Σκηνή 13η
"Το άφοβο παιδί λοιπόν, έγινε ένας κυνηγημένος νέος, που τον χτυπούαν και τον βαρούσαν από παντού, σε ένα αδιάκοπο εκφοβιστικό παιχνίδι παραλογισμού. Ο νέος εμεγάλωσε, ωρίμασε μέσα από τις διαδικασίες της τρέλας και της παράνοιας, προσπαθώντας να εξηγήσει την ανεξήγητη και αρρωστημένη συμπεριφορά του περίγυρού του. Ο άνθρωπος αυτός καταδικάστηκε σε αιώνια αναζήτηση της μιας και μοναδικής αλήθειας, της μιας και μοναδικής απάντησης. Καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Και μέσα από τη φυλακή, διακήρυττε:
<<Και πού να πάω; είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας, εγώ ένας ορφανός άνθρωπος; Η Μαργαρίτα πρέπει να μάθει και να ζήσει ευτυχισμένη μαζί σου, και στον κόσμο δεν έχω πλια τίποτα. Εδώ μέσα για με είναι ο κόσμος. Δεν τη θέλω τη χάρη κι εδώ θα πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν παρηγοριά στη μετάνοια.
Αυτήν τη στιγμή ο φύλακας με την ήμερη όψη έκραξε τον Πέτρο. Πέτρο Πέπονα, του 'πε, η γυναίκα σου σε ζητεί από τα σίδερα για να σε χαιρετήσει.
Κι ο Τουρκόγιαννος έγυρε το βλέμμα του προς τη σιδερένια πόρτα, εκοίταξε μια στιγμή τη Μαργαρίτα, αναστέναξε κ' εμπήκε ξανά κλαίοντας στο κελί του.>>
(τελευταίο απόσπασμα από το έργο "Κατάδικος" του Κερκυραίου Κωνσταντίνου Θεοτόκη, από τους Καρουσάδες παρακαλώ!)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου