Είναι ένα νησάκι, βόρεια της Κέρκυρας, κάπου στα 50’ με καραβάκι από το Σιδάρι, που λέγεται Ερείκουσα. Μαζί με τους Οθωνούς και το Μαθράκι, ανήκουν στο σύμπλεγμα των λεγόμενων Διαποντίων Νήσων.
Είναι ένα μέρος, πραγματικό ησυχαστήριο, όχι μόνο γιατί λόγω της ησυχίας του ως νησί σε ηρεμεί, αλλά και γιατί η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν ακόμα τόσο όμορφα μέρη στην ελληνική επικράτεια σε καθ-ησυχάζει, σε βαθμό που αγγίζεις τα όρια της γαλήνης.
Το όνομά του προέρχεται από τα ρείκια, ή αρμυρείκια που είχε και έχει ακόμα, η περιοχή. Με έναν βασικό οικισμό και διάσπαρτα σπιτάκια, δεν νοιώθεις την εισβολή του ανθρώπου στο καταπράσινο περιβάλλον, αλλά νοιώθεις ότι τον άνθρωπο τον περιβάλλουν οάσεις ευτυχίας.
Από πολύ παλιά, όσοι θαρραλέοι ετόλμησαν να αναμετρηθούν με την τόση ευτυχία αυτού του τόπου, βίωσαν στιγμές ευλογίας. Έσμιξαν τις ζωές τους με τους άλλους ανθρώπους όπως τις έσμιξαν με το ίδιο το τοπίο.
Παρά την απομόνωσή τους, ήξεραν ότι είναι στον παράδεισο.
Στηριγμένοι στο τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, κατόρθωσαν να αντικρούσουν κάθε κύμα της μανιασμένης θάλασσας της ζωής που έσκαβε το πρόσωπό τους.
Προσπάθησαν να δαμάσουν τον μανιασμένο αγέρα και να μονιάσουν με τις πιο δυνατές του δίνες.
Έκαναν τον σταυρό τους που ξυπνούσαν κάθε μέρα ζωντανοί και ορμούσαν στα βαθειά, βγάζοντας από την πηγή της ζωής, ολόδροσο ύδωρ ξεδιψαστικό και αναζωογονητικό. Θεωρούσαν -και έτσι πρέπει να είναι- ότι αν πιεις από αυτό το ύδωρ, θα ξεπροβάλλει η γοργόνα των ονείρων σου...
Η Ερείκουσα του σήμερα, μέσα από τα μάτια του χτες, ήταν, είναι, και με την σιγουριά ότι οι λιγοστοί κάτοικοί του επιθυμούν να το διατηρήσουν όμορφο, θα είναι, ένας μικρός παράδεισος στην κορυφή του Ιονίου πελάγους, από όπου θα μας ανοίγεται ένα παράθυρο αισθητικής, ηθικής και νοητικής για την ατίθασή μας φύση.