Μικρός Απολογισμός


Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό, συνειδητοποιώ ότι ένα ταξίδι, όσο μικρό ή μεγάλο και αν είναι, όσο σύντομο ή χρονοβόρο και αν είναι, δεν μπορεί ποτέ να είναι μονοδιάστατο. Και αυτό διότι δεν ταξιδεύεις μόνος, ταξιδεύει μαζί και ο τρόπος που βλέπεις τον κόσμο. Έτσι, όλα αλλάζουν, όλα μετακινούνται, όλα χορεύουν, πιασμένα χέρι-χέρι.


Σταχυολογώ μερικά από τα ερεθίσματα με τα οποία ήρθα αντιμέτωπος, τούτες τις τελευταίες μέρες:


Ιπποκράτης: «ηγεμονικότερον απάντων φύσις»

Schopenhauer: «ελεύθερος είναι ο άνθρωπος μόνο όταν είναι μόνος του»


Μένανδρος: «τα δάνεια δούλους τους ελεύθερους ποιεί»


Πλούταρχος: «το δανείζεσθαι της εσχάτης αφροσύνης και μαλακίας εστίν»


Τσε Γκεβάρα: «εκεί, στις τελευταίες στιγμές των ανθρώπων, που ο ευρύτερος ορίζοντας τους ποτέ δεν ξεπερνά το αύριο, βλέπει κανείς την τραγωδία που ζεί το προλεταριάτο σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε εκείνα τα σβησμένα μάτια υπάρχει μια ταπεινή συγνώμη, συχνά και ένα απελπισμένο κάλεσμα για παρηγοριά που χάνεται στο κενό, ακριβώς όπως το σώμα τους θα χαθεί σύντομα κάτω από το βάρος της μιζέριας, που μας περιτριγυρίζει. Το πόσο καιρό ακόμα θα συνεχίζει να υπάρχει αυτό το παράλογο καθεστώς της κάστας δεν μπορώ να το ξέρω, μα είναι ώρα εκείνοι που κυβερνάνε να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ευσπλαχνίας τους και να δώσουν χρήματα, πολύ περισσότερα χρήματα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας»


Carl Sagan: «Είχε αναλύσει την καριέρα της προσπαθώντας να έρθει σε επαφή με τους πιο απόμακρους και απόκοσμους ξένους, ενώ στη δική της ζωή δεν είχε έρθει ποτέ σ’ επαφή σχεδόν με κανέναν. Ήταν ανελέητη στο να καταρρίπτει τους μύθους ύπαρξης των άλλων και τυφλή στο ψέμα που υπήρχε στον πυρήνα της δικής της. Όλη της τη ζωή μελετούσε το Σύμπαν, αλλά είχε παραβλέψει το πιο ξεκάθαρο μήνυμά του. Για τα μικρά πλάσματα σαν εμάς, η απεραντοσύνη του γινόταν υποφερτή μονάχα μέσω της αγάπης»


Το τελευταίο απόσπασμα του μαγευτικού Carl Sagan, μου θύμισε εποχές Συναύγειας, Γρεβενιώτικης Συναύγειας, τότε που βαδίζαμε σε υπέροχους πνευματικούς δρόμους. Ψάχνοντας ομως, στην ιντερνετική γωνιά omadaneon.gr βρήκα μόνο ερείπια, και αδυναμία πρόσβασης. Γιατί άραγε αυτή η ασφαλής γωνιά έκλεισε; Πίστευα ότι η τότε προσπάθειά μας, είχε νικήσει δια παντός την φθορά του χρόνου και της ύλης...


Αναδημοσιεύω ένα άρθρο μου, στην τότε φυλλάδα "Συναύγεια":



Μέλλον, η ενηλικίωση του παρελθόντος
(σονάτα για δυο φωνές, η μία εκ των οποίων κραυγή)

Έτος 2070. Πριν 63 χρόνια ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη ΓΗ επιβιβάστηκε σε ένα διαστημόπλοιο με το όνομα ‘Κιβωτός’ και ξεκίνησε το διαπλανητικό του ταξίδι προς απεγνωσμένη αναζήτηση νέου τόπου διαβίωσης και διαιώνισης του είδους. Τα τρόφιμα είχαν λιγοστέψει, η υγεία του ήταν εύθραυστη - ήταν πλέον 87 χρονών - και τα καύσιμα του πλοίου του είχαν σχεδόν τελειώσει. Αποφάσισε να κάνει αναγκαστική προσγείωση σε έναν πλανήτη που τύχαινε να πλησιάζει εκείνη τη στιγμή. Φαινόταν ξερός, άγονος, απροσπέλαστος τόπος. Δεν είχε άλλη επιλογή. Η αναγκαστική προσγείωση έγινε με ανώμαλο τρόπο και από την πρόσκρουση έχασε τις αισθήσεις του.

Μόλις με δυσκολία άνοιξε τα μάτια του, είδε μπροστά του ένα περίεργο πλάσμα να τον περιεργάζεται. Ήταν ένας εξωγήινος!

