Σήμερα, έλαβα σαν ιατρός ένα "φακελάκι" (φακελάρα θα έλεγα πιο σωστά, βάσει μεγέθους) που μέσα του έκρυβε μια περιουσία... Τέτοια φακελάκια αν παίρναμε οι ιατροί, θα γινόμασταν πραγματικά πιο πλούσιοι!
Ένας από τους θησαυρούς του φακέλου, ήταν και η ιστοριούλα που ακολουθεί, που πιστεύω ότι επάξια μπορεί να αποτελέσει τη συνέχεια της ιστορίας της προηγούμενης ανάρτησης. Συνέχεια όμως προς τα πίσω. Δηλαδή, ένα στάδιο πριν φτάσουμε στο τέλος... Ένα στάδιο για να μην φτάσουμε στο τέλος... Ένα στάδιο λοιπόν πριν την κραυγή, είναι η... γραφή!
Ρωτούν συχνά οι μεγάλοι τι θ’ απογίνουν τα βιβλία όταν τα παιδιά θα πάψουν να τα διαβάζουν. Μια απάντηση μπορεί να είναι αυτή:
«Θα τα φορτώσουμε όλα σε ένα τεράστιο διαστημόπλοιο και θα τα στείλουμε στ’ άστρα!» Ωωω!
Τα βιβλία μοιάζουν στ’ αλήθεια με άστρα στο νυχτερινό ουρανό. Είναι τόσα πολλά, που δεν μπορούμε να τα μετρήσουμε και συχνά είναι τόσο μακριά μας, που μας φαίνεται ακατόρθωτο να τα φτάσουμε. Σκεφτείτε ωστόσο τι σκοτάδι θα είχαμε, αν κάποια μέρα όλα τα βιβλία, αυτοί οι κομήτες στο σύμπαν του νου μας, εξαφανίζονταν κι έπαυαν να μας δίνουν εκείνη την απεριόριστη ενέργεια της ανθρώπινης γνώσης και φαντασίας… Τι φοβερό!
Μήπως λέει κανένας ότι τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν μια τέτοια ιστορία επιστημονικής φαντασίας; Πολύ καλά λοιπόν, θα γυρίσω στη γη και θ’ αφήσω τον εαυτό μου να θυμηθεί τα βιβλία της παιδικής μου ηλικίας.
Αυτό μου ήρθε άλλωστε στο νου, καθώς κοίταζα τη Μεγάλη Άρκτο, τον αστερισμό που εμείς στη Σλοβακία τον ονομάζουμε “Μεγάλο Κάρο”. Και το σκέφτηκα επειδή τα πολυτιμότερα βιβλία ήρθαν σε μένα πάνω σ’ ένα κάρο… Δηλαδή όχι πρώτα σε μένα, μα στη μητέρα μου. Ήταν τον καιρό του πολέμου. Στεκόταν στην άκρη του δρόμου μια μέρα, όταν ένα κάρο έφθασε με θόρυβο – μια καρότσα για σανό γεμάτη βιβλία ως απάνω που την έσερναν άλογα. Ο καροτσιέρης είπε στη μητέρα μου ότι μετέφερε τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη της πόλης σε κάποιο μέρος ασφαλές, για να μην καταστραφούν. Την εποχή εκείνη η μητέρα μου ήταν ένα μικρό κορίτσι που αγαπούσε το διάβασμα και, στη θέα εκείνης της θάλασσας από βιβλία, τα μάτια της άστραψαν σαν άστρα. Ως τότε, τα κάρα που είχε δει ήταν γεμάτα μόνο με σανό, άχυρο ή κοπριά. Ένα κάρο γεμάτο βιβλία ήταν για κείνη κάτι παραμυθένιο. Πήρε λοιπόν το θάρρος και ρώτησε:
“Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου δώσετε έστω κι ένα μόνο βιβλίο απ’ αυτή τη στοίβα;”
Ο άνθρωπος χαμογέλασε, της έγνεψε ναι, κατέβηκε από το κάρο και ξέλυσε τη μια πλευρά, λέγοντας:
“Μπορείς να πάρεις στο σπίτι σου όσα πέσουν κάτω!”
Τα βιβλία ξεχύθηκαν με θόρυβο στο σκονισμένο δρόμο και σε λίγο το παράξενο εκείνο κάρο χάθηκε σε μια στροφή. Η μητέρα μου τα μάζεψε με λαχτάρα, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Όταν τίναξε από πάνω τους τη σκόνη, ανακάλυψε ότι ανάμεσά τους βρισκόταν κατά τύχη μια πλήρης σειρά με τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Μέσα στους πέντε τόμους με τα διαφορετικά χρώματα στα εξώφυλλα δεν υπήρχε ούτε μια εικόνα, όμως με τρόπο θαυμαστό τα βιβλία εκείνα φώτιζαν τις νύχτες που τις φοβόταν τόσο η μητέρα μου. Κι αυτό επειδή είχε χάσει τη μητέρα της στον πόλεμο. Όταν διάβαζε εκείνες τις ιστορίες τα βράδια, κάθε μια της έδινε και μια μικρή αχτίδα ελπίδας και με μια σιωπηλή εικόνα στην καρδιά, που τη ζωγράφιζαν τα μισόκλειστα βλέφαρά της, μπορούσε ήρεμα ν’ αποκοιμηθεί, έστω και για λίγο…
Τα χρόνια πέρασαν και τα βιβλία εκείνα έφτασαν ως εμένα. Τα κουβαλούσα πάντα μαζί μου στους σκονισμένους δρόμους της δικής μου ζωής. Για ποια σκόνη μιλώ θα με ρωτήσετε. Μμμ…
Ίσως είχα κατά νου την αστερόσκονη που πέφτει στα μάτια μας, όταν καθόμαστε σε μια καρέκλα και διαβάζουμε κάποια νύχτα σκοτεινή. Αν, δηλαδή διαβάζουμε κάποιο βιβλίο. Γιατί βέβαια μπορούμε να διαβάζουμε πολλών λογιών πράγματα: ένα ανθρώπινο πρόσωπο, τις γραμμές στην παλάμη μας, τ’ άστρα…
Τ’ άστρα είναι βιβλία στο νυχτερινό ουρανό και φωτίζουν το σκοτάδι. Όποτε αναρωτιέμαι αν αξίζει να γράψω ένα ακόμη βιβλίο, κοιτάζω τον ουρανό και λέω στον εαυτό μου ότι το σύμπαν είναι όντως απέραντο και σίγουρα υπάρχει ακόμα χώρος για το μικρό μου αστέρι.
Jan Uliciansky
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου