Συνεχίζοντας την προσπάθεια για την ανεύρεση κοινού παρανομαστή σε αυτό που ορίζουμε ως "εργασία" ας αναλογιστούμε ξανά κάποιες έννοιες του κυρίου Μαρξ:
"Όμως, η διαδικασία της εργασίας δεν είναι ατομική δράση, δεν είναι δράση μεμονωμένων ατόμων, αλλά δραστηριότητα που εντάσσεται σε μία ευρύτερα συλλογική, κοινωνική οργάνωση. Η διαδικασία της εργασίας είναι εγγενώς κοινωνική. Οι άνθρωποι εργάζονται με διαφορετικό τρόπο στο πλαίσιο διαφορετικών κοινωνιών. «Τα άτομα παράγουν μέσα σε κοινωνία – άρα η παραγωγή των ατόμων [είναι] κοινωνικά καθορισμένη». Μπορούμε να πούμε ότι η εργασία είναι κοινωνική δράση και πρακτική που εμφανίζει ποικίλες ιστορικές μορφές και όχι ατομική δραστηριότητα.
Κατά συνέπεια, η εργασία δεν πρέπει να συλλαμβάνεται ως υπεριστορική έννοια, να ορίζεται γενικά και αφηρημένα Έτσι όμως, εξαλείφουμε τον κοινωνικό χαρακτήρα, το ειδικότερο περιεχόμενο της εργασιακής δραστηριότητας του ανθρώπινου ατόμου. Υποθέτουμε ότι εργάζεται όχι ως κοινωνικό ον, αλλά ως απομονωμένο «άτομο», ως εάν βρίσκεται δηλαδή έξω από την κοινωνία, εκτός κοινωνικών σχέσεων. Όπως υποστήριξε ο Μαρξ, ο απομονωμένος παραγωγός, το άτομο που εργάζεται παραγωγικά, που παράγει χρήσιμα αντικείμενα έξω από την κοινωνία, μόνον ως ατύχημα μπορεί να συμβεί. Ο Ροβινσώνας ήταν ναυαγός σε ένα έρημο από άλλους ανθρώπους νησί, όμως και αυτός δεν δρούσε ερήμην της προηγουμένης κοινωνικής του εμπειρίας, των τρόπων της συνείδησης και των τρόπων επιμερισμού των δραστηριοτήτων του, της αντίληψης της εργασιακής δραστηριότητας της κοινωνίας από την οποία προερχόταν. Παρήγε συνεπώς όχι ως απομονωμένο, αυτοπροσδιοριζόμενο άτομο, ως άτομο εκτός της κοινωνίας, αλλά ως κοινωνικό ον, παρόλο που βρέθηκε εκτός της κοινωνίας, εντός της οποίας διαμόρφωσε τους τρόπους της συνείδησης και της δράσης του. Ο απομονωμένος, ο «ατομικός», ο «αφηρημένος παραγωγός» είναι μόνον μια «αφαίρεση», κάτι δηλαδή που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι ένα φανταστικό, όχι ένα πραγματικό ον, όπως σημείωσε ο Μαρξ. […] Τον εργάτη, τον δουλοπάροικο, τον δούλο μόνον παραβλέποντας τις συνθήκες και τις κοινωνικές σχέσεις εντός των οποίων ζουν και εργάζονται, μπορούμε να τους δούμε ως απομονωμένα εργαζόμενα άτομα, να τους αντιληφθούμε απλώς ως άτομα ευρισκόμενα σε σχέση με τα εργαλεία και τα αντικείμενα της εργασίας".
(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το "Οι κλασσικοί της Κοινωνιολογίας" της Μαρίας Ν. Αντωνοπούλου, σελ. 141-142, εκδ. Σαββάλας 2008, ένα εξαιρετικό σύγγραμμα)
Μπορούμε συνεπώς να μιλήσουμε για μια συνολικά και αντικειμενικά εννοούμενη "εργασία"; Πώς εννοείται η κατανάλωση ενέργειας κατά καιρούς, εποχές, κοινωνικά πλαίσια και γεωγραφικά όρια;
Είναι όμως μάλλον ανάγκη να παραθέσουμε στοιχεία που να εξηγούν καλύτερα τις έννοιες της ύλης-ενέργειας. Θα το κάνουμε πάλι δια των απόψεων των μαρξιστών:
"Ο όρος διαλεκτικός υλισμός χρησιμοποιήθηκε λίγο αργότερα, προκειμένου να προσδιορισθεί το σύνολο των φιλοσοφικών αρχών της θεωρίας σε ενιαίο σύστημα. Ως «διαλεκτικός υλισμός» χαρακτηρίσθηκε η προσπάθεια σύζευξης, που πάντως άρχισε με τον Ένγκελς, της διαλεκτικής του Χέγκελ με τον προγενέστερο, τον προμαρξιστικό υλισμό, τον φιλοσοφικό ειδικότερα υλισμό του 18ου και τον επιστημονικό υλισμό του 19ου αιώνα. Η διαφορά του μαρξιστικού υλισμού έναντι των προγενέστερων, του φυσικοεπιστημονικού υλισμού ειδικότερα, είναι βεβαίως, η αντίληψη για τον διαλεκτικό χαρακτήρα της κίνησης της ύλης. Ο Ένγκελς είναι λοιπόν, ο πρώτος υπεύθυνος τόσο για την ιδέα, όσο και για τις πρώτες διατυπώσεις του διαλεκτικού-ιστορικού υλισμού. Ο Λένιν λίγο αργότερα συνέβαλε αποφασιστικά στην υποστήριξη και την εδραίωση του μαρξιστικού υλισμού, της αντίληψης δηλαδή για τη διαλεκτική κίνηση της ύλης ως καθολικού νόμου της φύσης και της κοινωνίας.
Τόσο ο Ένγκελς, όσο και ο Λένιν στήριξαν τα επιχειρήματά τους επικαλούμενοι τις προόδους, τις «κατακτήσεις» των φυσικών επιστημών της εποχής τους. Ο Ένγκελς στο έργο «Ο Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας» γράφει χαρακτηριστικά ότι τρεις είναι οι μεγάλες ανακαλύψεις στις φυσικές επιστήμες και τη βιολογία, που άνοιξαν το δρόμο στη σωστή κατανόηση των διαδικασιών της Φύσης και επιτρέπουν την οροθέτηση του «επιστημονικού υλισμού» και της «συστηματικής επιστήμης» έναντι των προγενέστερων υλισμών, που είχαν, κατά τον Ένγκελς, «μηχανικό και μεταφυσικό» χαρακτήρα. Οι μεγάλες αυτές ανακαλύψεις ήταν, πρώτον, αυτή του κυττάρου. δεύτερον, η αρχή της διατήρησης και της μετατρεψιμότητας της ενέργειας. και τρίτον, η «απόδειξη» του Δαρβίνου για την εξέλιξη της οργανικής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, από πρωτογενείς μονοκύτταρες μορφές ζωής που έχουν χημική, δηλαδή ανόργανη προέλευση. […] Αυτό που απουσιάζει, κατά τον Ένγκελς, απ’ όλους τους προγενέστερους υλισμούς, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του Φόιερμπαχ, αλλά και των συγχρόνων του υλιστών φυσικών επιστημόνων, φυσιολόγων και βιολόγων είναι η «διαλεκτική». Ακριβέστερα, η σύλληψη των φυσικών διαδικασιών και της κίνησης της ύλης ως διαλεκτικής. Επέμενε λοιπόν στην «ανάγκη να αναγνωρίσουν οι φυσικές επιστήμες τον διαλεκτικό χαρακτήρα των φυσικών φαινομένων». Προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση αυτή, o Ένγκελς ανέλαβε στο έργο Διαλεκτική της φύσης (Dialektik