Περιγραφή πρόσφατης εικόνας, κατά την ημέρα Χριστουγέννων σε ένα μέσο σπιτικό της ελληνικής επαρχίας της Μακεδονίας, όπου πολυπληθής οικογένεια με δυο παιδιά, γονείς, θείους, θείες, παππούδες και γιαγιάδες, βρίσκονται για εορτάσουν την ημέρα:
Όλοι μαζεύονται στο τραπέζι. Οι γυναίκες του σπιτιού έχουν από το πρωί ξεσηκωθεί, έχουν μαγειρέψει ατελείωτα καλούδια, η ξυλόσομπα καίει, η ατμόσφαιρα πολύ ζεστή. Ο θείος που σπουδάζει στη Δανία, έφερε δυο tablet στα ανιψάκια του, ένα αγοράκι 11 και ένα κοριτσάκι 9 ετών. Η μητέρα των παιδιών δίνει το παράγγελμα. Ώρα φαγητού! Μαζευτείτε όλοι στο τραπέζι! Μαζεύονται όλοι, πλην των δυο μικρών παιδιών που μεθυσμένα πασπατεύουν το νέο tablet τους...
Η γιαγιά, πόντια στην καταγωγή, σηκώνεται όρθια και ετοιμάζεται να πει την προσευχή... Η μαμά φωνάζει οργισμένη στα παιδιά της, να σταματήσουν να παίζουν με το tablet και να σταθούν όρθιοι για την προσευχή. Εκείνα, απλά σταματούν για λίγο να χρησιμοποιούν το tablet τους. Η γιαγιά αρχίζει: "Πάτερ ημών... τον άρτον ημών τον επιούσιον... και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν... ". Κοιτάω τα παιδιά, είχαν ήδη αρχίσει πάλι το παιχνίδι με το νέο τους tablet, αδιαφορώντας, μην αντιλαμβανόμενα προφανώς τα "αλαμπουρνέζικα" λόγια της γιαγιάς... Εκεί κάπου αναρωτήθηκα, σε τι ακριβώς προσευχόμαστε με αυτήν την προσευχή... Ποιος άρτος έλειπε από το τραπέζι μας; Μα και ποιοι πειρασμοί μας περιβάλλουν;
Η όλη εικόνα με μπέρδεψε λίγο και άρχισα να αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που έχει αλλάξει από την παλαιά εποχή της τάβλ-ας,
[κατά την οποία τα παιδιά προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στην αγκαλιά του παππού και της γιαγιάς που ήταν γύρω από το τραπέζι-τάβλα, ώστε να κλέψουν τραγούδια, λέξεις, ήχους, εικόνες, ιστορίες και μύθους, καρφώνοντας τα ματάκια τους στα μάτια των μεγαλύτερων...]
(έργο του Γύζη)
σε σχέση με σήμερα, την εποχή της tabl-et τεχνολογίας μας...
[κατά την οποία τα παιδιά τα έχει κλέψει μια οθόνη την οποία αγκαλιάζουν και από την οποία δεν μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους...];
Ποιος φταίει για αυτήν την -δραματική κατά την άποψή μου- εικόνα; Τα παιδιά; Οι γονείς; Η τεχνολογία η ίδια; Ο θείος που στην προκειμένη περίπτωση έφερε τα tabletάκια; Η γιαγιά που εξακολουθεί να επικαλείται "παρωχημένες" προσευχές; (ξέρω η λέξη θα πειράξει κάποιους...αλλά οι εξηγήσεις θα δοθούν άμα το απαιτήσει το κοινό).
Και η μια σκέψη μετά την άλλη με πήγε σε μια πιο μεγάλη αντιπαράθεση: αυτή της νεωτερικότητας με τη μετανεωτερικότητα... Ήταν κάποτε, αρχής γενομένης από την Αναγέννηση και με αποκορύφωμα το Διαφωτισμό, που έγινε μεταστροφή του κόσμου από την πίστη στο Θεό, στην πίστη στον Ορθό Λόγο και από τους μύθους στην αναζήτηση της μιας και μοναδικής Αλήθειας. Τότε, η γνώση ήταν το βασικό εργαλείο της καθημερινής ζωής, που ωθούσε την πρόοδο και την επιστήμη. Αυτό κράτησε μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα, οπότε και άρχισε μια νέα εποχή να διαγράφεται, αυτή της Νεωτερικότητας, κατά την οποία η Πληροφορία αντικατέστησε τη Γνώση, η μια και μοναδική Αλήθεια είχε να αντιμετωπίσει τις αναρίθμητες μικρές και διαφορετικές αλήθειες του καθενός, τα εθνικά κράτη άρχισαν να κλωνίζονται από την παγκοσμιοποίηση κλπ κλπ... Νοιώθω ότι από την εποχή της τάβλας όπου επικρατούσαν οι μύθοι και τα παραμύθια, περάσαμε στην εποχή του Λόγου και της μοναδικής Αλήθειας, για να επαναφέρουμε τις πολλές και μικρές Αλήθειες του καθενός μας σήμερα, εν είδει της προσωπικής ιστορίας -άρα του προσωπικού παραμυθιού- του καθενός μας... Μύθος-Αλήθεια ένα ακόμα δίπολο που ταλαντεύει την κοινωνία... Σήμερα όμως, στην εποχή του Μεταμοντερνισμού, έμφαση δίδεται όχι τόσο στην ίδια την αντιπαράθεση των εννοιών αυτών, αλλά στο πόσο ταλαντ-εύει την κοινωνία, δηλαδή στο πόσα τάλαντα μπορεί να "πιάσει" μια τέτοια αντιπαράθεση (debate, όπως προτιμούν να το λένε οι ταλαντ-ούχοι, δηλαδή αυτοί που έχουν τα τάλαντα και φωνάζουν ότι λεφτά υπάρχουν... κάτι θα ξέρουν αυτοί!). Σήμερα, όλα κρίνονται με το πόσο "πιάνουν" στην αγορά, ως μια μέγιστη έκφραση του καπιταλιστικού συστήματος... Έτσι, ο καθένας φτιάχνει τη δική του ιστοριούλα, το δικό του παραμυθάκι, το δικό του μύθο, φτιάχνει και ένα ωραίο συννεφάκι για να κάθεται άνετα και αναπαυτικά και τον πουλά. Μην μας φαίνεται παράξενο λοιπόν, που ο καθένας σήμερα πουλά τη δική του τρέλα!
Αναλογιστείτε όμως τη μεγάλη μεταστροφή (για να μη πω διαστροφή...) από τη Γνώση στην Πληροφορία! Όταν κάποτε η Γνώση -και αυτό προέβαλαν οι Διαφωτιστές και μπράβο τους- εξυπηρετούσε χρηστική ανάγκη με προοπτική κάτι να δημιουργηθεί, τώρα πουλιέται η Πληροφορία για να εξυπηρετήσει μια καταναλωτική και μόνον ανάγκη με προοπτική να αποφευχθεί η δημιουργία, να καθηλωθεί ο χρήστης στον καναπέ του, να γεμίσει το χρόνο του με ατελείωτη -και τις περισσότερες φορές ανούσια- πληροφορία που δεν του προσφέρει καμία χρηστικότητα... Το Μεγάλο Μπαμ έγινε νομίζω -τουλάχιστον στην ελληνική κοινωνία- με την είσοδο του Μεγάλου Αδερφού, αυτά τα τηλεπαιχνίδια που μας έδιναν την δυνατότητα μέσω διαδικτύου να βλέπουμε και να πληροφορούμαστε κάθε δευτερόλεπτο τις κινήσεις, τις συμπεριφορές και τις πράξεις όλων των "έγκλειστων" πειραματόζωων... Μόνο που το κοινό, δεν καταλάβαινε ότι είχε κάτι... κοινό με τους παίκτες: ήταν το ίδιο πειραματόζωο με εκείνους... Όταν πλέον το καθημερινό ενδιαφέρον ήταν πόσες φορές ο τάδε παίκτης κατούρησε (είχαν κάμερα ακόμα και στην τουαλέτα οι αθεόφοβοι!), πόσες φορές ο δείνα παίχτης βούρτσισε τα δόντια του και πολλά πολλά άλλα δεδομένα, αντιλαμβάνεται κανείς πώς επιτελείται η μεταστροφή-διαστροφή της Γνώσης σε μια στείρα Πληροφόρηση... Η καθημερινότητά μας γέμισε έκτοτε από βροχή πληροφορίας, που σε μικρό μόνο ποσοστό μορφοποιείται σε γνώση, άρα χρήση. Και η στείρα Πληροφόρηση έχει τη σημασία της: προσιδιάζει σε ένα στείρο περιβάλλον, μακρυά από τη Φυσιοκρατία που προσπάθησαν να τονίσουν -και πάλι μπράβο τους- οι Διαφωτιστές. Σήμερα, το παιδί δεν πρέπει να γραντζουνιστεί, δεν πρέπει να ματώσει η μύτη του, δεν πρέπει να σημαδέψει τα γόνατά του από τα χαλίκια του δρόμου της γειτονιάς... Σήμερα, καταναλώνουμε πληροφορία η οποία είναι χρήσιμη μόνο για αυτούς που την πουλάνε. Όπως, ακριβώς η πρέζα! Να, άλλη μια μεταστροφή: από την πρόζα, ως ο πεζός λόγος, σήμερα φτάσαμε στην πρέζα, δηλαδή στο... πεζός, σκέτο!
Υπάρχει ένα ερώτημα όμως σε όλη αυτή τη συλλογιστική: πώς προέκυψε η μετανεωτερικότητα και γίναμε όλοι μεταμοντέρνοι (άσχετα αν κάποιοι ουδέποτε υπήρξαν μοντέρνοι...). Η απάντηση είναι απλή: μέσα από τους φονικότερους πολέμους όλων των εποχών τον 20ό αιώνα, μέσα από την τεράστια φυσική καταστροφή και την εκσπλάγχνωση της φύσης προς καθαρό όφελος της "Λογικής" ή ακόμα και της "Επιστήμης", και μέσα από πολλές άλλες ασυνέπειες, οι Διαφωτιστές και όλο το εποικοδόμημα της Νεωτερικότητας, δεν κατάφερε στην πράξη να πείσει τον κόσμο... Είναι ένα παράδειγμα απόκλισης θεωρίας και πράξης (το άλλο μεγάλο παράδειγμα της Ιστορίας ήταν ο Κομμουνισμός). Σε αυτό το κενό που δημιουργήθηκε λοιπόν, έρχεται η Μετανεωτερικότητα, να δώσει τις δικές της απαντήσεις, να επαναφέρει τα μικρά κομμάτια του καθενός μας, όχι όμως με σκοπό να τα συνενώσει όπως ήθελε ο Διαφωτισμός σε μια και μοναδική, οικουμενική Αλήθεια, αλλά με σκοπό να τα διατηρήσει κατακερματισμένα. Και αυτό, γιατί ο Διαφωτισμός είχε κάνει ήδη το ολέθριο λάθος, που άνοιξε τους ασκούς του αιόλου: έβαλε πάνω από όλα τη Λογική. Ξέχασε εντελώς το συναίσθημα, τις διαφορετικές ανάγκες, τη διαφορετική οπτική του κόσμου, τα διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια. Ο Διαφωτισμός λοιπόν, ήταν και αυτός ιμπεριαλιστικός, σε πολιτισμικό επίπεδο όμως. Αυτό το εργαλείο χρησιμοποιεί σήμερα κατά κόρον ο Μεταμοντερνισμός για να κάνει αυτό που πάντα η Ιστορία κατακεραυνώνει (όσο και αν γράφεται από τους νικητές): ότι πάντα κάποιοι θα θέλουν να επιβάλουν τη δική τους την άποψη...
Επανέρχομαι όμως στην αρχική εικόνα εκείνου του σπιτιού της Μακεδονίας, ημέρα Χριστουγέννων: πώς να κατηγορήσεις τα παιδιά για την αδιαφορία τους για το τι συντελείται στην τάβλα του τραπεζιού του σπιτιού τους, όταν η απάντηση στο ερώτημα που τους έθεσα "τι τους προσφέρει το tablet τους" ήταν αφοπλιστική: "πολλά παιχνίδια...". Το παιδί πάντα, αιώνια, θέλει το ίδιο πράγμα: να παίξει, να πειραματιστεί, να δοκιμάσει, να ενθουσιαστεί από την ανακάλυψη του άγνωστου. Δεν μπορεί λοιπόν να φταίει το παιδί. Εκεί όμως, που πρέπει να συμβάλει ο γονέας, είναι να προσφέρει εκείνα τα ερεθίσματα στο παιδί που θα του μεταφέρουν καλύτερα μια γνώση, δηλαδή μια πληροφορία που μπορεί να την χρησιμοποιήσει για να καλύψει μια ανάγκη. Είναι σπουδαίο όμως να αντιληφθεί το παιδί πρώτα, πια είναι η ανάγκη του, δεύτερον τι επιλογές έχει και τρίτον ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για την ικανοποιήσει. Σταθείτε στο δεύτερο συνθετικό της τελευταίας αυτής λέξης: "-ποιήσει", δηλαδή δημιουργήσει. Πόσο σημαντικό είναι για ένα παιδί η αίσθηση της δημιουργίας.
Πώς θα γίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο, θα με ρωτήσετε τώρα. Έχω ως απάντηση, ένα προσωπικό βίωμα: όταν ήμουν στο γυμνάσιο ακόμα, ίσως ήμουν ο πρώτος που είχα ηλεκτρονικό υπολογιστή, δώρο του πατέρα από το υστέρημά του, ενός πατέρα που ούτε να ακούσει δεν ήθελε για αυτό το εργαλείο... Όμως, το έκανε για το παιδί του. Έκανε όμως και κάτι άλλο, με έπαιρνε τις ηλιόλουστες μέρες στο βουνό, να μυρίζω το άρωμα της φύσης, να γεμίζω τα πόδια μου με τη σκόνη της γης, να σημαδεύω τα χέρια μου με τα αγκάθια των ασπάλαθων. Πώς δένουν τώρα όλα αυτά; Δείτε: όταν ξεκίνησα να πειραματίζομαι και εγώ με τον τότε υπολογιστή, τι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου; Φυσικά, να βρω ηλεκτρονικά παιχνίδια και να παίζω ατελείωτα... Μια ηλιόλουστη Κυριακή λοιπόν, μου προτείνει ο πατέρας να πάμε στο χωράφι να δούμε τα δέντρα... Εγώ, αρνούμαι και επιλέγω να παίξω ένα καινούργιο παιχνίδι που με είχαν προμηθεύσει τα εξ Αθηνών εξαδέλφια μου. Έπαιζα ασταμάτητα, μεθυσμένος με την εικονική πραγματικότητα του παιχνιδιού... Περνούσα πίστες, σκότωνα εχθρούς, κέρδιζα πόντους... Μέχρι που έφτασα στην τελευταία πίστα, όπου μετά από πολύ κόπο δεν κατάφερα να σκοτώσω τον βασιλιά-εχθρό και έτσι αναπόφευκτα έχασα... Ήμουν τόσο στενοχωρημένος που ήθελα σχεδόν να βάλω τα κλάματα. Κάπου εκεί σηκώθηκα από την καρέκλα και συνειδητοποίησα ότι είχε έξω νυχτώσει, ήμουν πάνω από 8ώρες αγκυροβολημένος σε μια καρέκλα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Συνειδητοποίησα όμως κάτι που με πόνεσε ακόμα πιο πολύ: δεν είχα απλώς χάσει στο παιχνίδι, αλλά είχα χάσει μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα ξεγνοιασιάς στο χωράφι, ανάμεσα στα καταπράσινα φύλλα, παρατηρώντας κάμπιες, έντομα και σχέδια από τις φυλλωσιές των δέντρων. Ε, λοιπόν, αυτή η διπλή χασούρα, με έκανε από τότε να μην ξαναπαίξω ποτέ ηλεκτρονικό παιχνίδι και να κυνηγώ με μεγαλύτερη μανία τις ηλιόλουστες μέρες της επαρχίας...
