Qp:Qs



Ξεκινώ με το να δηλώσω ότι αυτή η ανάρτηση είναι ίσως η πιο δύστοκη από όλες μέχρι τώρα. Την κυοφορώ εδώ και αρκετές μέρες, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν ήθελε να δει το φως της δημοσιότητας. Βγήκε, θα έλεγα, σχεδόν με εμβρυουλκό… 

Δεν είναι κάτι νέο σαν σκέψη, αλλά μέσα από ένα παράδειγμα του τρόπου λειτουργίας της καρδιάς, μορφοποιεί σχηματικά τον τρόπο λειτουργίας της ζωής. Τουλάχιστον της δικής μου. Εξάλλου, τι θα ήταν η ζωή χωρίς την καρδιά μας; 

Εντοπίζω ευθύς το θέμα. 

Η καρδιά μας, όπως ίσως γνωρίζετε, είναι χωρισμένη στα δυο: στη δεξιά καρδιά και την αριστερή καρδιά (μην απορείτε λοιπόν, γιατί στη ζωή πολλά πράγματα είναι διχασμένα, πολωμένα και εν πολλοίς κατηγοριοποιημένα σε «δεξιά» και «αριστερά», σε «ανατολή» και «δύση»…). Οι δυο αυτές καρδιές δεν επικοινωνούν καθόλου σε κανονικές συνθήκες (μην απορείτε λοιπόν, πάλι, που και στις καθημερινές μας συνθήκες «δεξιά» και «αριστερά» δεν επικοινωνούν καθόλου, σαν να τους χωρίζει ένας τοίχος! – είπαμε, ό,τι συμβαίνει στην καρδιά, συμβαίνει και στις ζωές μας). Κάθε μια από τις δυο καρδιές μας, κάνει τη δουλειά της («καθείς εφ’ ο ετάχθη», που λένε), με έναν συντονισμένο ρυθμό, χωρίς κάπου να παρακωλύεται το αίμα ή να λιμνάζει. Με άλλα λόγια, οι δυο καρδιές δουλεύουν με τέτοιον τρόπο ώστε να σπρώχνουν το αίμα με τον ίδιο ρυθμό (έχουν ίδια παροχή, καθώς το καρδιαγγειακό είναι ένα κλειστό κύκλωμα σωλήνων, των αγγείων, όπου το αίμα ρέει συνεχώς, καθώς δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον γενικό κανόνα ότι τα πάντα ρει!). 

Έλα όμως, που η λειτουργία της μιας καρδιάς επηρεάζει τη λειτουργία της άλλης τόσο έμμεσα, όσο και άμεσα, μέσα από ελλείμματα των διαχωριστικών ιστών τους (κάτι σαν τρύπες σε έναν τοίχο), με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια παθολογική επικοινωνία. Μέτρο αυτής της επικοινωνίας είναι ο λόγος Qp:Qs, που ουσιαστικά διαιρεί την παροχή αίματος στην πνευμονική κυκλοφορία με αυτήν στη συστηματική κυκλοφορία. Φυσιολογικά, όση παροχή προσφέρει η δεξιά καρδιά, τόση πρέπει να προσφέρει και η αριστερή, ώστε ο λόγος αυτός να ισούται με το 1, διαφορετικά οι δυο παροχές θα διέφεραν και κάποια από τις δυο καρδιές θα δούλευε περισσότερο από ό,τι συνήθως και κάποια λιγότερο. Η εξήγηση οφείλεται ακριβώς σε αυτό το έλλειμμα ιστών ανάμεσα στις δυο καρδιές, που κάνει κάποια ποσότητα αίματος που σπρώχνει η μια καρδιά να λοξοδρομεί αντί να πηγαίνει ορθόδρομα και να πηγαίνει στην άλλη καρδιά (διαμέσου της παθολογικής επικοινωνίας), επιβαρύνοντάς την. Συνεπώς, η μια καρδιά δουλεύει λιγότερο και πιο ανάλαφρα, γιατί έχει δυο εξόδους για να σπρώξει το αίμα της (μια ορθόδρομη και μια παθολογική δια μέσου του ελλείμματος) και η άλλη δουλεύει περισσότερο, καθώς έχει μια επιπλέον είσοδο αίματος να διαχειριστεί (δια μέσου του ελλείμματος) και να το προωθήσει από τις ήδη υπάρχουσες διεξόδους. 

Ίσως μπερδευτήκατε με όλα αυτά τα ιατρικά, αλλά το μηχανιστικό αυτό μοντέλο μου φαίνεται ότι ταιριάζει σε κάποια κατάσταση της ζωής που περιγράφω ευθύς αμέσως: όταν έχουμε να συνταιριάξουμε δυο καταστάσεις, δυο «θέλω», δυο σενάρια στην καθημερινότητά μας, τις περισσότερες φορές επέρχεται μια άνιση σχέση μεταξύ τους, αντί μια ισορροπημένη, με αποτέλεσμα η μια κατάσταση να ζορίζεται, να συμφορίζεται, να δυσφορεί και να αγκομαχάει, και η άλλη κατάσταση να φαίνεται πιο ανάλαφρη και πιο ξεκούραστη. Στη μια περίπτωση υπάρχει ένα κομμάτι της καρδιάς μας και της ζωής μας, του εαυτού μας τελικά, που σηκώνει μεγάλο βάρος, που επιφορτίζεται με έργο δυσανάλογο των προθέσεών μας, των «θέλω» μας. Αυτό το κομμάτι της ψυχής μας λοιπόν, δέχεται το βάρος από ένα άλλο κομμάτι, το οποίο κάθεται και χαλαρώνει, ακολουθεί την εύκολη λύση που προσφέρουν οι τρύπες ενός συστήματος και σπρώχνει την καθημερινότητα και τον καιρό προς την «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», άσχετα αν με αυτόν τον τρόπο καταπατάται και εξαντλείται ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μας που δεν θέλει να έχει σχέση με όλα αυτά… 

Ίσως πάλι μπερδευτήκατε, οπότε νομίζω πρέπει οι δυο καταστάσεις που περιγράφω να ονοματιστούν ακόμα πιο ξεκάθαρα: η μια κατάσταση, η φαινομενικά χαλαρή, η ευκαιριακά λειτουργούσα, αυτή που υπόκειται στην κυριαρχία των δυνάμεων των καιρών μας, είναι αυτή που ακολουθεί τις επιταγές της σύγχρονης κοινωνίας για μια καριέρα, για μια πετυχημένη δυτικού τύπου ζωή. Η άλλη, είναι αυτή που έρχεται από πολύ μακρινά χρόνια προς τα πίσω, αυτή που είχε μέχρι πρόσφατα βρει μια ισορροπία, που είχε ξεκαθαρίσει τον τρόπο λειτουργίας της και την εσωτερική της δομή, μα που τώρα -στη σύγχρονη εποχή- παραγκωνίζεται από την άλλη ζωή, αυτήν των ταχυφαγείων, των ταχυδρομείων -ηλεκτρονικών ή συμβατικών- και που επιβαρύνεται από τα ελλείμματα και τις δυσρυθμίες της πρώτης. Η μια λοιπόν, χαλαρώνει και μειώνει έτσι την παροχή της (και τις παροχές της) εις βάρος της άλλης, που φορτώνεται με επιπλέον έργο και αναγκάζεται να δουλεύει πολύ περισσότερο και να παράγει πολύ μεγαλύτερη παροχή (και παροχές) για κάποιους άλλους. Ο λόγος λοιπόν Qp:Qs, γίνεται άνισος, ανισόρροπος και η μια καρδιά, δουλεύει παραπάνω ενώ η άλλη αναπαύεται στις δάφνες της. Ο πραγματικός λόγος όμως, που συμβαίνει αυτό, είναι εκείνο το «έλλειμμα» που έχει δημιουργήσει ο τρόπος που ζούμε στη σημερινή κοινωνία, καθώς πρόκειται για ένα έλλειμμα επικοινωνίας. Και χωρίς επικοινωνία, δεν υπάρχει συνεργασία, άρα δεν υπάρχει ισορροπημένη σχέση, οπότε υπάρχει άπλετος χώρος και χρόνος για ανισόρροπες και εξουσιαστικές σχέσεις αλληλεπίδρασης, πάντα εις βάρος της ήρεμης δύναμης… 

Το τελικό αποτέλεσμα το καταλαβαίνετε μόνοι σας: καρδιακή ανεπάρκεια! που στο τέλος θα έρθει και θα συμπαρασύρει και την αρχική εκείνη καρδιά που μέχρι πρότινος εξωθούσε εύκολα, ανέξοδα και ανάλαφρα το αίμα της προς την άλλη καρδιά, υπακούοντας στα ευκαιριακά κελεύσματα των καιρών. Διότι, αν σε ένα ισορροπημένο σύστημα ανατρέψεις το ένα του σκέλος, δεν θα χρειαστεί πολύ για να καταστραφεί και το άλλο. Και αυτό είναι ένα ακόμα «έλλειμμα»: είναι ένα έλλειμμα αντίληψης της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει σαν χώρα, σαν σύγχρονη κοινωνία, σαν πλανήτης, καθώς και ένα έλλειμμα του επικείμενου κινδύνου αυτοκαταστροφής… 

Η θεραπεία είναι μια: να κλείσουμε το έλλειμμα ανάμεσα στους δυο χώρους με μπάλωμα… Δυστυχώς όμως, μπαλώματα κάνουν τόσα χρόνια όσοι μας κυβερνάνε, μπαλώματα κάνουμε και εμείς στην καθημερινότητά μας… Μόνο που, κάποιες φορές οι καταστάσεις δεν σηκώνουν πολλά μπαλώματα και ξαναμπαλώματα και το ρούχο δεν αντέχει, σκίζει! Νομίζω, είμαστε σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση που μας σκίζουν καθημερινά, χωρίς να υπάρχει επικοινωνία, χωρίς να υπάρχει διάθεση να καλύψουμε τις τρύπες μας και τα κενά μας. Όσο η μισή ζωή μας, μάς σπρώχνει στην χαλαρότητα και στις «ευκολίες παροχής», τόσο η άλλη μισή ζωή μας, θα αναπολεί μια ξεχασμένη ισορροπία που της έκλεψαν και τόσο θα μισεί την άλλη ζωή. 

Έτσι, θα μιλάμε στο τέλος για μια διχασμένη ζωή, για έναν χωρισμένο εαυτό που χώρισε τον κόσμο από λάθος… και θα αρνούμαστε την πραγματικότητα για να διεκδικήσουμε μιαν υποσχόμενη αιωνιότητα μέσα από μιαν διαστρεβλωμένη και ελλειμματική εικονικότητα…



Το δελφίνι και οι δελφίνοι...


Αναρωτιέμαι: υπάρχει τέχνη ή επιστήμη χωρίς λάθη; Πώς ένας νεοσσός θα μάθει την τέχνη ή την επιστήμη του αν όχι μέσα από τα λάθη του; Πώς θα βελτιωθεί αν δεν συνειδητοποιήσει τα στραβοπατήματά του; Έτσι, δεν γίνεται εξάλλου και στην ίδια τη ζωή...;

Μόνο που σε κάποιες τέχνες ή επιστήμες, τα λάθη των νέων στο άθλημα, κοστίζουν. Έλα μου όμως, που δεν γίνεται χωρίς λάθη (και αυτή η διαπίστωση είναι το μόνο σωστό); Θα μου πείτε βέβαια, δεν γίνεται ένας εκπαιδευόμενος πιλότος αεροπλάνων ή ένας αστροναύτης ή ένας καπετάνιος να μάθει τη "δουλειά" την ώρα που κουβαλάει στις πλάτες του ένα ολόκληρο σκάφος-δορυφόρο-πλοίο και θα έχετε απόλυτο δίκαιο. Για αυτό υπάρχουν τα τεστ προσομοίωσης, οι πολλές ώρες (εικονικής) πτήσης ή πλοήγησης πριν δοθεί στον -έτοιμο πια- νέο, η διαπίστευση της ετοιμότητας και της ικανότητας. Για να αποφευχθούν τα λάθη και έτσι οι αθώες ανθρώπινες ζωές, ένας πχ πιλότος έχει αρχικά τριφτεί με τις χιλιάδες ώρες εικονικής πλοήγησης, ενώ αργότερα γίνεται βοηθός πιλότου και έχει δίπλα του έναν πιο έμπειρο πιλότο μέχρι να γίνει και ο ίδιος ο πρώτος πιλότος και να έχει και αυτός με τη σειρά του έναν νεώτερο να του μάθει τη "δουλειά", η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι έχει ιεραρχία επειδή ακριβώς έχει να κάνει με ένα μηχανιστικό μοντέλο λειτουργίας: αν πατήσεις ένα κουμπί του αεροπλάνου, 99,9% των περιπτώσεων θα κάνει ένα μόνο πράγμα (το απευκταίο 0,1% δεν θα κάνει τίποτα γιατί θα έχει χαλάσει και τότε θα πρέπει ο έμπειρος πιλότος να βρει τρόπο πατώντας ένα άλλο κουμπί που επίσης κατά 99,9% των περιπτώσεων επιφέρει μια και μοναδική απάντηση, να διορθώσει την πρώτη αστοχία κλπ κλπ).

Προσέξτε τώρα την αντιδιαστολή με τους ιατρούς: ένας νέος ιατρός, εκπαιδευόμενος και εν πολλοίς και ασταμάτητα παιδευόμενος, όχι μόνο δεν έχει ώρες πτήσης σε μια εικονική πραγματικότητα (καθότι πριν βγει στην αγορά εργασίας έχει αγκαλιά μόνο κάτι τόμους παλαιολιθικών βιβλίων), όχι μόνο δεν έχει ακριβώς δίπλα του, τις περισσότερες φορές που του αφήνεται το "τιμόνι", έναν έμπειρο καθοδηγητή (όπως ο νόμος ορίζει και υποχρεώνει), μα του χρεώνεται και ολάκερη η ευθύνη αν τυχόν "ρίξει το καράβι στις ξέρες", συν ότι πρέπει να μάθει να κουμαντάρει ένα όχημα ανα-τρέχοντας (αναλογιστείτε παρακαλώ την εικόνα του β' συνθετικού της λέξεως...), ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο "εγχειρίδιο λειτουργίας", καθώς κάθε μέρα (και κυριολεκτώ) οι οδηγίες προς ναυτιλομένους αλ(α)λάζουν. Να μην μιλήσω για την κακοκαιρία που επικρατεί στα επείγοντα ιατρεία σε συνθήκες γενικής εφημερίας, που δεν βλέπεις και δεν ακούς μπροστά σου μερικές φορές τι γίνεται και αφεντικά και δούλοι... λιώμα γίνονται ούλοι! Συνεπώς, όχι μόνο ένας νέος ειδικευόμενος (κατά το "εκπαιδευόμενος") ιατρός δεν εκπαιδεύεται παρουσία άλλου ειδικού ιατρού, όχι μόνο αναγκάζεται από το ίδιο το σύστημα να πάρει ευθύνες που δεν του αναλογούν, όχι μόνο οι εμπόλεμες συνθήκες εργασίας αντιμάχονται οποιαδήποτε ειρηνική δύναμη εκπαίδευσής του, αλλά και το ίδιο το αντικείμενο (υποκείμενο ορθότερα) της ενασχόλησής του, συνεχώς μεταβάλλεται και δεν υπόκειται εύκολα σε καταστάσεις επαναληψιμότητας, καθώς έκαστος ασθενής μοναδικός εκ κατασκευής... πράγμα που σημαίνει ότι αν πατήσεις ένα συγκεκριμένο κουμπί πάνω του, ο ένας μπορεί να μην νιώσει τίποτα, ο δεύτερος μπορεί να πονέσει και ο τρίτος μπορεί να σε πλακώσει στο ξύλο... Με λίγα λόγια, οι αντιδράσεις εξατομικεύονται, όπως τελικά και η διάγνωση και η ερμηνεία. 

Με τον παραπάνω συλλογισμό δεν θέλω να πω ότι η ιατρική ιδιότητα είναι πιο δύσκολη και πιο επικίνδυνη από άλλα επαγγέλματα, αλλά ότι επειδή ακριβώς οι συνθήκες εκ φύσεως, είναι δυσκολότερες στη μετάδοση της γνώσης (και μην ακούτε όλους εκείνους που λένε ότι το internet αν βάλεις τα συμπτώματα σου βγάζει απευθείας τη διάγνωση, πώς ο μαλάκας ιατρός δεν το βρήκε; - η πραγματική ιατρική τέχνη είναι τόσο απύθμενη και μακρά που ο βίος του ανθρώπου βραχύς και ανίκανος να την προσεγγίσει, ό,τι εργαλεία ή applications και αν χρησιμοποιεί... επικουρικά), διερωτώμαι γιατί το κράτος επιτρέπει να λειτουργεί έτσι το σύστημα εκπαίδευσης των νέων ιατρών προωθώντας την ακαταστασία (για να μην πω το χάος...), όταν έναν αεροπόρο τον περνά από πολλά κόσκινα μέχρι να του επιτρέψει να "πετάξει"; Γιατί, τους νέους ιατρούς τους "πετάει" το σύστημα στον ωκεανό του αδύτου της ανθρώπινης παθοφυσιολογίας και τους ζητάει να κολυμπήσουν σαν δελφίνι, ενώ πρώτα το μόνο που τους έχει μάθει μετά από τόσα χρόνια εκπαίδευσης, είναι να λειτουργούν σαν δελφίνοι;

Μην προσπαθήσετε να απαντήσετε. Δεν θα βρείτε μια πειστική απάντηση. Εγώ πάντως, την ψάχνω εδώ και καιρό...

Επαναστατημένα και Κατεστημένα



Επανάσταση. Μια λέξη με μπόλικο ζουμί. Άλλοτε, και κυρίως, το ζουμί αυτό ήταν αίμα ανθρώπων, άλλοτε πάλι ιδρώτας αυτών που πάσχιζαν να αλλάξουν τα κατεστημένα με ειρηνικό τρόπο και άλλοτε ήταν το απόσταγμα μιας προσπάθειας το αποτέλεσμα της οποίας κανείς δεν το έχει ακόμα βρει.

Ψηλαφώντας τη λέξη ‘επανάσταση’, ανακαλύπτω με έκπληξή μου, ότι διαχρονικά ο άνθρωπος έχει επαναστατήσει τρεις φορές στην Ιστορία του. Τρία είναι εκείνα τα στάδια και τα βήματα, το ένα αναπόφευκτο μετά το άλλο, το ένα να προδικάζει το επόμενο, που έχουν διαμορφωθεί ως σήμερα στο πέρασμα του Ανθρώπου. Αυτά τα βήματα, δεν είναι ξέχωρα από εκείνα τα βήματα αναζήτησης του σωστού δρόμου που ψάχνει διακαώς το ανθρώπινο είδος. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη ‘επανάσταση’ εμπεριέχει τη λέξη ‘ανάσταση’ (που τόσες θρησκείες υπόσχονται), και αυτή με τη σειρά της τη λέξη ‘ανάταση’, σε μια συνεχόμενη προσπάθεια (όπως η δια βίου εκ-παίδευση ένα πράμα), ο Άνθρωπος να φτάσει ψηλά. Αλήθεια, πού θέλει να φτάσει ο Άνθρωπος; Πόσο ψηλά; Και πού είναι το εκεί ‘ψηλά’; Για αυτό το ‘ψηλά’ έχει επαναστατήσει τρεις φορές.

Ας παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα, τα τρία αυτά στάδια:

Το πρώτο στάδιο, είναι όταν ο άνθρωπος προσπάθησε να βγει από τον Σκοταδισμό, από τη Μοιρολατρία, από τη Θεολογία και τη Φαινομενολογία, όταν προσπάθησε να σπάσει το πλαίσιο του Νόμου, είτε θεοκρατικός ήταν αυτός, είτε αυτοκρατορικός, είτε ακόμα και επιστημονοκρατικός, με την έννοια όμως της επιστήμης της πρωτόγονης, δηλαδή του σαμάνου, του μάγου, του ταχυδακτυλουργού και του θαυματοποιού. Εκρήξεις κατά τόπους και περιόδους είχαμε πολλές και σημαντικές στο βάθος των αιώνων. Πιο χαρακτηριστικές που τυχαία σταχυολογώ, αυτές του Σωκράτη, που τον κατηγορούσαν ότι εισήγαγε ‘καινά δαιμόνια’ καταρρίπτοντας την υπάρχουσα θεολογία, του Αρίσταρχου του Σάμιου ο οποίος ήταν πιθανότατα ο πρώτος που μίλησε για ηλιοκεντρικό και όχι γεωκεντρικό (και άρα όχι ανθρωποκεντρικό και ούτε τελικά θεοκρατικό) πλανητικό σύστημα, του Χριστού ο οποίος είπε να αγαπάμε τον πλησίον μας ως εαυτόν και όταν μας χαστουκίζουν από το ένα μάγουλο να γυρίζουμε και να προσφέρουμε και το άλλο, συγκρουόμενος με τον τότε υπάρχοντα Νόμο των Φαρισαίων και λοιπών καθεστωτικών. Το κοινό αυτών και αρκετών άλλων προσωπικοτήτων είναι ότι ήταν αντισυστημικοί. Καλούσαν το ανθρώπινο πνεύμα να βγει από τα δεσμά της σπηλιάς τους όπως αλληγορικά έλεγε ο Πλάτωνας και να δουν με πιο καθαρά μάτια τον γνωστό κόσμο, έξω από τα τείχη που έχτιζε η εξουσία της Θεολογίας, της Νομοκρατίας, της Πολιτκής. Καλούσαν τον κόσμο να σπάσει το στενό πλαίσιο που έπνιγε και συσκότιζε το μυαλό και την αντίληψη. Αυτές οι προσπάθειες όμως ήταν μεμονωμένες και παρά το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα που πρώτο συνειδητοποίησε την κατεύθυνση της πρώτης αυτής επανάστασης, αυτή επήλθε μαζικά και συντονισμένα σαν πλημμύρα, μόνο με τον Διαφωτισμό. Ο Διαφωτισμός ήταν εκείνο το σπάσιμο των αλυσίδων που μπόρεσε να ελευθερώσει το πνεύμα από αγκυλώσεις και στεγανά, από σκοτάδια και μοιρολατρίες. Τι κατάφερε όμως ο Διαφωτισμός με την αποκαθήλωση του Θεού, με την παραβίαση του Νόμου, με το θάνατο του Βασιλιά, με την άρση του Πλαισίου; Φωτίστηκε πραγματικά το πνεύμα του Ανθρώπου; Επήλθε το επιδιωκόμενο;

«Από τη στιγμή που ο άνθρωπος υποβάλλει το Θεό σε ηθική κρίση, τον σκοτώνει μέσα του. Μα ποιο είναι τέλος πάντων το θεμέλιο της ηθικής; Αρνείται το Θεό στο όνομα της δικαιοσύνης, αλλά η ιδέα της δικαιοσύνης νοείται χωρίς την ιδέα του Θεού; Μήπως τότε βρισκόμαστε σε παραλογισμό; Πρόκειται για παραλογισμό που ο Νίτσε αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα. Για να τον ξεπεράσει καλύτερα, τον ωθεί έως τα άκρα: η ηθική είναι η τελευταία όψη του Θεού που πρέπει να καταστρέψουμε προτού ξανακτίσουμε τον κόσμο. Ο Θεός τότε δεν υπάρχει και δεν εγγυάται πια την ύπαρξή μας. Για να υπάρξει, ο άνθρωπος πρέπει να αποφασίσει να δράσει […]. Είναι αδύνατον να ζει κανείς σε μια γη χωρίς νόμο, γιατί ζω προϋποθέτει ακριβώς έναν νόμο. Πώς να ζούμε ελεύθεροι και χωρίς νόμο; Σ’ αυτό το αίνιγμα πρέπει ο άνθρωπος να απαντήσει, γιατί αλλιώς θα πεθάνει. […] Με τον βασιλιά νεκρό, τις αλυσίδες του παλιού δεσποτισμού κομμένες, ο λαός θα μπορέσει να εκφράσει αυτό που, παντού και πάντα, είναι, ήταν και θα είναι η αλήθεια. Συμβολίζει τον χρησμό που πρέπει να συμβουλευτούμε για να μάθουμε τι απαιτεί η αιώνια τάξη του κόσμου. Φωνή λαού, φύσης φωνή (vox populi, vox naturae). Αιώνιες αρχές διέπουν τη συμπεριφορά μας: η Αλήθεια, η Δικαιοσύνη και τέλος, η Λογική. Εκεί, βρίσκεται ο νέος Θεός. Το Υπέρτατο Ον, που πλήθη από νέες κοπέλες έρχονται να λατρέψουν γιορτάζοντας τη Λογική, δεν είναι παρά ο παλιός θεός, εξαϋλωμένος, αποκομμένος ξαφνικά από κάθε δεσμό του με τη γη και διωγμένος, σαν μπαλόνι, στον άδειο ουρανό των μεγάλων αρχών. […] Ο νόμος μπορεί, πράγματι, να βασιλεύει όσο είναι νόμος της συμπαντικής Λογικής. Αυτό όμως δεν συμβαίνει ποτέ και η αιτιολόγηση της ύπαρξης του χάνεται, αν ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του καλός. Αργά ή γρήγορα, η ιδεολογία συγκρούεται με την ψυχολογία. Τότε δεν υπάρχει πλέον νόμιμη εξουσία. Ο νόμος, λοιπόν, εξελίσσεται μέχρι που ταυτίζεται με τον νομοθέτη και μ’ ένα νέο ‘έτσι θέλω, γιατί αυτό μου αρέσει’. Τότε, προς τα πού να στραφεί; Χάνει τον προσανατολισμό του. Δίχως σαφήνεια, καταντά όλο και πιο αβέβαιος, μέχρι του σημείου να θεωρεί το κάθε τι έγκλημα. Ο νόμος βασιλεύει πάντα, αλλά δεν έχει πλέον καθορισμένα όρια».


Ο Άνθρωπος βγήκε από το σκοτάδι της σπηλιάς, από το Μεσαίωνα της συντριβής του νου, επαναστάτησε, αποτίναξε από πάνω του όλα τα συντρίμμια των παλιών θεών του, των παλιών δεσμών του και βγήκε στο Φως. Τι κατάφερε όμως από αυτήν την πρώτη του επανάσταση; Νομίζω η απάντηση έχει αποκρυσταλλωθεί στο διαφωτιστικό (με την έννοια της επεξήγησης και όχι την έννοια του Διαφωτισμού, διότι ακριβώς αντιτίθεται σε αυτόν) έργο του Γκαίτε «Φάουστ»:

«Το έργο ξεκινά σε μια εποχή που ο άνθρωπος βρίσκεται στο Διαφωτισμό, έχει φύγει από το Μεσαίωνα, είναι η έκρηξη της επιστήμης, της γνώσης και αυτό αντιπροσωπεύει η δυτική σκέψη. Το έργο κάνει αναγωγή στη σύγχρονη ακόρεστη μανία του ανθρώπου να κατακτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα πεδία. Πεδία γνώσης, απόλαυσης, ακόμα και ιδιοκτησίας. Ο άνθρωπος είναι ένα ον ανικανοποίητο, ο σκεπτόμενος να πούμε καλύτερα. Ο Φάουστ είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που έχει κατακτήσει τη γνώση την ανθρώπινη και αυτή δεν του αρκεί. Θέλει να προχωρήσει παραπέρα, να κατανοήσει και να κατακτήσει κάτι ακόμα, τη γνώση τη θεϊκή , να ενωθεί με κάτι που θα του αποκαλύψει για ποιο λόγο συμβαίνουν όλα αυτά».

(απόσπασμα από συνέντευξη της Κατερίνας Ευαγγελάτου που ανεβάζει σε λίγες μέρες το έργο «Φάουστ» στο θέατρο Πειραιά)


Ο άνθρωπος, πολύ ωραία επαναστάτησε και βγήκε έξω από τα δεσμά του, προς τον κόσμο το φωτεινό. Και τι έγινε τότε; Τότε, πρωτοαντίκρισε τους άλλους ανθρώπους γύρω του, σχημάτισε την έννοια της Κοινωνίας, μα παράλληλα είδε και την εικόνα του, μέσα από την εικόνα των συνανθρώπων του. Τότε ήταν που άρχισε να θέλει. Εκεί που είχε συνηθίσει απλά να υπακούει και να ακολουθεί άλλους, τώρα άρχισε να επιθυμεί και κυρίως άρχισε να επιθυμεί να τον υπακούουν και να τον ακολουθούν οι άλλοι. Κάπου εκεί λοιπόν, αρχίζει και η δεύτερη μεγάλη επανάστασή του: είναι η επανάσταση απέναντι στους ίδιους τους συνανθρώπους του και την ιδέα της Κοινωνίας.

«Πρέπει η επιθυμία της συνείδησης να απευθύνεται σε κάτι άλλο, διαφορετικό από τη φύση δίχως συνείδηση. Το μόνο πράγμα που ξεχωρίζει απ’ αυτή τη φύση είναι ακριβώς η αυτοσυνείδηση. Πρέπει, λοιπόν, η επιθυμία να στοχεύει σε μιαν άλλη επιθυμία, η αυτοσυνείδηση να ικανοποιείται με μιαν άλλη αυτοσυνείδηση. Με πιο απλά λόγια, ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως άνθρωπο όσο αρκείται να ζει σαν ζώο. Χρειάζεται να τον αναγνωρίσουν οι άλλοι άνθρωποι. Κάθε συνείδηση είναι, από την αρχή της, επιθυμία ν’ αναγνωριστεί και να χαιρετιστεί ως τέτοια από τις άλλες συνειδήσεις. Οι άλλοι μάς δημιουργούν. Μόνο στην κοινωνία αποκτούμε μιαν ανθρώπινη αξία, ανώτερη από τη ζωική αξία. […] Τότε από το Όλα ή Τίποτα, περνάμε στο Όλοι ή Κανένας. […] Ο αφέντης αυτού του κόσμου μετά την αμφισβήτηση της νομιμότητάς του, πρέπει να ανατραπεί. Ο άνθρωπος πρέπει να πάρει τη θέση του. Μια και ο Θεός και η αθανασία δεν υπάρχουν, επιτρέπεται στον καινούργιο άνθρωπο να γίνει Θεός. Μα τι σημαίνει να είσαι Θεός; Να αναγνωρίζεις ακριβώς πως όλα επιτρέπονται. Να αρνείσαι κάθε άλλο νόμο πέρα απ’ τον δικό σου. Χωρίς να χρειάζεται ν’ αναπτύξουμε τους ενδιάμεσους συλλογισμούς, διαπιστώνουμε έτσι ότι το να γίνεις Θεός σημαίνει ότι δέχεσαι το έγκλημα».

Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως το Κοινωνικό Οικοδόμημα, άρχισε να διασπάται μετά τη δεύτερη αυτή επανάσταση. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει βέβαια και η βιοεξουσία (κατά Φουκώ) που ακριβώς ως επακόλουθο την κενή θέση εξουσίας που δημιούργησε η αποκαθήλωση του Θεού με τον Διαφωτισμό, προσπάθησε να την γεμίσει με νέα εξουσία, αυτή τη φορά όχι από τον ίδιο το Δημιουργό, αλλά από το Δημιούργημά του. Εκεί κάπου αρχίζει αυτό το Δημιούργημα να μετατρέπεται σε Τερατούργημα και μαζί και η Κοινωνία του, που άρχισε να γίνεται Κοινωνία Αποσύνθεσης και όχι Σύνθεσης, καθώς έκαστο μέλος της άρχισε να προβάλει τον Εαυτό του πάνω απ’ όλα και σαν αόρατος ακροβάτης να κάνει το νούμερό του μπροστά σε ένα ολοκαίνουργιο τσίρκο Και εδώ, αρχίζει ο μεγάλος παραλογισμός…

Η συνέχεια δεν αργεί να φανεί και τα γεγονότα εξελίσσονται με ραγδαίους ρυθμούς τα τελευταία 200 και ειδικά τα τελευταία 100 χρόνια. Ο άνθρωπος μπερδεμένος στο ποιος είναι ποιος και έχοντας χάσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούσε, τώρα μπροστά στο απέραντο και αχανές της νέας του πραγματικότητας ‘αντιλοΐζει’:

«Ο συλλογισμός συνεχίζεται έτσι με τον ίδιο τρόπο. Φωνάζω ότι δεν πιστεύω σε τίποτα και ότι όλα είναι παράλογα, μα δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την κραυγή μου και πρέπει να πιστέψω τουλάχιστον στη διαμαρτυρία μου. Η πρώτη και μοναδική ολοφάνερη αλήθεια που δίνεται έτσι, εντός της παράλογης εμπειρίας, είναι η εξέγερση. Στερημένος από κάθε γνώση, εξαναγκασμένος να σκοτώνω ή να συναινώ στο φόνο, δεν έχω παρά μόνο τούτη την απτή αλήθεια, η οποία ενισχύεται ακόμη περισσότερη από την απόγνωση που με παιδεύει. Η εξέγερση γεννιέται από το θέαμα της παραφροσύνης…».

Η θεματική αυτή έχει ξεδιπλωθεί τόσο παραστατικά στην παράσταση «Επικήδειος» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (εξαιρετικός μονόλογος), καθώς και στο απαράμιλλης έντασης τραγούδι των Χαΐνηδων «Ο Ακροβάτης», που ουσιαστικά και τα δυο αυτά έργα αναφωνούν «για δέστε και μένα, άλλο δεν βαστώ!». Ο Άνθρωπος καθαίρεσε τον Θεό του, έγινε ο ίδιος Θεός, μα και πάλι ησυχία δεν βρήκε. Η Τρίτη επανάσταση λοιπόν έγινε -και γίνεται μέχρι τις μέρες μας- διότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι δεν αρκεί απλώς να μπεις σε περίοπτη θέση για να γίνεις σημαντικός και σπουδαίος, ερωτεύσιμος και περιζήτητος. Κάτι του λείπει ακόμα που τον κάνει να είναι στον αέρα, μετέωρος και να ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας... Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι και το τραγούδι της Μαρίας Λούκα και των Χαΐνηδων χρησιμοποιούν τη λέξη «ακροβάτης» για να περιγράψουν την κατάσταση του Ανθρώπου τόσο σχετικά με τη Δεύτερη όσο και με την Τρίτη επανάστασή του. Και αυτό συμβαίνει ως αποτέλεσμα της Πρώτης επανάστασης του Ανθρώπου κατά την οποία, όπως είπαμε, έσπασε το πλαίσιο, η βάση, το πεδίο στήριξης. Ένας Άνθρωπος δίχως πλαίσιο, είναι ένας Άνθρωπος που Ακροβατεί. Να γιατί λοιπόν, η λέξη Ακροβάτης συμπυκνώνει σήμερα τόση ένταση και τόσο νόημα, τόση έκφραση και τόσο καημό.

«Ο σκλάβος ξεκινά απαιτώντας δικαιοσύνη και καταλήγει ζητώντας τη βασιλεία. Θέλει να εξουσιάσει και αυτός με τη σειρά του. Η ανταρσία ενάντια στην ανθρώπινη μοίρα οργανώνεται σε μια μεγάλη εκστρατεία κατά του ουρανού, για την αιχμαλωσία ενός βασιλιά που θα τον εκθρονίσουν προτού καταδικάσουν σε θάνατο. Η ανθρώπινη ανταρσία καταλήγει σε μεταφυσική επανάσταση. Πορεύεται από το φαίνεσθαι στο πράττειν, από τον δανδή στον επαναστάτη. Όταν ο θρόνος του Θεού γκρεμιστεί, ο επαναστάτης θα αναγνωρίσει ότι τούτη τη δικαιοσύνη, τούτη την τάξη, τούτη την ενότητα που μάταια έψαχνε στην υπόστασή του, έχει τώρα τη δυνατότητα να τις δημιουργήσει με τα ίδια του τα χέρια και να δικαιολογήσει συνεπώς την καθαίρεση του Θεού. Τότε θα αρχίσει μιαν απελπισμένη προσπάθεια για να ιδρύσει, ακόμη και με το έγκλημα αν χρειαστεί, την αυτοκρατορία των ανθρώπων. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τρομακτικές συνέπειες, από τις οποίες γνωρίζουμε μόνο μερικές προς το παρόν. Μα αυτές οι συνέπειες δεν απορρέουν από την ίδια την εξέγερση ή, τουλάχιστον, δεν φανερώνονται στο φως της ημέρας παρά μόνο όταν ο επαναστατημένος ξεχνά την αρχική του πορεία, αποκάμνει από τη φοβερή ένταση ανάμεσα στο ναι και το όχι, κι εγκαταλείπεται τελικά στην άρνηση κάθε πράγματος ή στην πλήρη υποταγή. Η μεταφυσική εξέγερση μας προσφέρει, στην πρώτης της κίνηση, το ίδιο θετικό αποτέλεσμα με την ανταρσία του σκλάβου. Χρέος μας είναι να εξετάσουμε πώς εξελίσσεται αυτό το περιεχόμενο της εξέγερσης στα έργα που την επικαλούνται και να πούμε πού οδηγούν η απιστία και η πίστη, από τον εξεγερμένο έως το ξεκίνημά του».

Ωραία. Και θα αναρωτηθείτε τις πταίει για όλα αυτά; Μήπως δεν έπρεπε δηλαδής να γίνει η Πρώτη επανάσταση του Ανθρώπου, για να μην χαθεί το πλαίσιο και έτσι οδηγηθούμε στις επόμενες δυο επαναστάσεις που μας έχουν φέρει εδώ που παραπαίουμε σήμερον; Μήπως δεν έπρεπε ο Άνθρωπος να βγει από τη σπηλιά του και να σπάσει τα στενά πλαίσια της σκέψης του και τα σφιχτά δεσμά του πνεύματός του γιατί ουσιαστικά αυτό που έκανε ήταν να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου κάτι που μας οδήγησε να πάμε σήμερα ούλοι κατά Διαβόλου…; Η απάντηση δεν είναι ότι φταίει που βγήκαμε εκτός εκείνου του απαρχαιωμένου πλαισίου της συσκότισης στο οποίο ζούσαμε. Αλλά, είναι ότι βγαίνοντας από τη σπηλιά μας δεν ακολουθήσαμε ένα νέο πλαίσιο διαβίωσης, λειτουργικό και ικανό να μας ωθήσει να αναπτύξουμε το πνεύμα μας, να κορέσουμε τις ανάγκες μας και να σεβαστούμε την ύπαρξή μας. Κάπου σε αυτό το σημείο ο Άνθρωπος, από τη θόλωση της πρωτόφαντης ελευθερίας του, έγινε αδάμαστος, θηρίο ανήμερο και τρομακτικό, που στράφηκε με ακόρεστη μανία και αδηφαγία απέναντι σε κάθε τι θα μπορούσε να μιλήσει για δέσμευση, δεσμά, πλαίσια λειτουργίας και όρια. Στη φόρα του επάνω όμως, δεν συνειδητοποίησε κάτι πολύ σημαντικό: ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού του είναι συνυφασμένος με το πλαίσιο, τη δέσμευση, τη βάση στήριξης. Χωρίς πλαίσιο, ο Άνθρωπος βραχυκυκλώνει και αυτό ακριβώς έχει πάθει σήμερα. Χωρίς κάποια στέρεα βάση, δεν μπορεί να σταθεί ο Άνθρωπος στο Συμπαντικό Στερέωμα (βλέπετε, οι λέξεις δεν είναι τυχαίες, σε αντίθεση με τις καταστάσεις που είναι τυχαίες…). Ο νους και η λογική του Ανθρώπου είναι σιδηροδέσμιοι του πλαισίου. Χωρίς ένα τέτοιο, δεν λειτουργούν.




(εξ-αιρετική τοιχογραφία στα Χανιά που αποτυπώνει ακριβώς αυτό που βασάνιζε το νου μου αυτές τις μέρες - κάποια πράγματα σου παρουσιάζονται εκεί ακριβώς που περπατάς...)


Στην παραζάλη της απελευθέρωσής του λοιπόν, ο Άνθρωπος ξέχασε να ορίσει ένα νέο κοινό πλαίσιο λειτουργίας, με αποτέλεσμα σήμερα, ο καθένας μας να ορίζει το δικό του πλαίσιο λειτουργίας, ατομικά, και μέσα σε αυτό να ζει απομονωμένα και αποστειρωμένα. Αυτό όμως, αγαπητοί μου, μην προστρέξετε να το βαφτίσετε ως «την απόλυτη Ελευθερία», καθώς είναι η ψευδαίσθησή της, το κακέκτυπό της, αφού αποτελεί «την απόλυτη Ασυδοσία». Και ξέρετε ποια είναι η βασική διαφορά αυτών των δυο εννοιών; Ότι η Ελευθερία έχει όρια και πλαίσια, ενώ η Ασυδοσία όχι. Στην ελευθερία σέβομαι τα όρια του άλλου για να σεβαστεί και αυτός τα δικά μου όρια, ενώ στην Ασυδοσία δεν σέβεται κανείς κανέναν γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν όρια που να γεννήσουν την ανάγκη του Σεβασμού αυτών των ορίων. Έτσι, τα όρια αντικαθίστανται με όργια. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται σήμερα η Ανθρωπότητα.

Θα με ρωτήσετε και εύλογα, πώς ξεφεύγουμε από τούτο το μπλέξιμο και πώς αλλάζουμε πορεία; Η απάντηση έχει δοθεί νομίζω αφενός στο ποίημα του Χέλντερλιν «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή»:


«Και την καρδιά μου φανερά αφιέρωσα 
Στη σοβαρή και πονεμένη γη 
Και, μες στη νύχτα την ιερή, 
Συχνά της υποσχέθηκα να την αγαπώ 
Πιστά μέχρι θανάτου, άφοβα, 
Με το βαρύ της μοίρας της φορτίο, 
Κι απ’ τα αινίγματα της τίποτα να μην περιφρονώ. 
Έτσι, μαζί της δέθηκα με θάνατου δεσμά». 

και αφετέρου σε τούτα τα λόγια από το τελευταίο γράμμα που άφησε ο καθηγητής Λιαντίνης να διαβαστεί πριν το θάνατό του (αξίζει να ακούσετε εδώ και την τελευταία διάλεξη που έδωσε λίγες μέρες πριν εξαφανιστεί):

«Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει…»


Το νέο πλαίσιο λειτουργίας του Ανθρώπου αγαπητοί μου, δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της Φύσης που μας γέννησε και μας δημιούργησε. Κλείστε την τηλεόραση, διαγραφείτε από το φατσοβιβλίο, σταματήστε να αυτοφωτογραφίζεστε και να κάνετε ckek-in όπου βρίσκεστε, και βγείτε έξω από το σπίτι, μυρίστε το πρώτο λουλούδι που θα δείτε, αγγίξτε το πρώτο δέντρο που είναι κοντά σας, ανεβείτε στην πιο κοντινή κορφή του σπιτιού σας, λασπώστε τα παπούτσια σας, χορέψτε στη βροχή και κυρίως γευτείτε την βροχή, ταΐστε ένα αδέσποτο, δώστε ένα πιάτο φαί και ένα γλυκό χαμόγελο σε έναν άστεγο της γειτονιάς σας, μιλήστε μεταξύ σας, κυνηγήστε να βγείτε με φίλους και να ερωτευτείτε και αφήστε ήσυχα τα pockemon… Μα πάνω από όλα, κάντε κάτι που θα σας κάνει να νιώσετε Δημιουργικοί! Ούτε Δημιουργοί, ούτε Δημιουργήματα, μα Δημιουργικοί. Η λέξη αυτή βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις άλλες δυο, καθώς ο Δημιουργικός Άνθρωπος, δημιουργώντας κάτι ωραίο, αυτόματα παίρνει δύναμη και ικανοποίηση από αυτό που έφτιαξε και «φτιάχνεται» (για αυτό αναφωνούμε ‘με έφτιαξες τώρα’!). Άρα, Δημιουργικός είναι αυτός που ταυτόχρονα φτιάχνει και ‘φτιάχνεται’. Αυτή, η αλληλεπίδραση κρύβει το συμπαντικό νόημα της Αλληλοσύνδεσης και της Ανασύνθεσης.


Υ.Γ.: Όλα τα αποσπάσματα που παραθέτω και με βοήθησαν να εκφράσω με λέξεις τις σκέψεις μου, είναι χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το υπέροχο -μα ελαφρώς δύσκολο- βιβλίο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 2011, ο οποίος με μεγάλη μαεστρία ενορχηστρώνει τον επικήδειο του Επαναστατημένου Ανθρώπου. Και αυτή η διαπίστωσή του, συγκλονιστική: "εκείνοι που κάνουν επαναστάσεις, εκείνοι που κάνουν το Καλό, δεν μπορούν να κοιμηθούν, παρά μόνο στον Τάφο".