der Natur) να μεθερμηνεύσει τις θεωρητικές προτάσεις της φυσικής και της χημείας της εποχής του στη γλώσσα της διαλεκτικής. Η προσπάθεια λοιπόν του Ένγκελς αρχικά και του Λένιν στη συνέχεια να συνθέσουν και να υποστηρίξουν τη μαρξιστική επιστήμη ως διαλεκτικό υλισμό συνίσταται στη σύζευξη, όπως είπαμε, της εγελιανής διαλεκτικής με το φυσικό-επιστημονικό αξίωμα της κίνησης της ύλης. Η ειδοποιός διαφορά της μαρξιστικής θεωρίας, του «ορθόδοξου» από τον Λένιν και μετά μαρξιστικού υλισμού είναι, κατά τους πρωτεργάτες του, ο διαλεκτικός χαρακτήρας της κίνησης της ύλης. Αυτό που επάσχιζαν να τεκμηριώσουν είναι ότι οι διαδικασίες στη φύση, η φυσική εξέλιξη, η εξέλιξη στα διάφορα επίπεδα της φυσικής πραγματικότητας, από τα χαμηλότερα είδη του φυτικού και του ζωικού βασιλείου μέχρι τον άνθρωπο και τη συνείδησή του είναι δυνατόν να κατανοηθεί ως πάλη αντιθέτων δυνάμεων, ως πάλη «αλληλοαποκλειομένων αντιθέτων». Η «πάλη» αυτή, έγραψε ο Λένιν, «είναι απόλυτη, όπως και η ανέλιξη-ανάπτυξη και η κίνηση είναι απόλυτη». Τόσο στον Ένγκελς όσο και στον Λένιν, ο οποίος κατά κανόνα επικαλείται και επαναλαμβάνει τον Ένγκελς, η ύλη και η κίνηση έχουν αιώνιο χαρακτήρα. Ο κόσμος είναι προϊόν των μεταμορφώσεων της κίνησης της ύλης, μεταμορφώσεων που κατά τον Ένγκελς «είναι εκ φύσεως εγγενείς στην κινούμενη ύλη». «Γνωρίζουμε από την εμπειρία και από τη θεωρία», γράφει, «ότι τόσο η ύλη, όσο και ο τρόπος ύπαρξής της, η κίνηση, είναι αδημιούργητες και αποτελούν, συνεπώς, την ίδια την τελική τους αιτία». Εκλαμβάνεται έτσι ως αυτονόητο ότι η ύλη έχει προτεραιότητα έναντι της συνείδησης. Όπως έγραψε ο Λένιν, «η ύλη είναι πρωτογενής, το πνεύμα δευτερογενές». Άλλωστε ο άνθρωπος είναι προϊόν φυσικής εξέλιξης, είναι κατά τη διατύπωση του Ένγκελς «φύση που αποκτά συνείδηση του εαυτού της». Στο εξής οι μαρξιστές εξέλαβαν τις θέσεις και τους «νόμους» αυτούς ως την πεμπτουσία της μαρξιστικής θεωρίας και προσπάθησαν να τους επεκτείνουν και να τους εφαρμόσουν στη πραγμάτευση των κοινωνικών φαινομένων και στην ιστορία. Διαμορφώθηκε έτσι, ο «ιστορικός υλισμός» επίσης ως ένα θεωρητικό σύστημα και σχηματοποιήθηκε ο μαρξισμός στο δίδυμο «διαλεκτικός-ιστορικός υλισμός».
[…] Οι μαρξιστές συχνά επικαλούνται τη φράση του Μαρξ ότι «δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων αυτή που καθορίζει το είναι τους, μα αντίστροφα το κοινωνικό τους είναι, είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδησή τους». Ως «κοινωνικό είναι» εννοείται το σύνολο των υλικών όρων της κοινωνικής ζωής. Και οι υλικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής θεωρείται ότι καθορίζουν τη συνείδηση των ανθρώπων, τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους. Οι υλικές συνθήκες, η ύλη με αυτή την έννοια θεωρείται πρότερη ως προς το πνεύμα και τα προϊόντα του, τη γνώση, την ιδεολογία και τη συνείδηση γενικότερα. Όπως έγραψε ο Ένγκελς στη Διαλεκτική της φύσης, ο «σκεπτόμενος νους», το «ανθρώπινο πνεύμα συνιστά την ανώτερη μορφή της ύλης».
