Τα κίνητρα που οδηγούν κάποιους νέους να αφιερώσουν τα ωραιότερα και παραγωγικότερα χρόνια τους σε πολυετείς και επίπονες σπουδές είναι να ασκήσουν κατόπιν ένα έργο που τους γοητεύει και τους συναρπάζει.
Δώστε έμφαση παρακαλώ στις δυο σημαντικότερες λέξεις «παραγω»-γικότερα και «έργο» που υποκρύπτουν αυτήν την κινητήριο ενέργεια που κρύβεται στις αθώες εκείνες ψυχές των 18άρηδων οι οποίοι αποφασίζουν πλέον να μπουν και έτσι να ζουν για πάντα, στον μοναδικό κόσμο της Ιατρικής.
Τι γίνεται όμως όταν φτάνουμε στο δια ταύτα, δηλαδή στο «κατόπιν» της αρχικής μας πρότασης; Τι γίνεται όταν το έργο που ασκείς, ούτε σε γοητεύει ούτε σε συναρπάζει, διότι κάποιες καταστάσεις δεν σε αφήνουν να νιώσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Τότε, το πιο πιθανό είναι να θεωρηθείς ότι σκέφτεσαι με τρόπο ανταποδοτικό, δηλαδή -συνεπαγόμενα- με τρόπο εγωιστικό. Εγώ όμως θα διαφωνούσα και θα έλεγα ότι απλά σκέφτεσαι με τρόπο ανατροφοδοτικό. Για να προχωρήσεις θέλεις να πάρεις. Δεν βάζεις στο επίκεντρο τον εγωισμό σου, όπως πολύ εύκολα θα σε κατηγορήσουν (αντιδιαστέλλοντάς σε από τον ακούραστο αλτρουιστή Άγιο Λουκά), αλλά ολάκερο τον σχηματισμό της ροής ενέργειας όπως αποδίδεται με το σχήμα του βρόχου σε κάθε ανατροφοδοτικό μοντέλο: αν δεν υπάρχει εισροή, δεν γίνεται να υπάρχει έξοδος στο σύστημα και πολύ περισσότερο, αν δεν υπάρχει επικοινωνία, πόσω δε μάλλον, συνέχεια, μεταξύ εισόδου και εξόδου, το σύστημα παύει να δουλεύει και μιλάμε πλέον για παθολογικές καταστάσεις. Όλος ο ανθρώπινος οργανισμός είναι φτιαγμένος πάνω σε ανατροφοδοτικά μοντέλα. Από την άλλη, όλος ο υγειονομικός οργανισμός της χώρας είναι φτιαγμένος πάνω σε κοκκαλιάρικα μοντέλα… Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα, σου λέει τι να κάνεις ή τι να αποφύγεις. Το ερώτημα όμως είναι γιατί έχει πάψει να εμπνέει και να ανατροφοδοτεί…
«’Αργά ένα απόγευμα του Οκτώβρη του έτους 1921, ένας φτωχοντυμένος νέος παρατηρούσε με αδιάλειπτη προσοχή το τοπίο από το παράθυρο ενός βαγονιού τρίτης θέσης του σχεδόν άδειου τρένου που διέσχιζε την κοιλάδα Πένγουελ…‘
Έτσι αρχίζει ‘Το Κάστρο’ το ημι-αυτογραφικό μυθιστόρημα του Α.Ζ.Κρόνιν. Ο ταξιδιώτης του τρένου είναι ο Σκοτσέζος γιατρός Άντριου Μάνσον. Έρχεται να ασκήσει για πρώτη φορά την ιατρική σε μια μικρή πόλη μεταλλωρύχων της Ουαλίας. Στην προσπάθειά του να εφαρμόσει τις πρόσφατες επιστημονικές του γνώσεις θα προσκρούσει στις εδραιωμένες συνήθειες των αρρώστων και τις απαρχαιωμένες μεθόδους των γιατρών της περιοχής. Σε μια επιδημία τυφοειδούς πυρετού, δεν θα διστάσει να ανατινάξει τον τρύπιο υπόνομο της πόλης που οι τοπικές αρχές αρνούνται να επισκευάσουν. Με την εργατικότητα, την ευστροφία κα την ευγένειά του θα κερδίσει τελικά την εμπιστοσύνη και το σεβασμό των κατοίκων. Μετακομίζοντας όμως, για μια καλύτερη τύχη στο Λονδίνο, θα μπλέξει σε ένα κύκλωμα κερδοσκόπων γιατρών και θα αρχίσει να βγάζει χρήματα εξετάζοντας πλούσιους, ιδιότροπους ή κατά φαντασίαν ασθενείς. Μια προσωπική τραγωδία θα γίνει τέλος, η αφορμή για την επιστροφή του στο ‘Κάστρο’ των παλιών του ηθικών αξιών».
