Are you living an Insta-ntaneous life?



Πριν το επόμενο post σου, 
σκέψου την Στιγμιαία (Insta-ntaneous) Ζωή σου...
Δεν είναι καφέ-ς η ζωή σου...
Δώσε της άλλο χρώμα! 
Ανεξίτηλο...

Σοβινιστής ή Στωικός;



«Μέσα στο αιώνιο ανακύκλωμα της ζωής, γίνεται μια τραγική πάλη του εκλεκτού ατόμου προς το χονδροειδές πλήθος, της φωτισμένης αγίας μειονότητος προς την χονδρόμυαλην ολότητα, που δύσκολα κινείται έξω από τη χιλιοπατημένη κοίτη των προλήψεων και των συμφερόντων της, των αγελαίων» 

(Στρατής Μυριβήλης «Ταχυδρόμος», 2/5/1926, )


Αυτή η φράση, ως σκέψη και ως ιδέα, ανάλογα πώς θα διαβαστεί και εντυπωθεί σε αυτόν που τη διαβάζει, μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως αποδεικτικό σοβινισμού, είτε στωικισμού. 

Βασικό στοιχείο (μα και στοιχειό) της νοηματοδότησης αυτής της φράσης, είναι φυσικά το πλαίσιο στο οποίο εκφωνείται. Ο Μυριβήλης ίσως το είπε με την έννοια του σοβινισμού, όπως μπορείτε να δείτε στο απόσπασμα από εδώ. Φανταστείτε όμως να μιλάει για παράδειγμα το ίδιο το Φως για τον εαυτό του και να προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί, συγκριτικά με το απύθμενο Σκοτάδι γύρω του... πώς θα το χαρακτηρίζαμε; Σοβινιστή ή Στωικό...;

Επειδή όλα λοιπόν, έχουν πολλαπλές ερμηνείες, αλλά και όλοι έχουν πολλαπλές εμπειρίες, αυτό που πραγματικά κρύβεται ανάμεσα σε εμπειρία και ερμηνεία, είναι αυτό που συγκροτεί (χωρίς πάντα να μπορεί να συγκρατεί) την κοινωνία, μα και ταυτόχρονα  δημιουργεί την ίδια στιγμή, και το ασυνεχές της ανθρώπινης επικοινωνίας.

Πού καταλήγουμε αγαπητοί μου μετά από όλους αυτούς τους προβληματισμούς;

Στο Φως ή στο Σκοτάδι;




Γιατί αργείς σαλίγκαρε;


Παραθέτω αποσπάσματα δύο, από ένδοξο βίο και ιδέες, ήθος και στάση δύο πλασμάτων με παρόμοια δράση και ανάλογες αγωνίες...

Πρώτα του Γιάννη Ρίτσου:

1]
"Ωστόσο —ποιός ξέρει— ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκαλα ταύρων και αλόγων, ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας."

(απόσπασμα από την "Ελένη", 1970)


2]
"Θυμάμαι τον Ρίτσο ήρεμο να έχει ξαπλώσει στην κουβερτούλα του και να καπνίζει απανωτά τα τσιγάρα. Το περισσότερο εμείς οι νεότεροι πηγαίναμε κοντά του να κουβεντιάσουμε τα πάντα, εκτός από την επικαιρότητα των όσων συνέβαιναν. Και ήτανε θαρρείς, μια νησίδα γαλήνης μέσα σε εκείνη τη φορτισμένη ατμόσφαιρα. Στη Γυάρο, κάποια φορά, τον είχα ρωτήσει αν ήταν συνειδητή η επιλογή του να προσανατολίζει αλλού την κουβέντα. "Και βέβαια ήταν", μου απαντά, "κι ας είχα να υπερνικήσω προσωπική αγωνία και φόβους. Δεν είμαι από φυσικού μου παλικαράς. Στο Μακρονήσι είχα νιώσει πολλές φορές την αντοχή μου να καταρρέει. Και μόνο το ότι ρωτούσαν οι άλλοι αν κρατάει ο Ρίτσος και το αίσθημα ευθύνης μού έδιναν κουράγιο και άντεξα. Όμως, σήμερα πια γνωρίζω τ' αντίτιμο και λέω πως, κι αν δεν βγω ζωντανός από δω, θα έχω προσθέσει στο έργο μου το καλύτερό του κεφάλαιο."

(απόσπασμα από "Το χαμένο Νόμπελ: Μια αληθινή ιστορία")




Ύστερα, ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας:

1]
"Η χελώνα αναζήτησε με ακόμα μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ηρεμία τα λόγια της απάντησής της, και του είπε πως στη διάρκεια της διαμονής της ανάμεσα στους ανθρώπους είχε μάθει πολλά πράγματα. Του αφηγήθηκε λοιπόν, πως όταν ένας άνθρωπος έχει τολμηρές ερωτήσεις, ας πούμε: "Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;" ή: "Στ' αλήθεια έχουμε όλα αυτά ανάγκη για να είμαστε ευτυχισμένοι;" τον λένε αντάρτη. "Αντάρτη, ε; Μ' αρέσει αυτό το όνομα!" ψιθύρισε το σαλιγκάρι."

(σελ. 36, "Η Ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας", Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. Opera, 2013, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης)



2]
"Είναι αλήθεια πως δεν έχω καμία βεβαιότητα ότι θα συναντήσουμε την καινούργια Χώρα του Λιονταρόδοντου. Είναι αλήθεια πως δεν ξέρω ούτε πού είναι, ούτε πόσο θα κάνουμε για να φτάσουμε. Είναι αλήθεια πως δεν ξέρω αν θα συναντήσουμε μεγάλους κινδύνους κι αν θα φτάσουμε όλοι μας. Ξέρω, όμως, πως αυτή η καινούργια Χώρα του Λιονταρόδοντου είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας. Εγώ θα συνεχίσω, κι εσείς μπορείτε να 'ρθετε μαζί μου ή να γυρίσετε."

Αργά, πολύ αργά, ο Αντάρτης συνέχισε το δρόμο του και, στρέφοντας το κεφάλι, είδε πως όλα τα σαλιγκάρια τον ακολούθησαν. Ούτε καμάρωσε γι' αυτό, ούτε ένιωσε καμία ευτυχία. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως θα προτιμούσε να μην τον είχαν ακολουθήσει, αφού τότε θα είχε την ευθύνη μόνο για τη δική του τύχη. Τα σαλιγκάρια τον εμπιστεύτηκαν, κι αυτό του προκάλεσε πολύ φόβο, αλλά τότε θυμήθηκε αυτό που του' χε πει η Μνήμη, ότι οι πραγματικοί αντάρτες νιώθουν φόβο αλλά τον ξεπερνάνε, κι αργά, πολύ αργά, συνέχισε το δρόμο του πάνω στο χορτάρι."


(σελ. 65-66, "Η Ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας", Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. Opera, 2013, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης)


Στο μυαλό μου έρχονται στιγμές που σε εκείνη τη ρημαδιασμένη Ιατρική Σχολή Αθηνών, περίμενα ατελείωτες ώρες τον ατελείωτο σαλίγκαρο κουμπάρο μου για να πάμε μαζί στη σχολή να δώσουμε εξετάσεις σε διάφορα μαθήματα, ξεκινώντας από το σπίτι του που ήταν μόλις 10 μέτρα από την είσοδο της σχολής... Και η απόσταση φαινόταν... διαστημική! Και εκεί που όλοι έτρεχαν να προλάβουν να "πιάσουν" τις κατάλληλες θέσεις στα έδρανα του αμφιθεάτρου όπου θα δινόταν το κάθε μάθημα, (προσδοκώντας ίσως, αυτό να είναι μια πρόβα για το μέλλον όσων ήθελαν να "πιάσουν" τις κατάλληλες θέσεις στον επαγγελματικό τους τομέα), θυμάμαι τον εαυτό μου να κοντοστέκεται εκεί απ' έξω (πάντα στην απ' έξω...) και να περιμένει τον κουμπάρο. Και κάπου εκεί φυσικά, ο χρόνος σταματούσε. Ενώ στην αρχή θύμωνα, έλεγα, πού είναι πάλι ο μπαγάσας... πάλι θα αργήσουμε στις εξετάσεις, πάλι θα μπούμε τελευταίοι, ίσως μάλιστα αν έχουν προλάβει να μοιράσουν τα θέματα μπορεί να μην μας αφήσουν καν να μπούμε να δώσουμε εξετάσεις, εκεί ακριβώς εμφανιζόταν ο κουμπάρος με εκείνο το χαμόγελο που το φως του έκαιγε κάθε σκέψη. Και μονομιάς, έλεγα μέσα μου: να πάνε να γαμηθούνε όλα! και οι εξετάσεις και αυτοί που τρέχουν και βιάζονται και οι καθηγητές και η εξουσία τους με την οποία βιάζουν τους υπόλοιπους που βιάζονται...!

Και ο νους, πάει ακόμα πιο πίσω, τότε που σε κάποιες άλλες εξετάσεις, τις Πανελλήνιες τις (κ)λεγόμενες, όταν όλοι βιάζονταν να γράψουν και να γράψουν και καμπούριαζαν σκυμμένοι στην κόλλα τους, εγώ σήκωνα κεφάλι, τους κοιτούσα και απορούσα, μα γιατί βιάζονται τόσο; τι κυνηγάμε βρε παιδιά...; Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;


Υ.Γ.: Η ανάρτηση αυτή αναρριχήθηκε στα όρια του συνειδητού μου τοίχου, μετά από αργή, πολύ αργή και εργώδη προσπάθεια, εμπνευσμένη από ένα σαλιγκάρι έξω από το σπίτι μου και α-γωνιωμένη από βαρύνουσες σκέψεις που κουβαλά η ραχιαία επιφάνεια του εγκεφάλου μου:




Υ.Γ.: Η ανάρτηση αυτή επίσης, αφιερώνεται στον αγαπημένο φίλο και ψυχίατρο Αλέξανδρο Γεωργούλη για την πολύτιμη ψυχοθεραπεία που μου προσφέρει έστω και αν σε αυτή τη φάση των ζωών μας, είμαστε στα αντιδιαμετρικά όρια του ίδιου μεσημβρινού... Η ώρα όμως, παρ' όλ' αυτά, αν και νυχτώνει πιο νωρίς εδώ απ' ό,τι εκεί, παραμένει να χτυπά η ίδια, φίλε Αλέξανδρε. Αν και τρέχει, φαίνεται να είναι αμετακίνητη!




Συμπέρασμα: 
- Γιατί αργείς σαλίγκαρε;
που εννοεί:
-Γιατί πονείς πάλίκαρε;

Ποιο το υλικό των παπαρούνων;


Η φύση...

Παπαρούνα paparouna poppy Amazing Spring flowers Άνοιξη Λο… | Flickr


Η τέχνη...




και ανάμεσά τους μια ζωή μαγική
που ενώ αναζητά τις παπαρούνες
στο τέλος παίρνει τις πηρούνες
για μια μπουκιά αξιοκρατία...

Πλασ(μα)τικός κόσμος


Η επιστήμη είναι το πιο αληθινό από τα ψεύτικα που ζούμε...

Μόνο αν είσαι πιο τρελός μπορείς να επιβιώσεις από την τρελή πραγματικότητα...

Και το άτυχο Άλμπατρος ενέπνευσε τους ανθρώπους και εθράφη με πλαστικές τροφές από αυτούς με αποτέλεσμα ότι εξέπνευσε από εκείνους και ευθραύστη.


Τι να υπάρχει στα εσωτερικά του ανθρώπου με τόσο πλαστικό που υπάρχει στη ζωή του σήμερα; Πλαστικό φαγητό, πλαστικό χρήμα, πλαστικές σακούλες, πλαστικές κουκούλες κεφαλιών ή και πλαστικές κουκούλες για το νερό... πλαστικές σαμπρέλες, πλαστικές ομπρέλες.

Πώς αντέχει κανείς έναν τόσο πλασ(μα)τικό κόσμο;


Ποιος ο λόγος...;


Μόνο συγκίνηση νιώθω όταν ακούω τέτοιους ανθρώπους...

Λόγος απόλυτα ήρεμος και ψύχραιμος. Λόγος καθαρός. 

Λόγος επιστημονικός. Λόγος απλός.

Πρόσωπα φωτεινά. Μάτια αστραφτερά.

Βλέπουν την όμορφη και αισιόδοξη πλευρά και τη διατυπώνουν πεντακάθαρα.

Το άκουσμα των λόγων τους, δροσιά στην ψυχή μου...



Ευφροσύνη Γκρανιά - Κλώτσα


(έμφαση στο 7'40'' και στο 10'10'' της συνέντευξης..., 
το δεύτερο για να δείτε το μεγαλείο της επιστημονικής σκέψης)



Ιωάννης Ιωαννίδης

 

(μένω χωρίς λόγια, νιώθω ότι ούτε μια λέξη δεν πρέπει να χαθεί από τον σαγηνευτικό του λόγο...)



Κοινός παρανομαστής με τους ανθρώπους αυτούς...; 
Ότι, δεν χώρεσαν στην Ελλάδα. 

Γιατί άραγε; Ποιος ο (επιστημονικός;) λόγος...;


Πιο κάτω, πιο κάτω, πιο κάτω...


Κάθε μέρα και πιο κάτω...

πιο κάτω...

πιο κάτω...

πιο κάτω...

Αυτός ο κάποτε εγωισμός, σιγά σιγά ταπεινώνεται...

Είμαστε σε καλό δρόμο!

(Είμαστε;)


"Infra"
Max Richter



Butterflies or Butter flies (Πεταλούδες ή το Βούτυρο πετάει; )



Γιατί δεν προτιμώ το άπλετο φως, αλλά το ημίφως: 

-το πρώτο σε τυφλώνει, το δεύτερο σου αποκαλύπτει...
-το πρώτο σαν το κοιτάξεις σου προκαλεί σκοτάδι, το δεύτερο όταν δεν το κοιτάς σου μιλά κατευθείαν στην καρδιά...


Βγαίνω προχτές να πετάξω τα σκουπίδια μου.

Μπρος στα πόδια μου, στο πεζοδρόμιο, ένας περίεργος σχηματισμός, αντικατοπτρισμός της στιγμής, τυχαιότητα της οπτικής...



"Μια πεταλούδα του πεζοδρομίου σκέφτηκα", με κουλουριασμένο σώμα - να είναι μια πόρνη που τελείωσε τη δουλειά της και μαζεύει το σώμα της από συστολή; "Μα μπορεί οι πεταλούδες να είναι πόρνες"; αναρωτήθηκα έκπληκτος...

Και έριξα άπλετο φως στην υπόθεση. Την ανέκρινα μέχρι να μιλήσει, μέχρι να πει γιατί "αυτή τα θέλει τα φτερά του αγγέλου πραγματικώς...". Το μόνο που κατάφερα με το φως ήταν να εξαφανιστούν τα φτερά της.



Είχε απομείνει βέβαια, το σώμα της. Κουλουριασμένο και οστέινο, κε-καμμένο και αποστεωμένο. Γυμνό.

Και είπα στον εαυτό μου: μην αναζητάς πια το φως, στο ημίφως φανερώνονται πιότερα...

Και αποχεραίτησα την πόρνη του πεζοδρομίου. 




Πήγα να πετάξω τα σκουπίδια μου.




Max Richter - Vladimir's Blues
(αναφέρεται σε ένα είδος πεταλούδας που συνέλεγε κάποιος Vladimir Nabokov... ο οποίος κάποτε είχε μιλήσει για μια μικρή πεταλουδίτσα που την έλεγαν "Λολίτα")