Μας επήρανε χαμπάρι!



Στη χτεσινή εφημερία, ήρθε ένας Βέλγος με τεράστια (ασκιτική) κοιλιά, ο οποίος έπρεπε να παρακεντηθεί, ώστε να αποσυμφορηθεί η περιοχή και να νοιώσει καλύτερα. Αυτή τη διαδικασία την κάνει στη χώρα του κάθε περίπου 10 ημέρες τους τελευταίους 6 μήνες. Είχε έρθει διακοπές στην Κέρκυρα για μια εβδομάδα και σήμερα θα έφευγε (είχε υπολογίσει προφανώς να μην χρειαστεί παρακέντηση κατά τις διακοπές του). Ο άνθρωπος ήρθε στα επείγοντα περίπου στις 10.00 το πρωί. Δεν ήξερε όμως ακριβώς πού ήρθε… Νόμιζε ότι θα πήγαινε στο νοσοκομείο της χώρας του, που τσάκα τσάκα γίνονται οι δουλειές, που μπαίνει μέσα, γίνεται η παρακέντηση και το απόγευμα είναι στο σπίτι του. Αμ δε! Δεν ήξερες, δεν ρώταγες μεγάλε; Αλλά, τι σε ρωτάω, αφού και εγώ ομοιοπαθής είμαι με τούτο το κωλονήσι…

Ο Βέλγος έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον κανα 3ωρο μέχρι να τον εξετάσω. Γιατί; Διότι όπως ξέρετε όταν είσαι μόνος σε ένα παθολογικό ΤΕΠ και σκάνε ΕΚΑΒ, φορεία, χωρίς καμία διαλογή, χωρίς καμία διάκριση, και το κυριότερο, χωρία καμία βοήθεια για τα γαμημένα γραφειοκρατικά και διαδικαστικά θέματα, που περιλαμβάνουν από το να βρεις ανταλλακτικό για το συρραπτικό (δεν ξέρω πού, κόψε τον ποπό σου και βρες!), μέχρι να βρεις τους τραυματιοφορείς που μπορεί να καπνίζουν, να κοιμούνται ή να χαριεντίζονται και ακόμα ακόμα να εξηγείς σε κάθε γλώσσα της υφηλίου πού στο διάολο είναι η γραμματεία του νοσοκομείου για να σφραγίσουν τα παραπεμπτικά, την οποία γραμματεία κάποιοι πανέξυπνοι άνθρωποι, την έχτισαν περίπου 0.5 χιλιόμετρο μακριά (χωρίς αστεία είναι στο ακριβώς αντιδιαμετρικό σημείο του κτηρίου) από τα επείγοντα, καταλαβαίνετε ότι το 3ωρο είναι για τους πραγματικά γρήγορους ιατρούς…

Αφού τον εξέτασα, έπρεπε να περιμένω κανα 2ωρο τα εργαστηριακά αποτελέσματα μέχρι να έχω μια επιβεβαίωση των λεγομένων του Βέλγου. Γιατί; Διότι, το εργαστήριο των επειγόντων έχει συγκεκριμένο ρυθμό εργασίας. Ο οποίος καθορίζεται από την ευχέρεια των συναδέλφων ιατρών όπως και των παρασκευαστών εκεί κάτω στα εργαστήρια, να πάνε να κατουρήσουν, να κάνουν διάλλειμα για να κολατσίσουν ή για να φλερτάρουν, αλλά και να βγουν για τσιγάρο, χωρίς να τους ενδιαφέρει τι γίνεται έναν μόλις όροφο ακριβώς πάνω από το κεφάλι τους… Με άλλα λόγια, μιλάμε για διαφορετικά επίπεδα αντίληψης της έννοιας «επείγοντα». Αυτούς δεν τους βλέπεις ποτέ, εσένα όμως που είσαι ακριβώς στην είσοδο των επειγόντων, σε βλέπουν όλοι και πάντα. Και όχι μόνο οι ασθενείς και συγγενείς των αρρώστων του παθολογικού, αλλά και εκείνοι του χειρουργικού. Συνεπώς, αφού κάθε 37sec (μετρημένα, όχι αστεία!), κάποιος θα ανοίξει την πόρτα και θα ρωτήσει εσένα αυτό που θέλει (κοινώς το μακρύ του και το κοντό του, και που να πάρει ο διάολος συνήθως ρωτάνε το μακρύ τους και σου παίρνει ώρα το πράγμα), επειδή απλά εσένα βρίσκει μπροστά του, δεν μπορείς ούτε να κάνεις σωστή ιατρική συγκεντρωμένα και με διαύγεια, αλλά ούτε να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου.

Αφού λοιπόν βγήκαν τα αποτελέσματα, και όντως τα πράγματα ήταν όπως τα έλεγε ο Βέλγος, έπρεπε να ανέβει στην κλινική. Και για αυτό το κομμάτι όμως, έπρεπε να περιμένει άλλο ένα 3ωρο. Γιατί; Διότι, έπρεπε να γίνουν εξιτήρια από την κλινική, να φύγουν κάποιοι άρρωστοι, για να αδειάσει κρεβάτι, να βρεθεί νοσοκόμος για να στρωθεί το κρεβάτι και να μπορεί και η νοσηλεύτρια που ήταν βάρδια στο τμήμα να δεχτεί «την νέα εισαγωγή»!

Αυτά, είναι συνηθισμένα καθημερινά γεγονότα. Αλλά γιατί σας τα περιγράφω; Για να σας εξιστορήσω κάτι άλλο, που ήταν ασυνήθιστο – για μένα τουλάχιστον.

Η γυναίκα του Βέλγου, μη συνηθισμένη προφανώς από τους ρυθμούς χελώνας που λειτουργούσε (;) το σύστημα και βλέποντας όλη αυτήν την καθυστέρηση, ερχόταν από την πρώτη στιγμή που κατέφτασαν στα επείγοντα, χωρίς υπερβολή κάθε 15 λεπτά και με ρωτούσε τι θα γίνει με τον άντρα της φανερά αγχωμένη. Το πρώτο 3ωρο ερχόταν να με ρωτήσει πότε θα τον εξετάσω. Το επόμενο 2ωρο με ρωτούσε για το πότε θα βγουν οι απαντήσεις για να παρακεντηθεί ο σύζυγός της, και το επόμενο 3ωρο αγανακτούσε για το πότε θα ανέβουν στην κλινική για να παρακεντηθεί ο άνθρωπός της. Χωρίς αστεία, στις περίπου 8 ώρες παραμονής τους στα επείγοντα, πρέπει να ήρθε γύρω στις 20 φορές. Και εγώ της απαντούσα και τις 20 φορές, το ίδιο μη πειστικά: please be patient, in a few minutes I will see you! Give me some time! Ώσπου η γυναίκα δεν άντεξε και περίπου κανα μισάωρο πριν ανέβουν στην κλινική, προτάσσει το χέρι της προς την τσέπη μου, με ένα μάτσο 50ευρα, λέγοντας: doctor, doctor, please, help…

Το μόνο που μπόρεσα να αρθρώσω φανερά αγανακτισμένος, στα ελληνικά, ήταν: δεν είναι αυτός ο λόγος γαμώ την κοινωνία μου που καθυστερώ… Σίγουρα, δεν κατάλαβε τι είπα, αλλά κατάλαβε ότι δεν είμαι fun του είδους και τράβηξε πίσω το χέρι φοβισμένη, μάλλον από τον τόνο της φωνής μου.

Μετά για κανά 10λεπτο δεν έκανα τίποτα. Καθόμουν στη γωνιά μου και παρακολουθούσα. Παρακολουθούσα τους ανθρώπους γύρω μου, εργαζόμενους και μη, εν κινήσει ή στάσιμους, κατακεκλιμένους, καθιστούς ή εν ορθία… Και σκεφτόμουν ότι τόσο άσχημα, δεν είχα ξανανοιώσει στη δουλειά ποτέ.

Τι ήταν αυτό που με χάλασε τόσο;

Μην ήταν, ότι δεν πήρα τα λεφτά; Ευτυχώς, όχι. Αυτό το έχω λύσει προ πολλού, πριν ακόμα γίνει πρόβλημα, και πιο συγκεκριμένα, το έλυσαν άλλοι για μένα, που λέγονται γονείς, που μου έδειξαν τις πραγματικές αξίες τούτης της ζωής.

Μην ήταν, ότι ξεφτιλίστηκα; Πιθανόν. Ένοιωσα, σαν δημόσιος υπαλληλίσκος, που του προσφέρουν το γρηγορόσημο, για να κάνει διακρίσεις και να προωθήσει τον «χρηματοδότη» πιο γρήγορα από άλλους. Και μόνο, ότι κάποιος θεώρησε ότι μπορεί να ανήκω σε αυτήν την ειδική κατηγορία συνανθρώπων μας, με έκανε να νοιώθω ότι μάλλον εγώ δεν έχω καταστήσει σαφές το ποιος είμαι. Ακόμα και τη λανθασμένη υπόθεση που γεννιέται στον άλλον για το ποιος μπορεί να είμαι, τη χρεώνω αποκλειστικά σε μένα.

Μην ήταν, ότι ξεφτιλίστηκε η χώρα μου (μια ακόμη φορά); Πιθανόν και αυτό. Δεν είναι πλέον γνωστό μόνο αναμεταξύ μας, το φαινόμενο του λαδώματος, αλλά πλέον είναι γνωστό και σε όλους τους ξένους! Ρεεε, μας πήρανε χαμπάρι μάγκες!

Μην ήταν, ότι ξεφτιλίστηκε στα μάτια μου η γυναίκα του Βέλγου; Πιθανόν και αυτό. Αν ο ξένος, ο τόσο διαφορετικός, μπαίνει στο ίδιο τρυπάκι με εμάς τους ντόπιους και κάνει τις ίδιες βλακείες και τις ίδιες λαμογιές όταν οι συνθήκες του το επιτρέψουν ή του το επιβάλλουν, τότε το καυτό ερώτημα των ημερών, πώς θα αλλάξουν τα πράγματα, γίνεται εγκαυματικό και απειλεί να σε σκοτώσει. Τότε οι συνθήκες, αποδεικνύονται πιο ισχυρές από τους συμμετέχοντες σε αυτές… Τότε οι αλλαγές, φαντάζουν, όνειρο καλοκαιρινής νυχτός…

Μην ήταν, ότι ένας άνθρωπος ταλαιπωρείται χωρίς λόγο; Έλα, μωρέ! Θα πει κάποιος, τι σε νοιάζει εσένα; Και κάποιος άλλος, (που τυγχάνει να είναι ο επιμελητής σου που εφημερεύει εκείνη την ημέρα και τον οποίο οφείλεις να ενημερώσεις για οποιαδήποτε εισαγωγή ασθενούς), θα πει: μα καλά έρχονται να πεθάνουν εδώ στην Κέρκυρα αυτοί οι κωλοξένοι;!

Μην ήταν, ότι τόσοι άνθρωποι ταλαιπωρούνται χωρίς λόγο; Και μιλάω για όλους αυτούς που δουλεύουν, αλλά και για όλους εκείνους που κάνουν ότι δουλεύουν, σε ένα δημόσιο νοσοκομείο… Τόση ενέργεια ασύντακτη, ασυντόνιστη, χαμένη… Κρίμα…

Τελικά τι από όλα αυτά ήταν; Ίσως όλα μαζί, ίσως και τίποτα από αυτά. Πάντως το συμπέρασμα είναι ένα: κάτι με χάλασε. Ξανά. Όλο κάτι με χαλάει και με φθείρει. Αντίθετη πορεία δεν έχει το πράγμα, που να πάρει! Όλο προς τα κάτω πάει, αντί να βελτιώνεται. Και όσο είσαι σε μια τόσο περίεργη κοινωνική συμβίωση, είναι επιστημονικά αναμενόμενο να αποκτήσεις και εσύ τα χούγια τους… Και αυτό είναι ο χειρότερός μου εφιάλτης. Είναι ο χειρότερος, γιατί αναδεικνύει ένα από τα πιο δύσκολα θέματα: ποια είναι τα όριά σου; Μέχρι πού μπορεί να αντισταθεί η προσωπικότητά σου απέναντι στις κοινωνικές επιβολές; Πάλι, ο εχθρός που προβάλλει είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Αυτός ο άγνωστος, εαυτός… Μέχρι πού φτάνεις, πού αντέχεις;



"Γλέντα τη ζωή"
Στίχοι: Παπαδόπουλος Βασίλης
Μουσική: Παπαϊωάννου Γιάννης
Ερμηνεία: Ελένη Βιτάλη