Συγκατοίκησις


Αναρωτιέμαι πολλές φορές, πώς βλέπει ένα ζώο, κάποιο άλλο ζώο... Άραγε, με την ίδια αλαζονική ματιά που το μεγαλύτερο ζώο, ο άνθρωπος, βλέπει όλα τα υπόλοιπα;




Ίσως, αυτό που κάνει τον άνθρωπο να είναι το μεγαλύτερο ζώο, είναι ότι διακατέχεται από την Μεγαλύτερη Άρνηση να σκύψει και να μπει στη θέση του άλλου ζώου και να δει τα πράγματα μέσα από μια νέα οπτική γωνία...





Έτσι, εμείς οι άνθρωποι, θα παραμένουμε να βάζουμε στεγανά και διαχωρισμούς, όρια και συνοριογραμμές, όχι για να κατηγοριοποιήσουμε τον κόσμο γύρω μας, αλλά για να προασπίσουμε τον Εαυτό μας από τον υπόλοιπο κόσμο γύρω μας, σε μια προσπάθεια να ευοδώσουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε κάτι το διαφορετικό...


Όπως, θα έλεγε και η γιαγιά μου: "σκατά στα μούτρα μας"...


Γένεσις



Αυτός μας έλειπε! Τώρα μάλιστα, αγαπητοί μου. Αρρωστήστε άφοβα, ελάτε στα ελληνικά νοσοκομεία χωρίς άγχος και προβληματισμούς. Θα λυθούν όλα (και όλοι... στα γέλια).

Ο Υπουργός μας, είναι εδώ και θα επιχειρήσει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση... Είναι σίγουρο ότι όλοι θα συμφωνήσουν μαζί του, κάτι σαν το "στην οικογένειά μου, έχουμε δημοκρατία, είμαστε όλοι Ολυμπιακοί...".

Α, ρε Ιπποκράτη! Βρήκες επιτέλους κάποιον που θα σε ξαναφέρει στην πρώτη γραμμή της Ιατρικής, που θα αναγνωρίσει το έργο σου και θα αναγεννήσει την προσωπικότητά σου. Πλέον, είμαι σίγουρος ότι ο όρκος σου, θα μπει ξανά στις ορκωμοσίες των νέων ιατρών και οι δημόσιοι φορείς, θα σε βγάλουν επιτέλους από τους αμφορείς και θα σε βάλουν στο πέτο όλων των εργαζομένων του ΕΣΥ, από τους ιατρούς μέχρι και τους τραυματιοφορείς...

Θαυμάστε, την Υπου(γα)ργάρα μας!!





Ο Μικρός Δαρβίνος


Αυτές τις μέρες, φιλοξενώ έναν φίλο από τα παλιά. Από τα πολύ παλιά όμως, κάπου 220 εκατομμύρια χρόνια πίσω... 




(λίγο μεγαλύτερος από ένα καπάκι μπουκαλιού)





Είναι ο φίλος μου ο Δαρβίνος με τ' όνομα! Τα λέμε καθημερινά, μου λέει για την τελικά όχι και τόσο βαρετή ζωή του, και φυσικά συνεχίζει να αναρωτιέται: 

"καλοί μου άνθρωποι, γιατί τόση βιασύνη;;"



Δεν ξέρω πόσο θα μείνει ακόμα, μα η παρέα του, με έχει ενθουσιάσει!! Σήμερα μάλιστα ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω για τους παιδικούς μου ήρωες, τα Χελωνονιτζάκια...





Ορί-ζωντας το σήμερα!



Τα όρια, από πολύ παλιά, από την εποχή ακόμα του σχολείου, όπου παλεύαμε να κατανοήσουμε την έννοια του lim και του ln στα μαθηματικά, με προβλημάτιζαν εντόνως. Ειδικά η απόσταση, που το όριο από το μηδέν στο +άπειρο, περιέχει...

Στα όρια, είναι που βρίσκονται οι μεγαλύτερες αλήθειες.

Στα όρια, βλέπεις τα πιο μαγεμένα χρώματα και τα πιο απόκρυφα όνειρα.


Στα όρια, ήταν από παλιά που χωριζόταν ο γνωστός κόσμος, από αυτόν των θεών και των τεράτων.


Στα όρια, χτίζονται οι "φαινομενικές" αλήθειες, χωρίς να φαίνεται τι ακριβώς γίνεται από κάτω τους, εκεί στα ριζά της κάθε γνώσης.


Τα όρια, σε καθηλώνουν, όχι γιατί δεν μπορείς να τα ξεπεράσεις, αλλά επειδή ακριβώς, σου δίνουν την ευκαιρία να τα ξεπεράσεις και να πας απέναντι, πάνω από ποτάμια σκέψεων και τρικυμίες συναισθημάτων.


Τα όρια, βάζουν κατεύθυνση στις ζωές μας, καθώς ενώνουν τα ανθρώπινα, τα φυσικά και τα συμπαντικά, αυτού του διάκοσμου που μας περιβάλλει.


Τα όρια, μερικές φορές ενώνουν τις ζωές μας. Και άλλες πάλι, τις ταυτίζουν, επειδή το δικό μου όριο, καλώς ή κακώς, είναι το ίδιο με το δικό σου όριο. Και οι δυο μαζί, τραβάμε παρέα, άσχετα αν ο ένας μόνο τραβά κουπί και ο άλλος απολαμβάνει σε μια σχέση τρελής ισορροπίας.




Τελικά, τα όρια χωρίζουν ή σμίγουν; Διαφοροποιούν ή ταυτίζουν; Μοιράζονται ή μοιράζουν;

Το πρόβλημα της απάντησης, εδράζεται στο ότι τα όρι-α, συμμετέχουν στον ορι-σμό των εννοιών, κάτι σαν να  λέμε, στον αφ-ορισμό των παιχνιδιών, με αποτέλεσμα, κανείς να μην μπορεί να παίξει μαζί τους και τελικά ούτε καν με τον εαυτό του... Έτσι, μένουν τα όρια να ορίζουν το ριζικό των ανθρώπων... και εκείνοι να ορίζουν την ψευδαίσθηση τους ότι ορίζουν τον κόσμο...


Αν κοιτάξει κανείς ολούθε γύρω του, θα βρει να τον περικυκλώνει ο ορίζοντας. Αυτό, όμως είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημά που μας απασχολεί. Ο ορίζοντας, έχει καλά κρυμμένο το μυστικό του: 


ορί-ζωντας, δηλαδή, ζώντας στα όρια...





(όλες οι φωτό, είναι από ένα υπέροχο τριήμερο στη Μακεδονία, γεμάτο χρώματα, όνειρα και αρώματα)



Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα



Λίγο πριν δώσω το μάθημα "Ανθρωπολογία της Συγγένειας", συγκλονίζομαι και συγκινούμαι με όλα αυτά που το βορειοανατολικό Αιγαίο, μου έχει δώσει απλόχερα.

Λίγο πριν γράψω και εξηγήσω ότι οι συγγενικές σχέσεις είναι ένα απλό κατασκεύασμα της κοινωνίας και ότι η έννοια της οικογένειας εννοιοδοτείται διαφορετικά κατά κοινωνία, κατά τόπους και κατά εποχές, ταρακουνιέμαι σύγκορμος με τη διαπίστωση ότι σε τούτον τον τόπο του βορειοανατολικού Αιγαίου, έχω πλέον τη δική μου μεγάλη και ζεστή Οικογένεια που με υποδέχεται με τρυφερή αγκάλη.

Λίγο πριν προσπαθήσω να προσεγγίσω την πολιτισμική διαφοροποίηση της έννοιας της μητρότητας, μέσω της βαρυσήμαντης έννοιας της Μάνας, συνταράσσεται κάθε κύτταρο της σάρκας μου, όταν συνειδητοποιώ το μεγαλείο της Ελληνίδας Μάνας αλλά και της μεγαλύτερης όλων, της Ελλάδας Μάνας, αυτής που ξεμπροστιάζεται στο παζάρι των εμπόρων, αυτής που χαρακώνει το κορμί της για να μεγαλώσει το παιδί της, αυτής που ξεπουλιέται σωματικά για να μην πουληθεί πνευματικά, μα χωρίς να κατανοεί ότι σώμα και πνεύμα δεν διαχωρίζονται, αυτής που βλέπεις να παλεύει με τα κύματα του Αιγαίου, σε μια πνιγμονή δίχως σωτηρία, σε ένα ταξίδι δίχως γυρισμό...


Η σχέση μου με το Αιγαίο, φωλιάζει στο βυθό μιας ρήσης από έναν ποιητή του άλλου πελάγους, του Ιονίου:


"Τα σπλάγχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν..."


"Μάνα μου Ελλάς"
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος




Δεν έχω σπίτι πίσω για να `ρθώ 
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ 
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά 
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά. 

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα 
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα. 

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια 
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια 
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς 
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς. 

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα 
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα. 

Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα 
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα 
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού 
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού. 

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα 
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα. 

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι 
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη 
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς 
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.


Το βαθύ σκοτάδι


Καθημερινά, στη δίνη των αλλαγών, βίαιων ή μη, προδιαγεγραμμένων ή σχεδιασμένων στη στιγμή, τίθεται το ερώτημα "τελικά, τι γίνεται στην κοινωνία μας"; Πριν φτάσουμε όμως εκεί, ας προσπαθήσουμε για μια ακόμη φορά, να προ-απαντήσουμε, και έτσι να προϋπαντήσουμε ένα άλλο ερώτημα, που αναδύεται σαν σφήνα και είναι φυσικά "τι είναι η κοινωνία μας";


Η απάντηση -μακραίωνα- δύσκολη...

"Ας σταθμίσουμε τα υπέρ και τα κατά [της συγκρότησης κοινωνίας]. Ό,τι χάνει ο άνθρωπος με το κοινωνικό συμβόλαιο, είναι η φυσική του ελευθερία και ένα απεριόριστο δικαίωμα σε όσα του αρέσουν και μπορεί να αποκτήσει. Ό,τι κερδίζει είναι η ελευθερία του πολίτη και η ιδιοκτησία όσων κατέχει."

(Ζαν-Ζακ Ρουσσώ "Το Κοινωνικό Συμβόλαιο", εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004)


Τι γίνεται όμως, αγαπητέ κύριε Ρουσσώ, όταν ούτε ελευθερία του πολίτη εννοείται, ούτε ιδιοκτησία, καθώς σχεδόν κανείς πλέον δεν κατέχει κάτι από τα δυο; Αναιρείται, ο όρος του κοινωνικού συμβολαίου, και ως εκ τούτου δεν ισχύει η σύμβαση περί κοινωνικής συγκρότησης. Συνεπώς, χάνει ο άνθρωπος τη φυσική του ελευθερία, χάνει όσα του αρέσουν, χάνει την ελευθερία του πολίτη και την ιδιοκτησία του. Τι του μένει τελικά; Νομίζω μόνο δουλική συμπεριφορά....

Μα, δεν είμαστε το ίδιο με τότε που υπήρχαν δούλοι βρε αδερφέ! Θα μπορούσε κάποιος έντονα θιγμένος να αντιτάξει.

Ευτυχώς, την απάντηση την έχουν δώσει διαυγέστεροι και ευγενέστεροι από την αρχοντο-μαρκησιο-μουτσουνάρα μου:

"Αλλά ακόμα κι αν όλα δείχνουν ότι το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί πλέον να περιέλθει ξανά στην παλιά του βαρβαρότητα, ακόμα κι αν όλα μας εξασφαλίζουν απέναντι σε αυτό το μικρόψυχο και διεφθαρμένο σύστημα, που καταδικάζει το ανθρώπινο είδος να αμφιταλαντεύεται αιώνια μεταξύ της αλήθειας και της πλάνης, της ελευθερίας και της σκλαβιάς, βλέπουμε ωστόσο ταυτόχρονα ότι τα φώτα εξακολουθούν να κυριαρχούν μόνο σε ένα μικρό μέρος της γήινης σφαίρας και ότι ο αριθμός των πραγματικά φωτισμένων ανθρώπων χάνεται μπροστά στη μάζα των ανθρώπων που έχουν παραδοθεί στις προκαταλήψεις και την αμάθεια. Υπάρχουν σημεία όπου μένουμε κατάπληκτοι μπροστά σε ένα λαμπρό φως. Βαθύ σκοτάδι όμως εξακολουθεί να καλύπτει έναν απέραντο ορίζοντα. Και ο φίλος της ανθρωπότητας δεν μπορεί να δοκιμάσει αμέριστη χαρά παρά μόνο όταν αφεθεί στη γλυκιά ελπίδα για το μέλλον."

(Μαρκήσιο Κοντορσέ, "Σχεδίασμα για έναν ιστορικό πίνακα των προόδων του ανθρώπινου πνεύματος", εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004)


Το ιστορικό αυτό βαθύ σκοτάδι που περιγράφει ο μαρκήσιος, είναι ίσως το σκοτάδι που βλέπεις σαν ψάχνεις με το τηλεκοντρόλ την ΕΤ-1,ΝΕΤ-ΕΤ3 και το σκοτάδι που ακούς σαν αναζητάς Ελληνικά Ραδιοφωνικά Προγράμματα...

Είναι το βαθύ σκοτάδι που πηγάζει από την Ιστορία, από τα βάθη του ανθρώπινου χρόνου. Είναι το βαθύ σκοτάδι που εκτείνεται και πάλι πίσω στην Ιστορία, την κουκουλώνει και την κρατάει και αυτήν σε βαθύ σκοτάδι. Το βαθύ σκοτάδι, καταστρέφει αρχεία, συνειδήσεις, μαρτυρίες, νεκρούς, ζωντανούς, ομολογίες, ντοκουμέντα και αξίες. 

Το βαθύ σκοτάδι είναι η απάντηση στο ερώτημα της Roadartist, γιατί αποφασίστηκε η απαγόρευση πρόσβασης στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ.



Πάραλος Μυτιλήνης


Σε καιρούς που κάποιοι φεύγουν, αναζητώντας τον ξενιτεμό 
Θε να μιλήσω γι’ αυτούς που μένουν, προσδοκώντας σ’ έναν γυρισμό… 

Κάποτε μικρός, ακούγοντας να μιλούν για «νόστο» μου ερχότανε στο νου, ίσως υποκρύπτοντας μια λανθάνουσα παιδική δυσλεξία, η λέξη «νόστιμο».

Μεγαλώνοντας, βέβαια, κατάλαβα ότι η λέξη είχε κάτι αρνητικό, έκλεινε πόνο και πίκρα μέσα της, και όχι νοστιμιά ή ευ-γευσία. Παρέμενε όμως στα αυτιά μου αυτή η παρήχηση, ως παρερμηνεία μιας πραγματικότητας στρεβλής, και έτσι κάθε που άκουγα για νόστο στη σκέψη μου ερχόταν το νόστιμο.


Πέρασαν αρκετά χρόνια και εμπειρίες, για να βρω τη σημασία του νόστου. 

Σημαίνει, να γυρίζεις σε έναν τόπο που δεν σε γέννησε, μα σε υποδέχεται ξανά σαν να σε είχε κάποτε γεννήσει. 
Σημαίνει να βλέπεις ότι έχουν όλα αλλάξει, σπίτια, δρόμοι, καταστάσεις, μα εκείνο το ζεστό βλέμμα των ανθρώπων που σε είχαν κάποτε περιβάλλει να έχει μείνει απαράλλαχτο. 
Σημαίνει να κοιτάς το ίδιο σημείο του ορίζοντα και να βλέπεις να ξεπροβάλλει το ίδιο ασμίλευτο και αμόλυντο, ροδόχρουν φως της χαραυγής. 
Σημαίνει να κλονίζεται ξανά η ύπαρξή σου σύγκορμη στο άκουσμα του απτάλικου, σαν τότε, όταν έπινες και μεθούσες από το τράνταγμα της γης.


Ευχαριστώ την Πάραλο Μυτιλήνης που μου έδειξε ότι στα παράλια της ζωής μας, εκεί στο σύνορο γνώριμου και άγνωρου, βέβαιου και υποθετικού, ο νόστος είναι τελικά νόστιμος στην αχόρταγη προσπάθεια της ψυχής για αναζήτηση πατρίδας…


Go-crazy!



"Ο ανθρωπολόγος Κόνερ, μελέτησε τη φοίτηση των ιατρών στην Αμερική, εγγραφόμενος και ο ίδιος ως φοιτητής στην Ιατρική Σχολή. Το πρώτο σκαλοπάτι στην ιεραρχία της ιατρικής φυλής, προς μεγάλη του έκπληξη, ήταν οι ειδικευόμενοι που είχαν μόνο δυο χρόνια περισσότερα από τον ίδιο στο κουρμπέτι. Πάνω από αυτούς βρίσκονταν οι εσωτερικοί ιατροί. Όλη η ιατρική που μπορούσε να μάθει εκείνη τη χρονιά έπρεπε να του διδαχθεί από αυτούς τους νεαρούς, βιαστικούς και συχνά σαστισμένους νεοφώτιστους… Οι πραγματικοί διδάσκοντες ήσαν οι καινούργιοι απόφοιτοι που ειδικεύονταν, ενώ οι καθηγητές ούτε που εμφανίζονταν. […] Οι διδάσκοντες έδιναν έμφαση στην υψηλή τεχνολογία κα υποβίβαζαν τη σημασία του παράγοντα ‘άνθρωπος’ και της διαπροσωπικής σχέσης. Η τυποποιημένη γενική εξέταση, με τα τελευταία τεχνολογικά μέσα, θεωρείτο πιο σίγουρη και αποτελεσματική από τη διαπροσωπική, αργή, διάγνωση με βάση την ανάλυση του ιστορικού. Η ιατρική εκπαίδευση, έχει λοιπόν, αλλάξει τελευταίως. Όλοι μοιάζουν πολύ απασχολημένοι, όλοι κάνουν κάτι, δεν υπάρχει χρόνος για ήρεμες στοχαστικές επισκέψεις στους θαλάμους ή για φιλικές συζητήσεις στο προσκέφαλο του αρρώστου. Οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο, οι ειδικευόμενοι, μόνιμοι ιατροί, νεαροί υπότροφοι, τρέχουν στους διαδρόμους πηγαίνοντας να αντιμετωπίσουν το τελευταίο έκτακτο περιστατικό, να αποκωδικοποιήσουν τα μηνύματα του ηλεκτρονικού υπολογιστή στα διαγνωστικά εργαστήρια, να πάρουν αίμα, να κάνουν ενέσεις ή να εγκαταστήσουν βιαστικά κάποιον νεοφερμένο ασθενή."

 (σελ. 30-31 από το «Ανθρωπολογία στην Εκπαίδευση – Τι μπορεί να προσφέρει η πολιτισμική ανθρωπολογία στην εκπαίδευση», του Λεωνίδα Σωτηρόπουλου, εκδ. Κριτική, χωρίς άδεια αναδημοσίευσης) 


Καλέ, τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει, αυτή η περιγραφή…; 

Δεν μπορώ όμως να το εύρω... Καλά, θα τρελαθώ, αν δεν το βρώ!








Go-back


Στα ανατροφοδοτικά σχήματα, είναι δύσκολο να ορίσεις ποιο είναι το εμπρός και ποιο το πίσω. Σε μια συνεχόμενη πορεία, το εμπρός και το πίσω, όταν μάλιστα το εμπρός γίνεται εμπρός επειδή υπάρχει το πίσω, αλλά και το πίσω νοείται ως πίσω επειδή δύναται να προχωρήσει εμπρός, συνυφαίνονται και συμπορεύονται. Το ένα εννοιολογείται λόγω και βάση του άλλου. Δεν ξέρεις ποιο είναι το εμπρός και ποιο το πίσω. Δεν σε νοιάζει ίσως τελικά ποιο είναι ποιο. 

Σε νοιάζει μόνο να ρέει η πληροφορία και να καταρρέει έτσι η εντροπία...


"Οι πρωτόγονοι δημιουργούν ελάχιστη τάξη στον πολιτισμό τους. Σήμερα τους αποκαλούμε υπανάπτυκτους λαούς. Παράγουν όμως ελάχιστη εντροπία στην κοινωνία τους. Γενικά οι κοινωνίες αυτές είναι εξισωτικές, κατά τον μηχανικό τρόπο, ρυθμιζόμενες από τον κανόνα της ομοψυχίας… Οι πολιτισμένοι, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από πολλή τάξη στον πολιτισμό τους, όπως μπορεί να δει κάποιος στην τεχνολογία και στα μεγάλα πολιτισμικά επιτεύγματα, αλλά παράγουν επίσης πολλή εντροπία στην κοινωνία τους: κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτικούς ανταγωνισμούς, όλα εκείνα ενάντια στα οποία, όπως έχουμε δει, οι πρωτόγονοι διασφαλίζουν τους εαυτούς τους με τρόπο ίσως περισσότερο συνειδητό και συστηματικό από όσο μπορεί να είχαμε υποθέσει."

Levi-Strauss (1961)





Feed-back



Τα κίνητρα που οδηγούν κάποιους νέους να αφιερώσουν τα ωραιότερα και παραγωγικότερα χρόνια τους σε πολυετείς και επίπονες σπουδές είναι να ασκήσουν κατόπιν ένα έργο που τους γοητεύει και τους συναρπάζει.

Δώστε έμφαση παρακαλώ στις δυο σημαντικότερες λέξεις «παραγω»-γικότερα και «έργο» που υποκρύπτουν αυτήν την κινητήριο ενέργεια που κρύβεται στις αθώες εκείνες ψυχές των 18άρηδων οι οποίοι αποφασίζουν πλέον να μπουν και έτσι να ζουν για πάντα, στον μοναδικό κόσμο της Ιατρικής.

