Δοκίμιο Γονιμότητος


Πρόσφατα, σε μια σύντομη επίσκεψη στο γραφείο των γυναικολόγων για μια καρδιολογική εκτίμηση, ήρθα αντιμέτωπος με το ερώτημα: "Ποια ζητήματα θέτουν η διακίνηση γενετικού υλικού και τα βλαστοκύτταρα;"

Να κάποιες από τις -πληθωρικές είναι η αλήθεια- σκέψεις μου:

Οι νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής, ενταγμένες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης νέων βιοτεχνολογιών και τεχνολογικών γενετικής μηχανικής που χαρακτηρίζει την εποχή μας, από την αρχή φάνηκε ότι διαμορφώνουν νέα κοινωνικά δεδομένα που οδηγούν σε νέα κοινωνικά φαινόμενα. Η Τεχνολογία αναπόφευκτα, προηγείται της κοινωνίας, καθώς τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς, μένει όμως στη δεύτερη να αποφασίζει πώς θα εννοιοδοτήσει και πώς θα δεχτεί όλα τα καινούργια μηνύματα που κομίζει η πρώτη. Η Τεχνολογία πληθωρικά -πλέον- προτείνει και η Κοινωνία διστακτικά -πάντα- αποφασίζει τι της ταιριάζει, σε μια αλληλεπίδραση το αποτέλεσμα της οποίας κάθε φορά είναι αμφίρροπο. 

Ειδικά ο τομέας της ανθρώπινης αναπαραγωγής, είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα αυτής της αλληλεπίδρασης Τεχνολογίας και Κοινωνίας, καθώς προβάλλει το δίπολο «δημιουργία εμβρύου» και «κυοφορία εμβρύου» ως τον εναρκτήριο προβληματισμό για να προσεγγίσουμε το δίπολο βιολογίας-κοινωνίας. Η έννοια της «πραγματικής μητέρας» αντιδιαστέλλεται με αυτήν της κυοφορούσας, με σκοπό να τονίσει ότι η πρώτη αποτελεί την (ανα)παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, η οποία μάλιστα «ενέχει» τη βιολογική ορμή της ίδιας της Φύσης, ενώ η δεύτερη έρχεται να συμπληρώσει ως εξάρτημα, αυτή τη «φυσική διαδικασία». Το βάρος δίδεται στην πρώτη, ενώ αποστερείται από τη δεύτερη. Και εδώ βέβαια, τίθεται το πραγματικό ερώτημα που υποκρύπτει την πραγματική ασάφεια: ποια είναι τα ερείσματα της εννοιδότησης της μιας μητέρας ως «πραγματική» και της άλλης ως «μη πραγματική»; Πώς εδραιώθηκε αυτή η κοινωνική πραγματικότητα που θεωρείται ότι αποτελεί έκφραση της βιολογικής ιδιότητας της μητρότητας;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι: μέσω των γονιδίων, δηλαδή του γενετικού υλικού των «πραγματικών» μητέρων. Συγκεκριμένα, προβάλλονται αξιώσεις γενετικής συγγένειας της μητέρας με το παιδί που πρόκειται να γεννηθεί στη μήτρα μιας άλλης μητέρας -της παρένθετης-, επειδή ακριβώς τα γονίδια είναι εκείνος ο κρίκος που συνδέει άρρηκτα τα βιολογικά δεδομένα με τα κοινωνικά αποτελέσματα. Η βιολογία δηλαδή καθορίζει την κοινωνία και οι βιολογικές σχέσεις αποτυπώνονται και μεταφράζονται ως κοινωνικές.

Η προβληματική ερμηνεία όμως, αρχίζει να διαφαίνεται όταν, με τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών, γίνεται αντιληπτό ότι η προηγούμενη σχέση (από τη βιολογία προς την κοινωνία), έχει και αντίστροφη ανάγνωση (από την κοινωνία προς τη βιολογία), καθώς οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να διαμορφώσουν τις βιολογικές δομές. Πλέον, ένας γονέας μπορεί να επιλέξει ποια γονίδιά του θα εξακολουθήσουν να μεταβιβάζονται, ποιες ασθένειες και ποιες αναπηρίες μπορούν να αναχαιτιστούν, τι χρώμα ματιών θα έχει το παιδί του και πολλά άλλα, που θα μπορούσαν όμως να ενταχθούν σε μια λογική όμοια με αυτήν κατά την οποία ο γονέας αποφασίζει για το παιδί του, (όπως το πότε θα εμβολιαστεί, τί θα φάει, σε ποιο σχολείο θα πάει) με σκοπό να το βελτιώσει όπως νομίζει καλύτερα. Τι είναι εκείνο λοιπόν, που προβληματίζει τόσο κατά την παρέμβαση στα γονίδια; Γιατί η παραδεδομένη κοινωνική παρέμβαση που επιτρέπει στο γονέα να αποφασίζει για το τέκνο του, να μην επεκταθεί στην ίδια την απαρχή της ύπαρξης του τέκνου του, σε εκείνο δηλαδή το πρωταρχικό στάδιο της παρουσίας του παιδιού, δηλαδή στα γονίδια του γονέα; Πού τίθεται η διαχωριστική γραμμή της παρέμβασης; Γιατί να υπάρχουν δυο μέτρα και δυο σταθμά στην κρίση μας; Και τελικά, πότε ξεκινά ένα παιδί ή ένας άνθρωπος να αποκτά υπόσταση; Αλλά και αν απαντηθεί αυτό το ερώτημα, πώς θα κρίνουμε γιατί στη μια περίπτωση επιτρέπεται (ίσως και επιβάλλεται) ο γονέας να αποφασίζει πλήρως για τη διαμόρφωση του παιδιού του, ενώ στην άλλη να απαγορεύεται ρητώς και δια ροπάλου; Ποιο το όριο και κυρίως, ποιος και με τι κριτήρια το θέτει; Αν θέλουμε να είμαστε τολμηροί στην απάντηση των προηγούμενων ερωτημάτων, θα συμφωνούσαμε ότι παρότι οι τεχνολογίες είναι νέες, οι τακτικές, οι λογικές και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις τεχνολογίες, είναι παλαιές (ή τουλάχιστον ήδη γνωστές) και επαναλαμβανόμενες. Άρα σε τί συνίσταται η διαφοροποίηση (που φτάνει ενίοτε έως και την αποκήρυξη) αυτών των νέων τεχνολογιών; Η απάντηση έχει να κάνει με το άνοιγμα της οπτικής μας όσον αφορά τους δυο -φαινομενικά- διαχωρισμένους κόσμους, της βιολογίας και της κοινωνίας ή αν θέλουμε να το γενικεύσουμε, της φύσης και του πολιτισμού: δεν είναι μόνο τα αποτυπώματα της βιολογίας πάνω στην κοινωνία, αλλά και αυτά της δεύτερης πάνω στην πρώτη, συνθέτοντας έναν καμβά χρωμάτων, η ιχνηλάτηση του οποίου δεν μπορεί παρά να καταλήξει ότι υπάρχει ισοδυναμία ανάμεσα στους δυο κόσμους, ή πιο σωστά, μια ενοποιητική συνέχεια και όχι μια διιστάμενη αντίθεση. Όπως εξάλλου, λέει και ο Bruno Latour, ίσως πρέπει να μιλάμε πλέον για έναν υβριδικό σχηματισμό, έναν συνδυασμό των δυο καταστάσεων, μια ενοποιημένη πολύχρωμη συνύπαρξη και όχι για μια αντιθετική σχέση όπως τόσα χρόνια μας έχουν μάθει.

Ας μιλήσουμε όμως, πιο συγκεκριμένα. Η γονιδιακή θεραπεία σήμερα φοβίζει. Όσο και αν ανοίγει νέες δυνατότητες θεραπείας, η χρήση του «εύθραυστου» υλικού των γονιδίων φτάνει μέχρι το σημείο να γεννά σενάρια ευγονικής και ρατσισμού, σενάρια αυτοκαταστροφής, με το επιχείρημα ότι ο άνθρωπος δεν γνωρίζει να χειρίζεται τέτοιο υλικό. Γιατί όμως πρέπει αυτού του είδους η θεραπεία να εντάσσεται έξω από όλες εκείνες της θεραπείας της σημερινής Ιατρικής, όπως η χημειοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία, ή ακόμα και η φαρμακοθεραπεία, όταν οι ίδιοι οι ιατροί αναγνωρίζουν ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν γνωρίζουν τον τρόπο που δρουν τα φάρμακα και τα χρησιμοποιούν επειδή απλά έχει παρατηρηθεί, το ευεργετικό τους αποτέλεσμα; Τι διαφορετικό για παράδειγμα, έχει η γονιδιακή θεραπεία από την αντιβιοτική θεραπεία που χρησιμοποιείται κατά κόρων από την ιατρική κοινότητα, και η οποία ασκεί τη δράση της, επεμβαίνοντας άμεσα στο γενετικό υλικό των μικροοργανισμών, εμποδίζοντας την αντιγραφή, τη μεταγραφή ή τη μετάφραση του γενετικού τους υλικού, και έτσι τελικά αναχαιτίζοντας τον πολλαπλασιασμό τους; Ή επίσης, τι διαφορετικό έχει η γονιδιακή θεραπεία από την αντιρετροϊκή θεραπεία εναντίον του ιού του AIDS, κατά την οποία τα φάρμακα δρουν άμεσα πάνω στο γενετικό υλικό του ιού και το εμποδίζουν να λειτουργήσει; Πώς μπορεί να ευσταθεί λοιπόν, ένα επιχείρημα του τύπου της «άγνοιας χρήσης» του γενετικού υλικού εν γένει, όταν αρκετά χρόνια τώρα, πολλές ιατρικές ενέργειες παρεμβαίνουν ακριβώς στο ίδιο το γενετικό υλικό; Διαφαίνεται δηλαδή, ότι άλλοι πρέπει να είναι οι λόγοι, που επιτρέπουν στον άνθρωπο να παρεμβαίνει στα γονίδια άλλων οργανισμών μα όχι στα δικά του και να πειραματίζεται με το γενετικό ανακάτεμα άλλων ζώων παρεκτός του εαυτού του, χωρίς κάτι τέτοιο να θορυβεί ή να προβληματίζει την ανθρώπινη κοινωνία. Μήπως υπεισέρχεται αυτή η αέναα εγωιστική ανθρωποκεντρικότητα; Μήπως υπεισέρχεται η στενότητα του πλαισίου μέσα από το οποίο μας βάζουν να βλέπουμε τα πράγματα; Πώς εξηγείται για παράδειγμα να μιλάμε με όρους φοβικού συνδρόμου όταν αναφερόμαστε στην πιθανότητα παραγωγής στρατιάς ανθρώπων από πανομοιότυπο γενετικό υλικό που θα έχουν ως στόχο να υπηρετούν τους λίγους αυτού του κόσμου, όταν την ίδια στιγμή επιτρέπουμε στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, να παράγει στρατιές ανθρώπων με πανομοιότυπο συμπεριφορικό υλικό (ντύσιμο, διατροφικές συνήθειες, καταναλωτικά πρότυπα) υπηρετώντας έτσι τους λίγους αυτού του κόσμου, που κρύβονται πίσω από τις πολυεθνικές εταιρείες; 

Ιδιαίτερη μνεία, συνεχίζοντας, πρέπει να γίνει για τα βλαστοκύτταρα. Τα βλαστοκύτταρα και οι υποσχέσεις τους θέτουν την ανάγκη για ένα νέου είδους συμβόλαιο ανάμεσα σε επιστήμη και κοινωνία. Η ανθρώπινη κλωνοποίηση έχει απαγορευτεί ως προσβάλλουσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ή σε ακόμα πιο συντηρητικές κοινωνίες, ως προσβάλλουσα τη θέση του ίδιου του Θεού, το ρόλο του οποίου θεωρείται ότι προσπαθεί να διαδραματίσει ο άνθρωπος μέσα από αυτές τις νέες τεχνολογίες. Τίθεται το ερώτημα μέχρι πού μπορεί να παρέμβει ο άνθρωπος και αν μπορεί να δημιουργήσει κλώνους του. Ακόμα πιο γενικευμένα είναι τα ερωτήματα που αφορούν το κατά πόσον επιτρέπεται στον άνθρωπο να δημιουργεί κλώνους ζώων ή φυτών που η ίδια η φύση και η εξέλιξη εμπόδισε να επιβιώσουν και να διασωθούν. Ο άνθρωπος τείνει να εισχωρεί βαθιά στις φυσικές διαδικασίες και να τις παρεκτρέπει από τη «φυσική» τους πορεία. Ανατρέπει κάθε ορθόδρομη διαδικασία, συνεπώς εύλογα ανακύπτει το ερώτημα ποιά θα είναι η νέα σχέση του ανθρώπου με τη βιολογία αλλά και τη φύση γενικότερα, όταν αποκτά πλέον τη δυνατότητα να αντισταθεί στην παραδεδομένη από εκατομμυρίων ετών, φυσική κατάσταση και να την διαμορφώσει κατά τη βούλησή του. Ο άνθρωπος ενάντια στην βιολογική εξέλιξη, πού θα οδηγηθεί; Σε μεγαλύτερη εξέλιξη ή στην αυτοκαταστροφή του; Η κλωνοποίηση αναχαιτίζει την ποικιλομορφία και άρα δημιουργεί μια χαμένη ευκαιρία βιολογικής προόδου και εξέλιξης, καθώς δεν είναι η Φύση που επιλέγει (μέσω της φυσικής επιλογής) τον ικανότερο, αλλά ο ίδιος ο Άνθρωπος που επιλέγει (μέσω της υποκειμενικότητάς του) τον κοινωνικά προσφιλέστερο και τον ιδιοσυγκρασιακά πλησιέστερο στα δικά του γούστα και τις δικές του απαιτήσεις. Τα βλαστικά κύτταρα, οι κλώνοι, οι τράπεζες κυττάρων, δημιουργούν επιπλέον φόβους για την εξάπλωση του αδηφάγου εγωισμού του ανθρώπου στο μέλλον. Πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα κύτταρα; Καθαρά εργαλειακά; Ως νέα άτομα; Ως νέες ολοκληρωμένες προσωπικότητες; Ίσως, ως μια ολόκληρη νέα «φυλή» ή ένα εξ ολοκλήρου νέο «είδος»; Μήπως τελικά, μόνο ως μια δεξαμενή οργάνων για μεταμοσχεύσεις, αναβιώνοντας όμως έτσι αρχέγονες πρακτικές ανθρωποθυσίας; Θα πάψει η εξέλιξη των ειδών; Θα εξουσιάσει ο άνθρωπος; Θα επικρατήσουν τα κύτταρα των λίγων και πλουσίων, έναντι των πολλών και φτωχών; Μα από την άλλη, παρέχεται η δυνατότητα να υπερνικηθούν τόσες δυσβάσταχτες και ανίατες ασθένειες, γιατί να μην βασιστούμε στη νέα τεχνολογία; Και αν πράγματι, χρησιμοποιήσουμε τη νέα τεχνολογία για τις τόσες θανατηφόρες ασθένειες του ανθρώπου, πόσες εκατοντάδες χρόνια θα ζουν πλέον οι άνθρωποι; Τελικά όμως, τι έχει πιο πολύ αξία για τον άνθρωπο, η ποσότητα του χρόνου επιβίωσης του ή η ποιότητα των στιγμών του;

Αν θέλουμε να συνεχίσουμε αυτή τη βασανιστική αλληλουχία ερωτήσεων, μπορούμε να σταθούμε και στην Ηθική και στο βασικό ζήτημα που αυτή θέτει σχετικά με το αν έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε αυτά τα βλαστικά κύτταρα. Και αν πράγματι μας επιτρέπεται, για ποια βλαστικά κύτταρα μιλάμε; Για αυτά κατ’ ευθείαν από το έμβρυο, για αυτά από το αίμα του ομφάλιου λώρου του ή για αυτά που προορίζονται για καταστροφή μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια τεχνητής γονιμοποίησης; Πού μπαίνει το όριο; Αν η κλωνοποίηση ενός οργάνου με σκοπό τη μελλοντική του μεταμόσχευση (σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη στον ίδιο τον οργανισμό από τον οποίο προέρχεται) δεχτούμε με βάση την ισχύουσα ηθική μας ότι επιτρέπεται, τότε τι είναι εκείνο που μας κατακεραυνώνει όταν πάμε να κάνουμε το ίδιο σε επίπεδο ενός ολόκληρου οργανισμού; Ποια η ειδοποιός -αν υπάρχει τέτοια- ενός οργάνου από μια ομάδα οργάνων που συγκροτούν έναν αυτοτελή οργανισμό; Αν αποδεχόμαστε την παρέμβαση σε ένα μόνο κομμάτι, σε ένα μόνο τμήμα, τι μας κρατά από το να παρέμβουμε στο «όλον»; Και για να μπλέξουμε περισσότερο τα πράγματα, προσκαλώντας τον Durkheim και την άποψή του περί παραλληλισμού του ανθρώπινου οργανισμού με την ανθρώπινη κοινωνία, τελικά σε τι διαφέρει το μερικό από το όλον, το όργανο από τον οργανισμό και το άτομο από την κοινωνία; Πού μπαίνει και από ποιόν το όριο σε αυτούς τους διαχωρισμούς;

Διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι ξεκινώντας από καθαρά βιολογικά ερωτήματα, καταλήγουμε σε καθαρά ανθρωπολογικά ερωτήματα, με ελάχιστη δυσκολία, σχεδόν μέσα από μια αβίαστη διαδικασία αναζήτησης. Η Βιολογία λοιπόν αντιλαμβανόμαστε ότι εύκολα γίνεται Κοινωνία. Αυτό το γνωρίζαμε. Το νέο όμως που εισάγουν οι νέες τεχνολογίες είναι ότι και η Κοινωνία γίνεται Βιολογία σε μια ισοδύναμη με την προηγούμενη, σχέση. 

Η Νέα εποχή, επεκτείνεται όχι μόνο στα βάθη του μικρόκοσμου και στους πυρήνες των πιο μικρών κυττάρων, μα και στα βάθη του μακρόκοσμου και στους πυρήνες των πιο μεγάλων άστρων. Ανάμεσα στα πέρατα αυτών των δυο κόσμων, αναζητεί την ισορροπία δυο άλλων κόσμων, αυτών της Βιολογίας και της Κοινωνίας. Ίσως η ανεύρεση εξωγήινης ζωής, βασισμένη σε μια άλλη βιολογία και δομημένη σε μια άλλη κοινωνική οργάνωση να μας έλυνε με αποδείξεις το μέγα προβληματισμό της σχέσης των δυο αυτών οντοτήτων, που το ανθρώπινο μυαλό και η ανθρώπινη εκπαίδευση θέλουν ακόμα να συντηρούν ως δυο ξεχωριστούς κόσμους, αδυνατώντας να αποδεχτεί καταστάσεις όπως π.χ. ότι ακόμα και στην ίδια τη Γη, υπάρχει και άλλος τρόπος αναπαραγωγής, αυτός της μονογονίας, πέρα από αυτόν της αμφιγονίας.

Στη Νέα εποχή, με τις νέες δυνατότητες παρέμβασης στη Βιολογία, δεν θα πρέπει να εστιάσουμε σε αυτές τις ίδιες της δυνατότητες και στους νέους δρόμους που ανοίγονται, μα στο αν θα διατηρήσουμε ή θα πετάξουμε επιτέλους τις παλαιές νοοτροπίες και τακτικές, οι οποίες μέχρι σήμερα έχουν κατορθώσει να εξαφανίσουν αμέτρητα είδη ζώων και φυτών από τον πλανήτη και να καταστρέψουν ανυπολόγιστη ποσότητα γενετικού υλικού, τέτοια που να μιλάμε για ολόκληρη «εξάλειψη». Πόσο θα εστιάζουμε μόνο στον Άνθρωπο, όταν το Περιβάλλον γύρω μας δεινοπαθεί; Η Βιολογία είναι οικουμενική. Και ο Άνθρωπος δεν είναι μόνος του, μα μόνος του επιμένει να εννοιολογεί τη δυϊκή αντιπαράθεση μεταξύ γονιδίων-περιβάλλοντος. Αναρωτιόμαστε αν τα βλαστικά κύτταρα και η διακίνηση γενετικού υλικού αλλάξει εντελώς την κοινωνία μας, αδιαφορώντας αν εμείς πρώτοι έχουμε αλλάξει εντελώς τις κοινωνίες των υπολοίπων ζωντανών οργανισμών και τη βιολογία τους. 

Το μεγάλο ερώτημα σε αυτή τη Νέα εποχή, όσο προκλητικοί και αν είναι οι δρόμοι που ανοίγονται εμπρός μας, είναι πόσο θα εθελοτυφλούμε, αδυνατώντας να δούμε εκτός πλαισίου; 

Δεν είναι οι νέες τεχνολογίες που πρέπει να μας φοβίζουν, αλλά οι τακτικές χρησιμοποίησής τους.

Δεν είναι οι νέοι ορίζοντες που χαράσσονται στο μέλλον, αλλά οι ανθρώπινοι βηματισμοί που θα σχεδιαστούν πάνω τους. 

Δεν είναι οι νέες εποχές που προκαλούν, αλλά οι νέες εννοιοδοτήσεις τους. 

Δεν είναι οι νέες κοινωνικές σχέσεις που διαπλάθονται, αλλά η ισχύς των δεσμών τους. 

Δεν είναι οι νέες βιολογικές δομές που παράγονται, αλλά ο σκοπός δημιουργίας τους. 

Δεν είναι η παραγωγή μιας νέας Ατομικότητας που προβληματίζει, αλλά η προάσπιση των διαφορετικοτήτων μέσα από τις οποίες θα αναδυθεί αυτή η Ατομικότητα. 

«Η ύπαρξη σας δεν συνίσταται σε έναν εγκέφαλο που ρυθμίζει τη λειτουργία του σώματος ενεργοποιώντας διάφορες ορμόνες. Δεν συνίσταται σε ένα σώμα που ρυθμίζει τη λειτουργία των γονιδίων του ενεργοποιώντας διάφορους ορμονικούς υποδοχείς. Δεν πρόκειται για ένα γονιδίωμα που ρυθμίζει τη λειτουργία του εγκεφάλου ενεργοποιώντας διάφορα γονίδια τα οποία ενεργοποιούν τις ορμόνες. Αλλά για όλα τα παραπάνω μαζί.

Είναι δύσκολο, και ίσως ουτοπικό, να κατανοήσει κανείς ευκρινώς τη μεταφυσική του Εαυτού βάσει μιας τέτοιας περιγραφής, στην οποία η εσωτερική αιτιότητα δεν έχει αρχή και τέλος και δεν μπορούν να διαχωριστούν ξεκάθαρα οι αιτιακές συνδέσεις μεταξύ του οργανικού αιτίου και του αποτελέσματός του στη συμπεριφορά (ή το αντίθετο). Το πρόβλημα όμως, δεν έγκειται στην επιστήμη, αλλά στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η φιλοσοφία.»

(«Η Μεταφυσική του Γονιδιώματος», του Alex Mauron, στο βιβλίο «Το Μέλλον των Βιοεπιστημών» του Haldor Stefansson, σελ. 294, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005, χωρίς ούτε βιολογική ούτε κοινωνική άδεια αναδημοδίευσης…)