Ισοπαλία



Λέμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Καλό και επιθυμητό. Πόσο δύσκολο όμως είναι, όταν δυσκολευόμαστε να αλλάξουμε ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό μας στα πιο απλά και βασικά του χαρακτηριστικά; Ή όταν σε αυτά που θεωρούμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε και να τροποποιήσουμε, δεν αλλάζουν χωρίς την πικρή αίσθηση της προδοσίας; Σαν να προσπαθείς να αλλάξεις κάποιον άλλον, μόνο που αυτός ο άλλος είναι απλά… ο άλλος σου εαυτός. Που χρόνια τον κουβαλάς, έχει ριζώσει από πολύ παλιά, και σε κάθε προσπάθεια αλλαγής, νοιώθεις να απειλείται και να αρνείται την προσαρμογή, με ένα πείσμα ξεροκέφαλου γαϊδάρου...

Και το μεγάλο ερώτημα: ως πού γίνεται η προσαρμογή χωρίς να νοιώσεις ότι απαρνείσαι τον εαυτό σου; Πού είναι το όριο των θυσιών και των παραχωρήσεων που δέχεσαι να κάνεις, πριν πεις ότι μέχρι εδώ μπορώ και από εδώ και πέρα αλλάζω χωρίς να θέλω; Ποια η διαχωριστική γραμμή του θέλω, του μπορώ και του πρέπει; Πότε και πώς το εγώ γίνεται εμείς και το ανάποδο;

Ρίζες βαθιές μας ακολουθούν. Μνήμες παιδικές μας θρέφουν ακόμα σαν κακά στοιχειά και μας τρομάζουν μπροστά σε κάθε τι νέο, χρώματα πρωτόγονα μας βάφουν από συγκεκριμένη οπτική τον μικρόκοσμό μας, εμποδίζοντας καινούργιες αποχρώσεις και νέες γεύσεις να ανακατευτούν στης ζωής μας το μυστήριο.

Συνεπώς το ερώτημα προσαρμόζεται. Δεν είναι το αρχικό: μπορώ να αλλάξω τον κόσμο. Είναι το αρχέγονο: μπορώ να αλλάξω τον εαυτό μου, ώστε να δώσει χώρο και οξυγόνο και στον συνάνθρωπό μου; Ο άνθρωπος πώς σπάει τα δεσμά της μοναχικότητός του ώστε να φτάσει μέσα από ένα μαγευτικό ταξίδι τρικυμίας, να πλαγιάσει σιμά στον συνάνθρωπό του, που απλόχερα θα του ανοίξει την αγκάλη;


"Κλείδωσα"
Στίχοι: Λίνα Δημοπούλου
Μουσική, Ερμηνεία: Ραλλία Χρηστίδου




Βλέφαρα κλειστά σα μικρά πουλιά
Που 'σπάσαν φιλιά και κομμάτια φτερά
Κι έχτισαν φωλιά
Ξύπνησε η καρδιά μες στη σιγουριά
Στη μεγάλη χαρά στη δική μου χαρά
Φίλα με ξανά

Βράδιαζα, πλάγιαζα σε λάθος πλοία
Έρωτας, θάνατος, ισοπαλία
Το χέρι μου 'δωσες στην τρικυμία
Και ρίζωσα κλείδωσα μες στη δική σου αγκαλιά
Οριστικά

Μια χρυσή βροχή απ' την οροφή
Κυλάει στα μαλλιά, στο σώμα κυλά
Πάρε με ξανά



Στα ριζά των παιδικών χωμάτων, έρπουν τα όνειρα θαυμάτων


ολόγιομα από πανδαισία χρωμάτων


εκεί, στο όριο ακτής και αγριεμένων κυμάτων


όπου τα ρουθούνια πλημμυρίζουν μεθύσι επιτάφιων θυμιαμάτων


και οι αγνές καρδιές βάφονται με την αρμύρα των αιμάτων



Συμπέρασμα: Έρωτας - Θάνατος = Ισοπαλία

Κοινώς, αφού θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε
ας πεθάνουμε ερωτευμένοι!
Είναι το μόνο γκολ που μπορούμε να βάλουμε,
ώστε να ισοφαρίσουμε σε αυτό το στημένο παιχνίδι...



Υ.Γ.: Ευχαριστώ πολύ την φίλη Ε.Τ. που μου έστειλε αυτές τις όμορφες φωτό από το χωριό μας, τους Μολάους, μέσα από τις οποίες, με ταξίδεψε σε χρόνο, χώρο, σκέψεις και ελπίδες. Να είσαι καλά Ε.Τ.