Οι Βοωτίδες και οι Βοωδίτες...



Σήμερα, ήδη από τα ξημερώματα με αποκορύφωμα το απόγευμα, πέφτουν αστέρια... Είναι οι Βοωτίδες!



Παρομοίως, κάποιοι άνθρωποι που πέφτουν, είναι και αυτοί σαν τα αστέρια που πέφτουν, δηλαδή... ανθρωποπεφταστέρια! Έχετε σκεφτεί όμως, ότι μπορεί να μην πέφτουν τα αστέρια, αλλά ο κόσμος μας, η Γη μας, πάνω σε αυτά; Αυτά δηλαδή να ανεβαίνουν και εμείς να πέφτουμε; Να νομίζουμε σε μια γεωκεντρική και εγωκεντρική οπτική των φαινομένων, ότι πέφτουν τα αστέρια πάνω μας; Κάτι τέτοιο έκαναν και παλαιότερα οι άνθρωποι όταν θεωρούσαν τη γη επίπεδη και επίκεντρη (δηλαδή στο κέντρο του κόσμου). Εξάλλου, το πάνω ή κάτω, είναι σχετικά. Σχετικά ως προς κάποιον παρατηρητή. Αυτοί, οι άνθρωποι πάντως, στα μάτια μου ανεβαίνουν... όσο και αν με τους συμβατικούς όρους θεωρούμε ότι πέφτουν.

Παρομοίως, πολλά πράγματα και έννοιες σε αυτή τη ζωή μπορούν να θεωρηθούν από δυο οπτικές: μια θετική και μια αρνητική.


Το πάνω-κάτω, 



το ίδιον-ξένο,



το μόνος-μαζί



 το αληθινό-ψευδές, 






Αυτές τις έννοιες βέβαια, τις μπερδεύουν πολλοί που ενώ (ξε)πέφτουν στα μάτια μου, νομίζουν με βάση τα δικά τους μάτια ότι "κάπου" ανεβαίνουν... Αυτοί οι κύριοι, είναι μια άλλη κατηγορία φυσικών φαινομένων, οι Βοωδίτες, με βλέμμα βοδιού και μια μόνο ωφέλιμη ιδιότητα για τη φύση:






Και εκεί που ψάχνει κανείς, τους δαίμονές του να δαμάσει,

"Demons"
by Imagine Dragons



είτε για να καλοπεράσει,
είτε την ψυχή του να καθησυχάσει,

Tych-αίνει ένα ποίημα να διαβάσει...



The Old Astronomer

Reach me down my Tycho Brahe, I would know him when we meet, 
When I share my later science, sitting humbly at his feet; 
He may know the law of all things, yet be ignorant of how 
We are working to completion, working on from then to now. 

Pray remember that I leave you all my theory complete, 
Lacking only certain data for your adding, as is meet, 
And remember men will scorn it, 'tis original and true, 
And the obliquy of newness may fall bitterly on you. 

But, my pupil, as my pupil you have learned the worth of scorn, 
You have laughed with me at pity, we have joyed to be forlorn, 
What for us are all distractions of men's fellowship and smiles; 
What for us the Goddess Pleasure with her meretricious smiles. 

Υou may tell that German College that their honor comes too late, 
But they must not waste repentance on the grizzly savant's fate. 
Though my soul may set in darkness, it will rise in perfect light; 

I have loved the stars too fondly to be fearful of the night. 


(Sarah Williams - English poet, 1837–1868)



και με ένα συμπέρασμα,


μυστικά να συνταιριάξει
νου-ψυχή-πάθη-ερωτήματα...
που όλα τώρα φαίνονται
να κάθονται εν τάξει...






Η πράξη του πόθου...



"Ο πόθος είναι πιο γλυκιά ευτυχία από την εκπλήρωσή του.

Το να ταξιδεύεις γεμάτος πόθους, είναι πολύ καλύτερο από το να φθάνεις.

Η επιθυμία για έναν σπάνιο καρπό είναι πιο γλυκιά από τον ίδιο τον καρπό.

Ησύχασε. Ο Θεός τον θερμό πόθο τον έχει ισάξιο με την πράξη."


(Φρίντριχ Σίλλερ, στο Μαρία Στιούαρτ, έργο του 1800)



Πόσο αποκαλυπτικό απόσπασμα;

Στις τρεις πρώτες σειρές, τα είπε όλα: 
ο πόθος, η ευτυχία, τα ταξίδια, η γλυκύτητα, το σπάνιο...

Στην τελευταία σειρά, η εξισωτική επιπέδωση:
ο πόθος ισάξιος με την πράξη;

Πόσο σαρκαστική διαπίστωση, ότι ο άνθρωπος μπορεί να ησυχάσει;
Άραγε, σαρκα-στική, γιατί εμπεριέχει τη σάρκα, 
ή μήπως, σαρκα-στική γιατί εμπαίζει τη σάρκα;


Οι εμπειρίες των ανθρώπων, αδύνατον να ησυχάσουν...
Θεοί και δαίμονες να επέμβουν, δεν θα μπορέσουν να τις φτάσουν...




"Experience"
by Ludovico Einaudi





Αρμονική συνύπαρξη


Σωστά έπραξαν, όποιοι σκέφτηκαν να καθιερώσουν τη σημερινή μέρα, που είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια του χρόνου, ως την παγκόσμια ημέρα της μουσικής...


Η μεγαλύτερη ανακάλυψη του ανθρώπου να γιορτάζεται την μεγαλύτερη μέρα του ανθρώπου... 


Ίδιες μέρες, με ίδια λειτουργία λοιπόν...



"Η μουσική είναι φιλία και αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα στις νότες. Είναι φιλία ανάμεσα και στους ανθρώπους. Μόνο με την καρδιά ακούμε μουσική, μόνο με την καρδιά αγαπούμε..."


Ίδια όργανα, με ίδια λειτουργία λοιπόν...



Λοιπόν;



Παντού γύρω μου βλέπω μουσική...





Είτε πρόκειται για το θρήνο των χαμένων νιάτων
της χαμένης αθωότητας


Είτε για τη χαρά της αποκάλυψης


Είτε για το θαύμα της φύσης


Είτε για το απαύγασμα της ομορφιάς


Είτε για τη σύνδεση της ύλης
σε χορό πνευματικό


Είτε για τη λαχτάρα της δροσιάς


Είτε για τα ταξίδια που ονειρώνονται
μα δεν ολοκληρώνονται 


Είτε για το αγνάντεμα μέσα στους καθρέφτες


Όλα γύρω μου νοιώθω πως,
μυρίζουν, φωτίζουν, χορεύουν, ταξιδεύουν... μουσική!


"Το ζεϊμπέκικο της Ροδαυγής"
Μιχάλης Νικολούδης






Υ.Γ.: Οι φωτό από πρόσφατες περιδιαβάσεις μου, σε ομαλούς ή ανώμαλους τόπους...



I still believe I hear, I still believe I see... You?



Κάθομαι και παρατηρώ τις ορδές των μυρμηγκιών που μπορεί να σχηματίζουν μέχρι και χιλιόμετρα κατά τις καθημερινές τους εργασίες. Ταυτόχρονα, συνειδητοποιώ ότι οι ορδές αυτές δεν είναι μονής αλλά... διπλής κατεύθυνσης! Και το ακόμα πιο συναρπαστικό, ότι δεν υπάρχει σαφής πορεία των μεμονωμένων ατόμων-μυρμηγκιών, παρά μόνο φαίνεται να ακολουθούν έναν βασικό κανόνα: πρόσεχε μην τρακάρεις! Έτσι, τα μυρμήγκια δεν ακολουθούν ούτε το ελληνικό, ούτε το αγγλικό οδικό σύστημα, αλλά κάνουν μια κίνηση σαν αυτή που είχε περιγράψει ο Αϊνστάιν ως την τυχαία κίνηση των μορίων (random walk of molecules) στο χώρο, ακολουθώντας ουσιαστικά τυχαίες κινήσεις, που την τελευταία στιγμή αλλάζουν όταν κοντά στο πεδίο αντίληψής τους, "πιάνουν" με τις μικροσκοπικές κεραίες τους τον ερχομό ενός άλλου ατόμου-μυρμηγκιού! Θέλετε κι άλλο; Αν κάτι παρεμβεί μπροστά στην πορεία τους, μετά από μια πρόσκαιρη αναταραχή και σύγχυση, θα ξανασυνταχθούν και θα υπερπηδήσουν το εμπόδιο, θα το καβαλήσουν, και θα συνεχίζουν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους, ως να μην υπήρχε μπροστά τους το εν λόγω εμπόδιο!

Από αυτήν την παρατήρηση μου έρχονται στο μυαλό κάποιες σκέψεις:

"Ο πρώτος και περισσότερο θεμελιώδης κανόνας είναι να αντιμετωπίζει κανείς τα κοινωνικά γεγονότα σαν πράγματα. Την στιγμή που μία καινούργια τάξη φαινόμενων γίνεται αντικείμενο επιστήμης, τα φαινόμενα αυτά είναι ήδη νοητά όχι μόνο μέσα από αισθητές εικόνες αλλά και μέσα από ένα είδος χονδρικά διαμορφωμένων εννοιών. Πριν από τα πρώτα στοιχεία της φυσικής και της χημείας, οι άνθρωποι είχαν ήδη αναφορικά με τα φυσικο-χημικά φαινόμενα ιδέες, που ξεπερνούσαν την απλή αντίληψη· τέτοιες, παραδείγματος χάρη έννοιες βρίσκουμε ανακατωμένες σ’ όλες τις θρησκείες. Γιατί, πραγματικά, η σκέψη προηγείται της επιστήμης, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τη χρησιμοποιεί μεθοδικότερα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει ανάμεσα στα πράγματα χωρίς να σχηματίσει γι’ αυτά ιδέες, σύμφωνα με τις οποίες κανονίζει τη συμπεριφορά του. Μόνο που, επειδή οι ιδέες αυτές είναι πιο κοντά μας και μας είναι πιο προσιτές από τις πραγματικότητες στις οποίες αναφέρονται, τείνουμε φυσικά να τις υποκαθιστούμε σ’ αυτές τις τελευταίες και να στηρίζουμε τις θεωρίες μας σ’ αυτές".

(απόσπασμα του Εμίλ Ντυρκάιμ, από το "Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου" μτφρ.-επιμ. Π. Μ. Μουσούρου, Gutenberg, Αθήνα 1978, χωρίς άδεια αναδημοσίευσης)


Που ακολουθούνται από κάποιες ακόμα σκέψεις:

"[...] τούτες οι συνθήκες [από τις οποίες εξαρτώνται οι πρωτόγονες ταξινομήσεις] είναι κοινωνικής φύσεως. Μακράν του να είναι οι λογικές σχέσεις των πραγμάτων που χρησίμευσαν ως βάση στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, στην πραγματικότητα οι τελευταίες χρησιμοποιήθηκαν ως πρωτότυπο στις πρώτες. [...]

Η κοινωνία δεν ήταν απλώς ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο εργάστηκε η ταξινομητική σκέψη· είναι τα δικά της πλαίσια που χρησίμευσαν ως πλαίσια στο σύστημα. Οι πρώτες λογικές κατηγορίες ήταν οι κοινωνικές κατηγορίες· οι πρώτες τάξεις πραγμάτων ήταν οι τάξεις των ανθρώπων, μέσα στις οποίες ενσωματώθηκαν τα πράγματα. Οι άνθρωποι επειδή ακριβώς ομαδοποιήθηκαν και σκέφτονταν τους εαυτούς του με τη μορφή της ομάδας, κατάφεραν να ομαδοποιήσουν ιδεατά τα υπόλοιπα όντα κι έτσι οι δύο τρόποι ομαδοποίησης άρχισαν να συγχέονται σε σημείο που να γίνουν αδιαχώριστοι. [...] Κοινωνική καταβολή δεν έχει μόνο η εξωτερική μορφή των τάξεων, έχουν επίσης και οι σχέσεις που ενώνουν τις τάξεις μεταξύ τους. Οι τάξεις των πραγμάτων διευθετούνται με την ίδια λογική που οι ανθρώπινες ομάδες εμπερικλείονται η μια μέσα στην άλλη, το υποκλαν μέσα στο κλαν, το κλαν μες στη φατρία, η φατρία μέσα στη φυλή. [...] Κι αν η ολότητα των πραγμάτων νοείται ως ένα και μοναδικό σύστημα, είναι επειδή και η κοινωνία προσλαμβάνει τον εαυτό της με τον ίδιο τρόπο. Αποτελεί ένα όλον, ή μάλλον αποτελεί το μοναδικό όλον στο οποίο αναφέρονται τα πάντα. Έτσι, η λογική ιεραρχία δεν είναι παρά η άλλη όψη της κοινωνικής ιεραρχίας και η ενότητα της γνώσης δεν είναι παρά η ίδια η, επεκτεινόμενη στο σύμπαν, ενότητα της συλλογικότητας. 

[...] Έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη ότι ο άνθρωπος άρχισε από το να αναπαριστά τα πράγματα ανάγοντάς τα στον εαυτό του. Ό,τι προηγήθηκε επιτρέπει να διευκρινιστεί καλύτερα σε τι συνίσταται τούτος ο ανθρωποκεντρισμός, τον οποίο θα μπορούσε κανείς να ονομάσει ακριβέστερα κοινωνιοκεντρισμό. Το κέντρο των πρώτων συστημάτων της φύσης δεν είναι το άτομο, αλλά η κοινωνία. Είναι αυτή που αντικειμενοποιείται και όχι ο άνθρωπος".

(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το "Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου" του Εμίλ Ντυρκάιμ, μτφρ.-επιμ. Π. Μ. Μουσούρου, Gutenberg, Αθήνα 1978, κεφ. 5, «Κοινωνιοκεντρισμός, ταξινομήσεις και ενοποίηση των γνώσεων», σ. 160-173)



Και με αυτά κατά νου, αρχίζει να διαφαίνεται νομίζω η απάντηση στο ερώτημα: η κοινωνία είναι το άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν ή κάτι περισσότερο από το απλό αυτό άθροισμα τους; Αν συνδέσουμε αυτά που λέει ο Ντυρκάιμ, ο οποίος πίστευε ότι η κοινωνία είναι κάτι ανώτερο από το απλό άθροισμα των ατόμων, και αυτά που υποστήριζε ο Μαρξ περί διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού που είδαμε σε προηγούμενο post, κατά τα οποία όλα είναι ύλη, συνεπώς όλα προέρχονται από το άτομο, άρα πρώτα υπάρχει το άτομο και μετά η κοινωνία (δηλαδή το ανάποδο από αυτά που υποστήριζε ο Ντυρκάιμ), θα καταλήξουμε ότι οι απόψεις τους είναι κάπως σαν το ερώτημα: η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα;

Νομίζω όμως, ότι αυτό το ερώτημα όσο δύσκολο και αν ακούγεται κατά την άρθρωσή του, τόσο εύκολο φαντάζει στην απάντησή του, αρκεί να αναλογιστούμε ένα μόνο σημείο: η κάθε κότα προέρχεται αναγκαστικά από ένα αβγό. Δεν γίνεται να δημιουργηθεί ας πούμε με παρθενογένεση ή με κλωνοποίηση (τουλάχιστον σε ένα φυσικό περιβάλλον, εκεί που δεν έχει παρέμβει ανθρώπινο χέρι...). Το αντίστροφο όμως, δεν ισχύει αναγκαστικά, διότι το κάθε αβγό δεν σημαίνει ότι έχει προέλθει από μια κότα, αλλά πολύ πιθανόν, από μια πρόδρομη μορφή της κότας, ένα κοτο-ειδές ή ένα κοτόμορφο τέρας αν προτιμάτε, το οποίο προηγήθηκε στην εξελικτική αλυσίδα της κότας.

Για να φέρουμε ένα ανάλογο παράδειγμα πιο εύκολο: πριν τον άνθρωπο υπήρχαν οι ανθρωπίδες ή ανθρωποειδή. Κάποτε, κατόπιν μεταλλάξεων θα γεννήθηκε ένα παιδί (ένα "αβγό") εκείνων των ανθρωποειδών γονέων που μάλλον έμοιαζε περισσότερο με κάτι άλλο παρά με ανθρωποειδές! Ήταν ο πρώτος άνθρωπος, ο οποίος είχε κάποιο πλεονέκτημα περισσότερο από τους γονείς του. Μετά, γεννήθηκε και άλλος άνθρωπος, και ύστερα άλλος κλπ. Ώσπου, πολλοί βρέθηκαν και άρχισαν να πολλαπλασιάζονται μεταξύ τους και κάπως έτσι, οι άνθρωποι αντικατέστησαν τα ανθρωποειδή και προχώρησε η εξελικτική αλυσίδα. Τώρα βέβαια, καμιά φορά γίνονται λάθη στην εξέλιξη και μπλέκονται οι αλυσίδες, με αποτέλεσμα κάποιοι άνθρωποι σήμερα να παραμένουν... κότες! Αυτό, βέβαια, είναι άλλο ζήτημα.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο ερώτημά μας: οι άνθρωποι γεννήθηκαν εν μέσω κοινωνικής διάστασης. Έχει, λοιπόν, νομίζω απόλυτο δίκιο ο Ντυρκάιμ να λέει ότι πρώτα προηγείται η κοινωνική κατάσταση του ανθρώπου και μετά ακολουθούν, μαθαίνονται όλα τα υπόλοιπα. Η κοινωνική όμως κατάσταση, είναι και αυτό κάτι φτιαχτό, κάτι κατασκευασμένο, από το ανθρώπινο μυαλό. Άρα, και ο Μαρξ έχει λίγο δίκιο, καθώς -και εδώ ξαναγυρίζουμε στα μυρμήγκια- το "κοινωνείν" είναι κάτι που το βλέπουμε σε πολλά άλλα είδη ζώων, ως αποτέλεσμα υλικών και βιοχημικών διαδικασιών που αναπόφευκτα έχουν εγγραφεί στη γενετικό μας υλικό (δεν γίνεται λοιπόν, να μιλάμε για "υλικό" χωρίς αυτό να έχει "υλική" διάσταση). Το ζήτημα βέβαια με τους ανθρώπους, είναι το "επι-κοινωνείν", ως ένα φαινόμενο αλληλεπίδρασης της ύλης ανάλογο με το φαινόμενο της "επί-γενετικής". Και εδώ όμως, ανακύπτει το ερώτημα: μήπως ο βαθμός, ο τρόπος και ο μηχανισμός που δημιουργείται η αυτορύθμιση και ο αυτοέλεγχος στα γονίδιά μας (αυτό είναι η επιγενετική), είναι και αυτό γενετικά καθορισμένο, άρα υλικά οριοθετημένο; Δηλαδή, μήπως το πόσο θα αλλάξει κάθε γονίδιο, το πόσο "χώρο" θα αφήσει να γίνουν πάνω του αλλαγές, έχει από την αρχή καθοριστεί;

Και εδώ, φυσικά, προκύπτει ένα ακόμα ανάλογο ερώτημα: αν η κοινωνία είναι κάτι περισσότερο από το απλό άθροισμα των μερών της, αλλά ταυτόχρονα καθορίζεται από την υλική διάσταση του κάθε ατόμου που αποτελεί μέρος της, τότε πιο το όριο μεταξύ των δυο εννοιών, ατόμου και κοινωνίας; Υπάρχει όριο και αν ναι, ποιο είναι αυτό;


Εδώ, αξίζει την προσοχή μας μια ακόμα ιδέα:

"Ένα ακόμη ποιοτικό χαρακτηριστικό του χώρου που επενεργεί ουσιαστικά στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις συνίσταται στο γεγονός ότι διαιρούμε το χώρο, για πρακτικούς λόγους, σε τμήματα που θεωρούνται ως ενότητες και περιβάλλονται –ως αιτία και ως αποτέλεσμα αυτής της διαίρεσης– από όρια. [...]

Η έννοια του ορίου είναι εξαιρετικά σημαντική σε όλες τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων, αν και το νόημά της δεν είναι πάντα κοινωνιολογικό. Διότι αρκετά συχνά χαρακτηρίζει μόνο το γεγονός ότι η σφαίρα μιας προσωπικότητας έχει βρει ένα όριο σύμφωνα με τη δύναμη ή την ευφυΐα, σύμφωνα με την αντοχή ή την απόλαυση –χωρίς όμως να σημαίνει αυτό ότι στο τέλος ετούτου του ορίου αρχίζει η σφαίρα ενός άλλου προσώπου, που με το δικό της όριο θα καθόριζε πιο αισθητά της σφαίρα του πρώτου. Αυτό το τελευταίο, το κοινωνιολογικό όριο, υποδηλώνει μια εντελώς ιδιάζουσα αλληλεπίδραση. Καθένα από τα δύο στοιχεία επιδρά στο άλλο καθώς του θέτει ένα όριο, όμως το περιεχόμενο αυτής της επίδρασης είναι ακριβώς ο προσδιορισμός ότι δεν μπορεί ή δεν θέλει καθόλου να επενεργεί πέρα από αυτό το όριο, δηλαδή στο άλλο. Αν αυτή η γενική έννοια της αμοιβαίας οριοθέτησης αντλείται από το χωρικό σύνορο, βλέπουμε ωστόσο, προχωρώντας βαθύτερα, ότι αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί παρά την αποκρυστάλλωση ή τη χωροποίηση της μόνης πραγματικής διαδικασίας της ψυχικής οριοθέτησης. Ούτε οι γαίες ούτε τα κτήματα, ούτε η πόλη ούτε η ύπαιθρος οριοθετούνται μεταξύ τους, παρά μόνο οι κάτοικοι ή οι ιδιοκτήτες οι οποίοι ασκούν την αμοιβαία επίδραση που μόλις επεσήμανα. [...] Το όριο δεν αποτελεί χωρικό γεγονός με κοινωνιολογικές επενέργειες αλλά κοινωνιολογικό γεγονός που μορφοποιείται χωρικά".

