Μια συνεχώς αυξανόμενη ασυμφωνία...



«Η διπλή τιμωρία της νεωτερικότητας είναι ότι μας κάνει να γερνάμε γρηγορότερα και να ζούμε περισσότερο» (σελ. 20)

«Νεωτερικότητα: δημιουργήσαμε νιάτα χωρίς ηρωισμό, γηρατειά χωρίς σοφία και ζωή χωρίς μεγαλείο» (σελ. 46) 

«Αν το πρωί που ξυπνάς γνωρίζεις, έστω και με λίγη ακρίβεια πώς προδιαγράφεται η μέρα σου, είσαι λιγάκι νεκρός – όσο μεγαλύτερη ακρίβεια τόσο πιο νεκρός είσαι» (σελ.23) 

«Η εμμονή με την αποτελεσματικότητα είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για μια ποιητική, ευγενική, εκλεπτυσμένη και ηρωική ζωή» (σελ. 47) 

«Γεννιούνται, τοποθετούνται σε ένα κουτί. Πηγαίνουν σπίτι, ζουν σε ένα κουτί. Σπουδάζουν επιλέγοντας την απάντηση που αντιστοιχεί στο σωστό κουτί. Πηγαίνουν σε αυτό που ονομάζουν ‘δουλειά’ μέσα σε ένα κουτί, όπου κάθονται στο μικρό, εν είδη κουτιού γραφείου τους. Οδηγούν μέχρι το μπακάλικο μέσα σε ένα κουτί, για να αγοράσουν τρόφιμα μέσα σε κουτί. Οδηγούν μέχρι το γυμναστήριο μέσα σε ένα κουτί, για να καθίσουν μέσα σε ένα άλλο κουτί. Κάνουν λόγο περί ‘σκέψεως έξω από το κουτί’. Στο τέλος, πεθαίνουν και τοποθετούνται μέσα σε ένα κουτί. Παντού λοιπόν, κουτιά. Ευκλείδεια, απολύτως γεωμετρικά κουτιά» (σελ. 50) 

«Για πάρα πολλούς ανθρώπους, αντί να αναζητούμε την αιτία θανάτους τους όταν πεθαίνουν, είναι πιο σωστό να αναζητούμε την αιτία ζωής τους, όσο ήταν ακόμα ζωντανοί» (σελ. 54)

«Όταν έφτασε σε ξενοδοχείο στο Ντουμπάι, ο επιχειρηματίας έδωσε στον αχθοφόρο να μεταφέρει τις αποσκευές του. Λίγο αργότερο τον είδα να σηκώνει βάρη στο γυμναστήριο» (σελ. 98) 

«Ο ηθικός άνθρωπος εναρμονίζει το επάγγελμά του σύμφωνα με τα πιστεύω του, όχι τα πιστεύω του σύμφωνα με το επάγγελμά του» (σελ. 89) 

«Ευθραυστότητα: φτάσαμε σταδιακά να διαχωρίζουμε το θάρρος από τον πόλεμο, επιτρέποντας σε λαπάδες με ικανότητες στους υπολογιστές να σκοτώνουν ανθρώπους, χωρίς να διατρέχουν τον παραμικρό κίνδυνο για τη ζωή τους» (σελ. 100)

«Ο μεγαλύτερος φόβος του κλασσικού ανθρώπου ήταν ένας άδοξος θάνατος. Ο μεγαλύτερος φόβος του σύγχρονου ανθρώπου είναι απλώς ο θάνατος» (σελ. 122) 

«Το μυαλό μας έχει ανάγκη να μειώνει την πληροφορία και για αυτόν τον λόγο είναι πιθανότερο να προσπαθήσουμε να στριμώξουμε ένα φαινόμενο στην Προκρούστεια κλίνη μιας ξεκάθαρης και γνωστής κατηγορίας (ακρωτηριάζοντας το άγνωστο) παρά να καταργήσουμε την κατηγοριοποίηση και να το κάνουμε πιο χειροπιαστό. Χάρη στην ικανότητά μας να ανιχνεύουμε ανύπαρκτα μοτίβα αλλά και πραγματικά, το τυχαίο θα φαίνεται λιγότερο τυχαίο και πιο βέβαιο – ο υπερδραστήριος εγκέφαλός μας είναι πιθανότερο να επιβάλλει τη λανθασμένη, απλοϊκή αφήγηση παρά καμία απολύτως αφήγηση. Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης – δεν σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει πολυπλοκότητες και μη γραμμικές αβεβαιότητες (ούτε και η επιστήμη είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μη γραμμικά, περίπλοκα και γεμάτα αλληλεξάρτηση ζητήματα όπως το κλίμα, η οικονομική ζωή, το ανθρώπινο σώμα). Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, περισσότερη πληροφορία σημαίνει και περισσότερες αυταπάτες: η ικανότητά μας να εντοπίζουμε ανύπαρκτα μοτίβα αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο ως παρενέργεια της νεωτερικότητας και της εποχής της πληροφορίας. Υπάρχει μια ασυμβατότητα μεταξύ του μπερδεμένου τυχαίου του πλούσιου σε πληροφορία σύγχρονου κόσμου μας, με όλες τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις του, και των ερμηνειών που δίνουμε εμείς στα γεγονότα, που προέρχονται από ένα απλούστερο προγονικό περιβάλλον. Η δομή του μυαλού μας βρίσκεται σε συνεχώς αυξανόμενη ασυμφωνία με τον κόσμο στον οποίο ζούμε» (σελ. 130-131) 


(αποσπάσματα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το «Η κλίνη του Προκρούστη – Φιλοσοφικοί και Πρακτικοί Αφορισμοί», Nassim Nicholas Taleb, εκδ. Φερενίκη, 2011)







Φίλος της Σοφίας;



Μπαίνει στο γραφείο του δικηγόρου Παντελή Μεγαλούλη. Είχαν ραντεβού στις 19.00 μα έφτασε λίγο νωρίτερα, οπότε περίμενε στο χώρο αναμονής. Όσο περίμενε, το μάτι του τράκαρε πάνω σε μια επιγραφή που βρισκόταν κρεμασμένη στον τοίχο:

«Υπομονή, για να αντέχεις αυτά που δεν μπορούν να αλλάξουν. 
Δύναμη, για να αλλάξεις αυτά που μπορούν να αλλάξουν. 
Σοφία, για να διακρίνεις αυτά που μπορούν και αυτά που δεν μπορούν να αλλάξουν»

Αμέσως, κάτι μέσα του κλώτσησε. Αντέδρασε το ίδιο του το σώμα, με το να σηκωθεί σχεδόν αντανακλαστικά από την αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα που είχε ο δικηγόρος Παντελής Μεγαλούλης για τους μικρούς ή μεγάλους πελάτες του, και αφού συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνος στο χώρο αναμονής και κανείς δεν τον πήρε χαμπάρι, ξανακάθισε. Παρά την ταραχή του, άρχισε να σκέφτεται πιο ψύχραιμα: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Αν αποδεχτείς ότι υπάρχουν πράγματα που δεν αλλάζουν, τότε έχεις παραδεχτεί την ήττα σου, τότε δεν υπάρχει λόγος να πολεμάς για τίποτα, τότε δεν χρειάζεται να προσπαθείς για κανέναν σε αυτή την παλιοζωή! Αφού ο φιλόσοφος το είπε ξεκάθαρα – τα πάντα ρει! Πώς γίνεται να υπάρχουν καταστάσεις που δεν αλλάζουν;».

Εκείνη την ώρα βγήκε ο πελάτης του Παντελή Μεγαλούλη που ήταν μαζί του κλεισμένος στο γραφείο και απεχώρησε. Από τη μισάνοιχτη πόρτα, ο δικηγόρος είδε τον ταραγμένο πελάτη και τον φώναξε να εισέλθει. Μετά από ολιγόλεπτη συζήτηση, ο δικηγόρος είπε: «Λοιπόν, όπως αρκετές φορές σας είπα από το τηλέφωνο, πρέπει να βρείτε έναν μάρτυρα. Τον βρήκατε; Και όχι φυσικά, έναν μάρτυρα που δεν θα ξέρει τι ακριβώς έγινε κατά τη φάση του τροχαίου α-τ-υ-χ-ή-μ-α-τ-ο-ς, καταλαβαίνετε τι εννοώ… σωστά; Εγώ δεν είμαι από αυτούς που φτιάχνουν ιστορίες! Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι. Πρέπει λοιπόν, να έχουμε μάρτυρα ο-π-ω-σ-δ-ή-π-ο-τ-ε».

Ο καημένος ο πελάτης αδυνατώντας να αντιληφθεί πώς γίνεται να βρει έναν μάρτυρα στην τύχη, για ένα ατύχημα που είχε γίνει πριν από 2,5 χρόνια, όταν αυτός ήταν ένα βράδυ (που ‘βρεχε, που ‘βρεχε μονότονα…) πεσμένος στο οδόστρωμα ενός ξένου τόπου χωρίς να θυμάται και πολλά, και ταυτόχρονα αυτός ο μάρτυρας να μην είναι και ψευδομάρτυρας, ώστε να μην χαλάσει και τα τόσα χρόνια του δικηγόρου στο κουρμπέτι…, απάντησε «εντάξει, τον έχω έτοιμο». «Ωραία τότε, αύριο πρωί στο δικαστικό μέγαρο», είπε ο δικηγόρος Παντελής Μεγαλούλης και έτεινε το χέρι στον καημένο πελάτη, περισσότερο δείχνοντάς του την έξοδο, παρά προτρέποντάς τον σε χειραψία… «Από τα τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, δεν θα έπρεπε αυτό το χέρι να είναι πιο ξεκάθαρο προς τα πού δείχνει;» αναρωτήθηκε ο καημένος πελάτης ο οποίος δεν αντέτεινε τίποτα απολύτως – ούτε χέρι, ούτε λόγο…  στον δικηγόρο Μεγαλούλη.

Την επομένη, ο πελάτης περίμενε καρτερικά από την 9η πρωινή να φανεί ο δικηγόρος Μεγαλούλης. Κατά τις 9.30 πμ ενεμφανίσθη. «Μην ανησυχείτε αγαπητέ, όλα βαίνουν ομαλώς. Σε λίγο θα αναρτηθεί η αίθουσα και ο δικαστής που θα εκδικάσει την υπόθεσή μας. Επίσης, έμαθα ότι ο αντίδικος πελάτης δεν θα εμφανιστεί ο ίδιος, παρά μόνο η δικηγόρος του. Αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο εύκολα, καθώς θα καταδικαστεί ερήμην του». Κατά τις 10.30 πμ τοιχοκολλήθηκαν οι υποθέσεις με πρώτη στη σειρά εκδίκασης, του πελάτη του δικηγόρου Μεγαλούλη. «Ευτυχώς, θα τελειώσουμε γρήγορα», σκέφτηκε ο καημένος ο πελάτης καθώς έμπαινε στην δικαστική αίθουσα. Εκεί, δεν ήξερε που να καθίσει… Μπροστά ακριβώς από το εδώλιο; Μα δεν ήταν κατηγορούμενος. Πίσω στο ακροατήριο; Μα εκδικαζόταν η υπόθεσή του και ήταν το θύμα ενός τροχαίου, τι δουλειά έχει στο ακροατήριο; Κανείς πάντως δεν του είπε τίποτα, οπότε με πρωτοβουλία του, κάθισε στην πρώτη σειρά των καθισμάτων του ακροατηρίου, αμήχανος, γιατί δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει ή να πει… Ανέμενε μόνο.