[…] Η διαλεκτική αντίθεση δεν είναι κατά τη θεωρία, μεθοδολογικό τέχνασμα, αλλά καθολικό-οικουμενικό γεγονός. Χαρακτηρίζει δηλαδή, όπως είπαμε, τόσο τη φύση όσο και την κοινωνία. Η χαρακτηριστικότερη και σημαντικότερη περίπτωση διαλεκτικής αντίθεσης είναι η ίδια η κίνηση. […] Η κίνηση, η μεταβολή από το ένα στο άλλο είναι ακατάπαυστη. Οι μαρξιστές συχνά επικαλούνται τα λόγια του Ηρακλείτου ότι «τα πάντα ρει κι ουδέν μένει» και «πόλεμος πατήρ πάντων». Τα πάντα είναι κίνηση, μεταβολή και ανταγωνισμός αντιθέτων: διαλεκτική κίνηση και διαλεκτική πορεία και ανέλιξη. Ο Ένγκελς έγραψε χαρακτηριστικά: «Η κίνηση η ίδια είναι μια αντίθεση».
[…] Συναφείς είναι και οι θέσεις για τη διαλεκτική ενότητα της θεωρίας με την πράξη. Η «πρακτική» συνιστά τη διαδικασία μέσω της οποίας διαμορφώνεται, αλλά και ελέγχεται η «γνώση». Το κριτήριο της «αντικειμενικότητας» και της «αλήθειας» κάθε γνώσης, είτε αυτή αφορά τη φυσική πραγματικότητα, είτε την κοινωνία, βρίσκεται στον έλεγχο της θεωρίας από την πράξη. Η δεύτερη (ΙΙ) θέση στον Φόιερμπαχ του Μαρξ θεωρείται ότι συνοψίζει την αντίληψη αυτή: «Το ερώτημα, αν μπορεί να αποδοθεί αντικειμενική αλήθεια στην ανθρώπινη σκέψη, δεν είναι ερώτημα θεωρητικό, αλλά πρακτικό. Στην πράξη ο άνθρωπος πρέπει να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και τη δύναμη, τη μη υπερβατικότητα-τη θετικότητα- της σκέψης του. Η συζήτηση για την πραγματικότητα, ή τη μη πραγματικότητα της σκέψης που είναι απομονωμένη από την πρακτική είναι καθαρά σχολαστική». […] Θεώρησαν λοιπόν, οι μαρξιστές ότι ήταν δυνατόν να καταγραφούν «αντικειμενικοί νόμοι» της κίνησης και της εξέλιξης της πραγματικότητας, φυσικής και κοινωνικής, επιβεβαιώνοντας τη θέση για την αυτόνομη κίνηση της ύλης, την οποία «αντανακλά» η γνωστική διαδικασία και γνωστική πρακτική. Διατυπώθηκε έτσι η θεωρία της γνώσης ως «αντανάκλασης» της πραγματικότητας (Bildertheorie), σύμφωνα με την οποία «η θεμελιώδης προκείμενη του υλισμού είναι η αναγνώριση του εξωτερικού κόσμου, της ύπαρξης των πραγμάτων έξω και ανεξάρτητα από το νου. Το αντικείμενο», γράφει ο Λένιν, «υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο και αντανακλάται περισσότερο, ή λιγότερο επαρκώς στο νου του υποκειμένου».
[…] Εξάλλου οι επεξεργασίες του Ένγκελς συνεπάγονται επίσης, την αντίληψη ότι η κοινωνική μεταβολή πειθαρχεί σε μια αναγκαστική εξελικτική διαδικασία. Η κοινωνία σε μια νομοτελειακή εξέλιξη. Όμως, η σχηματοποίηση της διαλεκτικής ως θεωρίας και μεθοδολογίας της εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας, η μεταμόρφωση του διαλεκτικού υλισμού σε εξελικτικό υλισμό και του ιστορικού υλισμού σε εξελικτική θεωρία της κοινωνίας συντελέσθηκε σταδιακά για να πάρει την πιο σχηματοποιημένη μορφή της στο έργο του Στάλιν. […] Εδώ ο Στάλιν υποκαθιστά τους «διαλεκτικούς νόμους» με τους «νόμους της εξέλιξης». Θεωρεί ότι «η διαλεκτική εξετάζει την πορεία της εξέλιξης», που την χαρακτηρίζει «νομοτέλεια» και που συνιστά «κίνηση προχωρητική, κίνηση ανοδική πέρασμα από το απλό στο σύνθετο, από το κατώτερο στο ανώτερο». Στον Ένγκελς και αργότερα στον Λένιν η «εξέλιξη» είναι συνέπεια των «διαλεκτικών νόμων», των «γενικών νόμων της κίνησης». Με τα λόγια του Λένιν, «Η εξέλιξη προβαίνει σπειροειδώς, όχι ως μια ευθεία γραμμή. Πρόκειται για εξέλιξη με άλματα, καταστροφές και ανατροπές, τομές και συνέχεια, πρόκειται για εσωτερικές ωθήσεις προς την εξέλιξη, που παράγονται από την αντίθεση και τη διαμάχη των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που ενεργούν σε ένα σώμα, σε ένα δεδομένο φαινόμενο, ή στο εσωτερικό μιας δεδομένης κοινωνίας». Στον Στάλιν αντιθέτως, η «εξέλιξη» της «ύλης» και οι μορφές που αναδεικνύονται τόσο στη φύση όσο και στην ιστορία δεν είναι συνέπεια και αποτέλεσμα των κατά περίπτωση, ή κατά ιστορική συγκυρία αντιτιθεμένων στοιχείων, ή κοινωνικών δυνάμεων, αλλά συνιστά τον νόμο της ανάπτυξης των «όντων» και των «κοινωνικών καθεστώτων» από «κατώτερα σε ανώτερα». Τον «ουσιώδη χαρακτήρα της διαλεκτικής», την «εσωτερική ουσία» των πραγμάτων, δεν συνιστά πλέον η «ενότητα» και η «πάλη των αντιθέτων», η «αντίθεση», όπως θεωρούσαν ο Ένγκελς και ο Λένιν, αλλά η «εξέλιξη». Ακριβέστερα, η εξέλιξη εξηγεί την «πάλη» των αντιτιθεμένων στοιχείων, καθώς κατά τον Στάλιν, η «αντίθεση» περιορίζεται ανάμεσα σε «στοιχεία που εξαφανίζονται και σε στοιχεία που αναπτύσσονται». Έτσι, η «απονέκρωση του παλιού και η ανάπτυξη του καινούργιου αποτελεί τον νόμο της εξέλιξης». Η «εξέλιξη» λοιπόν καθ’ εαυτήν, και όχι η «διαλεκτική αντίθεση», συνιστά τον νόμο της κίνησης τόσο της φύσης, όσο και της κοινωνίας.
(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το "Οι κλασσικοί της Κοινωνιολογίας" της Μαρίας Ν. Αντωνοπούλου, εκδ. Σαββάλας 2008, σελ. 80-91)
Και αν αυτά υποστήριζαν οι μαρξιστές, οι υποστηρικτές του Μαρξ, αξίζει να δει κανείς τι υποστήριζε ο ίδιος ο Μαρξ, για να καταλάβει την πολυπλοκότητα της σκέψης όταν καταπιάνεται με προβλήματα όπως αυτά της πολιτικής φιλοσοφίας (τέτοια μάλιστα πολυπλοκότητα που ο Μαρξ είχε αναφωνήσει: μα εγώ δεν είμαι Μαρξιστής!):