Τι γίνεται όμως όταν φτάνουμε στο δια ταύτα, δηλαδή στο «κατόπιν» της αρχικής μας πρότασης; Τι γίνεται όταν το έργο που ασκείς, ούτε σε γοητεύει ούτε σε συναρπάζει, διότι κάποιες καταστάσεις δεν σε αφήνουν να νιώσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο; 

Τότε, το πιο πιθανό είναι να θεωρηθείς ότι σκέφτεσαι με τρόπο ανταποδοτικό, δηλαδή -συνεπαγόμενα- με τρόπο εγωιστικό. Εγώ όμως θα διαφωνούσα και θα έλεγα ότι απλά σκέφτεσαι με τρόπο ανατροφοδοτικό. Για να προχωρήσεις θέλεις να πάρεις. Δεν βάζεις στο επίκεντρο τον εγωισμό σου, όπως πολύ εύκολα θα σε κατηγορήσουν (αντιδιαστέλλοντάς σε από τον ακούραστο αλτρουιστή Άγιο Λουκά), αλλά ολάκερο τον σχηματισμό της ροής ενέργειας όπως αποδίδεται με το σχήμα του βρόχου σε κάθε ανατροφοδοτικό μοντέλο: αν δεν υπάρχει εισροή, δεν γίνεται να υπάρχει έξοδος στο σύστημα και πολύ περισσότερο, αν δεν υπάρχει επικοινωνία, πόσω δε μάλλον, συνέχεια, μεταξύ εισόδου και εξόδου, το σύστημα παύει να δουλεύει και μιλάμε πλέον για παθολογικές καταστάσεις. Όλος ο ανθρώπινος οργανισμός είναι φτιαγμένος πάνω σε ανατροφοδοτικά μοντέλα. Από την άλλη, όλος ο υγειονομικός οργανισμός της χώρας είναι φτιαγμένος πάνω σε κοκκαλιάρικα μοντέλα… Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα, σου λέει τι να κάνεις ή τι να αποφύγεις. Το ερώτημα όμως είναι γιατί έχει πάψει να εμπνέει και να ανατροφοδοτεί… 

«’Αργά ένα απόγευμα του Οκτώβρη του έτους 1921, ένας φτωχοντυμένος νέος παρατηρούσε με αδιάλειπτη προσοχή το τοπίο από το παράθυρο ενός βαγονιού τρίτης θέσης του σχεδόν άδειου τρένου που διέσχιζε την κοιλάδα Πένγουελ…‘ 

Έτσι αρχίζει ‘Το Κάστρο’ το ημι-αυτογραφικό μυθιστόρημα του Α.Ζ.Κρόνιν. Ο ταξιδιώτης του τρένου είναι ο Σκοτσέζος γιατρός Άντριου Μάνσον. Έρχεται να ασκήσει για πρώτη φορά την ιατρική σε μια μικρή πόλη μεταλλωρύχων της Ουαλίας. Στην προσπάθειά του να εφαρμόσει τις πρόσφατες επιστημονικές του γνώσεις θα προσκρούσει στις εδραιωμένες συνήθειες των αρρώστων και τις απαρχαιωμένες μεθόδους των γιατρών της περιοχής. Σε μια επιδημία τυφοειδούς πυρετού, δεν θα διστάσει να ανατινάξει τον τρύπιο υπόνομο της πόλης που οι τοπικές αρχές αρνούνται να επισκευάσουν. Με την εργατικότητα, την ευστροφία κα την ευγένειά του θα κερδίσει τελικά την εμπιστοσύνη και το σεβασμό των κατοίκων. Μετακομίζοντας όμως, για μια καλύτερη τύχη στο Λονδίνο, θα μπλέξει σε ένα κύκλωμα κερδοσκόπων γιατρών και θα αρχίσει να βγάζει χρήματα εξετάζοντας πλούσιους, ιδιότροπους ή κατά φαντασίαν ασθενείς. Μια προσωπική τραγωδία θα γίνει τέλος, η αφορμή για την επιστροφή του στο ‘Κάστρο’ των παλιών του ηθικών αξιών».

(Θεόδωρου Μουντοκαλάκη – «Αναζητώντας τον Άντριου Μάνσον»)



Ο κόσμος της Ιατρικής είναι ένας πολύ ιδιαίτερος κόσμος. Είναι ένας κόσμος γεμάτος διλήμματα, καθημερινά και σε κάθε βήμα. «Σε αντίθεση με τον ιερωμένο που διαθέτει τη βεβαιότητα του εσχατολογικού δόγματος, ο γιατρός νιώθει εντελώς μόνος όταν βρίσκεται μπροστά σε δίλημμα. […] Όσο και αν ψάξει, τις απαντήσεις σε κάθε δίλημμα, […] σπάνια θα τις βρει στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, τον Αστικό Κώδικα ή τον Ποινικό Κώδικα. Τις απαντήσεις οφείλει να τις αναζητήσει μέσα του, στις προσωπικές του ηθικές αξίες. ‘Η Ηθική’ έλεγε ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ‘αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εσωτερικής τελειότητας της προσωπικότητας ενός ανθρώπου’. Το ερώτημα τώρα είναι σε ποιο βαθμό οι ιατρικές μας σχολές ενδιαφέρονται να εξασφαλίσουν στους μελλοντικούς γιατρούς την εσωτερική αυτή τελειότητα της προσωπικότητας, που θα τους καταστήσει ικανούς να αντιμετωπίζουν τα ηθικά διλήμματα, τα αναπόσπαστα συναρτημένα με την άσκηση της Ιατρικής».

(Θεόδωρου Μουντοκαλάκη – «Η μοναξιά του γιατρού μπροστά στο δίλημμα του απορρήτου»)


Το ότι ο κόσμος της Ιατρικής είναι ένας ξεχωριστός και δυσνόητος κόσμος, του οποίου οι κανόνες άσκησης αγνοούνται από τους πολλούς ανθρώπους, έχει θίξει από πολύ παλιά ο ίδιος Πλάτωνας στο «Γοργία» του. Στο σωκρατικό αυτό διάλογο ο Σωκράτης απευθυνόμενος στο φιλόδοξο πολιτικό Καλλικλή λέει: «…Ξέρω καλά ότι αν οδηγηθώ σε δικαστήριο δεν θα είναι καθόλου παράξενο αν καταδικαστώ σε θάνατο, γιατί θα κριθώ όπως θα κρινόταν από τα παιδιά ένας γιατρός, αν τον κατηγορούσε ένας μάγειρας. Διότι σκέψου τι θα μπορούσε να απολογηθεί ένας τέτοιος άνθρωπος, αν κάποιος τον κατηγορούσε λέγοντας ‘Παιδιά, αυτός εδώ ο άντρας έχει προκαλέσει πολλά κακά και σας βλάπτει κάνοντας εγχειρήσεις και καυτηριασμούς, σας υποβάλλει σε στερήσεις, δίνοντάς σας πολύ πικρά φάρμακα και υποχρεώνοντας σας να πεινάτε και να διψάτε’…».


Οι γιατροί δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Πιστέψτε με όμως, ζητούν απολύτως συνηθισμένα πράγματα, μάλιστα ίσως φανατικότερα από τους υπόλοιπους ανθρώπους, επειδή ακριβώς τα στερούνται. Για τους γιατρούς δεν υπάρχουν γιορτές και σχόλες, δεν υπάρχει ωράριο, δεν υπάρχει ησυχία. Μεσοπέλαγα αρμενίζοντας σε μια διαρκή ανήσυχη θάλασσα συγκινήσεων, τους μένουν δυο επιλογές: ή να κλείσουν τα μάτια και να αδιαφορήσουν, ή να ριχτούν στη δίνη των κυμάτων του απέραντου γαλάζιου με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να ξερνοβολούν από τη ναυτία τόσων σκέψεων, μορφών, προσώπων, εμπειριών και συναισθημάτων, με τα οποία καθημερινά ανακατεύονται… 

Προεκτείνοντας τη ρήση του περίφημου άγγλου ιατρού Wiliam Osler που είχε πει: «το να γνωρίζεις τον άρρωστο που έχει τη νόσο είναι πιο σημαντικό από το να γνωρίζεις τη νόσο που έχει ο άρρωστος», νομίζω ότι και οι γιατροί ζητούν κάτι παρόμοιο, δηλαδή να τους αναγνωριστεί η ανθρώπινη πλευρά τους, ως πάνω και πέρα από κάθε επιστημονική και θεραπευτική τους ιδιότητα. Όπως πιο σημαντικό είναι ο άρρωστος από τη νόσο, άλλο τόσο πιο σημαντικό είναι το πρόσωπο από τον θεραπευτή. Τελικά, το ζητούμενο μένει το ίδιο και στις δυο περιπτώσεις: να αναγνωριστεί αμφότερα, ως προτεραιότητα σε αυτή την ιδιάζουσα σχέση αρρώστου-ιατρού, η έννοια Άνθρωπος. 

«Ο κύριος λόγος όμως που φιλονικούν οι άνθρωποι είναι επειδή δεν κατορθώνουν να μπει ο ένας στη θέση του άλλου. Στις ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργούνται εξ αιτίας της ιατρικής υπάρχει και ένας επιπρόσθετος λόγος: η διαφορετική αντίληψη που έχουν τα δυο μέρη για την ιατρική. Οι γιατροί έχουν μάθει να σκέφτονται με τον τρόπο που διδάχτηκαν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, με συνέπεια να αξιολογούν τα προβλήματα των άλλων με γνώμονα προτεραιότητες αμιγώς ιατρικές, ενώ από τη μεριά τους οι άλλοι -άρρωστοι και τρίτοι- έχουν τις δικές τους προσδοκίες και τις δικές τους απαιτήσεις από την ιατρική».

(Θεόδωρου Μουντοκαλάκη – «Οι εχθροί»)

Μένει, λοιπόν, κάθε φορά, σε κάθε προσωπική αλληλεπίδραση αρρώστου-ιατρού να επιβεβαιώνεται η προσπάθεια σύγκλισης και αλληλοκατανόησης των δυο πλευρών, ή να απορρίπτεται κάθε κίνηση αλληλοβοήθειας. Εδώ, βασίζεται ίσως η βαθύτερή μου ανάγκη για συνέχιση της ανατροφοδότησης αυτού του έργου που λέμε ότι κάνουμε: είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που μπορούν να μας στηρίξουν, όταν ένα σύστημα που όφειλε από μόνο του να προσφέρει κάτι τέτοιο, καταρρέει και αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες κάποιων που κάποτε αφιέρωσαν τα ωραιότερα και παραγωγικότερά τους χρόνια... 

Θαρρώ όμως ότι μου συμβαίνει ένα περίεργο πράγμα: όσο περνάει ο καιρός και όσο προσεγγίζω μέσω Ιατρικής και Ανθρωπολογίας την ανθρωπότητα, τόσο απομακρύνομαι από τους ανθρώπους… Ίσως, έχει σπάσει η ανατροφοδότησή μου.



Προστάτης



Σήμερα είναι του Αγίου Λουκά, του προστάτη των ιατρών και της Ιατρικής, λένε.

Σοβαρά; Λέω εγώ. Υπάρχει κάποιος σε αυτόν τον τόπο που προστατεύει τους ιατρούς και την Ιατρική; Κάποιος, κάτι ή μια ανώτερη δύναμη έστω, που προστατεύει αυτούς τους λίγους που προσπαθούν να ασκήσουν την Ιατρική και όχι να σκίσουν τα πτυχία της Ιατρικής; Υπάρχει κάτι που να λέει στους ιατρούς, "προχωρήστε, είμαι εδώ και σας βοηθώ για να βοηθάτε";

Μήπως το σύστημα δεν είναι διαλυμένο;
Μήπως τα ω(ρ)άρια των συγκινήσεων δεν είναι εξαντλητικά;
Μήπως τα σπερματοζωάρια των ιεραρχικά ανώτερων δεν είναι επιβλητικά;
Μήπως οι υλικές απολαβές δεν είναι ανυπόστατες ως προς τα κριτήρια απόδοσής τους;
Μήπως οι ηθικές απολαβές δεν είναι ανέλπιστες ως προς τα μαρτύρια απόδοσής τους;


Και ο ασθενής, αυτός ο Μέγας Παθών; Δεν αρκεί να σε παρακινήσει να συνεχίσεις;

Εδώ, ίσως κολλάει το "Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο..." για να μιλήσουμε με όρους πατερικούς.


Ξαναρωτώ: ποιος προστάτης της Ιατρικής λοιπόν; Ο καλοήθως υπερτραφής ή ο κακοήθης;



Νοιώθω αγαπητοί μου ότι από μικρούς, αγέννητους ακόμη, μας δηλητηριάζουν με φαντασιόπληκτες κατασκευές, που στοχεύουν στην εξυπηρέτηση κάποιων συμφερόντων και μόνον. Τα υπόλοιπα, είναι η προσωπική ιστορία και (α)πορεία του καθενός.



Ο Λουκάς, ή κατά κόσμον Βαλεντίν Βόινο-Γιασενέτσκι, προέβαλε τις δικές του πανανθρώπινες αξίες και έδωσε τις δικές του μάχες, αδιαμφισβήτητα, που ανήκουν πλέον στα κεκτημένα της ιστορίας. Είναι ιδιαίτερη τύχη για την ανθρωπότητα να παρουσιάζονται τέτοιες μορφές επί της Γης. Η αγιοποίησή του όμως, ανήκει σε αλλουνού παπά ευαγγέλιο, στα κεκτημένα μιας άλλης ιστορίας. 

Ο καθένας φωτίζει το κομμάτι που τον ενδιαφέρει, αυτό κρατά και με αυτό (γιατρο)πορεύεται.


Δοκίμιο Γονιμότητος


Πρόσφατα, σε μια σύντομη επίσκεψη στο γραφείο των γυναικολόγων για μια καρδιολογική εκτίμηση, ήρθα αντιμέτωπος με το ερώτημα: "Ποια ζητήματα θέτουν η διακίνηση γενετικού υλικού και τα βλαστοκύτταρα;"

Να κάποιες από τις -πληθωρικές είναι η αλήθεια- σκέψεις μου:

Οι νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής, ενταγμένες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης νέων βιοτεχνολογιών και τεχνολογικών γενετικής μηχανικής που χαρακτηρίζει την εποχή μας, από την αρχή φάνηκε ότι διαμορφώνουν νέα κοινωνικά δεδομένα που οδηγούν σε νέα κοινωνικά φαινόμενα. Η Τεχνολογία αναπόφευκτα, προηγείται της κοινωνίας, καθώς τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς, μένει όμως στη δεύτερη να αποφασίζει πώς θα εννοιοδοτήσει και πώς θα δεχτεί όλα τα καινούργια μηνύματα που κομίζει η πρώτη. Η Τεχνολογία πληθωρικά -πλέον- προτείνει και η Κοινωνία διστακτικά -πάντα- αποφασίζει τι της ταιριάζει, σε μια αλληλεπίδραση το αποτέλεσμα της οποίας κάθε φορά είναι αμφίρροπο. 

Ειδικά ο τομέας της ανθρώπινης αναπαραγωγής, είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα αυτής της αλληλεπίδρασης Τεχνολογίας και Κοινωνίας, καθώς προβάλλει το δίπολο «δημιουργία εμβρύου» και «κυοφορία εμβρύου» ως τον εναρκτήριο προβληματισμό για να προσεγγίσουμε το δίπολο βιολογίας-κοινωνίας. Η έννοια της «πραγματικής μητέρας» αντιδιαστέλλεται με αυτήν της κυοφορούσας, με σκοπό να τονίσει ότι η πρώτη αποτελεί την (ανα)παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, η οποία μάλιστα «ενέχει» τη βιολογική ορμή της ίδιας της Φύσης, ενώ η δεύτερη έρχεται να συμπληρώσει ως εξάρτημα, αυτή τη «φυσική διαδικασία». Το βάρος δίδεται στην πρώτη, ενώ αποστερείται από τη δεύτερη. Και εδώ βέβαια, τίθεται το πραγματικό ερώτημα που υποκρύπτει την πραγματική ασάφεια: ποια είναι τα ερείσματα της εννοιδότησης της μιας μητέρας ως «πραγματική» και της άλλης ως «μη πραγματική»; Πώς εδραιώθηκε αυτή η κοινωνική πραγματικότητα που θεωρείται ότι αποτελεί έκφραση της βιολογικής ιδιότητας της μητρότητας;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι: μέσω των γονιδίων, δηλαδή του γενετικού υλικού των «πραγματικών» μητέρων. Συγκεκριμένα, προβάλλονται αξιώσεις γενετικής συγγένειας της μητέρας με το παιδί που πρόκειται να γεννηθεί στη μήτρα μιας άλλης μητέρας -της παρένθετης-, επειδή ακριβώς τα γονίδια είναι εκείνος ο κρίκος που συνδέει άρρηκτα τα βιολογικά δεδομένα με τα κοινωνικά αποτελέσματα. Η βιολογία δηλαδή καθορίζει την κοινωνία και οι βιολογικές σχέσεις αποτυπώνονται και μεταφράζονται ως κοινωνικές.

Η προβληματική ερμηνεία όμως, αρχίζει να διαφαίνεται όταν, με τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών, γίνεται αντιληπτό ότι η προηγούμενη σχέση (από τη βιολογία προς την κοινωνία), έχει και αντίστροφη ανάγνωση (από την κοινωνία προς τη βιολογία), καθώς οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να διαμορφώσουν τις βιολογικές δομές. Πλέον, ένας γονέας μπορεί να επιλέξει ποια γονίδιά του θα εξακολουθήσουν να μεταβιβάζονται, ποιες ασθένειες και ποιες αναπηρίες μπορούν να αναχαιτιστούν, τι χρώμα ματιών θα έχει το παιδί του και πολλά άλλα, που θα μπορούσαν όμως να ενταχθούν σε μια λογική όμοια με αυτήν κατά την οποία ο γονέας αποφασίζει για το παιδί του, (όπως το πότε θα εμβολιαστεί, τί θα φάει, σε ποιο σχολείο θα πάει) με σκοπό να το βελτιώσει όπως νομίζει καλύτερα. Τι είναι εκείνο λοιπόν, που προβληματίζει τόσο κατά την παρέμβαση στα γονίδια; Γιατί η παραδεδομένη κοινωνική παρέμβαση που επιτρέπει στο γονέα να αποφασίζει για το τέκνο του, να μην επεκταθεί στην ίδια την απαρχή της ύπαρξης του τέκνου του, σε εκείνο δηλαδή το πρωταρχικό στάδιο της παρουσίας του παιδιού, δηλαδή στα γονίδια του γονέα; Πού τίθεται η διαχωριστική γραμμή της παρέμβασης; Γιατί να υπάρχουν δυο μέτρα και δυο σταθμά στην κρίση μας; Και τελικά, πότε ξεκινά ένα παιδί ή ένας άνθρωπος να αποκτά υπόσταση; Αλλά και αν απαντηθεί αυτό το ερώτημα, πώς θα κρίνουμε γιατί στη μια περίπτωση επιτρέπεται (ίσως και επιβάλλεται) ο γονέας να αποφασίζει πλήρως για τη διαμόρφωση του παιδιού του, ενώ στην άλλη να απαγορεύεται ρητώς και δια ροπάλου; Ποιο το όριο και κυρίως, ποιος και με τι κριτήρια το θέτει; Αν θέλουμε να είμαστε τολμηροί στην απάντηση των προηγούμενων ερωτημάτων, θα συμφωνούσαμε ότι παρότι οι τεχνολογίες είναι νέες, οι τακτικές, οι λογικές και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις τεχνολογίες, είναι παλαιές (ή τουλάχιστον ήδη γνωστές) και επαναλαμβανόμενες. Άρα σε τί συνίσταται η διαφοροποίηση (που φτάνει ενίοτε έως και την αποκήρυξη) αυτών των νέων τεχνολογιών; Η απάντηση έχει να κάνει με το άνοιγμα της οπτικής μας όσον αφορά τους δυο -φαινομενικά- διαχωρισμένους κόσμους, της βιολογίας και της κοινωνίας ή αν θέλουμε να το γενικεύσουμε, της φύσης και του πολιτισμού: δεν είναι μόνο τα αποτυπώματα της βιολογίας πάνω στην κοινωνία, αλλά και αυτά της δεύτερης πάνω στην πρώτη, συνθέτοντας έναν καμβά χρωμάτων, η ιχνηλάτηση του οποίου δεν μπορεί παρά να καταλήξει ότι υπάρχει ισοδυναμία ανάμεσα στους δυο κόσμους, ή πιο σωστά, μια ενοποιητική συνέχεια και όχι μια διιστάμενη αντίθεση. Όπως εξάλλου, λέει και ο Bruno Latour, ίσως πρέπει να μιλάμε πλέον για έναν υβριδικό σχηματισμό, έναν συνδυασμό των δυο καταστάσεων, μια ενοποιημένη πολύχρωμη συνύπαρξη και όχι για μια αντιθετική σχέση όπως τόσα χρόνια μας έχουν μάθει.

Ας μιλήσουμε όμως, πιο συγκεκριμένα. Η γονιδιακή θεραπεία σήμερα φοβίζει. Όσο και αν ανοίγει νέες δυνατότητες θεραπείας, η χρήση του «εύθραυστου» υλικού των γονιδίων φτάνει μέχρι το σημείο να γεννά σενάρια ευγονικής και ρατσισμού, σενάρια αυτοκαταστροφής, με το επιχείρημα ότι ο άνθρωπος δεν γνωρίζει να χειρίζεται τέτοιο υλικό. Γιατί όμως πρέπει αυτού του είδους η θεραπεία να εντάσσεται έξω από όλες εκείνες της θεραπείας της σημερινής Ιατρικής, όπως η χημειοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία, ή ακόμα και η φαρμακοθεραπεία, όταν οι ίδιοι οι ιατροί αναγνωρίζουν ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν γνωρίζουν τον τρόπο που δρουν τα φάρμακα και τα χρησιμοποιούν επειδή απλά έχει παρατηρηθεί, το ευεργετικό τους αποτέλεσμα; Τι διαφορετικό για παράδειγμα, έχει η γονιδιακή θεραπεία από την αντιβιοτική θεραπεία που χρησιμοποιείται κατά κόρων από την ιατρική κοινότητα, και η οποία ασκεί τη δράση της, επεμβαίνοντας άμεσα στο γενετικό υλικό των μικροοργανισμών, εμποδίζοντας την αντιγραφή, τη μεταγραφή ή τη μετάφραση του γενετικού τους υλικού, και έτσι τελικά αναχαιτίζοντας τον πολλαπλασιασμό τους; Ή επίσης, τι διαφορετικό έχει η γονιδιακή θεραπεία από την αντιρετροϊκή θεραπεία εναντίον του ιού του AIDS, κατά την οποία τα φάρμακα δρουν άμεσα πάνω στο γενετικό υλικό του ιού και το εμποδίζουν να λειτουργήσει; Πώς μπορεί να ευσταθεί λοιπόν, ένα επιχείρημα του τύπου της «άγνοιας χρήσης» του γενετικού υλικού εν γένει, όταν αρκετά χρόνια τώρα, πολλές ιατρικές ενέργειες παρεμβαίνουν ακριβώς στο ίδιο το γενετικό υλικό; Διαφαίνεται δηλαδή, ότι άλλοι πρέπει να είναι οι λόγοι, που επιτρέπουν στον άνθρωπο να παρεμβαίνει στα γονίδια άλλων οργανισμών μα όχι στα δικά του και να πειραματίζεται με το γενετικό ανακάτεμα άλλων ζώων παρεκτός του εαυτού του, χωρίς κάτι τέτοιο να θορυβεί ή να προβληματίζει την ανθρώπινη κοινωνία. Μήπως υπεισέρχεται αυτή η αέναα εγωιστική ανθρωποκεντρικότητα; Μήπως υπεισέρχεται η στενότητα του πλαισίου μέσα από το οποίο μας βάζουν να βλέπουμε τα πράγματα; Πώς εξηγείται για παράδειγμα να μιλάμε με όρους φοβικού συνδρόμου όταν αναφερόμαστε στην πιθανότητα παραγωγής στρατιάς ανθρώπων από πανομοιότυπο γενετικό υλικό που θα έχουν ως στόχο να υπηρετούν τους λίγους αυτού του κόσμου, όταν την ίδια στιγμή επιτρέπουμε στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, να παράγει στρατιές ανθρώπων με πανομοιότυπο συμπεριφορικό υλικό (ντύσιμο, διατροφικές συνήθειες, καταναλωτικά πρότυπα) υπηρετώντας έτσι τους λίγους αυτού του κόσμου, που κρύβονται πίσω από τις πολυεθνικές εταιρείες; 

Ιδιαίτερη μνεία, συνεχίζοντας, πρέπει να γίνει για τα βλαστοκύτταρα. Τα βλαστοκύτταρα και οι υποσχέσεις τους θέτουν την ανάγκη για ένα νέου είδους συμβόλαιο ανάμεσα σε επιστήμη και κοινωνία. Η ανθρώπινη κλωνοποίηση έχει απαγορευτεί ως προσβάλλουσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ή σε ακόμα πιο συντηρητικές κοινωνίες, ως προσβάλλουσα τη θέση του ίδιου του Θεού, το ρόλο του οποίου θεωρείται ότι προσπαθεί να διαδραματίσει ο άνθρωπος μέσα από αυτές τις νέες τεχνολογίες. Τίθεται το ερώτημα μέχρι πού μπορεί να παρέμβει ο άνθρωπος και αν μπορεί να δημιουργήσει κλώνους του. Ακόμα πιο γενικευμένα είναι τα ερωτήματα που αφορούν το κατά πόσον επιτρέπεται στον άνθρωπο να δημιουργεί κλώνους ζώων ή φυτών που η ίδια η φύση και η εξέλιξη εμπόδισε να επιβιώσουν και να διασωθούν. Ο άνθρωπος τείνει να εισχωρεί βαθιά στις φυσικές διαδικασίες και να τις παρεκτρέπει από τη «φυσική» τους πορεία. Ανατρέπει κάθε ορθόδρομη διαδικασία, συνεπώς εύλογα ανακύπτει το ερώτημα ποιά θα είναι η νέα σχέση του ανθρώπου με τη βιολογία αλλά και τη φύση γενικότερα, όταν αποκτά πλέον τη δυνατότητα να αντισταθεί στην παραδεδομένη από εκατομμυρίων ετών, φυσική κατάσταση και να την διαμορφώσει κατά τη βούλησή του. Ο άνθρωπος ενάντια στην βιολογική εξέλιξη, πού θα οδηγηθεί; Σε μεγαλύτερη εξέλιξη ή στην αυτοκαταστροφή του; Η κλωνοποίηση αναχαιτίζει την ποικιλομορφία και άρα δημιουργεί μια χαμένη ευκαιρία βιολογικής προόδου και εξέλιξης, καθώς δεν είναι η Φύση που επιλέγει (μέσω της φυσικής επιλογής) τον ικανότερο, αλλά ο ίδιος ο Άνθρωπος που επιλέγει (μέσω της υποκειμενικότητάς του) τον κοινωνικά προσφιλέστερο και τον ιδιοσυγκρασιακά πλησιέστερο στα δικά του γούστα και τις δικές του απαιτήσεις. Τα βλαστικά κύτταρα, οι κλώνοι, οι τράπεζες κυττάρων, δημιουργούν επιπλέον φόβους για την εξάπλωση του αδηφάγου εγωισμού του ανθρώπου στο μέλλον. Πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα κύτταρα; Καθαρά εργαλειακά; Ως νέα άτομα; Ως νέες ολοκληρωμένες προσωπικότητες; Ίσως, ως μια ολόκληρη νέα «φυλή» ή ένα εξ ολοκλήρου νέο «είδος»; Μήπως τελικά, μόνο ως μια δεξαμενή οργάνων για μεταμοσχεύσεις, αναβιώνοντας όμως έτσι αρχέγονες πρακτικές ανθρωποθυσίας; Θα πάψει η εξέλιξη των ειδών; Θα εξουσιάσει ο άνθρωπος; Θα επικρατήσουν τα κύτταρα των λίγων και πλουσίων, έναντι των πολλών και φτωχών; Μα από την άλλη, παρέχεται η δυνατότητα να υπερνικηθούν τόσες δυσβάσταχτες και ανίατες ασθένειες, γιατί να μην βασιστούμε στη νέα τεχνολογία; Και αν πράγματι, χρησιμοποιήσουμε τη νέα τεχνολογία για τις τόσες θανατηφόρες ασθένειες του ανθρώπου, πόσες εκατοντάδες χρόνια θα ζουν πλέον οι άνθρωποι; Τελικά όμως, τι έχει πιο πολύ αξία για τον άνθρωπο, η ποσότητα του χρόνου επιβίωσης του ή η ποιότητα των στιγμών του;

Αν θέλουμε να συνεχίσουμε αυτή τη βασανιστική αλληλουχία ερωτήσεων, μπορούμε να σταθούμε και στην Ηθική και στο βασικό ζήτημα που αυτή θέτει σχετικά με το αν έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε αυτά τα βλαστικά κύτταρα. Και αν πράγματι μας επιτρέπεται, για ποια βλαστικά κύτταρα μιλάμε; Για αυτά κατ’ ευθείαν από το έμβρυο, για αυτά από το αίμα του ομφάλιου λώρου του ή για αυτά που προορίζονται για καταστροφή μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια τεχνητής γονιμοποίησης; Πού μπαίνει το όριο; Αν η κλωνοποίηση ενός οργάνου με σκοπό τη μελλοντική του μεταμόσχευση (σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη στον ίδιο τον οργανισμό από τον οποίο προέρχεται) δεχτούμε με βάση την ισχύουσα ηθική μας ότι επιτρέπεται, τότε τι είναι εκείνο που μας κατακεραυνώνει όταν πάμε να κάνουμε το ίδιο σε επίπεδο ενός ολόκληρου οργανισμού; Ποια η ειδοποιός -αν υπάρχει τέτοια- ενός οργάνου από μια ομάδα οργάνων που συγκροτούν έναν αυτοτελή οργανισμό; Αν αποδεχόμαστε την παρέμβαση σε ένα μόνο κομμάτι, σε ένα μόνο τμήμα, τι μας κρατά από το να παρέμβουμε στο «όλον»; Και για να μπλέξουμε περισσότερο τα πράγματα, προσκαλώντας τον Durkheim και την άποψή του περί παραλληλισμού του ανθρώπινου οργανισμού με την ανθρώπινη κοινωνία, τελικά σε τι διαφέρει το μερικό από το όλον, το όργανο από τον οργανισμό και το άτομο από την κοινωνία; Πού μπαίνει και από ποιόν το όριο σε αυτούς τους διαχωρισμούς;

Διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι ξεκινώντας από καθαρά βιολογικά ερωτήματα, καταλήγουμε σε καθαρά ανθρωπολογικά ερωτήματα, με ελάχιστη δυσκολία, σχεδόν μέσα από μια αβίαστη διαδικασία αναζήτησης. Η Βιολογία λοιπόν αντιλαμβανόμαστε ότι εύκολα γίνεται Κοινωνία. Αυτό το γνωρίζαμε. Το νέο όμως που εισάγουν οι νέες τεχνολογίες είναι ότι και η Κοινωνία γίνεται Βιολογία σε μια ισοδύναμη με την προηγούμενη, σχέση. 

Η Νέα εποχή, επεκτείνεται όχι μόνο στα βάθη του μικρόκοσμου και στους πυρήνες των πιο μικρών κυττάρων, μα και στα βάθη του μακρόκοσμου και στους πυρήνες των πιο μεγάλων άστρων. Ανάμεσα στα πέρατα αυτών των δυο κόσμων, αναζητεί την ισορροπία δυο άλλων κόσμων, αυτών της Βιολογίας και της Κοινωνίας. Ίσως η ανεύρεση εξωγήινης ζωής, βασισμένη σε μια άλλη βιολογία και δομημένη σε μια άλλη κοινωνική οργάνωση να μας έλυνε με αποδείξεις το μέγα προβληματισμό της σχέσης των δυο αυτών οντοτήτων, που το ανθρώπινο μυαλό και η ανθρώπινη εκπαίδευση θέλουν ακόμα να συντηρούν ως δυο ξεχωριστούς κόσμους, αδυνατώντας να αποδεχτεί καταστάσεις όπως π.χ. ότι ακόμα και στην ίδια τη Γη, υπάρχει και άλλος τρόπος αναπαραγωγής, αυτός της μονογονίας, πέρα από αυτόν της αμφιγονίας.

Στη Νέα εποχή, με τις νέες δυνατότητες παρέμβασης στη Βιολογία, δεν θα πρέπει να εστιάσουμε σε αυτές τις ίδιες της δυνατότητες και στους νέους δρόμους που ανοίγονται, μα στο αν θα διατηρήσουμε ή θα πετάξουμε επιτέλους τις παλαιές νοοτροπίες και τακτικές, οι οποίες μέχρι σήμερα έχουν κατορθώσει να εξαφανίσουν αμέτρητα είδη ζώων και φυτών από τον πλανήτη και να καταστρέψουν ανυπολόγιστη ποσότητα γενετικού υλικού, τέτοια που να μιλάμε για ολόκληρη «εξάλειψη». Πόσο θα εστιάζουμε μόνο στον Άνθρωπο, όταν το Περιβάλλον γύρω μας δεινοπαθεί; Η Βιολογία είναι οικουμενική. Και ο Άνθρωπος δεν είναι μόνος του, μα μόνος του επιμένει να εννοιολογεί τη δυϊκή αντιπαράθεση μεταξύ γονιδίων-περιβάλλοντος. Αναρωτιόμαστε αν τα βλαστικά κύτταρα και η διακίνηση γενετικού υλικού αλλάξει εντελώς την κοινωνία μας, αδιαφορώντας αν εμείς πρώτοι έχουμε αλλάξει εντελώς τις κοινωνίες των υπολοίπων ζωντανών οργανισμών και τη βιολογία τους. 

Το μεγάλο ερώτημα σε αυτή τη Νέα εποχή, όσο προκλητικοί και αν είναι οι δρόμοι που ανοίγονται εμπρός μας, είναι πόσο θα εθελοτυφλούμε, αδυνατώντας να δούμε εκτός πλαισίου; 

Δεν είναι οι νέες τεχνολογίες που πρέπει να μας φοβίζουν, αλλά οι τακτικές χρησιμοποίησής τους.

Δεν είναι οι νέοι ορίζοντες που χαράσσονται στο μέλλον, αλλά οι ανθρώπινοι βηματισμοί που θα σχεδιαστούν πάνω τους. 

Δεν είναι οι νέες εποχές που προκαλούν, αλλά οι νέες εννοιοδοτήσεις τους. 

Δεν είναι οι νέες κοινωνικές σχέσεις που διαπλάθονται, αλλά η ισχύς των δεσμών τους. 

Δεν είναι οι νέες βιολογικές δομές που παράγονται, αλλά ο σκοπός δημιουργίας τους. 

Δεν είναι η παραγωγή μιας νέας Ατομικότητας που προβληματίζει, αλλά η προάσπιση των διαφορετικοτήτων μέσα από τις οποίες θα αναδυθεί αυτή η Ατομικότητα. 

«Η ύπαρξη σας δεν συνίσταται σε έναν εγκέφαλο που ρυθμίζει τη λειτουργία του σώματος ενεργοποιώντας διάφορες ορμόνες. Δεν συνίσταται σε ένα σώμα που ρυθμίζει τη λειτουργία των γονιδίων του ενεργοποιώντας διάφορους ορμονικούς υποδοχείς. Δεν πρόκειται για ένα γονιδίωμα που ρυθμίζει τη λειτουργία του εγκεφάλου ενεργοποιώντας διάφορα γονίδια τα οποία ενεργοποιούν τις ορμόνες. Αλλά για όλα τα παραπάνω μαζί.

Είναι δύσκολο, και ίσως ουτοπικό, να κατανοήσει κανείς ευκρινώς τη μεταφυσική του Εαυτού βάσει μιας τέτοιας περιγραφής, στην οποία η εσωτερική αιτιότητα δεν έχει αρχή και τέλος και δεν μπορούν να διαχωριστούν ξεκάθαρα οι αιτιακές συνδέσεις μεταξύ του οργανικού αιτίου και του αποτελέσματός του στη συμπεριφορά (ή το αντίθετο). Το πρόβλημα όμως, δεν έγκειται στην επιστήμη, αλλά στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η φιλοσοφία.»

(«Η Μεταφυσική του Γονιδιώματος», του Alex Mauron, στο βιβλίο «Το Μέλλον των Βιοεπιστημών» του Haldor Stefansson, σελ. 294, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005, χωρίς ούτε βιολογική ούτε κοινωνική άδεια αναδημοδίευσης…)






Να σου πω μια Ιστορία


Προσπαθώντας να προσεγγίσω το φαινόμενο "Ιστορία" έρχομαι αντιμέτωπος με το βασικό συστατικό αυτής, που είναι φυσικά ο "Χρόνος", βασικό συστατικό του οποίου με τη σειρά του (είτε ως απλός επιθετικός προσδιορισμός, είτε ως πολύπλοκος αμυντικός αυτοβαυκαλιστικός μηχανισμός) είναι ο "Ανθρώπινος Χρόνος". Μια προσπάθεια ανά-γνωσης της έννοιας της Ιστορίας λοιπόν, δεν μπορεί να ξεφύγει από την προσπάθεια γνώσης του Ανθρώπου. Ως ανά-γνωση, συνεπώς, υποκρύπτει την (κάθε φορά) εκ νέου ("ανά") γνώση της Ανθρώπινης Πραγματικότητας και Παρουσίας.

Και εδώ το πράγμα βαθαίνει. Φτάνω στο σημείο να πιστεύω ότι η Ιστορία, όχι απλώς αγγίζει, όχι απλώς συνθέτει, αλλά εκφράζει την Ανθρωπολογία, τόσο στη συγχρονική όσο και στη διαχρονική της διάσταση.

Ο Χρ-όνος στην Ιστορία, αν είναι παρελθοντικός, παροντικός ή μελλοντικός,

Η Χρ-ήση της Ιστορίας, αν είναι για νουθέτηση, για απλή γνώση, για δικαίωση ή για παραδειγματισμό,

Το Χρ-ήμα στην Ιστορία, ως εκφραστής της έννοιας του κέρδους, της ιδιοκτησίας ή του εγωισμού,

Όλα αυτά, Χρ-ήζουν μιας ιδιαίτερης αποσαφήνισης, που κάνει τα κόκαλα όλων των ιστορικών ή έστω των ιστορικούντων, να τρίζουν από ευχαρίστηση ότι τουλάχιστον προσπάθησαν:

"Το πνεύμα έχει τις ανάγκες του, όπως και το σώμα. Οι τελευταίες αποτελούν τα θεμέλια της κοινωνίας, οι πρώτες τα στολίδια της. [...] Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, μια παράλογη εκπαίδευση φορτώνει με στολίδια το πνεύμα μας και διαφθείρει την κρίση μας. Βλέπω παντού πελώρια οικοδομήματα, όπου αναθρέφουν πολυέξοδα τη νεολαία και της μαθαίνουν τα πάντα εκτός από τις υποχρεώσεις της.." 

(Ρουσσώ στον "Λόγο περί επιστημών και τεχνών")


Ο Άνθρωπος, παλεύει από όταν συνειδητοποίησε τη συνείδησή του, να απαντήσει αν είναι από τη φύση του καλός ή κακός, δούλος ή ελεύθερος, μοναχικός ή κοινωνικός, πολλαπλασιάζοντας αυτό το φάκεν δίπολο φύσης-πολιτισμού με πολλά μικρότερα και ακόμα βασανιστικότερα δίπολα ερωτήματα...

"Ουδείς εκών κακός" λέει ο Σωκράτης,

"Οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου φύσει ίδιοι, αλλά γεννιούνται δούλοι και άλλοι κύριοι" λέει ο Αριστοτέλης,

"Οι σκλάβοι χάνουν τα πάντα μες στις αλυσίδες τους, ακόμα και την επιθυμία να τις αποτινάξουν, οπότε, αν υπάρχουν φύσει δούλοι, είναι γιατί υπήρξαν κάποτε δούλοι παρά φύσιν" λέει ο Ρουσσώ, δίνοντας έτσι μια έμμεση απάντηση στον Καντ, που όπως είπαμε στην προηγούμενη ανάρτηση εναντιωνόταν (ίσως και να εξεγειρόταν) με κάθε είδους εξέγερση και αντίσταση στο κατεστημένο...


Πού καταλήγουμε αγαπητοί μου, συνεπώς, μέσα σε τόση αβεβαιότητα, σε τόση αναρχία σκέψης, σε τέτοια ανακολουθία βηματισμών; Ποια είναι η κίνηση της Ιστορίας μας; Γραμμική, Κυκλική, Σπειροειδής;

Η απάντηση είναι: πουθενά.

Όχι, γιατί μας καταλαμβάνει η πεσιμιστική μας πλευρά, ούτε γιατί εξουσιάζει η -ακολουθώντας τα προστάγματα του Διαφωτισμού- ακραιφνώς ορθολογική μας πλευρά, αλλά γιατί πολύ απλά, δεν εκκινούμε καν...

Πώς να αναρωτηθούμε πού καταλήγουμε, λοιπόν, όταν δεν υπάρχει κίνηση;

Μα καλά, κοροϊδευόμαστε τώρα; Ολόκληρη Φυσική μιλάει για Κίνηση, Κινηματική κλπ και ολόκληρος Νεύτωνας είπε ότι "Αν είδα λίγο μακρύτερα, είναι γιατί πάτησα σε ώμους γιγάντων". Πώς έρχομαι εγώ τώρα και σας μιλάω για έλλειψη εκ-κίνησης, για έλλειψη Ιστορικού προσανατολισμού και όλα τα συναφή;

Αγαπητοί μου, όταν η βιωματική μας εμπειρία, καταγράφει πάνω στο σώμα μας (πάνω δηλαδή στα θεμέλια της κοινωνίας μας, όπως είπε πιο πριν ο Ρουσσώ), ακινησία και σταθερότητα εκεί που το πνεύμα αφουγκράζεται μια αδιάλειπτα κινούμενη Γη, τότε με το ίδιο μοτίβο της αναστροφής της εμπειρίας ως προς την πιθανολογούμενη πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι εκεί που το πνεύμα καταγράφει Κίνηση, ίσως να κρύβεται μόνη η Ακινησία.

Καλά, και "Τα πάντα ρει" του Ηράκλειτου;

Καλύπτονται από το "Πάντων χρημάτων μέτρον Άνθρωπος", από το "Η Ψυχή δεν είναι τίποτα χωρίς τις αισθήσεις", από το "Για κάθε τι υπάρχουν δυο απόψεις, αντίθετες μεταξύ τους" και από το "Είναι πολλά εκείνα που εμποδίζουν τη Γνώση, μα κυρίως η αβεβαιότητα και η συντομία της ανθρώπινης ζωής", του Πρώτου -και ίσως μεγαλύτερου- αγορεύσαντα μεταξύ Πρώτων, του Πρωταγόρα!

Κρατείστε την τελευταία ρήση του Πρωταγόρα, ως τροφή για κάποιες σκέψεις σχετικά με το τι κάνει τελικά η Ιατρική, όταν παλεύει να παρατείνει τη διάρκεια της ζωής του Ανθρώπου και να μειώσει την ασήμαντη συντομία της... Με τι μεγάλη πρόκληση καταπιάνεται... αλλά και τι επιπτώσεις μπορεί να επιφέρει, αν κανείς δεν καταλάβει το σκοπό της...

Αγαπητοί μου, σχετικά με τον Άνθρωπο,

"...βλέπω ένα ζώο λιγότερο δυνατό από μερικά άλλα, λιγότερο ευκίνητο από άλλα, στο σύνολό του όμως καλύτερα οργανωμένο από όλα. Το βλέπω να ικανοποιεί την πείνα του κάτω από μια δρυ, να ξεδιψάει στο πρώτο ρυάκι, να κοιμάται κάτω από το ίδιο δέντρο που του προσέφερε το γεύμα, και να τες, ικανοποιημένες όλες του οι ανάγκες. Μια και το σώμα του είναι το μόνο εργαλείο που ο πρωτόγονος άνθρωπος γνωρίζει, το χρησιμοποιεί για πολλές δουλειές, που από έλλειψη άσκησης τα δικά μας σώματα είναι ανίκανα να κάνουν. Και αυτό που μας αποστερεί τη δύναμη και την ευκινησία που η ανάγκη το υποχρεώνει να αποκτήσει, είναι οι τέχνες. Αν δεν είχε τσεκούρι, θα μπορούσε το χέρι να κόψει τόσο χοντρά κλωνάρια; Αν δεν είχε σφεντόνα, θα μπορούσε το χέρι να ρίξει την πέτρα με τόση δύναμη; Δώστε στον πολιτισμένο άνθρωπο τον καιρό να συγκεντρώσει γύρω του όλες τις μηχανές, δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς ότι θα νικήσει εύκολα τον πρωτόγονο. Αν όμως, θέλετε να δείτε έναν αγώνα ακόμα πιο άνισο, βάλτε τους αντιμέτωπους, γυμνούς και δίχως όπλα και θα αναγνωρίσετε αμέσως τί πλεονέκτημα είναι το να έχει κανείς όλες του τις δυνάμεις συνεχώς στη διάθεσή του, το να είναι πάντα έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο και, με άλλα λόγια, να κουβαλάει πάντα μαζί του τον εαυτό του."

(κορυφαίο απόσπασμα του Ρουσσώ, στο "Λόγος περί επιστημών και τεχνών", που συμπυκνώνει ώρες προσωπικής μου ατελείωτης και ατελεύτητης φιλοσοφικής αναζήτησης)


Και ας κλείσουμε με μια Ιστορία (!):

The day with its cares and perplexities is ended and the night is now upon us. The night should be a time of peace and tranquility, a time to relax and be calm. We have need of a soothing story to banish the disturbing thoughts of the day, to set at rest our troubled minds, and put at ease our ruffled spirits.  

And what sort of story shall we hear? Ah, it will be a familiar story, a story that is so very, very old, and yet it is so new. It is the old, old story of love.


Two lovers sat on a park bench, with their bodies touching each other, holding hands in the moonlight. 


There was silence between them. So profound was their love for each other, they needed no words to express it. And so they sat in silence, on a park bench, with their bodies touching, holding hands in the moonlight. 


Finally she spoke. "Do you love me, John?" she asked. "You know I love you, darling," he replied. "I love you more than tongue can tell. You are the light of my life, my sun, moon and stars. You are my everything. Without you I have no reason for being." 


Again there was silence as the two lovers sat on a park bench, their bodies touching, holding hands in the moonlight. Once more she spoke. "How much do you love me, John?" she asked. He answered: "How much do I love you? Count the stars in the sky. Measure the waters of the oceans with a teaspoon. Number the grains of sand on the sea shore. Impossible, you say."


"Yes and it is just as impossible for me to say how much I love you."


"My love for you is higher than the heavens, deeper than Hades, and broader than the earth. It has no limits, no bounds. Everything must have an ending except my love for you." 


There was more of silence as the two lovers sat on a park bench with their bodies touching, holding hands in the moonlight. 


Once more her voice was heard. "Kiss me, John," she implored. And leaning over, he pressed his lips warmly to hers in fervent osculation.




"Einstein on the beach"
Philip Glass





Φιλοσοφία, Ιστορία και Πολιτική



Η Ιστορία τέμνει την Πολιτική, επειδή ακριβώς η Φιλοσοφία της Ιστορίας και η Ιστορία της Πολιτικής Φιλοσοφίας, ενέχουν το κατεξοχήν ανθρώπινο -αλλά και ανθρωπολογικό- εργαλείο νοηματοδότησης, που δεν είναι άλλο φυσικά από την Φιλοσοφία.

Όταν με άρμα την Ιστορία, προσπαθούμε να διαβάσουμε τα παρελθόντα γεγονότα, και όταν ειδικά μας ενδιαφέρουν τα παρελθόντα πολιτικά γεγονότα, δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε «τι μας προσδίδει» μια ύστερη ανάγνωση των παρελθόντων. Εδώ έγκειται και η σημασία της ίδιας της Ιστορικής Νοηματοδότησης, καθώς το ερώτημα τελικά καταλήγει να είναι «τι μας προσδίδει η ίδια η Ιστορία». Ή με άλλα λόγια, γιατί υπάρχει η Ιστορία, τι κάνουμε με αυτήν, τι εξυπηρετεί;

Ο Χέγκελ στο έργο του Λόγος στην Ιστορία, κάπου στα 1820 μ.Χ. αναγνωρίζει ότι επεξεργάζεται μια φιλοσοφία της Ιστορίας, διακρίνοντάς την από την ‘αρχέγονη’ και την ‘αναστοχαστική’. Η αρχέγονη, είναι εκείνη που ο ιστορικός περιγράφει κυρίως πράξεις και συμβάντα που έχει ο ίδιος ενώπιόν του, τα έχει βιώσει, συμμετείχε σε αυτά και συμμερίστηκε το πνεύμα τους. Παράδειγμα, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, το έργο των οποίων περιλαμβάνει διηγήσεις, ξένες αφηγήσεις, οι οποίες όμως δεν αποτελούν παρά κετακερματισμένο, τυχαίο και παροδικό υλικό. Η αναστοχαστική, από την άλλη, υπερβαίνει ό,τι είναι παρόν για τον ίδιο τον ιστορικό, όχι μόνο χρονικά μα και πνευματικά, με συνέπεια η ιστορία να αναφέρεται στο πραγματικό, πλήρες παρελθόν. Το γεγονός ότι ο ιστοριογράφος δεν μετέχει στο πνεύμα του υλικού του συνεπάγεται πως αποκτούν σημασία τα κριτήρια, οι παραστάσεις και οι αρχές που ο συγγραφέας συγκροτεί. Ο ίδιος ο Χέγκελ, προτείνοντας την φιλοσοφική πραγμάτευση της Ιστορίας, διαφοροποιείται από την αρχέγονη αλλά και την αναστοχαστική προσέγγιση, κατά το ότι αποσκοπεί στην αποκάλυψη του Λόγου μέσα σε αυτήν: «το μοναδικό διανόημα που κομίζει η φιλοσοφία είναι το απλό διανόημα του Λόγου. Ο Λόγος εξουσιάζει τον κόσμο, επομένως και η παγκόσμια ιστορία εκτυλίχθηκε έλλογα».

Ο κύριος Χέγκελ όμως, είναι παιδί της εποχής του Διαφωτισμού, όπου το παν ήταν η Λογική, πέρα από την καθοδήγηση της πίστης και της θρησκείας. Ξεχνάμε βέβαια κάτι σημαντικό: το ίδιο το φαινόμενο της θρησκείας, χρονολογείται από συστάσεως της αυτοσυνειδησίας των ανθρώπων… Δεν μπορεί να μην έχει αφήσει τα κατάλοιπά του! 

«Οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν πιο μετριοπαθείς στις ενατενίσεις τους. […] Μια φιλοσοφία της Ιστορίας, θα αποτελούσε αντίφαση όρων για αυτούς. Η Ιστορία κατ’ αυτούς, αποτελούσε πολιτική ιστορία και ως τέτοια, ήταν το κύριο αντικείμενο μελέτης των πολιτικών και των ιστορικών. […] Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιούμε τις λέξεις ‘νόημα’ και ‘σκοπό’ εναλλακτικά, διότι για μας ακριβώς ο σκοπός συνιστά κατά κύριο λόγο το νόημα. Το νόημα όλων των πραγμάτων -τα οποία είναι ό,τι είναι, όχι εκ φύσεως, αλλά επειδή δημιουργήθηκαν είτε από το Θεό είτε από τον άνθρωπο- εξαρτάται από τον σκοπό. […] Αν συλλογιστούμε πάνω σε ολόκληρη την πορεία της Ιστορίας, φανταζόμενοι την αρχή της και προκαταλαμβάνοντας το τέλος της, αντιλαμβανόμαστε το νόημά της ως ένα έσχατο σκοπό. Ο ισχυρισμός ότι η Ιστορία έχει ένα έσχατο νόημα, εξυπακούει έναν τελικό σκοπό ή στόχο, ο οποίος υπερβαίνει τα πραγματικά γεγονότα. […] Ο χρονικός ορίζοντας ενός τελικού σκοπού, είναι ωστόσο, ένα εσχατολογικό μέλλον και το μέλλον υπάρχει για μας μόνο μέσα από την προσδοκία και την ελπίδα. Το έσχατο νόημα ενός υπερβατικού σκοπού επικεντρώνεται σε ένα προσδοκώμενο μέλλον. Μια τέτοια προσδοκία ήταν εντονότατα παρούσα στους Εβραίους προφήτες. Δεν υπήρχε στους Έλληνες φιλοσόφους. […] Καταλαβαίνουμε το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει την ελληνική σοφία από την εβραϊκή πίστη. Η χριστιανική και μετα-χριστιανική θεώρηση της Ιστορίας είναι μελλοντιστική και διαστρέφει την κλασσική έννοια του ιστορείν, η οποία αναφέρεται στα παρόντα και στα παρελθόντα. Τότε, το παρελθόν το αναπαριστούσαν ως μια ακατάλυτη υποδομή. Στην εβραϊκή και χριστιανική αντίληψη της Ιστορίας όμως, το παρελθόν είναι η επαγγελία του μέλλοντος. Συνεπώς, η ερμηνεία του παρελθόντος γίνεται αντίστροφη προφητεία, δείχνοντας το παρελθόν ως μια μεστή νοήματος προπαρασκευή του μέλλοντος. Οι Έλληνες φιλόσοφοι και ιστορικοί ποτέ δεν εντρύφησαν στις προσδοκώμενες πιθανότητες του μέλλοντος. […] Δεν υπάρχει στο Θουκυδίδη η παραμικρή διάθεση να αποφανθεί για την πορεία των ιστορικών συμβάντων από τη σκοπιά ενός μέλλοντος που ξεχωρίζει από το παρελθόν ως προς το ότι έχει μια ανοιχτή προοπτική και ένα τελικό σκοπό. […] Η έννοια της Ιστορίας είναι προϊόν του προφητισμού. Αυτό που δεν μπόρεσε να παραγάγει η ελληνική νοησιαρχία το κατάφερε η προφητική αντίληψη. Στην ελληνική συνείδηση, το ιστορείν ισοδυναμεί με την έρευνα, με την αφήγηση και με τη γνώση. Για τους Έλληνες, η Ιστορία παραμένει κάτι που μπορούμε να το γνωρίσουμε γιατί είναι ένα γεγονός, δηλαδή ανήκει στο παρελθόν. Ο προφήτης όμως, δεν είναι λόγιος, είναι οραματιστής. Το προφητικό του όραμα έχει γεννήσει την αντίληψη μας ότι η Ιστορία ουσιαστικά είναι Ιστορία του μέλλοντος. Ο χρόνος γίνεται κατά κύριο λόγο μέλλοντας και το μέλλον, το κύριο περιεχόμενο της ιστορικής μας σκέψης. […] Το μέλλον είναι το αληθινό κέντρο της Ιστορίας.[…] Εμείς σήμερα, ενδιαφερόμενοι για την ενότητα της παγκόσμιας Ιστορίας και την ανοδική πορεία της προς έναν τελικό σκοπό, ή έστω έναν καλύτερο κόσμο, εξακολουθούμε να παραμένουμε στο χώρο του προφητικού και μεσσιανικού μονοθεϊσμού. Εξακολουθούμε να παραμένουμε Εβραίοι και Χριστιανοί, όσο και αν ελάχιστα φανταζόμαστε τους εαυτούς μας ως τέτοιους.»

(αποσπάσματα από σελ. 19-40, «Το Νόημα της Ιστορίας», Καρλ Λεβιτ, εκδόσεις «Γνώση», 2008) 


Συνεπώς, ναι μεν ο κύριος Χέγκελ, προσπαθεί να εκ-λογικεύσει την Ιστορική πραγματικότητα, αλλά αδυνατεί -όπως όλοι μας μετά Χριστόν- να δούμε έξω από το στεγανό πλαίσιο της τελεολογίας (Του). Και αυτή είναι η δική μου απάντηση, στο ερώτημα που είχε θέσει ο δάσκαλος του Χέγκελ, ο Εμμάνουελ Κάντ, όταν έλεγε: «πώς οι μακρινοί απόγονοί μας θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν πέρα με το φορτίο της ιστορίας που πρόκειται να τους αφήσουμε ύστερα από μερικούς αιώνες; Χωρίς αμφιβολία θα αξιολογήσουν τα γεγονότα των αρχαιότατων χρόνων που οι πηγές τους θα έχουν από καιρό σβήσει για αυτούς, μόνο από την άποψη εκείνου που τους ενδιαφέρει, δηλαδή του τί οι λαοί και οι κυβερνήσεις δημιούργησαν ή το αν ζημίωσαν την ανθρωπότητα στην κοσμοπολίτικη κλίμακα».


(από το «Ιδέα μιας γενικής Ιστορίας με πρίσμα Κοσμοπολιτικό», Καντ)



Το ίδιο ερώτημα εν συνεχεία, ουσιαστικά διαπραγματεύεται και ο μαθητής Χέγκελ, προσπαθώντας να του προσδώσει τη δική του απάντηση:

«Αλλά ακόμα και όταν ατενίζουμε την Ιστορία ως τέτοιο σφαγιαστήριο, επί του οποίου έχουν θυσιαστεί η ευτυχία των λαών, η σοφία των κρατών και η αρετή των ατόμων, αναγκαστικά ανακύπτει για τη σκέψη το ερώτημα: ‘για τί, για ποιον τελικό σκοπό προσφέρθηκαν αυτές οι φοβερές θυσίες’. Οι νόμοι, οι αρχές, δεν ζουν και δεν ισχύουν άμεσα, αφ’ εαυτών. Η δραστηριότητα που τους ενεργοποιεί και τους δίνει ύπαρξη είναι η ανάγκη και το ένστικτο του ανθρώπου κι ακόμα, η ροπή και το πάθος του. Για να κάνω κάτι πράξη, για να του δώσω ύπαρξη, πρέπει να έχει σημασία για μένα. Πρέπει εγώ να είμαι παρών, να θέλω να ικανοποιηθώ μέσω της επιτέλεσής του –πρέπει να είναι προς το συμφέρον μου. Συμφέρον, σημαίνει, βρίσκομαι εκεί ανάμεσα, είμαι παρών. Ένας σκοπός για τον οποίο πρέπει να ενεργήσω θα πρέπει με κάποιον τρόπο να είναι και δικός μου σκοπός. Πρέπει να τον εκπληρώνω και ως δικό μου σκοπό, ακόμα και αν ο σκοπός για τον οποίο δραστηριοποιούμαι έχει πολλές άλλες πλευρές που δεν με αφορούν. Εδώ συνίσταται το άπειρο δικαίωμα του υποκειμένου να αντλεί ικανοποίηση από μια δραστηριότητα, μια εργασία.» 

Ο κύριος Χέγκελ, καταλήγει ότι «δίχως πάθος, τίποτε μεγάλο δεν επιτεύχθηκε στον κόσμο», τονίζοντας, την ανάγκη να είμαστε παρόντες και όχι απόντες από όλα τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Και συνεχίζει ότι «την παγκόσμια Ιστορία μπορεί να γίνει λόγος μόνο για λαούς που ιδρύουν κράτος. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ένα κράτος είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας, δηλαδή του απόλυτου τελικού σκοπού – είναι αυτοσκοπός.»

Τι γίνεται όμως κύριε Χέγκελ, όταν αλλάζει λίγο η σειρά των πραγμάτων (αλλά και των γραμμάτων) και το κράτος αυτό, είναι σκέτο… σκοπός, που σε σημαδεύει καθημερινώς με το ντουφέκι της εξουσίας του, στήνοντάς σε στον τοίχο και κατακρεουργώντας σε; Πώς μπορείς να ξεφύγεις; Ποια είναι η αντίστασή σου;

Κατά τον Καντ (επαναλαμβάνω τον δάσκαλο του Χέγκελ), η αντίσταση σε οποιαδήποτε εγκαθιδρυμένη εξουσία, ακόμη και την πλέον τυραννική, δεν συνιστά δικαίωμα. Η ίδια η ιδέα ενός τέτοιου δικαιώματος είναι ασυνάρτητη διότι αντιφάσκει προς την ίδια τη δυνατότητα του δικαίου. 

«Και όταν η εξουσία […] ανέλαβε ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση, για να διοικήσει εντελώς με τη βία (τυραννικά), και τότε ακόμη δεν επιτρέπεται στον υπήκοο να αντιτάξει βία στη βία». Η μη αναγνώριση του δικαιώματος αντίστασης συνεπάγεται ότι καμία επανάσταση δεν μπορεί να είναι νόμιμη. Η εξέγερση είναι μια ανατροπή όλων των πολιτειακών και δικαϊκών σχέσεων άρα κάθε δικαίου. «Μια αλλαγή του κρατικού συντάγματος, η οποία μπορεί ασφαλώς να είναι αναγκαία κατά διαστήματα, μπορεί να λάβει χώρα μόνον από τον ίδιο τον κυρίαρχο μέσω μεταρρύθμισης και όχι από το λαό μέσω επανάστασης, και όταν συμβαίνει μπορεί να αφορά μόνον την εκτελεστική και όχι τη νομοθετική εξουσία». 

Αν θέλαμε να κλείσουμε αυτήν την απόπειρα διερεύνησης της ταυτότητας της Ιστορίας, θα λέγαμε ότι η Ιστορία δεν νοείται και δεν συγκροτείται ξέχωρα από το ανθρώπινο Παρόν. Όπως κάθε προσέγγιση παρελθόντος ή μέλλοντος εφορμάται αναπόφευκτα από το παρόν, έτσι και το νόημα της Ιστορίας βασίζεται στο ποιοι μιλάνε και -κυρίως- μέσα σε ποιο παρόν μιλάνε. Και για να γυρίσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, στο σημείο τομής της Ιστορίας και της Πολιτικής, δεν νοείται να μην είναι η Φιλοσοφία παρούσα εκεί που το Είναι του Ανθρώπου νοείται ως Παρόν. Και επειδή δεν νοείται Άνθρωπος χωρίς Παρόν, δεν νοείται τελικά Άνθρωπος χωρίς Φιλοσοφία, και ούτε Άνθρωπος χωρίς Ιστορία ή Πολιτική. Το πώς όλα αυτά ενώνονται υπό το πρίσμα της επιστημονικής ή θεολογικής εξήγησης, είναι κάτι που θα μένει ως ερώτημα, καθώς επιστήμη και θρησκεία τολμούν να απαντήσουν στις ίδιες ανθρώπινες ανησυχίες, με τελείως διαφορετικό βέβαια τρόπο.

«Η κοινή λογική του απλού ανθρώπου και η ένθερμη πίστη του απλού χριστιανού επιθυμούν να απελευθερώσουν τους ανθρώπους από την καταδυνάστευση της Ιστορίας, προτείνοντας μια στάση, είτε του σκεπτικισμού είτε της πίστης. Έτσι, καθιστούν τον άνθρωπο ικανό να την υπομείνει με μια ώριμη καρτερικότητα, είτε με μια προσδοκία γεμάτη πίστη. Η θρησκευτική πίστη διαφέρει τόσο ελάχιστα από τον σκεπτικισμό. […] Ένας άνθρωπος που ζει με τον στοχασμό, έχει τον σκεπτικισμό του -στην κυριολεξία το πάθος της έρευνας- που καταλήγει στο να διαιωνίζει το ερώτημα ως ερώτημα ή στο να απαντά σε αυτό, υπερβαίνοντας την αμφιβολία του με την πίστη».


(Το Νόημα της Ιστορίας, Καρλ Λεβιτ, εκδ. Γνώση, 2008, σελ. 13)








Ξέρουν και δεν ξέρουν πως πράξη είναι πόνος
Και πόνος είναι πράξη. Μήτε ο δράστης υποφέρει
Μήτε ο παθός δρα. Μα κι οι δυο τους είναι δεμένοι
Σε μιαν αιώνια πράξη, μιαν αιώνια υπομονή
Που όλοι πρέπει να παραδεχτούν για να γίνει θέλημα,
Που όλοι πρέπει να υπομείνουν για να το θελήσουν
Για να συντηρηθεί το υφάδι, τι το υφάδι είναι η πράξη
Και ο πόνος μαζί, για να μπορεί να γυρίσει ο τροχός
Κι όμως να μείνει ακίνητος
Για πάντα.

(T.S. Eliot, Φονικό στην Εκκλησιά - μτφρ. Γ. Σεφέρη)