(απόσπασμα από το "Περιπλάνηση στη νεωτερικότητα" του Georg Simmel, επιμ.-προλ.-εισ. Σπ, Γάγγας, Κ. Θ. Καλφόπουλος, επίμετρο K. Habermas, μτφρ. Γ. Σαγκριώτης, Ο. Σταθάτου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004)


Και για να το χοντρύνουμε το παιχνίδι αν θέλετε, ας αναρωτηθούμε ποια ή έννοια του χώρου, της κοινωνίας, του ατόμου και των ορίων μεταξύ όλων αυτών, μέσα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις που ζούμε καθημερινά... Έτσι, θα αντιληφθείτε πόσο πολύπλοκη είναι η καθημερινότητά μας και πόσο βαθιά ριζωμένα είναι κάποια "πράγματα" (κατά την κοινωνικώς οριζόμενη έννοια, όπως την έθεσε προηγουμένως ο Ντυρκάιμ!). Συνεχίζοντας τα σπουδαία αποσπάσματα, ο Αντώνης Σαμαράκης το έθεσε ξεκάθαρα:

«Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα».

(απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων "Ζητείται Ελπίς")


Ο Georg Simmel όμως το εξήγησε γιατί συμβαίνει αυτό:

"Όσο πιο πρωτόγονη είναι η συνείδηση, τόσο περισσότερο είναι ανίκανη να αντιληφθεί τη συνεκτικότητα που διέπει όσα βρίσκονται διαχωρισμένα μέσα στο χώρο ή τη μη συνεκτικότητα που διέπει την εγγύτητα μέσα στο χώρο. [....] σήμερα, μέσα στην οπισθοδρομικότητα των σχέσεων που υπάρχουν στις μικρές πόλεις, η σχέση προς τον γείτονα και το ενδιαφέρον γι’ αυτόν παίζουν έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο απ’ ό,τι στη μεγαλούπολη, όπου, μέσω της περιπλοκής και της σύγχυσης που παρουσιάζει η εξωτερική εικόνα της ζωής, συνηθίζει να προβαίνει κανείς σε συνεχείς αφαιρέσεις, συνηθίζει στην αδιαφορία απέναντι σε αυτό που είναι πολύ κοντά στο χώρο και στη στενή σχέση μ’ εκείνο που είναι πολύ απομακρυσμένο. [...] Η αδιαφορία απέναντι σε αυτόν που βρίσκεται κοντά μέσα στο χώρο αποτελεί εδώ ένα μηχανισμό προστασίας, χωρίς τον οποίο θα μπορούσε κανείς να συνθλιβεί και να κατακερματιστεί ψυχικά μέσα στη μεγαλούπολη".

(απόσπασμα από το "Περιπλάνηση στη νεωτερικότητα" του Georg Simmel, χωρίς άδεια αναδημοσίευσης)


Τελικά, αγαπητοί μου τι συμβαίνει in the real world ?

"Αυτοί οι τύποι συμπεριφοράς και σκέψης, δεν είναι μόνο εξωτερικοί σε σχέση με το άτομο, αλλά και προικισμένοι με μια δύναμη επιταγής και εξαναγκασμού –δύναμη χάρη στην οποία επιβάλλονται στο άτομο είτε το θέλει είτε όχι. Ασφαλώς όταν συμμορφώνομαι με τη θέλησή μου, ο εξαναγκασμός αυτός δεν είναι καθόλου ή είναι ελάχιστα αισθητός, αφού δεν ασκείται. Αλλά τούτο δεν τον κάνει λιγότερο εγγενή σ’ αυτά τα γεγονότα και η απόδειξη είναι πως γίνεται αισθητός μόλις αποπειραθώ να του αντισταθώ. [...]

Ένα πράγμα αναγνωρίζεται κυρίως από το ότι δεν μπορεί να το αλλάξει μια απλή επιταγή της βουλήσεως. Τούτο δεν σημαίνει ότι το πράγμα δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε αλλαγή. Σημαίνει ότι, για να υπάρξει αλλαγή, δεν αρκεί να το θελήσει κάποιος –χρειάζεται και μία λίγο-πολύ επίπονη προσπάθεια, που οφείλεται στην αντίσταση, την οποία μας προβάλλει και η οποία, άλλωστε, δεν μπορεί πάντα να υπερνικηθεί. Είδαμε, λοιπόν, ότι τα κοινωνικά γεγονότα έχουν την ιδιότητα αυτήν. Αντί να είναι προϊόντα της θελήσεώς μας, την προσδιορίζουν απ’ έξω· υπάρχουν σαν καλούπια, μέσα στα οποία είμαστε αναγκασμένοι να χύσουμε τις πράξεις μας. Συχνά μάλιστα είναι αδύνατο να παρακάμψουμε την ανάγκη αυτήν. Αλλά, ακόμα και όταν καταφέρνουμε να την υπερνικήσουμε, η αντίσταση που συναντάμε αρκεί για να μας προειδοποιήσει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι που δεν εξαρτάται από εμάς. Αντιμετωπίζοντας, λοιπόν, τα κοινωνικά γεγονότα σαν πράγματα, προσαρμοζόμαστε απλώς στη φύση τους."

(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το "Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου" του Εμίλ Ντυρκάιμ)


Το πράγμα μιλάει από μόνο του:

Μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα που μας μαυρίζουν την ψυχή, (όταν η νύχτα πέφτει στο Παλέρμο...)





Υπάρχουν ακόμα τρόποι να έρθουμε πιο κοντά. Όπως, ας πούμε, με μια αγκαλιά. Τι ωραίο αν όλα τα "πράγματα" αγκαλιάζονταν, αν όλα τα υλικά αγγίζονταν και έρχονταν σε επαφή; Μην νομίζετε ότι τα υλικά είναι άψυχα λοιπόν... Δώστε τους την ευκαιρία να μας το αποδείξουν. Δώστε τους έννοια, ή αλλιώς εννοιοδοτήστε τα, με τέτοιον τρόπο ώστε στο feedback που θα μας δώσουν, να νοιώθουμε ότι υπάρχουμε μέσα σε αυτά και ότι μας καθορίζουν τη συμπεριφορά μας. Δώστε κάτι στην κοινωνία, για να το μετατρέψει σε κυρίαρχο όμορφο "υλικό" και να μας το επιστρέψει διαμοιράζοντάς το, δισκορπίζοντάς το, εμφυσώντας το, παντού... σε κάθε υλικό μας στοιχείο, σε κάθε μόριό μας, σε κάθε άτομο αυτής της κοινωνίας...





Ακούτε άραγε τη φωνή της ψυχής της ύλης...;
Ακούτε άραγε αυτά τα διαμάντια που μας κλέβουν τη μιλιά;


"Les Pecheurs de perles"
by Tino Rossi



I still believe I hear 
hidden beneath the palm trees 
your voice tender and deep 
like the song of a dove 
oh night enchantress 
divine rapture 
delightful thought 
mad intoxication, 
sweet dream 

in the clear starlight 
I still believe I see 
in between the long sails 
of the warm night breeze 
oh night enchantress 
divine rapture 
delightful thought 
mad intoxication, 
sweet dream 

sweet dream! 
sweet dream!




Διαλέξτε πλευρά: της σκοτεινής ύλης ή της φωτεινής αγκαλιάς;





Υ.Γ.: Ίσως σας έχουν δημιουργηθεί δυο ερωτήσεις: 1ον από πού είναι αυτές οι όμορφες φωτογραφίες που απεικονίζουν αυτό το υπέροχο graffiti ? Είναι από ένα κτήριο δίπλα ακριβώς από το νοσοκομείο "Ιπποκράτειο" της Θεσσαλονίκης. Και 2ον, πώς γίνεται να ξεκίνησε όλο αυτό το χάος στη σκέψη μου, από μια απλή παρατήρηση μυρμηγκιών ? Απέναντι ακριβώς από αυτό το κτήριο, υπάρχει ένα παρκάκι, όπου σωριάστηκα σήμερα το πρωί, φαρδιά πλατιά να ξεκουραστώ, στη σκιά ενός δέντρου. Εκεί, λοιπόν που ήμουν ανάσκελα και κοιτούσα τον ουρανό, (εν είδει πρόβας για τη μεγάλη στιγμή που θα κοιτώ τα ραδίκια ανάσκελα... και επειδή δεν ξέρει κανείς πότε θα του 'ρθει αυτή η στιγμή, άρα κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε, που λένε!), ένοιωσα ένα διάχυτο γαργαλητό στην κοιλιακή μου χώρα. Κάνω έτσι, τι να δω; με διαπερνούσε κάθετα ως προς τον άξονα του κορμιού μου, μια τεράστια μυρμηγκολεωφόρος, με εκατοντάδες μυρμήγκια που φαίνονταν ότι δεν έχουν καθόλου χρόνο για καθυστέρηση... Αντιλήφθηκα, ότι μάλλον τους είχα χαλάσει την ημέρα και αφού τους προκάλεσα έναν μικρό σεισμό, σείοντας και εκσφενδονίζοντας τα όλα, μακρυά από το κοιλιακό μου οδόστρωμα, έφυγα προβληματισμένος και τότε άρχισαν να δημιουργούνται αυτές οι σκέψεις που σας ανέλυσα πρωτύτερα στο μυαλό μου, οι οποίες μάλιστα με κατέκλυσαν σαν... μυρμήγκια! Και εκεί κάπου στη φυγή μου από τον μικρόκοσμο των μυρμηγκιών, τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο κτήριο που φωτογράφισα, το οποίο απεικόνιζε τον μεγαλόκοσμο των ανθρώπων... Άραγε, υπάρχουν διαφορές και ανισότητες σε αυτές τις δυο κοινωνίες;;


Η εξάλειψη του κεφαλαίου ή Η εξάλειψη του κεφαλιού;



Και για να το κλείνουμε το θέμα που μας απασχολεί στις τελευταίες αναρτήσεις, σχετικά με το "κεφάλαιο" της φιλοσοφίας που λέγεται Πολίτης-Κοινωνία-Πολιτεία:


"Στις αρχές του 20ού αιώνα εισήχθη και μια νέα τεχνολογική καινοτομία, ο «φορντισμός». Εισήχθη συγκεκριμένα, στην παραγωγή ο «ιμάντας», ή «ταινιόδρομος συναρμολόγησης». Οι εργάτες, που εργάζονταν προηγουμένως σε ομάδες, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τις διαδοχικές φάσεις της συναρμολόγησης του τελικού προϊόντος, παρατάχθηκαν τώρα κατά μήκος του ταινιοδρόμου. Η κίνηση του ιμάντα μεταβίβαζε το υπό παραγωγή προϊόν από το ένα στάδιο επεξεργασίας στο επόμενο, από τον ένα εργάτη στον άλλο, ο οποίος όφειλε να συντονίζει τις μερικές και αποσπασματικές, μηχανικές ενέργειες που του είχαν ανατεθεί στους ρυθμούς και τις απαιτήσεις αυτής της αυτοματοποιημένης κίνησης. Με την τεχνολογική αυτή καινοτομία, που «επαναστατικοποίησε» την παραγωγή και οδήγησε στο επιλεγόμενο εργοστάσιο «μαζικής παραγωγής», σημειώθηκε η έναρξη μιας νέας μορφής δράσης, ενός νέου τρόπου συσσώρευσης του κεφαλαίου (φορντισμός). 

Με την καινοτομία αυτή επετεύχθη η περαιτέρω αποσύνδεση του σχεδιασμού, της ρύθμισης και του ελέγχου, από την εκτέλεση της παραγωγικής διαδικασίας. Όπως είναι φανερό, οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο και εντός αυτών των συνθηκών, οι εργάτες δεν είχαν ούτε γνώση, ούτε οποιουδήποτε βαθμού έλεγχο της διαδικασίας, είτε στα επιμέρους, είτε στο σύνολό της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εδώ κατέστη ανάγλυφη η διαπίστωση του Μαρξ ότι υπό το κεφάλαιο η ανθρώπινη εργασία εκπίπτει σε «αφηρημένη δραστηριότητα», σε «μια αφαίρεση δραστηριότητας». Η μηχανή αφομοιώνει όχι μόνον την επιδεξιότητα και τη δεξιοτεχνία του εργαζόμενου, αλλά και τη φυσική του δύναμη, καθώς αυτή υποκαθίσταται από τις «φυσικές δυνάμεις», τις οποίες ενσωματώνουν οι μηχανές διά της φυσικής επιστήμης και της τεχνολογίας. Οι τελευταίες ενεργοποιούνται, εκτυλίσσονται και μεταμορφώνονται σε παραγωγικές δυνάμεις και υποτάσσουν τον εργαζόμενο υποβιβάζοντάς τον σε «απλό συνδετικό στοιχείο» του όλου μηχανισμού, σε «απειροελάχιστο, εξαφανιζόμενο μέγεθος». Αλλά, εάν η διαδικασία της παραγωγής διαμορφώθηκε ως μια κεντρικά ρυθμιζόμενη και αυτομάτως κινούμενη διαδικασία, στο μεγάλο ατμοκίνητο εργοστάσιο του προπερασμένου αιώνα, στο οποίο αναφέρεται ο Μαρξ, και στα ηλεκτροκίνητα εργοστάσια «μαζικής παραγωγής» που χαρακτήρισαν τον καπιταλισμό του 20ού αιώνα ουσιαστικά μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, σήμερα η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η μετάθεση στο κεφάλαιο όλων των ειδοποιών, ποιοτικών πλευρών της εργασίας έχει πάρει την «καθαρή», ούτως ειπείν, μορφή της στη σύγχρονη τεχνολογία των «ψηφιακά ελεγχόμενων» μηχανών, ή αλλιώς των μηχανών «ευέλικτης μεταποίησης», της ρομποτικής και των τηλεκατευθυνόμενων συστημάτων παραγωγής. 

Η εισαγωγή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας και των ηλεκτρονικών υπολογιστών σε όλες τις φάσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας επέβαλε την αναδιάρθρωση των μεθόδων παραγωγής, την ανασυγκρότηση της δράσης του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο και συνεπώς και την αναδιάταξη των εργασιακών σχέσεων. Πολλοί ομιλούν για την «τρίτη βιομηχανική επανάσταση» μετά την επανάσταση του ατμού τον 19ο, δηλαδή, και του ηλεκτρισμού τον 20ό αιώνα. Η ταχύρρυθμη ανανέωση της πληροφορικής τεχνολογίας, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει επιβάλει τον αδιάκοπο εκσυγχρονισμό των μηχανών και τον συνεχή «επανασχεδιασμό» της παραγωγής. Ακόμη η κατασκευή ρομπότ που επίσης ρυθμίζονται και συντονίζονται από ανάλογα προγράμματα, επέτεινε την αυτοματοποίηση της διαδικασίας της εργασίας και επέτυχε την υποκατάσταση εργατικών χεριών σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Σήμερα η διαδικασία παραγωγής στα εκσυγχρονισμένα εργοστάσια διεκπεραιώνεται από τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ και αυτοματοποιημένα μηχανήματα που ρυθμίζονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Οι μορφές εργασίας που επιβιώνουν εντός των αυτοματοποιημένων, ηλεκτρονικά ελεγχόμενων και ρυθμιζόμενων συστημάτων μηχανών προσδιορίζονται από τις μηχανές αυτές απολύτως. Η «ειδίκευση» ή «ημι-ειδίκευση» που απαιτούν, περιορίζεται στην εκμάθηση της χρήσης τους. 

Αυτό είναι στις μέρες μας φανερό δια γυμνού οφθαλμού στην περίπτωση της χρήσης του ίδιου του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εδώ, ο εργαζόμενος μαθαίνει μηχανικά το εκάστοτε συγκεκριμένο πρόγραμμα, διά του οποίου εκτελεί υπό μορφή ρουτίνας τη μερική εργασία που του έχει ανατεθεί. 

Τέλος, οι μηχανές που καθιστούν παραπάνω από διαυγή την αφομοίωση από το κεφάλαιο όλων των ποιοτικών, ειδοποιών χαρακτήρων και πνευματικών διαστάσεων της ανθρώπινης εργασίας είναι οι μηχανές «ευέλικτης μεταποίησης». Οι μηχανές αυτές είναι «ευέλικτες», διότι αναπροσαρμόζονται εύκολα και επιτυγχάνουν την παραγωγή, κατά βούληση, ειδικών προϊόντων με σχετικά απλές αλλαγές στα προγράμματα των υπολογιστών που τις κατευθύνουν. Έτσι, οι υπολογιστές, που εξελίσσονται ταχύτατα, τείνουν να υποκαστήσουν τους μηχανικούς παραγωγής, καθώς ο σχεδιασμός των προϊόντων και της παραγωγής γίνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων υπολογιστών ή αλλιώς λογισμικών. Η ίδια τεχνολογία, η πληροφορική έχει υποκαταστήσει τους εργαζόμενους στις διοικητικές εργασίες και στις εργασίες γραφείου, έχοντας μηχανοποιήσει και εντέλει αυτοματοποιήσει τη διεκπεραίωση των διοικητικών υπηρεσιών των επιχειρήσεων. 

Η εκτόπιση, όμως των εργαζομένων που συνεπάγεται αυτή η τεχνολογία και η τάση της να εξαλείψει εντελώς τη ζωντανή εργασία, όπως άλλωστε εκφράζεται στους μεγάλους αριθμούς ανέργων, που πολλαπλασιάζονται τις τελευταίες δεκαετίες στα παραδοσιακά κέντρα, όσο και στην περιφέρεια του καπιταλισμού, συνιστά μείζονα αντίφαση, αντίφαση που απειλεί το μηχανισμό συσσώρευσης του κεφαλαίου καθ’ εαυτόν. Το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να μεγιστοποιήσει το κέρδος δια της μεγαλύτερης δυνατής μείωσης του κόστους της ανθρώπινης εργασίας τείνει στην κατάργηση, ει δυνατόν στην εξάλειψή της. Η εξάλειψη της ζωντανής εργασίας όμως, από τη διαδικασία της παραγωγής σημαίνει την εξάλειψη της πηγής της υπεραξίας. Προοιωνίζεται συνεπώς την εξάλειψη του κεφαλαίου. Μας ενδιαφέρει πάντως να επισημάνουμε την αντίφαση που δημιουργεί στο εσωτερικό του κεφαλαίου η σύγχρονη πληροφορική τεχνολογία και η περιθωριοποίηση της ζωντανής εργασίας στην οποία στοχεύει και την οποία έχει ως ένα βαθμό επιτύχει, διότι δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τον ακραίο βαθμό στον οποίο το κεφάλαιο έχει στις μέρες μας αφομοιώσει όλες τις πλευρές της ανθρώπινης εργασίας.

[…] Η ύπαρξη τέλος, και η λειτουργία της αγοράς και η καθολικευμένη ανταλλαγή, που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική κοινωνία έχει ως συνέπεια το ότι η κοινωνική ζωή διασπάται και διακρίνεται σε διαφορετικές σφαίρες, ή τομείς. Και πρώτα απ’ όλα, η παραγωγή και η ανταλλαγή των εμπορευμάτων, παρά την αδιάσπαστη συνέχεια και ενοποίηση που τις χαρακτηρίζει, είναι εντούτοις χρονικά και τοπικά αποχωρισμένες. Ακόμα, η παραγωγή, όπως και η ανταλλαγή διαχωρίζονται από την κατανάλωση τόσο τοπικά και χρονικά, όσο και ως κοινωνικές λειτουργίες. Έτσι, η αστική παραγωγή φαίνεται να αναδεικνύει με τη μεγαλύτερη σαφήνεια ως ξεχωριστό τομέα της κοινωνικής ζωής την «οικονομία» (παραγωγή και ανταλλαγή) έναντι της «κοινωνίας» (ιδιωτική κατανάλωση και ιδιωτική κοινωνική ζωή) και της «πολιτικής» (κράτος-εξουσία-θεσμοί). Οι άνθρωποι λειτουργούν τη μια ως «παραγωγοί», ή εργάτες, την άλλη ως αγοραστές, την τρίτη ως καταναλωτές και μόνο μετά ταύτα και απομονωμένοι μπορούν να «αισθανθούν εαυτούς ως ανθρώπινα», δηλαδή «κοινωνικά» και όχι μόνο «φυσικά όντα», όπως γράφει ο Μαρξ, όντα δηλαδή τα οποία δεν έχουν ως κύρια μέριμνα την ικανοποίηση των βιοτικών, των υλικών τους αναγκών. Συμμετέχουν τέλος στην κοινωνία ευρύτερα ως «πολίτες», ως ιδιώτες που έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις από κοινού συνωμολογημένες. Η κοινωνική πρακτική και η κοινωνική ζωή τεμαχίζεται και διασπάται. Επιμερίζεται σε διαφορετικούς τομείς, επίπεδα, ή δομές, την οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική, την ιδεολογία. Οι άνθρωποι μεταπίπτουν από τη μια λειτουργία στην άλλη, υποδυόμενοι διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους. Είναι αυτές οι συνθήκες που καταγράφονται στη συνείδηση των ανθρώπων και επιτρέπουν τη θεωρητική διάκριση της «οικονομικής βάσης» από το «κοινωνικό», «πολιτικό» και ιδεολογικό «εποικοδόμημα». Η καθοριστική λειτουργία του κεφαλαίου, η παραγωγή και η ανταλλαγή όλων των αγαθών υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου, όπως και το μέγεθος και η επέκταση της αγοράς σε πρωτοφανείς στην ιστορία διαστάσεις, έχουν ως συνέπεια το να επιβάλλεται στη συνείδηση των ανθρώπων η «οικονομία» ως ο «καθοριστικός» τομέας της οργάνωσης της κοινωνίας. Με τα λόγια της μαρξιστικής θεωρίας, είναι η οικονομική «βάση», η «υλική» βάση της κοινωνίας που έχει προτεραιότητα.

(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το "Οι κλασσικοί της Κοινωνιολογίας" της Μαρίας Ν. Αντωνοπούλου, εκδ. Σαββάλας 2008 σελ. 184-189)



Με αυτές τις σκέψεις, άραγε, πώς θα μπορούσαν να ιδωθούν οι ορδές των ανέργων, οι μάζες των καταθλιπτικών και οι σειρές των θυμάτων αυτοκτονίας, μέσα από το πρίσμα της αντιπαράθεσης ανθρώπινου κεφαλιού (νου, λογικής, παραγωγής ιδεών) και ανθρώπινου κεφαλαίου (μυϊκού έργου, πράξης, παραγωγής κατασκευών);


Η απάντηση, φαντάζει βραχυκυκλωματική...




Ο Ροβινσώνας πραγματικά μόνος και έρημος;



Συνεχίζοντας την προσπάθεια για την ανεύρεση κοινού παρανομαστή σε αυτό που ορίζουμε ως "εργασία" ας αναλογιστούμε ξανά κάποιες έννοιες του κυρίου Μαρξ:


"Όμως, η διαδικασία της εργασίας δεν είναι ατομική δράση, δεν είναι δράση μεμονωμένων ατόμων, αλλά δραστηριότητα που εντάσσεται σε μία ευρύτερα συλλογική, κοινωνική οργάνωση. Η διαδικασία της εργασίας είναι εγγενώς κοινωνική. Οι άνθρωποι εργάζονται με διαφορετικό τρόπο στο πλαίσιο διαφορετικών κοινωνιών. «Τα άτομα παράγουν μέσα σε κοινωνία – άρα η παραγωγή των ατόμων [είναι] κοινωνικά καθορισμένη». Μπορούμε να πούμε ότι η εργασία είναι κοινωνική δράση και πρακτική που εμφανίζει ποικίλες ιστορικές μορφές και όχι ατομική δραστηριότητα. 


Κατά συνέπεια, η εργασία δεν πρέπει να συλλαμβάνεται ως υπεριστορική έννοια, να ορίζεται γενικά και αφηρημένα Έτσι όμως, εξαλείφουμε τον κοινωνικό χαρακτήρα, το ειδικότερο περιεχόμενο της εργασιακής δραστηριότητας του ανθρώπινου ατόμου. Υποθέτουμε ότι εργάζεται όχι ως κοινωνικό ον, αλλά ως απομονωμένο «άτομο», ως εάν βρίσκεται δηλαδή έξω από την κοινωνία, εκτός κοινωνικών σχέσεων. Όπως υποστήριξε ο Μαρξ, ο απομονωμένος παραγωγός, το άτομο που εργάζεται παραγωγικά, που παράγει χρήσιμα αντικείμενα έξω από την κοινωνία, μόνον ως ατύχημα μπορεί να συμβεί. Ο Ροβινσώνας ήταν ναυαγός σε ένα έρημο από άλλους ανθρώπους νησί, όμως και αυτός δεν δρούσε ερήμην της προηγουμένης κοινωνικής του εμπειρίας, των τρόπων της συνείδησης και των τρόπων επιμερισμού των δραστηριοτήτων του, της αντίληψης της εργασιακής δραστηριότητας της κοινωνίας από την οποία προερχόταν. Παρήγε συνεπώς όχι ως απομονωμένο, αυτοπροσδιοριζόμενο άτομο, ως άτομο εκτός της κοινωνίας, αλλά ως κοινωνικό ον, παρόλο που βρέθηκε εκτός της κοινωνίας, εντός της οποίας διαμόρφωσε τους τρόπους της συνείδησης και της δράσης του. Ο απομονωμένος, ο «ατομικός», ο «αφηρημένος παραγωγός» είναι μόνον μια «αφαίρεση», κάτι δηλαδή που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι ένα φανταστικό, όχι ένα πραγματικό ον, όπως σημείωσε ο Μαρξ. […] Τον εργάτη, τον δουλοπάροικο, τον δούλο μόνον παραβλέποντας τις συνθήκες και τις κοινωνικές σχέσεις εντός των οποίων ζουν και εργάζονται, μπορούμε να τους δούμε ως απομονωμένα εργαζόμενα άτομα, να τους αντιληφθούμε απλώς ως άτομα ευρισκόμενα σε σχέση με τα εργαλεία και τα αντικείμενα της εργασίας".


(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το "Οι κλασσικοί της Κοινωνιολογίας" της Μαρίας Ν. Αντωνοπούλου, σελ. 141-142, εκδ. Σαββάλας 2008, ένα εξαιρετικό σύγγραμμα)




Μπορούμε συνεπώς να μιλήσουμε για μια συνολικά και αντικειμενικά εννοούμενη "εργασία"; Πώς εννοείται η κατανάλωση ενέργειας κατά καιρούς, εποχές, κοινωνικά πλαίσια και γεωγραφικά όρια;


Είναι όμως μάλλον ανάγκη να παραθέσουμε στοιχεία που να εξηγούν καλύτερα τις έννοιες της ύλης-ενέργειας. Θα το κάνουμε πάλι δια των απόψεων των μαρξιστών:



"Ο όρος διαλεκτικός υλισμός χρησιμοποιήθηκε λίγο αργότερα, προκειμένου να προσδιορισθεί το σύνολο των φιλοσοφικών αρχών της θεωρίας σε ενιαίο σύστημα. Ως «διαλεκτικός υλισμός» χαρακτηρίσθηκε η προσπάθεια σύζευξης, που πάντως άρχισε με τον Ένγκελς, της διαλεκτικής του Χέγκελ με τον προγενέστερο, τον προμαρξιστικό υλισμό, τον φιλοσοφικό ειδικότερα υλισμό του 18ου και τον επιστημονικό υλισμό του 19ου αιώνα. Η διαφορά του μαρξιστικού υλισμού έναντι των προγενέστερων, του φυσικοεπιστημονικού υλισμού ειδικότερα, είναι βεβαίως, η αντίληψη για τον διαλεκτικό χαρακτήρα της κίνησης της ύλης. Ο Ένγκελς είναι λοιπόν, ο πρώτος υπεύθυνος τόσο για την ιδέα, όσο και για τις πρώτες διατυπώσεις του διαλεκτικού-ιστορικού υλισμού. Ο Λένιν λίγο αργότερα συνέβαλε αποφασιστικά στην υποστήριξη και την εδραίωση του μαρξιστικού υλισμού, της αντίληψης δηλαδή για τη διαλεκτική κίνηση της ύλης ως καθολικού νόμου της φύσης και της κοινωνίας. 

Τόσο ο Ένγκελς, όσο και ο Λένιν στήριξαν τα επιχειρήματά τους επικαλούμενοι τις προόδους, τις «κατακτήσεις» των φυσικών επιστημών της εποχής τους. Ο Ένγκελς στο έργο «Ο Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας» γράφει χαρακτηριστικά ότι τρεις είναι οι μεγάλες ανακαλύψεις στις φυσικές επιστήμες και τη βιολογία, που άνοιξαν το δρόμο στη σωστή κατανόηση των διαδικασιών της Φύσης και επιτρέπουν την οροθέτηση του «επιστημονικού υλισμού» και της «συστηματικής επιστήμης» έναντι των προγενέστερων υλισμών, που είχαν, κατά τον Ένγκελς, «μηχανικό και μεταφυσικό» χαρακτήρα. Οι μεγάλες αυτές ανακαλύψεις ήταν, πρώτον, αυτή του κυττάρου. δεύτερον, η αρχή της διατήρησης και της μετατρεψιμότητας της ενέργειας. και τρίτον, η «απόδειξη» του Δαρβίνου για την εξέλιξη της οργανικής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, από πρωτογενείς μονοκύτταρες μορφές ζωής που έχουν χημική, δηλαδή ανόργανη προέλευση. […] Αυτό που απουσιάζει, κατά τον Ένγκελς, απ’ όλους τους προγενέστερους υλισμούς, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του Φόιερμπαχ, αλλά και των συγχρόνων του υλιστών φυσικών επιστημόνων, φυσιολόγων και βιολόγων είναι η «διαλεκτική». Ακριβέστερα, η σύλληψη των φυσικών διαδικασιών και της κίνησης της ύλης ως διαλεκτικής. Επέμενε λοιπόν στην «ανάγκη να αναγνωρίσουν οι φυσικές επιστήμες τον διαλεκτικό χαρακτήρα των φυσικών φαινομένων». Προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση αυτή, o Ένγκελς ανέλαβε στο έργο Διαλεκτική της φύσης (Dialektik der Natur) να μεθερμηνεύσει τις θεωρητικές προτάσεις της φυσικής και της χημείας της εποχής του στη γλώσσα της διαλεκτικής. Η προσπάθεια λοιπόν του Ένγκελς αρχικά και του Λένιν στη συνέχεια να συνθέσουν και να υποστηρίξουν τη μαρξιστική επιστήμη ως διαλεκτικό υλισμό συνίσταται στη σύζευξη, όπως είπαμε, της εγελιανής διαλεκτικής με το φυσικό-επιστημονικό αξίωμα της κίνησης της ύλης. Η ειδοποιός διαφορά της μαρξιστικής θεωρίας, του «ορθόδοξου» από τον Λένιν και μετά μαρξιστικού υλισμού είναι, κατά τους πρωτεργάτες του, ο διαλεκτικός χαρακτήρας της κίνησης της ύλης. Αυτό που επάσχιζαν να τεκμηριώσουν είναι ότι οι διαδικασίες στη φύση, η φυσική εξέλιξη, η εξέλιξη στα διάφορα επίπεδα της φυσικής πραγματικότητας, από τα χαμηλότερα είδη του φυτικού και του ζωικού βασιλείου μέχρι τον άνθρωπο και τη συνείδησή του είναι δυνατόν να κατανοηθεί ως πάλη αντιθέτων δυνάμεων, ως πάλη «αλληλοαποκλειομένων αντιθέτων». Η «πάλη» αυτή, έγραψε ο Λένιν, «είναι απόλυτη, όπως και η ανέλιξη-ανάπτυξη και η κίνηση είναι απόλυτη». Τόσο στον Ένγκελς όσο και στον Λένιν, ο οποίος κατά κανόνα επικαλείται και επαναλαμβάνει τον Ένγκελς, η ύλη και η κίνηση έχουν αιώνιο χαρακτήρα. Ο κόσμος είναι προϊόν των μεταμορφώσεων της κίνησης της ύλης, μεταμορφώσεων που κατά τον Ένγκελς «είναι εκ φύσεως εγγενείς στην κινούμενη ύλη». «Γνωρίζουμε από την εμπειρία και από τη θεωρία», γράφει, «ότι τόσο η ύλη, όσο και ο τρόπος ύπαρξής της, η κίνηση, είναι αδημιούργητες και αποτελούν, συνεπώς, την ίδια την τελική τους αιτία». Εκλαμβάνεται έτσι ως αυτονόητο ότι η ύλη έχει προτεραιότητα έναντι της συνείδησης. Όπως έγραψε ο Λένιν, «η ύλη είναι πρωτογενής, το πνεύμα δευτερογενές». Άλλωστε ο άνθρωπος είναι προϊόν φυσικής εξέλιξης, είναι κατά τη διατύπωση του Ένγκελς «φύση που αποκτά συνείδηση του εαυτού της». Στο εξής οι μαρξιστές εξέλαβαν τις θέσεις και τους «νόμους» αυτούς ως την πεμπτουσία της μαρξιστικής θεωρίας και προσπάθησαν να τους επεκτείνουν και να τους εφαρμόσουν στη πραγμάτευση των κοινωνικών φαινομένων και στην ιστορία. Διαμορφώθηκε έτσι, ο «ιστορικός υλισμός» επίσης ως ένα θεωρητικό σύστημα και σχηματοποιήθηκε ο μαρξισμός στο δίδυμο «διαλεκτικός-ιστορικός υλισμός». 

[…] Οι μαρξιστές συχνά επικαλούνται τη φράση του Μαρξ ότι «δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων αυτή που καθορίζει το είναι τους, μα αντίστροφα το κοινωνικό τους είναι, είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδησή τους». Ως «κοινωνικό είναι» εννοείται το σύνολο των υλικών όρων της κοινωνικής ζωής. Και οι υλικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής θεωρείται ότι καθορίζουν τη συνείδηση των ανθρώπων, τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους. Οι υλικές συνθήκες, η ύλη με αυτή την έννοια θεωρείται πρότερη ως προς το πνεύμα και τα προϊόντα του, τη γνώση, την ιδεολογία και τη συνείδηση γενικότερα. Όπως έγραψε ο Ένγκελς στη Διαλεκτική της φύσης, ο «σκεπτόμενος νους», το «ανθρώπινο πνεύμα συνιστά την ανώτερη μορφή της ύλης». 

[…] Η διαλεκτική αντίθεση δεν είναι κατά τη θεωρία, μεθοδολογικό τέχνασμα, αλλά καθολικό-οικουμενικό γεγονός. Χαρακτηρίζει δηλαδή, όπως είπαμε, τόσο τη φύση όσο και την κοινωνία. Η χαρακτηριστικότερη και σημαντικότερη περίπτωση διαλεκτικής αντίθεσης είναι η ίδια η κίνηση. […] Η κίνηση, η μεταβολή από το ένα στο άλλο είναι ακατάπαυστη. Οι μαρξιστές συχνά επικαλούνται τα λόγια του Ηρακλείτου ότι «τα πάντα ρει κι ουδέν μένει» και «πόλεμος πατήρ πάντων». Τα πάντα είναι κίνηση, μεταβολή και ανταγωνισμός αντιθέτων: διαλεκτική κίνηση και διαλεκτική πορεία και ανέλιξη. Ο Ένγκελς έγραψε χαρακτηριστικά: «Η κίνηση η ίδια είναι μια αντίθεση». 

[…] Συναφείς είναι και οι θέσεις για τη διαλεκτική ενότητα της θεωρίας με την πράξη. Η «πρακτική» συνιστά τη διαδικασία μέσω της οποίας διαμορφώνεται, αλλά και ελέγχεται η «γνώση». Το κριτήριο της «αντικειμενικότητας» και της «αλήθειας» κάθε γνώσης, είτε αυτή αφορά τη φυσική πραγματικότητα, είτε την κοινωνία, βρίσκεται στον έλεγχο της θεωρίας από την πράξη. Η δεύτερη (ΙΙ) θέση στον Φόιερμπαχ του Μαρξ θεωρείται ότι συνοψίζει την αντίληψη αυτή: «Το ερώτημα, αν μπορεί να αποδοθεί αντικειμενική αλήθεια στην ανθρώπινη σκέψη, δεν είναι ερώτημα θεωρητικό, αλλά πρακτικό. Στην πράξη ο άνθρωπος πρέπει να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και τη δύναμη, τη μη υπερβατικότητα-τη θετικότητα- της σκέψης του. Η συζήτηση για την πραγματικότητα, ή τη μη πραγματικότητα της σκέψης που είναι απομονωμένη από την πρακτική είναι καθαρά σχολαστική». […] Θεώρησαν λοιπόν, οι μαρξιστές ότι ήταν δυνατόν να καταγραφούν «αντικειμενικοί νόμοι» της κίνησης και της εξέλιξης της πραγματικότητας, φυσικής και κοινωνικής, επιβεβαιώνοντας τη θέση για την αυτόνομη κίνηση της ύλης, την οποία «αντανακλά» η γνωστική διαδικασία και γνωστική πρακτική. Διατυπώθηκε έτσι η θεωρία της γνώσης ως «αντανάκλασης» της πραγματικότητας (Bildertheorie), σύμφωνα με την οποία «η θεμελιώδης προκείμενη του υλισμού είναι η αναγνώριση του εξωτερικού κόσμου, της ύπαρξης των πραγμάτων έξω και ανεξάρτητα από το νου. Το αντικείμενο», γράφει ο Λένιν, «υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο και αντανακλάται περισσότερο, ή λιγότερο επαρκώς στο νου του υποκειμένου». 

[…] Εξάλλου οι επεξεργασίες του Ένγκελς συνεπάγονται επίσης, την αντίληψη ότι η κοινωνική μεταβολή πειθαρχεί σε μια αναγκαστική εξελικτική διαδικασία. Η κοινωνία σε μια νομοτελειακή εξέλιξη. Όμως, η σχηματοποίηση της διαλεκτικής ως θεωρίας και μεθοδολογίας της εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας, η μεταμόρφωση του διαλεκτικού υλισμού σε εξελικτικό υλισμό και του ιστορικού υλισμού σε εξελικτική θεωρία της κοινωνίας συντελέσθηκε σταδιακά για να πάρει την πιο σχηματοποιημένη μορφή της στο έργο του Στάλιν. […] Εδώ ο Στάλιν υποκαθιστά τους «διαλεκτικούς νόμους» με τους «νόμους της εξέλιξης». Θεωρεί ότι «η διαλεκτική εξετάζει την πορεία της εξέλιξης», που την χαρακτηρίζει «νομοτέλεια» και που συνιστά «κίνηση προχωρητική, κίνηση ανοδική πέρασμα από το απλό στο σύνθετο, από το κατώτερο στο ανώτερο». Στον Ένγκελς και αργότερα στον Λένιν η «εξέλιξη» είναι συνέπεια των «διαλεκτικών νόμων», των «γενικών νόμων της κίνησης». Με τα λόγια του Λένιν, «Η εξέλιξη προβαίνει σπειροειδώς, όχι ως μια ευθεία γραμμή. Πρόκειται για εξέλιξη με άλματα, καταστροφές και ανατροπές, τομές και συνέχεια, πρόκειται για εσωτερικές ωθήσεις προς την εξέλιξη, που παράγονται από την αντίθεση και τη διαμάχη των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που ενεργούν σε ένα σώμα, σε ένα δεδομένο φαινόμενο, ή στο εσωτερικό μιας δεδομένης κοινωνίας». Στον Στάλιν αντιθέτως, η «εξέλιξη» της «ύλης» και οι μορφές που αναδεικνύονται τόσο στη φύση όσο και στην ιστορία δεν είναι συνέπεια και αποτέλεσμα των κατά περίπτωση, ή κατά ιστορική συγκυρία αντιτιθεμένων στοιχείων, ή κοινωνικών δυνάμεων, αλλά συνιστά τον νόμο της ανάπτυξης των «όντων» και των «κοινωνικών καθεστώτων» από «κατώτερα σε ανώτερα». Τον «ουσιώδη χαρακτήρα της διαλεκτικής», την «εσωτερική ουσία» των πραγμάτων, δεν συνιστά πλέον η «ενότητα» και η «πάλη των αντιθέτων», η «αντίθεση», όπως θεωρούσαν ο Ένγκελς και ο Λένιν, αλλά η «εξέλιξη». Ακριβέστερα, η εξέλιξη εξηγεί την «πάλη» των αντιτιθεμένων στοιχείων, καθώς κατά τον Στάλιν, η «αντίθεση» περιορίζεται ανάμεσα σε «στοιχεία που εξαφανίζονται και σε στοιχεία που αναπτύσσονται». Έτσι, η «απονέκρωση του παλιού και η ανάπτυξη του καινούργιου αποτελεί τον νόμο της εξέλιξης». Η «εξέλιξη» λοιπόν καθ’ εαυτήν, και όχι η «διαλεκτική αντίθεση», συνιστά τον νόμο της κίνησης τόσο της φύσης, όσο και της κοινωνίας. 

