Διαβάζοντας χωρία και περιδιαβάζοντας σε διαδικτυακούς χώρους, βρίσκω μπροστά μου τα ίδια ερωτήματα: Θεός, Άνθρωπος, Μοναξιά, Μάχη, Βιοπάλη, Ευτυχία, Επιβίωση, Δημιουργία, Αντίσταση. Τι είναι όλα αυτά; Πώς έχουν μπλεχτεί τόσο πολύ μες στο φαινόμενο της ζωής;
Ας αφήσουμε όμως την τέχνη να μιλήσει αυτή τη φορά.
"Ανωγειανές Μαδάρες"
Πρόλογος
Και τ' άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.
Kαι το 'πλασα. Κ' οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.
Και τ' άγαλμα στα κύμβαλα, κ' εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.
Και του ψιθύρησα: «Αφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ' η 'ωρα σου, αθάνατ' άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!»
Και μ' ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ’ ο λάκκος: «Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ’ στ’ άψαχτα ενός λάκκου.
Ποτέ μην έρθ’ η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ’ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ’ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!
Το σήμερα είτανε νωρίς, τ’ αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.
Τα τωρινά και τ’ αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ’ τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»
Κ’ εγώ αποκρίθηκα: «Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ’ εγώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ’ αθάνατα όλα
μπορεί ν’ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου».
Πατρίδες
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό φωτιά! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!
Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων
στον αέρα θα πάη· θα πάη στην αιωνία
φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία
των παθών μου θα παρ’ η λύσσα των κυμάτων.
Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο,
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα
του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λυωμένη,
κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνη
ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.
(Και τα δυο ποιήματα είναι από τη συλλογή Η ασάλευτη ζωή -1904- του Κωστή Παλαμά)