(Θεόδωρου Μουντοκαλάκη – «Αναζητώντας τον Άντριου Μάνσον»)
Ο κόσμος της Ιατρικής είναι ένας πολύ ιδιαίτερος κόσμος. Είναι ένας κόσμος γεμάτος διλήμματα, καθημερινά και σε κάθε βήμα. «Σε αντίθεση με τον ιερωμένο που διαθέτει τη βεβαιότητα του εσχατολογικού δόγματος, ο γιατρός νιώθει εντελώς μόνος όταν βρίσκεται μπροστά σε δίλημμα. […] Όσο και αν ψάξει, τις απαντήσεις σε κάθε δίλημμα, […] σπάνια θα τις βρει στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, τον Αστικό Κώδικα ή τον Ποινικό Κώδικα. Τις απαντήσεις οφείλει να τις αναζητήσει μέσα του, στις προσωπικές του ηθικές αξίες. ‘Η Ηθική’ έλεγε ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ‘αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εσωτερικής τελειότητας της προσωπικότητας ενός ανθρώπου’. Το ερώτημα τώρα είναι σε ποιο βαθμό οι ιατρικές μας σχολές ενδιαφέρονται να εξασφαλίσουν στους μελλοντικούς γιατρούς την εσωτερική αυτή τελειότητα της προσωπικότητας, που θα τους καταστήσει ικανούς να αντιμετωπίζουν τα ηθικά διλήμματα, τα αναπόσπαστα συναρτημένα με την άσκηση της Ιατρικής».
(Θεόδωρου Μουντοκαλάκη – «Η μοναξιά του γιατρού μπροστά στο δίλημμα του απορρήτου»)
Το ότι ο κόσμος της Ιατρικής είναι ένας ξεχωριστός και δυσνόητος κόσμος, του οποίου οι κανόνες άσκησης αγνοούνται από τους πολλούς ανθρώπους, έχει θίξει από πολύ παλιά ο ίδιος Πλάτωνας στο «Γοργία» του. Στο σωκρατικό αυτό διάλογο ο Σωκράτης απευθυνόμενος στο φιλόδοξο πολιτικό Καλλικλή λέει: «…Ξέρω καλά ότι αν οδηγηθώ σε δικαστήριο δεν θα είναι καθόλου παράξενο αν καταδικαστώ σε θάνατο, γιατί θα κριθώ όπως θα κρινόταν από τα παιδιά ένας γιατρός, αν τον κατηγορούσε ένας μάγειρας. Διότι σκέψου τι θα μπορούσε να απολογηθεί ένας τέτοιος άνθρωπος, αν κάποιος τον κατηγορούσε λέγοντας ‘Παιδιά, αυτός εδώ ο άντρας έχει προκαλέσει πολλά κακά και σας βλάπτει κάνοντας εγχειρήσεις και καυτηριασμούς, σας υποβάλλει σε στερήσεις, δίνοντάς σας πολύ πικρά φάρμακα και υποχρεώνοντας σας να πεινάτε και να διψάτε’…».
Οι γιατροί δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Πιστέψτε με όμως, ζητούν απολύτως συνηθισμένα πράγματα, μάλιστα ίσως φανατικότερα από τους υπόλοιπους ανθρώπους, επειδή ακριβώς τα στερούνται. Για τους γιατρούς δεν υπάρχουν γιορτές και σχόλες, δεν υπάρχει ωράριο, δεν υπάρχει ησυχία. Μεσοπέλαγα αρμενίζοντας σε μια διαρκή ανήσυχη θάλασσα συγκινήσεων, τους μένουν δυο επιλογές: ή να κλείσουν τα μάτια και να αδιαφορήσουν, ή να ριχτούν στη δίνη των κυμάτων του απέραντου γαλάζιου με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να ξερνοβολούν από τη ναυτία τόσων σκέψεων, μορφών, προσώπων, εμπειριών και συναισθημάτων, με τα οποία καθημερινά ανακατεύονται…
Προεκτείνοντας τη ρήση του περίφημου άγγλου ιατρού Wiliam Osler που είχε πει: «το να γνωρίζεις τον άρρωστο που έχει τη νόσο είναι πιο σημαντικό από το να γνωρίζεις τη νόσο που έχει ο άρρωστος», νομίζω ότι και οι γιατροί ζητούν κάτι παρόμοιο, δηλαδή να τους αναγνωριστεί η ανθρώπινη πλευρά τους, ως πάνω και πέρα από κάθε επιστημονική και θεραπευτική τους ιδιότητα. Όπως πιο σημαντικό είναι ο άρρωστος από τη νόσο, άλλο τόσο πιο σημαντικό είναι το πρόσωπο από τον θεραπευτή. Τελικά, το ζητούμενο μένει το ίδιο και στις δυο περιπτώσεις: να αναγνωριστεί αμφότερα, ως προτεραιότητα σε αυτή την ιδιάζουσα σχέση αρρώστου-ιατρού, η έννοια Άνθρωπος.
«Ο κύριος λόγος όμως που φιλονικούν οι άνθρωποι είναι επειδή δεν κατορθώνουν να μπει ο ένας στη θέση του άλλου. Στις ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργούνται εξ αιτίας της ιατρικής υπάρχει και ένας επιπρόσθετος λόγος: η διαφορετική αντίληψη που έχουν τα δυο μέρη για την ιατρική. Οι γιατροί έχουν μάθει να σκέφτονται με τον τρόπο που διδάχτηκαν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, με συνέπεια να αξιολογούν τα προβλήματα των άλλων με γνώμονα προτεραιότητες αμιγώς ιατρικές, ενώ από τη μεριά τους οι άλλοι -άρρωστοι και τρίτοι- έχουν τις δικές τους προσδοκίες και τις δικές τους απαιτήσεις από την ιατρική».
(Θεόδωρου Μουντοκαλάκη – «Οι εχθροί»)
Μένει, λοιπόν, κάθε φορά, σε κάθε προσωπική αλληλεπίδραση αρρώστου-ιατρού να επιβεβαιώνεται η προσπάθεια σύγκλισης και αλληλοκατανόησης των δυο πλευρών, ή να απορρίπτεται κάθε κίνηση αλληλοβοήθειας. Εδώ, βασίζεται ίσως η βαθύτερή μου ανάγκη για συνέχιση της ανατροφοδότησης αυτού του έργου που λέμε ότι κάνουμε: είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που μπορούν να μας στηρίξουν, όταν ένα σύστημα που όφειλε από μόνο του να προσφέρει κάτι τέτοιο, καταρρέει και αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες κάποιων που κάποτε αφιέρωσαν τα ωραιότερα και παραγωγικότερά τους χρόνια...
Θαρρώ όμως ότι μου συμβαίνει ένα περίεργο πράγμα: όσο περνάει ο καιρός και όσο προσεγγίζω μέσω Ιατρικής και Ανθρωπολογίας την ανθρωπότητα, τόσο απομακρύνομαι από τους ανθρώπους… Ίσως, έχει σπάσει η ανατροφοδότησή μου.