(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το "Οι κλασσικοί της Κοινωνιολογίας" της Μαρίας Ν. Αντωνοπούλου, εκδ. Σαββάλας 2008, σελ. 80-91)



Και αν αυτά υποστήριζαν οι μαρξιστές, οι υποστηρικτές του Μαρξ, αξίζει να δει κανείς τι υποστήριζε ο ίδιος ο Μαρξ, για να καταλάβει την πολυπλοκότητα της σκέψης όταν καταπιάνεται με προβλήματα όπως αυτά της πολιτικής φιλοσοφίας (τέτοια μάλιστα πολυπλοκότητα που ο Μαρξ είχε αναφωνήσει: μα εγώ δεν είμαι Μαρξιστής!):


"Αλλά, το ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε μεταβολική σχέση με τη φύση και ότι ακόμα ο άνθρωπος «σκέπτεται» και «δρα», πράττει με βάση τις ιδέες και τη «γνώση» που έχει στη διάθεσή του δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς πρέπει να εννοηθεί η μεταβολική σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Πρέπει να εννοηθεί ως σχέση «υλικής ανταλλαγής»; Είναι η ύλη η πρώτη αιτία, η οντολογική ουσία τόσο της φύσης όσο και του ανθρώπου; Είναι η ύλη και η υλική ενέργεια και κίνηση υπεύθυνη τόσο για τα φυσικά, όσο και για τα κοινωνικά πράγματα, τόσο για τις φυσικές, όσο και τις κοινωνικές διαδικασίες; Είναι ειδικότερα η κοινωνική συνείδηση προϊόν της υλικής διαδικασίας, διαμορφώνεται ως «αντανάκλαση της ύλης»; Όπως είδαμε αυτή είναι η κυρίαρχη αντίληψη στο πλαίσιο του μαρξισμού. Εκεί που διαφέρει ο Μαρξ είναι ότι θεωρεί ότι η φύση και η κοινωνία συνδέονται, όχι απλώς διότι η κοινωνία είναι «μέρος» της φύσης –ο άνθρωπος έχει φυσική υπόσταση-, αλλά γιατί η φύση είναι με τη σειρά της δοσμένη «πλευρά» της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο άνθρωπος με την πρακτική οικειοποίηση της φύσης για την ικανοποίηση των αναγκών του, επεμβαίνει στο φυσικό περιβάλλον, μεταλλάσσει το τελευταίο και τον εαυτό του. Δημιουργεί, συγκροτεί με αυτό τον τρόπο το συνολικό του περιβάλλον, κοινωνικό και φυσικό. Η φύση δηλαδή καθίσταται αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής πρακτικής, γενικότερα της κοινωνίας. «… η κοινωνία είναι η πλήρης ενότητα ουσίας του ανθρώπου με τη φύση», έγραψε ο Μαρξ. […] Για τον Μαρξ η μεταβολική σχέση του ανθρώπου με τη φύση πραγματοποιείται διά της κοινωνίας, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση μεσολαβείται από την κοινωνική του ύπαρξη. Η οικειοποίηση της φύσης, o προσπορισμός των αγαθών από τη φύση και η παραγωγή των μέσων διαβίωσης γίνεται πάντοτε μέσω μιας συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης, όσο στοιχειώδης κι αν είναι αυτή. Γράφει χαρακτηριστικά στη Γερμανική Ιδεολογία: «… ο άνθρωπος βρισκόταν πάντοτε μπροστά σε μια ιστορική φύση και μια φυσική ιστορία». Άλλωστε, «γνωρίζουμε μόνο μια επιστήμη, την επιστήμη της ιστορίας. Η ιστορία μπορεί να ιδωθεί από δύο πλευρές, μπορεί να διαιρεθεί στην ιστορία της φύσης και την ιστορία της ανθρωπότητας. Οι δύο πλευρές όμως, δεν πρέπει γι’ αυτόν το λόγο να ξεχωρίζονται. Εφόσον υπάρχουν άνθρωποι, η ιστορία των ανθρώπων και η ιστορία της φύσης προσδιορίζονται αμοιβαία». Άλλωστε «δεν είναι η ενότητα της φύσης και του δρώντος ανθρώπου [δηλαδή η ενότητα του ανθρώπου] με τους φυσικούς και ανόργανους όρους της μεταβολικής του ανταλλαγής με τη φύση που χρειάζεται να εξηγηθεί, ή που είναι αποτέλεσμα ιστορικής διαδικασίας, αλλά μάλλον ο αποχωρισμός τους που ολοκληρώνεται μόνο στη σχέση της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου». Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση διαμορφώνεται λοιπόν ιστορικά. Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση προϋποθέτει, όπως είπαμε, τις κοινωνικές σχέσεις, την κοινωνική οργάνωση. Είναι με αυτή την έννοια σχέση κοινωνική".


(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το "Οι κλασσικοί της Κοινωνιολογίας" της Μαρίας Ν. Αντωνοπούλου, εκδ. Σαββάλας 2008, σελ. 132-133) 



Η απάντηση βέβαια στο ερώτημα του τίτλου αυτής της ανάρτησης είναι πολύ απλή: Ο Ροβινσώνας δεν ήταν πραγματικά μόνος. Μαζί του ήταν ο Ηράκλειτος, ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Χέγκελ, ο Δαρβίνος και πολλοί άλλοι που τον κρυφοκοιτούσαν πίσω από τις φοινικιές, καθώς αυτός αναλωνόταν στην προσπάθεια να βρει κάτι να σπάσει την ανία του...



Χρόνος φυσικός, Χρόνος Εργασίας, Χρόνος Άχρονος... Όπως και να 'χει, πάλι χρόνος!



Ανατρέχοντας σε μια ανάλυση πολλών ετών πίσω, διαπιστώνει κανείς την απλότητα των μαθηματικών υπολογισμών μέσα από τους οποίους αναλογίζεται κανείς τη διάσταση της πολιτικής οικονομίας των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών. Και βέβαια, όπως θα διαπιστώσετε, ο εχθρός και το μεγάλο πρόβλημα, είναι πάλι ο... χρόνος!


«Με την πρώτη ματιά ο αστικός πλούτος εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός εμπορευμάτων και κάθε ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδης υπόστασή του. Κάθε εμπόρευμα, όμως, παρουσιάζεται με τη διπλή όψη της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας.

Το εμπόρευμα είναι καταρχάς, σύμφωνα με τη διατύπωση των άγγλων οικονομολόγων ‘οποιοδήποτε πράγμα το οποίο είναι αναγκαίο, χρήσιμο ή ευχάριστο στη ζωή’, αντικείμενο ικανοποίησης ανθρώπινων αναγκών, μέσο συντήρησης με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Αυτή η υπόσταση του εμπορεύματος ως αξία χρήσης συμπίπτει με τη φυσική του, χειροπιαστή ύπαρξη. Το σιτάρι, π.χ., είναι μια διακριτή αξία χρήσης που διαφέρει από τις αξίες χρήσης: βαμβάκι, γυαλί, χαρτί κ.λπ. Η αξία χρήσης έχει αξία μόνο για τη χρήση και πραγματοποιείται μόνο στη διαδικασία της κατανάλωσης. Η ίδια αξία χρήσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο, το σύνολο των πιθανών της χρήσεων συνοψίζεται στην υπόστασή της ως πράγματος με συγκεκριμένες ιδιότητες. Ακόμα, η αξία χρήσης δεν καθορίζεται μόνο ποιοτικά, αλλά και ποσοτικά. Ανάλογα με τις φυσικές τους ιδιότητες, οι διάφορες αξίες χρήσης έχουν διαφορετικά μέτρα, π.χ., ένα μπούσελ σιτάρι, μία δεσμίδα χαρτί, ένας πήχης ύφασμα κ.λπ.

[...] Ας πάρουμε ένα εμπόρευμα ως αξία χρήσης, π.χ., ένα διαμάντι. Στο υλικό του διαμαντιού δεν υπάρχει τίποτα που να μας δίνει να καταλάβουμε ότι είναι εμπόρευμα. Όπου χρησιμεύει ως αξία χρήσης, όπως για την ικανοποίηση αισθητικών ή τεχνικών αναγκών, στο στήθος μιας καλοντυμένης γυναίκας ή στο χέρι του υαλοκόπτη, είναι απλώς διαμάντι και όχι εμπόρευμα. Το να είναι ένα προϊόν αξία χρήσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι και εμπόρευμα, ενώ το αν ένα προϊόν είναι εμπόρευμα είναι αδιάφορο για να είναι αξία χρήσης. Η αξία χρήσης ως αδιάφορη για τον οικονομικό καθορισμό, δηλαδή η αξία χρήσης ως αξία χρήσης, βρίσκεται έξω από το πεδίο εξέτασης της πολιτικής οικονομίας. Εμπίπτει στο πεδίο της μόνο όταν η ίδια η αξία χρήσης αποκτά κοινωνικό προσδιορισμό. Άμεσα η αξία χρήσης αποτελεί την υλική βάση πάνω στην οποία παριστάνεται μια συγκεκριμένη οικονομική σχέση, η ανταλλακτική αξία.

Η ανταλλακτική αξία εμφανίζεται, καταρχάς, ως ποσοτική σχέση με την οποία μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ τους αξίες χρήσης. Σε αυτή τη σχέση εκφράζουν το ίδιο ανταλλακτικό μέγεθος. Έτσι, ένας τόμος του Προπέρτιου μπορεί να είναι της ίδιας ανταλλακτικής αξίας με 8 ουγκιές ταμπάκου, παρά την ανομοιότητα των αξιών χρήσης του ταμπάκου και της ελεγείας. Ως ανταλλακτική αξία, η μία αξία χρήσης αξίζει ακριβώς όσο και η άλλη, αν φυσικά τις συγκρίνουμε στις σωστές ποσοτικές αναλογίες. [...] Όντας, λοιπόν, τελείως αδιάφορα για το φυσικό τρόπο ύπαρξής τους και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη φύση της ανάγκης την οποία ικανοποιούν ως αξία χρήσης, τα εμπορεύματα εξισώνονται μεταξύ τους σε συγκεκριμένες αναλογίες, αντικαθιστούν το ένα το άλλο στην ανταλλαγή, ισχύουν ως ισοδύναμα και παριστάνουν έτσι, παρά την ανομοιότητα στην εμφάνισή τους, την ίδια ουσία.

Οι αξίες χρήσης είναι άμεσα μέσα συντήρησης. Αντίστροφα όμως, αυτά τα μέσα συντήρησης είναι και τα ίδια προϊόντα της κοινωνικής ζωής, αποτέλεσμα ξοδεμένης ανθρώπινης ενέργειας, αντικειμενοποιημένη εργασία. Ως υλοποίηση της κοινωνικής εργασίας, όλα τα εμπορεύματα είναι αποκρυσταλλώματα της ίδιας ενότητας. Τώρα πρέπει να εξετάσουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτής της ουσίας, δηλαδή της εργασίας η οποία παριστάνεται με την ανταλλακτική αξία.

Ας υποθέσουμε ότι μια ουγκιά χρυσός, ένας τόνος σίδηρος, ένα κουάρτερ σιτάρι και είκοσι πήχεις μεταξωτό ύφασμα είναι ανταλλακτικές αξίες ίσου μεγέθους. Ως τέτοια ισοδύναμα, στα οποία έχει χαθεί η ποιοτική διαφορά των αξιών χρήσης, παριστάνουν ίσο όγκο της ίδιας εργασίας. Η εργασία που αντικειμενοποιείται σε αυτά στον ίδιο βαθμό, πρέπει να είναι και η ίδια ομοιόμορφη, αδιαφοροποίητη, απλή εργασία, για την οποία είναι αδιάφορο αν εμφανίζεται στο χρυσό, στο σίδηρο, στο σιτάρι, στο μεταξωτό [...]. Αλλά η εξόρυξη του χρυσού και του σιδήρου στα μεταλλεία, η καλλιέργεια του σιταριού και η ύφανση του μεταξιού είναι ποιοτικά διαφορετικά είδη εργασίας. Πράγματι, αυτό που παρουσιάζεται στα πράγματα σα διαφορά των αξιών χρήσης, στη διαδικασία της παραγωγής τους παρουσιάζεται σα διαφορά των δραστηριοτήτων οι οποίες παράγουν αυτές τις αξίες χρήσης. Αφού είναι αδιάφορη απέναντι στο ιδιαίτερο υλικό της κάθε αξίας χρήσης, η εργασία που δημιουργεί ανταλλακτική αξία είναι αδιάφορη απέναντι στην ειδική μορφή της ίδιας της εργασίας που δημιουργεί αυτές τις αξίες χρήσης. Οι διαφορετικές αξίες χρήσης είναι προϊόντα της δραστηριότητας διαφορετικών ανθρώπων, αποτέλεσμα, λοιπόν, διαφορετικών μεταξύ τους ατομικών εργασιών. Ως ανταλλακτικές αξίες, όμως, παριστάνουν όμοια, αδιαφοροποίητη εργασία, δηλαδή εργασία στην οποία έχουν σβηστεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εργατών. Κατά συνέπεια, η εργασία που δημιουργεί ανταλλακτική αξία είναι αφηρημένη γενική εργασία.

Αν μια ουγκιά χρυσός, ένας τόνος σίδηρος, ένα κουάρτερ σιτάρι και είκοσι πήχεις μεταξωτό είναι ανταλλακτικές αξίες ίσου μεγέθους ή, με άλλα λόγια, ισοδύναμα, τότε η 1 ουγκιά χρυσός, ο μισός τόνος σίδηρος, τα 3 μπούσελ σιτάρι και οι 5 πήχεις μεταξωτό είναι ανταλλακτικές αξίες εντελώς διαφορετικού μεγέθους και αυτή η ποσοτική διαφορά είναι η μοναδική διαφορά που γενικά είναι δυνατό να έχουν ως ανταλλακτικές αξίες. Ως ανταλλακτικές αξίες διαφορετικού μεγέθους, παριστάνουν μεγαλύτερες ή μικρότερες ποσότητες αυτής της απλής, ομοιόμορφης, αφηρημένης, γενικής εργασίας η οποία αποτελεί την ουσία της ανταλλακτικής αξίας. Το ερώτημα είναι πώς να μετρήσουμε αυτές τις ποσότητες. Ή, μάλλον, ποια είναι η ποσοτική υπόσταση αυτής της ίδιας της εργασίας, αφού οι διαφορές μεγέθους των εμπορευμάτων ως ανταλλακτικών αξιών δεν είναι τίποτε άλλο, παρά διαφορές μεγέθους της αντικειμενοποιημένης σε αυτά εργασίας. Όπως η ποσοτική υπόσταση της κίνησης είναι ο χρόνος, έτσι και η ποσοτική υπόσταση της εργασίας είναι ο χρόνος εργασίας. [...] Ο χρόνος εργασίας είναι ο ζωντανός τρόπος ύπαρξης της εργασίας ανεξάρτητα από τη μορφή της, το περιεχόμενό της, την ατομικότητά της. Είναι ο ζωντανός τρόπος ύπαρξης της εργασίας ως ποσοτική της έκφραση και ταυτόχρονα ως φυσικό της μέτρο. Ο χρόνος εργασίας που είναι αντικειμενοποιημένος στις αξίες χρήσης των εμπορευμάτων είναι από τη μία η ουσία που τα μετατρέπει σε ανταλλακτικές αξίες και, κατά συνέπεια, σε εμπορεύματα, και από την άλλη το μέτρο που μετράει το μέγεθος της αξίας τους. [...] Ως ανταλλακτική αξία, όλα τα εμπορεύματα είναι μόνο ορισμένη ποσότητα στερεοποιημένου χρόνου εργασίας». 

(Μέρος 1 «Το κεφάλαιο γενικά», κεφ. 1, «Το εμπόρευμα», σ. 29-34) 



«Για να μετρήσουμε την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων στη βάση του χρόνου εργασίας που περιέχουν, πρέπει οι διαφορετικές εργασίες να αναχθούν και οι ίδιες σε αδιαφοροποίητη, ομοιόμορφη, απλή εργασία, με λίγα λόγια σε εργασία της ίδιας ποιότητας και κατά συνέπεια, σε εργασία που διαφοροποιείται μόνο ποσοτικά.

Η αναγωγή αυτή εμφανίζεται ως αφαίρεση, αλλά πρόκειται για μια αφαίρεση η οποία συντελείται καθημερινά στην κοινωνική διαδικασία της παραγωγής. [...] Η εργασία, όπως μετριέται έτσι με το χρόνο, δεν παρουσιάζεται στην πραγματικότητα ως εργασία διαφορετικών ατόμων, αλλά, αντίθετα, τα διαφορετικά εργαζόμενα άτομα παρουσιάζονται ως απλά όργανα της εργασίας. Ή, με άλλα λόγια, η εργασία, όπως παριστάνεται στις ανταλλακτικές αξίες, θα μπορούσε να εκφραστεί ως γενική ανθρώπινη εργασία. Αυτή η αφαίρεση της γενικής ανθρώπινης εργασίας ενυπάρχει στη μέση εργασία, την οποία μπορεί να εκτελέσει κάθε μέσο άτομο μιας δεδομένης κοινωνίας και η οποία συνίσταται σε μία ορισμένη παραγωγική δαπάνη ανθρώπινων μυών, νεύρων, μυαλού κ.λπ. Είναι απλή εργασία, στην οποία μπορεί να εκπαιδευτεί κάθε μέσο άτομο και την οποία μπορεί να εκτελέσει στη μία ή την άλλη μορφή. Ο χαρακτήρας της μέσης αυτής εργασίας διαφέρει σε κάθε διαφορετική εποχή πολιτισμού, αλλά σε μία συγκεκριμένη κοινωνία εμφανίζεται ως δεδομένος. Η απλή εργασία αποτελεί το μεγαλύτερο όγκο όλης της εργασίας που γίνεται στην αστική κοινωνία, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσεις από οποιαδήποτε στατιστική. [...] Τι συμβαίνει, όμως, με τη σύνθετη εργασία, η οποία υψώνεται πάνω από το μέσο όρο ως εργασία μεγαλύτερης έντασης και μεγαλύτερου ειδικού βάρους; Αυτό το είδος της εργασίας ανάγεται σε κάποια ποσότητα απλής εργασίας, ανάγεται, δηλαδή, σε απλή εργασία εξυψωμένη σε ανώτερη δύναμη, έτσι που, π.χ., μια ημέρα σύνθετης εργασίας να ισοδυναμεί με τρεις ημέρες απλής εργασίας».

(Μέρος 1, «Το κεφάλαιο γενικά», κεφ. 1, «Το εμπόρευμα», σ. 35-36) 


«Τέλος, την εργασία που δημιουργεί ανταλλακτική αξία την χαρακτηρίζει το γεγονός ότι οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων παρουσιάζονται αναποδογυρισμένες, παρουσιάζονται δηλαδή σαν κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα. Μόνο στο βαθμό που μια αξία χρήσης σχετίζεται με την άλλη ως ανταλλακτική αξία, σχετίζονται και οι εργασίες των διαφορετικών ατόμων, η μία με την άλλη, ως ίσες και γενικές εργασίες. Αν, επομένως, είναι σωστό να λέμε ότι η ανταλλακτική αξία είναι σχέση ανάμεσα σε άτομα, θα πρέπει να προστεθεί: Σχέση κρυμμένη κάτω από υλικό περίβλημα. [...] Είναι μόνο η συνήθεια της καθημερινής ζωής που εμφανίζει το γεγονός ότι μία κοινωνική σχέση παραγωγής παίρνει τη μορφή ενός αντικειμένου σαν κάτι το τετριμμένο, σαν κάτι το αυτονόητο, έτσι ώστε η σχέση των ατόμων στην εργασία τους να παρουσιάζεται σα μια σχέση των πραγμάτων μεταξύ τους ή σα μια σχέση μεταξύ των πραγμάτων και των ατόμων». 

(Μέρος 1, «Το κεφάλαιο γενικά», κεφ. 1, «Το εμπόρευμα», σ. 41-42) 


«Μέχρι τώρα το εμπόρευμα εξετάστηκε από διπλή οπτική γωνία, ως ανταλλακτική αξία και ως αξία χρήσης, κάθε φορά, όμως, μονόπλευρα. Ως εμπόρευμα, ωστόσο, αποτελεί άμεση ενότητα αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, ενώ ταυτόχρονα είναι εμπόρευμα μόνο σε σχέση με άλλα εμπορεύματα. Η πραγματική σχέση των εμπορευμάτων μεταξύ τους είναι η διαδικασία της ανταλλαγής τους. Η διαδικασία της ανταλλαγής είναι εκείνη η κοινωνική διαδικασία στην οποία εισέρχονται ανεξάρτητα μεταξύ τους άτομα, αλλά εισέρχονται μόνο ως κάτοχοι εμπορευμάτων. Ο ένας παραγωγός υπάρχει για τον άλλο μόνο στο βαθμό που υπάρχουν τα εμπορεύματά τους, και έτσι τα άτομα εμφανίζονται στην πραγματικότητα μόνο ως συνειδητοί φορείς της διαδικασίας της ανταλλαγής». 

(Μέρος 1, «Το κεφάλαιο γενικά», κεφ. 1, «Το εμπόρευμα», σ. 53)


(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το έργο του Καρλ Μαρξ "Κριτική της πολιτικής οικονομίας" μτφρ. Χρήστος Μπαλωμένος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011)