Το κλουβί με τις τρελές - Σκηνή 10η



Σκηνή 10η


"Και εκεί που ο Μάρτιν ήταν σκυμμένος στο προσκέφαλο του Λαμπράκη, ακούει από δίπλα να διεξάγεται μια συζήτηση, ανάμεσα σε έναν άλλον όρθιο και έναν άλλον ξαπλωτό καταμεσίς του δρόμου.


Ο ένας ήταν ο Διογένης, που τριγυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας ντυμένος με κουρέλια και κοιμόταν στα κατώφλια των σπιτιών, και ο άλλος ήταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας. Ο Διογένης, ακόμα ήταν μισοκοιμισμένος μπροστά σε μια πόρτα όπου είχε περάσει τη νύχτα του.


-Καλημέρα, είπε ο άρχοντας.
-Καλημέρα, αποκρίθηκε ο Διογένης.
-Αυτή η εβδομάδα μου πήγε πολύ καλά κι ήρθα να σου δώσω αυτό το πουγκί με τα χρήματα.


Ο Διογένης τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να κάθεται ακίνητος.


-Πάρ' τα. Δεν είναι παγίδα. Δικά μου είναι και σου τα δίνω. Ξέρω ότι τα χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα.
-Εσύ έχεις κι άλλα; ρώτησε ο Διογένης.
-Και βέβαια έχω, αποκρίθηκε ο πλούσιος. Έχω κι άλλα πολλά.
-Και δεν θα ήθελες να είχες περισσότερα απ' όσα έχεις;
-Ναι, και βέβαια θα ήθελα.
-Τότε κράτησε αυτά τα χρήματα, γιατί εσύ τα χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα.


Και ο διάλογος συνεχίστηκε κάπως έτσι:


-Ναι, όμως εσύ χρειάζεσαι φαγητό, κι αυτό απαιτεί χρήματα...
-Έχω ήδη ένα κέρμα, είπε ο Διογένης και του το έδειξε, και θα μου φτάσει για ένα πιάτο πλιγούρι, ίσως και για μερικά πορτοκάλια.
-Σύμφωνοι, όμως θα πρέπει να φας κι αύριο, και μεθαύριο και την επόμενη ημέρα. Αύριο πού θα βρεις λεφτά;
-Αν εσύ με διαβεβαιώσεις, χωρίς κανένα ενδεχόμενο λάθους, ότι θα είμαι ζωντανός αύριο, τότε ίσως να πάρω τα χρήματά σου..."