Το μαύρο πρόβατο



Χτες βράδυ, βόλτα με φιλικό ζευγάρι σε ένα μεζεδοπωλείο με όνομα "Το μαύρο πρόβατο". Το όνομα του μεζεδοπωλείου σίγουρα ιντριγκάρει, καθώς πάντα θέλουμε να μάθουμε ποιο είναι το μαύρο πρόβατο, ποιο είναι το εκτός πλαισίου εκείνο πλάσμα, ποια είναι εκείνη η εκτός κοινωνικού συνόλου μονάδα που τόλμησε να ξεκόψει από τη στάνη (ή αλλιώς, πλάνη) των πολλών...

Στη συζήτηση πάνω, και ενώ μου είχε χαλάσει η διάθεση από τον τρόπου που κινούνταν τα πράγματα στο "μαύρο πρόβατο", μου λέει ο φίλος:

- Πολύ κατσούφης είσαι, βγες μια βραδιά στην Καποδιστρίου να νιώσεις τον παλμό και την ενέργεια της διασκέδασης, να γελάσει λίγο το χειλάκι σου...
- Και να βγω δεν θα μπορέσω να περάσω καλά, καθώς το ένα μου μάτι θα βλέπει αυτούς που γλεντοκοπάνε και υπερκαταναλώνουν και το άλλο μου μάτι θα βλέπει ακριβώς δίπλα τους, εκείνον που θα ψάχνει στον κάδο των σκουπιδιών κάτι να φάει, εκείνον που ζητιανεύει, εκείνον τον άστεγο που έχει σωριαστεί κατάχαμα σχεδόν νεκρός χωρίς να προσδοκεί τίποτα απολύτως...

Και η συζήτηση συνεχίστηκε και έφτασε κάποια στιγμή στο να συγκρίνουμε την επαρχία και την πόλη και το τί ποιότητα προσφέρει η κάθε επιλογή... Και ενώ φαινόταν ότι υπήρχε ακριβώς αντίθετη άποψη περί του θέ(α)ματος, και ενώ μου λέει ο φίλος ότι απολαμβάνει να γυρίζει από τη δουλειά του σπίτι του κάπου στο κέντρο της Αθήνας και να κάθεται στον καναπέ του σπιτιού του αγκαλιά με την κοπέλα του, τους ρωτώ:

- Δεν θα σας άρεσε βρε παιδιά να γυρίζετε από τη δουλειά σας, να κάθεστε στον αναπαυτικό καναπέ σας  και να ανοίγεται το παράθυρο και να βλέπετε μια απέραντη θάλασσα, μια γλυκιά λίμνη, ένα καταπράσινο βουνό, άλλοτε χιονισμένο και άλλοτε διάσπαρτα ανθισμένο...;
- Όχι, βέβαια! (Μου απαντούν με ένα στόμα, μια φωνή!) Για μια δυο μέρες, ναι, αλλά όχι για παραπάνω φυσικά! Δεν θα το αντέχαμε.
- Δηλαδή, σας αρέσει σε αυτό το σκηνικό που ζείτε, να ανοίγετε το παράθυρό σας και να βλέπετε τον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας βρε παιδιά...;!

Κάπου εκεί η κουβέντα σταμάτησε. Συνειδητοποίησα τον ορισμό της διαφορετικότητας. Την απουσία κοινής βάσης ή κοινού πλαισίου. Το άσπρο για κάποιους είναι μαύρο και τανάπαλιν. Το ποιοτικό για κάποιος είναι βαρετό, ενοχλητικό και το αντίθετο... Ξέρετε, το μαύρο πρόβατο ανάμεσα σε πολλά άσπρα, είναι το ίδιο ακριβώς αλλά με αντίθετη λογική οπτική, όπως το άσπρο πρόβατο ανάμεσα σε πολλά μαύρα...

Δεν ήξερα που βρισκόμουν ακριβώς χτες: σε μια στάνη με πολλά μαύρα πρόβατα γύρω μου ή σε ένα στάνιν (stunning=αποσβόλωση) πολλών άσπρων προβάτων;


Πόση διάσταση απόψεων; Μήπως αυτήν η διάσταση, πρέπει να εισηγηθούμε στην κοινότητα των Φυσικών, να την συμπεριλάβουν μαζί με τις υπόλοιπες 11 διαστάσεις του σύμπαντος που έχουν βρει; Και μάλιστα μήπως είναι η πιο ανεξήγητη διάσταση;


Και κάπου εκεί, θυμήθηκα τα λόγια του μεγάλου Φώτη Κόντογλου:


"Ο άνθρωπος είναι σε όλα αχόρταγος, θέλει ν' απολάψει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάξει όλα. Και βασανίζεται. Όποιος όμως φτάξει σε μια κατάσταση να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μη θέλει πολλά, έστω κι αν μπορεί να τ' αποχτήσει, εκείνος λοιπόν είναι ο ευτυχισμένος. Δεν το κάνει από οικονομία, είτε γιατί έχει την ιδέα πως τα πολλά τον βλάφτουνε στην ψυχή ή στο σώμα. Αλλά γιατί στα λίγα και στα απλά βρίσκει την αγνή ικανοποίηση. Και περισσότερο απ' όλα, επειδή με τα απλά και με τα λίγα δεν χάνει τον εαυτό του. Οι άνθρωποι δεν βρίσκουνε πουθενά ησυχία, γιατί επιχειρούνε να ζήσουνε χωρίς τον εαυτό τους. Τρέχουνε από δω κι από κει να βρούνε την ευτυχία, μα ευτυχία δεν υπάρχει έξω από τον εαυτό μας. Θέλουμε να ευχαριστηθούμε με συμπόσια απ' όπου λείπουμε. Όποιος έχει χάσει τον εαυτό του, έχει χάσει την ευτυχία. Ευτυχία δεν είναι το ζάλισμα που δίνουνε οι πολυμέριμνες ηδονές κι απολαύσεις, αλλά η ειρήνη της ψυχής και η σιωπηλή αγαλλίαση της καρδιάς. Μέσα μας είναι ο θησαυρός. Απ' έξω είναι ξέρακας, κι ας μη μας ξεγελά η φασαρία και τα ψεύτικα πυροτεχνήματα. Όποιος ζει εξωτερικά, ζει ψεύτικα. Όποιος ζει εσωτερικά, ζει αληθινά. 

Ξέρω καλά τι είναι η ζωή που ζούν οι λεγόμενοι κοσμικοί άνθρωποι, οι άνθρωποι που διασκεδάζουνε, που ταξιδεύουνε, που ξεγιελιούνται με λογής-λογής θεάματα, με ασημαντολογίες, με σκάνδαλα, με διάφορες ματαιότητες, που από μακρυά φαντάζουνε για κάποιο πράγμα σπουδαίο και ζηλευτό, ενώ σαν τα δει κανένας από κοντά, απορεί για τη φτώχεια που έχουνε και το πόσο κούφιοι είναι οι άνθρωποι που ψευτογελιούνται μ' αυτά τα γιατροσόφια της ευτυχίας. Ξέρω λοιπόν καλά αυτή τη ζωή, γιατί, αναγκαστικά, έζησα, κάποιες φορές, με ανθρώπους πλούσιους, που με προσκαλούσανε στα σπίτια τους, στις επαύλεις τους, στα κόττερά τους και στις άλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ' έπιανε από κείνη την κατάσταση. Έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάνανε τον ευτυχισμένο, κατάδικους που κάνανε τον ελεύθερο. Αλλά, αν δεν καταγινόντανε με τόσες ψεύτικες χαρές, θα πέφτανε στη βαρεμάδα, στη λεγόμενη ανία. Ή το ένα ή το άλλο. Άδειοι από κάθε ουσία, τρισδυστυχισμένοι. Η ψυχή είναι ανύπαρκτη κι ανύπαρκτη η ευτυχία, η βασιλεία του θεού. Πως να γίνει ψωμί, σαν δεν υπάρχει προζύμι; Πως να μην είναι όλα άνοστα, αφού δεν υπάρχει το αλάτι; 

Λοιπόν, όποτε αναγκαζόμουνα να πάγω για λίγο κοντά σε τέτοιους κοσμικούς ανθρώπους, πράγμα που γινότανε σπάνια, για να μην τους προσβάλω, αφού με προσκαλούσανε με ευγένια, δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να αποτραβηχτώ στο καβούκι μου, να γυρίσω στο φτωχό σπίτι μου και στ' αγαπημένα πράγματα που βρίσκουνται γύρω μου. Έβλεπα πως αντί να πάρω κάτι από όλη εκείνη την τυμπανοκρουσία, όπως πιστεύει ο πολύς ο κόσμος, εγώ έδινα, έδινα ξύπνημα στους κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στους μουδιασμένους, ζωή στη μονοτονία τους. Γι' αυτό και τώρα που γράφω, μ' όλο που είμαι προσκαλεσμένος σε πολλά μέρη από ευγενείς ανθρώπους, όχι μονάχα στην Ελλάδα, αλλά και σε μακρυνά μέρη, κάθουμαι στο μικρό περιβολάκι μας με τα λίγα δεντράκια και με τα ταπεινά λουλούδια. Ξεκουράζουμαι και ειρηνεύει η ψυχή μου. Τούτο το μικρό κηπάριο είναι για μένα ο Κήπος της Εδέμ. Ο αγέρας μοσχοβολά, κι ο νούς μουταξιδεύει. Ταξιδεύει εδώ κι εκεί, μα περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, εκεί που αναβρύζει το μυστικό νερό, εκεί που βρίσκουνται τα ριζώματα του κόσμου. 

Νιώθω μεγάλη ευτυχία που είμαι μοναχιασμένος, που, εδώ που κάθομαι, δεν με ξέρει κανένας, δεν με θυμάται κανένας. Σαν να είμαι καραβοτσακισμένος που γλίτωσε από τη φουρτούνα, κι ακούγει το μούγκρισμα της θάλασσας από το σίγουρο καταφύγιό μου. Σαν να γλύτωσε από ληστές. Ανατριχιάζω συλλογισμένος την ανεμοζάλη που τη λένε ζωή οι όμοιοί μου, κοινωνική ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια και λύκους. Αναπαύουμε μονάχα με δυό - τρείς ανθρώπους απλούς και καλοκάγαθους, που έχουνε αγάπη μέσα τους και ειρήνη στην καρδιά τους. Δεν θέλω μήτε θαυμασμούς, μήτε δόξες, μήτε άλλες τέτοιες συμφορές, θέλω να είμαι ξεχασμένος κι ασήμαντος. Ω λησμονιά, τι μπάλσαμο είσαι για όσους ποθούνε την ειρήνη! Κατάρα είναι η δίψα που έχουνε οι άνθρωποι να κατασταθούνε ξακουσμένοι, να τους δοξάζει ο κόσμος και να βασανίζουνται μέσα στη ματαιότητα κι εκείνοι που θαυμάζουνται κι εκείνοι που θαυμάζουνε. Εδώ που κάθουμε, νιώθω πως είμαι μακρυά απ' όλους αυτούς τους βραχνάδες που τους έχουνε για ευτυχία οι δυστυχισμένοι άνθρωποι. 

Φυσά στο πρόσωπό μου το δροσερό αγεράκι, μπαίνει απαλά στ' αυτιά μου, σαν να με χαιρετά. Σιγοσαλεύουνε τα κλαδιά κι οι κορφές των δέντρων. Μαμούνια περπατούνε στο μοσχοβολημένο χώμα, το κάθε ένα τραβά το δρόμο του κι έχει τον σκοπό του. Που πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια και μυγάκια λογής - λογής, άλλα μακρουλά, άλλα στρογγυλά, πετάνε και μαζεύονται γύρω από το φως που είναι αναμμένο από πάνω μου. Όλα είναι σπουδαία, όλα αξιαγάπητα. Κι εγώ είμαι ένα απ' αυτά. Δεν ακούγεται τίποτα, παρεκτός από τις σταλαγματιές απ' το νερό που πέφτουνε από τη βρύση, κάνοντας τη σιωπή ακόμα πιό βαθειά. Σα να γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Το μυστύριο του κόσμου το νοιώθω και μέσα μου κι απέξω. Μυστικές θύρες ανοίγουνε από παντού. Το κάθε δέντρο, το κάθε χορτάρι, το κάθε λουλούδι, σαν να με βλέπει με τα μυστηριώδη μάτια του. Είμαι μακάριος στο μικρό τούτο περιβολάκι μας. Τύφλα νάχουνε μπροστά του οι μεγάλοι κήποι και τα πολυέξοδα παλάτια, τα τα φανταχτερά κότερα. Όσα είναι γύρω μου είναι αγαπημένα, γιατί δεν είναι αγορασμένα με λεφτά πολλά, όπως είναι όσα έχουνε οι πλούσιοι. Αγορασμένα πράγματα μπορούνε να δώσουνε ευτυχία στον άνθρωπο; 

Ω, εσείς που έχετε τα πλούτη και που μόνο τι λογής είναι η αληθινή χαρά δεν ξέρετε. Άνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι από τις έγνοιες κι από τις σκουτούρες, σκλάβοι στη φιλοδοξία και στ' άλλα πάθη, ω άσωτοι γυιοί, που φάγατε τα ξυλοκέρατα και δεν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στο σπίτι του πατέρα σας του πονετικού, που δεν είναι άλλο παρά η καρδιά η δική σας, και μπείτε μέσα να ξαποστάσετε, να ευφρανθήτε και να νοιώσετε την αληθινή χαρά! "


(Από τη συλλογή: Μυστικά Άνθη)



Τα λόγια τούτα τα ψηλά του μεγάλου Κόντογλου, μοιάζουν με βάλσαμο και μπούσουλα στο αποσβολωμένο σκοτάδι των καιρών μας. Μοιάζουν με αστρολάβο, που σημαδεύει το φως των άστρων, μέσα στη μαύρη καταχνιά της μπερδεμένης ζήσης των προβάτων. Το μαύρο πρόβατο λοιπόν, είναι ένα ή πολλά σε τούτες τις περίεργες μέρες...;




(εδώ, η εισαγωγή από το βιβλίου του Κόντογλου "Ο Αστρολάβος")






1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...


Αγαπητέ Στράτο,

Σε θαυμάζω που κατορθώνεις να συνδυάζεις και να καταφέρνεις την αρμονική συνύπαρξη του «στεγνού» υλισμού του Καστοριάδη με τον «τρυφερό» ιδεαλισμό του Κόντογλου.

Ανδρέας Θωμάς