Η δικαστής -μια το πολύ 25-26 ετών κοπέλα, μάλλον ήταν καινούργια στο… κουρμπέτι- κήρυξε την έναρξη της δίκης, και αμέσως το λόγο έλαβε ο δικηγόρος Μεγαλούλης ο οποίος κάλεσε τον μάρτυρα που είχε τελικά βρεθεί, να καταθέσει. Στις πολύ απλές ερωτήσεις, ο μάρτυρας έλεγε κάποια πράγματα που είχε προβάρει μαζί με τον δικηγόρο, λίγο πριν μπουν στην αίθουσα. Ο μάρτυρας, φάνηκε ότι μάλλον… μαρτύρησε μέχρι να καταθέσει, καθότι ο άνθρωπος δεν ήταν επαγγελματίας μάρτυρας, αλλά ήθελε απλά να βοηθήσει τόσο τον καημένο πελάτη, όσο και τα τόσα χρόνια στο κουρμπέτι του δικηγόρου Μεγαλούλη… Αφού, στην ερώτηση «σε ποιο σημείο το σώματος τραυματίστηκε το θύμα», ο μάρτυρας προς στιγμήν βραχυκύκλωσε και δεν ήξερε τη σωστή απάντηση…

Η όλη διαδικασία φαινόταν στον πελάτη, σαν το τσίρκο Medrano, καθώς όλα όσα ακούγονταν απείχαν σημαντικά από τα γεγονότα που πραγματικά συνέβησαν, όπως επίσης και από αυτά που ο ίδιος ο πελάτης ήθελε να πει όταν -έτσι πίστευε- θα του δινόταν ο λόγος, καθότι είπαμε: εκδικαζόταν η δική του υπόθεση… Ανέμενε, όμως, μέχρι τότε. Για μια στιγμή, κατά τη διάρκεια της αναμονής του, γύρισε στο ακροατήριο, και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος… πλην του εαυτού του! Και κάπου εκεί ταράχτηκε, όσο λίγες φορές στη ζωή του, γιατί συνειδητοποίησε ότι ενώ δικάζεται η υπόθεσή του, το μόνο που έκανε ήταν να ακούει τις ανακρίβειες που λέγονταν από ένα άτομο -τον μάρτυρα- που δεν ήταν καν μπροστά στο συμβάν 2,5 χρόνια πριν και από ένα άλλο άτομο -τον δικηγόρο Μεγαλούλη- ο οποίος μπορεί να είχε τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχε ιδέα για τις πραγματικές συνθήκες του ατυχήματος. Και μάλιστα όλα αυτά τα διαπίστωνε από τη θέση του… ακροατηρίου, κοινώς του παρατηρητή! Τότε, ακριβώς, ήταν σειρά του να βραχυκυκλώσει, καθώς δεν κατάλαβε τελικά, ποιος είναι εκείνος που δικάζεται ερήμην… αυτός ή ο αντίδικός του;!

Λίγα λεπτά μετά, η δικηγόρος της αντίδικης πλευράς έκανε μια τυπική ερώτηση στον μάρτυρα, εκείνος κάτι ψέλλισε, και η υπόθεση έληξε. Ο πελάτης βγήκε έξω, σαν να έφευγε από μια κινηματογραφική αίθουσα Odeon, έχοντας πεισθεί όμως ότι μάλλον επρόκειτο για θεατρική αίθουσα Όρνεων… Με το κεφάλι κατεβασμένο πέρασε την πόρτα της δικαστικής αίθουσας, όταν άκουσε τη φωνή του δικηγόρου Μεγαλούλη να λέει: «Τέλος καλό, όλα καλά αγαπητέ μου» και του έτεινε το χέρι, περισσότερο δείχνοντάς του την έξοδο του δικαστηρίου, παρά προτρέποντάς τον σε χειραψία…

Ο καημένος ο πελάτης έκανε -με δυσκολία ομολογουμένως- έναν μορφασμό ευχαριστίας στο δικηγόρο Μεγαλούλη και στράφηκε προς το ασανσέρ. Το μυαλό του το βασάνιζε εκείνη η επιγραφή στον τοίχο του γραφείου του δικηγόρου Μεγαλούλη:

«Υπομονή, για να αντέχεις αυτά που δεν μπορούν να αλλάξουν. 
Δύναμη, για να αλλάξεις αυτά που μπορούν να αλλάξουν. 
Σοφία, για να διακρίνεις αυτά που μπορούν και αυτά που δεν μπορούν να αλλάξουν». 