Κοιτάξτε όμως, πώς συνεχίστηκε αυτή η ανάγκη της ωρίμανσης: αργότερα, πηγαίνοντας στην Αθήνα για σπουδές, όλες οι ηλιόλουστες μέρες ήταν εξ αντανακλάσεως, δηλαδή συνέλεγα τις ακτίνες του ήλιου αφού αυτές πρώτα προσέκρουαν ακατάπαυστα στις γκρίζες οικοδομές... Πόσο τυχεροί αυτοί της επαρχίας, σκεφτόμουν... Γεύονται ολοκληρωτικά το συναίσθημα. Ενώ εμείς, οι Αθηναίοι, το γευόμαστε αποσπασματικά, για να μην πω... σπασμωδικά! Και τα συναισθήματα εξάλλου είναι για να τα γεύεσαι ολοκληρωτικά, αλλιώς αν τα γεύεσαι αποσπασματικά, σε οδηγούν τελικά να συμπεριφέρεσαι... σπασμωδικά!
Κάπου εκεί, στις εξ Αθηνών αναζητήσεις, ήρθε και το υπέροχο ποίημα του Σεφέρη, "Στρατής ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους" όπου διάβασα για τα ασφοδίλια, και θυμήθηκα ότι τα λένε "σπερδούκλια" στο χωριό μου, είναι αυτά που έβλεπα στα χωράφια σαν πήγαινα μικρός... Και μετά το ένα ποίημα του Σεφέρη έφερε το άλλο, και κάπου εκεί, διάβασα το επίσης υπέροχο:
"Τ᾿ ἄστρα τῆς νύχτας μὲ γυρίζουν στὴν προσδοκία
τοῦ Ὀδυσσέα γιὰ τοὺς νεκροὺς μὲς στ᾿ ἀσφοδίλια.
Μὲς στ᾿ ἀσφοδίλια σὰν ἀράξαμε ἐδῶ-πέρα θέλαμε νὰ βροῦμε
τὴ λαγκαδιὰ ποὺ εἶδε τὸν Ἅδωνι λαβωμένο".
Και έτσι θυμήθηκα όχι μόνο τις ηλιόλουστε μέρες στο χωριό μου, μα και τις υπέροχες νύχτες με αστροφεγγιά, όπου προσπαθούσα να ξεδιπλώσω το υφαντό των αστερισμών με τα τότε μικρά και απαίδευτα ακόμα μάτια μου... όταν ξάπλωνα ανάσκελα και με το κορμί να ακουμπά το χώμα, η ψυχή είχε ήδη ξεκινήσει το δικό της ταξίδι στη θάλασσα των αστεριών... Έτσι, ο Στρατής, ανάμεσα στα χόρτα, ξεκίνησε με το δικό του βαρκάκι, για ταξίδια αλαργινά όπου τον έλουζε το φως.... είτε το φως της ημέρας, είτε το φως των αστεριών της νύχτας...
Σταματώ εδώ. Συμπέρασμα: δεν φταίει η τεχνολογία, δεν φταίει το παιδί που θέλει να πειραματιστεί. Μήπως ο γονέας σήμερα, δίνει λιγότερα ερεθίσματα, λιγότερες ευκαιρίες, λιγότερες εξηγήσεις; Μήπως ο γονέας δεν δηλώνει τη βασική διαφορά Γνώσης-Πληροφορίας, που αφορά στη χρηστική κάλυψης μιας ανάγκης; Μήπως η νεωτερικότητα γέννησε τη μετανεωτερικότητα τελικά;
Για τη νέα χρονιά λοιπόν, άλλη μια ευχή: περισσότερες εξηγήσεις, από όλους μας και περισσότερο φως!
"Ο Στρατής ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους"
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης