδώ Καιρού επιτρέποντος και Θεού θέλοντος (για τον άλλο πόλο της Αγίας Ελληνικής Τριάδος, τον Υπουργό, δεν το συζητάω καν αν το επιτρέπει ή αν το θέλει, αφού πιθανότατα δεν γνωρίζει τίποτα επί το θέματος…). Και το τζάκι του καφενείου να είναι το μόνο σημείο που εκπέμπει φως και ζεστασιά ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους.
Κρατώντας ανάμεσα στα στήθη μου, τη φωτίτσα που έκαιγε στο τζάκι και στα ματάκια της μικρής Ειρήνης, και έχοντας ακόμα στα χείλη μου τη γεύση από το στα-φίλοι που μόλις είχα γευτεί, άρχισα να κατηφορίζω μέσα στο κρύο, αποχαιρετώντας τις καπνισμένες καμινάδες του χωριού και μαζί τους μικρούς και μεγάλους λέοντες που διαμένουν εδώ.