Αναρωτιόταν: είναι Σοφία το να μπορείς να διακρίνεις τι αλλάζει και τι όχι σε αυτή τη ζωή, τελικά, ή είναι Σκληρία η διαπίστωσις και η αποδοχή ότι τελικά ελάχιστα πράγματα ορίζουμε πάνω στον εαυτό μας και στην καθημερινή μας δραστηριότητα;

Με αυτές τις σκέψεις, ο καημένος πελάτης, δεν ήξερε αν έφευγε νικητής ή ηττημένος από εκείνο το δικαστικό μέγαρο… όπως δεν ήξερε και αν τελικά γύρω του τα πάντα ρεί, ή τα πάντα παραληρεί… 

Και στο μυαλό του ενεμφανίσθη εκείνο το τραγουδάκι που έλεγε ότι η ζήση δεν γυρνάει ρει-play ;;



"Να 'μαστε πάλι εδώ Ανδρέα"
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Ανδρέας Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Μ.Ρασούλης & Α.Μικρούτσικος




Τελικά, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αλλάξει σε αυτόν τον κόσμο, Κεμάλ;




Ένας μεγάλος βασανισμός



Όταν κάποιοι μάχονται για το δικαίωμα στο.. δικαίωμα, αλλάζοντας τις ισορροπίες στην καθημερινή κοινωνική μας συμπεριφορά, τονίζοντας την αξία την κοινωνική,

κάποιοι άλλοι μάχονται για κάτι ακόμα πιο απλό: το δικαίωμα στη ζωή! ώστε αυτή να κατέχει περισσότερο αξία... καθημερινή.

Θα μου πείτε βέβαια, γίνεται ζωή χωρίς δικαιώματα και δικαιώματα χωρίς ζωή;

Εδώ ακριβώς είναι το θέμα λοιπόν: πώς ορίζουμε τη ζωή ως έννοια με περιεχόμενο (για να χωρέσουν τα δικαιώματα) και όχι ως έννοια απλά βιολογική. Αυτή την προσέγγιση την επικαλείται ο πολιτισμός, οπότε αντιλαμβάνεστε φαντάζομαι ποιο είναι το βαθύτερο ερώτημα που προκύπτει τελικά: 

είναι ο πολιτισμός βιολογικό χαρακτηριστικό; 

Η απάντηση που πολλές φορές έχω δώσει, είναι νομίζω ένα περίτρανο ΟΧΙ. 

Άλλο βιολογία και άλλο πολιτισμός. 

Είναι σαν να λέμε, άλλο φαινομενολογία και άλλο πραγματισμός...

Αλλά αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα, είναι από μόνα τους, ένας μεγάλος βασανισμός...



Σακατεύτηκα για ένα σου φιλί...



Αυτή η χώρα κάποιες φορές σε κάνει να μην σε χωρά... 

Σε κάνει να μην αντέχεις τόση παλαβομάρα, τόση ανακρίβεια, τόση ψευτιά και τόση παραμόρφωση...

Τόση έλλειψη αγάπης...





Το παρακάτω τραγουδάκι, νομίζω ταιριάζει στη σημερινή μου διάθεση και αφιερώνεται στη μητέρα πατρίδα...



"Η αγάπη πάει με κουπιά"
Στίχοι: Θανάσης Πλαταμώνας
Μουσική: Ευγένιος Δερμιτάσογλου
Ερμηνεία: Παντελής Θεοχαρίδης





"ο σκουπιδιάρης ο καημός κάτι θα φέρει..."



Το Χάρο κυνηγήσανε, την κόρη λευτερώσαν...



Διαβάζοντας ένα άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη, δεν θα διαφωνήσω με τις γενικές διαπιστώσεις του: μας έφτιαξαν στα μέτρα τους και τώρα μας άγουν και μας φέρουν κατά το δοκούν και ούτε λόγος για να… δώκουν κατιτίς στον απλό κοσμάκη που δεινοπαθεί.

Όμως, έχω μια απορία, που νομίζω είναι το κεντρικό σημείο της προβληματικής για τη σημερινή κατάντια: όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση «έβρεχε» δάνεια και επιχορηγήσεις, όταν οι γεωπόνοι κατέγραφαν απέραντα στρέμματα καλλιεργειών (τέτοια μάλιστα που στη Μυτιλήνη αν άθροιζες τα δηλωθέντα στρέμματα όλου του νησιού, το νησί θα έπρεπε να έφτανε ως το Αϊβαλί…), όταν όλοι μαυλίζανε (για να χρησιμοποιήσω μια ωραία και δηλωτική έκφραση του χωριού μου) τον ελληνικό λαό, πώς αυτός τελικά δεν μπορούσε να αντισταθεί; Ήταν τόσο βλάκας, τόσο άξεστος, τόσο άσχετος, τόσο αχόρταγος και πεινασμένος, τόσο άβουλος τελικά για να υποκύψει σε κάθε ευκαιριακή πλάνη;

Η κατάσταση μου θυμίζει τον Οδυσσέα, που μέσα από την περι-πλάνη-σή του, ο ίδιος επέλεξε να μαυλιστεί από το τραγούδι των Σειρήνων, ο ίδιος αποφάσισε να μπει μέσα στον εκθαμβωτικό κόσμο του παραμυθένιου τραγουδιού τους… Είχε πάρει όμως τις κατάλληλες προφυλάξεις! Ήξερε, που έμπλεκε, δεν ήταν άβουλος, είχε προλάβει το κακό. Για αυτό και ονομαζόταν εξάλλου πολυμήχανος. 

Άλλο ένα παράδειγμα όμως αξίζει της προσοχής μας: οι παππούδες και οι προπαππούδες μας, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, που δεν είχαν πάει σχολείο, που ήταν αγράμματοι, που δεν ήξεραν καν να υπογράφουν (και επικαλούνταν το σύμβολο του σταυρού - ως μια θεϊκή βοήθεια στο άγνωστο;), πώς μπορούσαν και άντεχαν τον εξευτελισμό, πώς έβρισκαν τα αντίβαρα για να μην αλωθεί η αξιοπρέπειά τους, για να μην χαθεί ο εαυτός τους; Όταν, ήταν πραγματικά υπόδουλοι, κάποιοι από αυτούς μεγαλωμένοι σε ορφανοτροφεία, ξυπόλητοι μια ζωή και ρακένδυτοι για την υπόλοιπη, πώς γινόταν και έφτιαχναν ένα ωραίο και καθαρό κοστούμι για να το χρησιμοποιήσουν έστω μια μέρα το χρόνο σε ειδικό λόγο, σαν την ελάχιστη αντίσταση απέναντι σε ένα κοινωνικό σύστημα που τους τα είχε πάρει σχεδόν όλα; Πώς αυτοί οι άνθρωποι, πήγαιναν στο θάνατο ευπρεπώς ενδεδυμένοι; Μήπως γιατί ήταν όλοι τους αδέρφια μπροστά στο κακό;

Ξαναγυρίζω λοιπόν, στο άρθρο του Βαξεβάνη. Δεν δέχομαι την τόσο εύκολη θυματοποίηση των Ελλήνων, και ουσιαστικά τον χαρακτηρισμό τους ως άβουλα όντα, όταν ο Νεοέλληνας και εκπαίδευση είχε, και έξω από τα σύνορα της χώρας του μπορούσε να βγει για να δει τι γινόταν παραέξω, και ελευθερίες είχε, και πολλά δικαιώματα… Τι είναι αυτό λοιπόν, που δεν είχε σε σχέση με τους προγόνους τους; Μήπως δεν πίστευε αρκετά στη θρησκεία ως συνοδοιπόρο και καθοδηγητή της καθημερινότητάς του; Μήπως δηλαδή, δεν τον διακατείχε άκρατος θρησκευτισμός; Μπα… Ακόμα στην Ελλάδα υπάρχει και θα υπάρχει αυτός ο θεσμός, όσο δεν διαχωρίζεται από την πολιτεία. Μήπως άραγε δεν υπήρχε ανάπτυξη της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας, ώστε να τον βοηθήσει να αναπτύξει τις μεθόδους καλλιέργειας γης, τις μεθόδους αξιοποίησης των πρώτων υλών, τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα ανάπτυξης; Μήπως δηλαδή, δεν υπήρχε ικανοποιητικός τεχνοκρατισμός; Μπα… Από τεχνοκράτες άλλο τίποτα, στη σύγχρονη Ελλάδα! Άρα, τι στην ευχή λείπει και μας έχει κάνει άβουλα όντα, ανίκανα να βγούμε από το τέλμα; Γιατί κανείς δεν φώναξε όταν τα "παίρνανε" άδικα, γιατί κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί δηλώνει παραπάνω χωράφια ή γιατί παίρνει παραπάνω άδειες ή ρεπό ή γιατί παίρνει περισσότερα επιδόματα; Γιατί όταν ο διπλανός του πλούτιζε, αντί να τον συνεφέρει και να τον νουθετήσει, προσπαθούσε να κάνει και αυτός το ίδιο; Πώς να μην διαβρωθεί μια ολόκληρη κοινωνία; 


Το ερώτημα όμως, παραμένει: 


γιατί κανείς δεν άνοιγε το στόμα του για να μιλήσει για το άδικο, 
παρά μόνο το άνοιγε διάπλατα για να κατασπαταλήσει το άνομο;


Η απάντηση, ομοιάζει δυστυχώς μόνο στην κατάληξη (και όχι στην εκκίνησή της) με τους δυο προηγούμενους (που δυστυχώς πολλοί τους θεωρούν... προηγμένους) θεσμούς, αυτούς του θρησκευτισμού και του τεχνοκρατισμού: η απάντηση είναι η απουσία Ανθρωπισμού! Είναι αυτό που είχαν οι παλαιότεροί μας και που δεν έχουμε εμείς οι Νεοέλληνες σήμερα. Και χωρίς αυτό, τότε ναι κύριε Βαξεβάνη, μπορούμε να δεχτούμε πανεύκολα κάθε… πανούκλα που θα μας επιβάλλουν. 

Tο ερώτημα είναι βέβαια, γιατί επήλθε αυτή η απουσία Ανθρωπισμού τα τελευταία χρόνια; Γιατί στην εποχή της άνθισης των επιστημών και των (π)ορδών των επιστημόνων, η κοινωνία έχει πάρει λάθος δρόμο; Αυτό, είναι νομίζω το μείζον ερώτημα σήμερα, το οποίο ανάγεται στη φιλοσοφική σφαίρα… 

Δεν έχω εύκολη την απάντηση, αλλά μου είναι πιο εύκολη μια προτροπή: ας μελετήσουμε τους παππούδες μας, οι οποίοι είχαν βρει την απάντηση και την ισορροπία και οι οποίοι είναι οι τελευταίες -όσο ακόμα τους έχουμε- σταγόνες ελπίδας και ανθρωπισμού στην κοινωνία μας… Μην χάνουμε ευκαιρία λοιπόν, εμείς, η γενιά των iPhones, των tablets και των διαστημικών capsules, να καθίσουμε μαζί με τα παππούδια και να τους ρωτήσουμε πώς περνούσαν τότε σε σχέση με τώρα που τους έχουμε γεμίσει τη ζωή με φαρμακευτικές tablets και capsules… (το εντυπωσιακό με το τελευταίο link, είναι ότι κάτω από το βιντεάκι με τη διαστημική κάψουλα, υπάρχει διαφήμιση φαρμακευτικής εταιρείας με τα αντίστοιχα προϊόντα της σε κάψουλες...!)