"Αλλά, το ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε μεταβολική σχέση με τη φύση και ότι ακόμα ο άνθρωπος «σκέπτεται» και «δρα», πράττει με βάση τις ιδέες και τη «γνώση» που έχει στη διάθεσή του δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς πρέπει να εννοηθεί η μεταβολική σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Πρέπει να εννοηθεί ως σχέση «υλικής ανταλλαγής»; Είναι η ύλη η πρώτη αιτία, η οντολογική ουσία τόσο της φύσης όσο και του ανθρώπου; Είναι η ύλη και η υλική ενέργεια και κίνηση υπεύθυνη τόσο για τα φυσικά, όσο και για τα κοινωνικά πράγματα, τόσο για τις φυσικές, όσο και τις κοινωνικές διαδικασίες; Είναι ειδικότερα η κοινωνική συνείδηση προϊόν της υλικής διαδικασίας, διαμορφώνεται ως «αντανάκλαση της ύλης»; Όπως είδαμε αυτή είναι η κυρίαρχη αντίληψη στο πλαίσιο του μαρξισμού. Εκεί που διαφέρει ο Μαρξ είναι ότι θεωρεί ότι η φύση και η κοινωνία συνδέονται, όχι απλώς διότι η κοινωνία είναι «μέρος» της φύσης –ο άνθρωπος έχει φυσική υπόσταση-, αλλά γιατί η φύση είναι με τη σειρά της δοσμένη «πλευρά» της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο άνθρωπος με την πρακτική οικειοποίηση της φύσης για την ικανοποίηση των αναγκών του, επεμβαίνει στο φυσικό περιβάλλον, μεταλλάσσει το τελευταίο και τον εαυτό του. Δημιουργεί, συγκροτεί με αυτό τον τρόπο το συνολικό του περιβάλλον, κοινωνικό και φυσικό. Η φύση δηλαδή καθίσταται αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής πρακτικής, γενικότερα της κοινωνίας. «… η κοινωνία είναι η πλήρης ενότητα ουσίας του ανθρώπου με τη φύση», έγραψε ο Μαρξ. […] Για τον Μαρξ η μεταβολική σχέση του ανθρώπου με τη φύση πραγματοποιείται διά της κοινωνίας, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση μεσολαβείται από την κοινωνική του ύπαρξη. Η οικειοποίηση της φύσης, o προσπορισμός των αγαθών από τη φύση και η παραγωγή των μέσων διαβίωσης γίνεται πάντοτε μέσω μιας συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης, όσο στοιχειώδης κι αν είναι αυτή. Γράφει χαρακτηριστικά στη Γερμανική Ιδεολογία: «… ο άνθρωπος βρισκόταν πάντοτε μπροστά σε μια ιστορική φύση και μια φυσική ιστορία». Άλλωστε, «γνωρίζουμε μόνο μια επιστήμη, την επιστήμη της ιστορίας. Η ιστορία μπορεί να ιδωθεί από δύο πλευρές, μπορεί να διαιρεθεί στην ιστορία της φύσης και την ιστορία της ανθρωπότητας. Οι δύο πλευρές όμως, δεν πρέπει γι’ αυτόν το λόγο να ξεχωρίζονται. Εφόσον υπάρχουν άνθρωποι, η ιστορία των ανθρώπων και η ιστορία της φύσης προσδιορίζονται αμοιβαία». Άλλωστε «δεν είναι η ενότητα της φύσης και του δρώντος ανθρώπου [δηλαδή η ενότητα του ανθρώπου] με τους φυσικούς και ανόργανους όρους της μεταβολικής του ανταλλαγής με τη φύση που χρειάζεται να εξηγηθεί, ή που είναι αποτέλεσμα ιστορικής διαδικασίας, αλλά μάλλον ο αποχωρισμός τους που ολοκληρώνεται μόνο στη σχέση της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου». Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση διαμορφώνεται λοιπόν ιστορικά. Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση προϋποθέτει, όπως είπαμε, τις κοινωνικές σχέσεις, την κοινωνική οργάνωση. Είναι με αυτή την έννοια σχέση κοινωνική".
(αναδημοσίευση χωρίς άδεια από το "Οι κλασσικοί της Κοινωνιολογίας" της Μαρίας Ν. Αντωνοπούλου, εκδ. Σαββάλας 2008, σελ. 132-133)
Η απάντηση βέβαια στο ερώτημα του τίτλου αυτής της ανάρτησης είναι πολύ απλή: Ο Ροβινσώνας δεν ήταν πραγματικά μόνος. Μαζί του ήταν ο Ηράκλειτος, ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Χέγκελ, ο Δαρβίνος και πολλοί άλλοι που τον κρυφοκοιτούσαν πίσω από τις φοινικιές, καθώς αυτός αναλωνόταν στην προσπάθεια να βρει κάτι να σπάσει την ανία του...