- Ποιος είσαι; είπε τρομαγμένος ο γήινος και προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά το 87 ετών σώμα του δεν ακολουθούσε…
- Γεια σου γήινε, με λένε Σεβασμό, καλώς ήρθες στον πλανήτη ‘ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ’. Πώς σε λένε;
- Με λένε…ε…με λέγανε…δεν…δεν θυμάμαι, ωχ πονάει το κεφάλι μου…Τι θα μου κάνεις;
- Μη φοβάσαι, ηρέμησε φίλε μου. Θέλω απλά να μου πεις από ποιον μακρινό τόπο μας έρχεσαι και το λόγο που έφυγες από αυτόν.
- Κατάγομαι από τον πλανήτη ΓΗ, περίπου 8 λεπτά φωτός μακριά από ένα μεσαίου μεγέθους άστρο που εμείς αποκαλούσαμε Ήλιο, στην περιφέρεια του Γαλαξία μας. Τα έχεις ακουστά όλα αυτά;
- Ναι, στο μάθημα της Κοσμογραφίας στο σχολείο μας έχουν μιλήσει για αυτές τις μακρινές χώρες. Μας τις περιγράφουν σαν χώρες εξωτικές, με απαράμιλλη ομορφιά, με χρώματα, αρώματα, τεράστια ποικιλία έμβιων όντων, με απέραντο γαλάζιο, πολύ νερό, έναν τόπο ονειρεμένο με λίγα λόγια. Αλήθεια έτσι είναι; ρώτησε ενθουσιασμένος ο εξωγήινος.
- Έτσι ήταν…και έσκυψε το κεφάλι του ο γήινος και δυο δάκρυα του χάιδεψαν τα μάγουλα.
- Μα, μα τι έχεις γήινε; Κλαις; Γιατί κλαίς;
- Γιατί το σπίτι μου δεν υπάρχει πια. Καταστράφηκε και εγώ είμαι ο μόνος που επιβίωσα. Ή μάλλον για να είμαι για πρώτη φορά ειλικρινής με τον εαυτό μου, τον καταστρέψαμε εμείς οι άνθρωποι, δεν καταστράφηκε από μόνος του. Και συνέχισε να έχει κατεβασμένο το βλέμμα του ο γήινος.
- Γιατί, γιατί το κάνατε αυτό γήινε; αναφώνησε σχεδόν εξοργισμένος ο εξωγήινος.
-Δεν ξέρω…δεν ξέρω, ψέλλισε ο γήινος και όλο τρέχαν δάκρυα από τα μάτια του, μόνο που τώρα δεν τον χάιδευαν, μα τον έκαιγαν, τον μαστίγωναν, του σμίλευαν το πρόσωπο σαν τιμωρία…

Σταμάτησε για λίγο να πάρει μια βαθιά ανάσα, τα λόγια έβγαιναν με δυσκολία. Η καρδιά του ήταν πολύ αδύναμη.


- Ή μάλλον ξέρω, είπε χαμηλόφωνα αλλά σταθερά και σήκωσε το θολό από τα δάκρυα βλέμμα του και κοίταξε τον εξωγήινο. Γιατί ήμασταν άπληστοι, αχόρταγοι, ανικανοποίητοι, και το χειρότερο, γιατί ήμασταν κοντόφθαλμοι. Μας λέγανε ότι η ΓΗ θα καταστραφεί, αλλά δεν τους ακούγαμε, δεν τους υπολογίζαμε, δεν μας ένοιαζε, νομίζαμε ότι δεν αφορούσε εμάς ή τα παιδιά μας αλλά το πολύ μακρινό και απρόσωπο μέλλον… Επικρατούσε η άποψη «φάγωμεν, πίωμεν αύριο γαρ αποθνήσκωμεν». Είχαμε τυφλωθεί από την εξουσία μας πάνω στον γαλάζιο πλανήτη. Κακό πράγμα η εξουσία, θα πρέπει να είναι όλοι ίσοι…σαν τον πλανήτη σου!
- Μα εξήγησέ μου πώς την καταστρέψατε; Συγνώμη γήινε αλλά δεν καταλαβαίνω και πολλά. Πώς αφανίσατε έναν ολόκληρο πλανήτη; Το θεωρώ αδιανόητο!! και είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό ο εξωγήινος.
- Με το να μην την αγαπάμε, έτσι την αφανίσαμε τη ΓΗ μας. Την απαρνηθήκαμε από μάνα μας, τη βρίσαμε, τη βιάσαμε, της ξεσκίσαμε τα ενδύματα και σε κάθε ανάσα που προσπαθούσε απεγνωσμένα να πάρει για να επιβιώσει, εμείς της δίναμε να αναπνεύσει δηλητήριο…και το χειρότερο τη βλέπαμε και γελούσαμε σαν να είχαμε κατατροπώσει κανένα τέρας, ενώ το δικό μας τέρας μέσα μας χαιρόταν, οργίαζε, διψούσε για επιπλέον καταστροφές. Ήμασταν χαιρέκακοι, αλλά η δυστυχία του άλλου δεν μπορούσαμε να δούμε ότι είναι και δική μας δυστυχία. Πρώτα εξαφανίσαμε τα ζώα, τα κάναμε παπούτσια, τσάντες, γούνες, χαλιά, τα σκοτώναμε όχι για να τα φάμε, μα για να δείξουμε σε όλους πόσο καλοί κυνηγοί είμαστε… Τα σκοτώναμε για να τα φάει το τέρας μέσα μας που σου είπα πριν. Μετά βάλαμε φωτιά σε ό,τι είχε ή θύμιζε να έχει πράσινο χρώμα, τα φυτά, τα λουλούδια και τα δάση, τους πνεύμονες του πλανήτη μας. Καταστρέψαμε τις μηχανές παραγωγής οξυγόνου. Καταστρέψαμε τα τριαντάφυλλα, τα χρυσάνθεμα, τις παπαρούνες, αχ αυτές οι κόκκινες παπαρούνες… Έτσι αναπόφευκτα φονεύσαμε και τον έρωτα… Αυτό ήταν το σημείο χωρίς επιστροφή, όταν φονεύσαμε τον έρωτα… τον έρωτα προς κάθε τι… τον έρωτα σαν συναίσθημα…

Μετά μία σύντομη διακοπή, σαν να ταξίδεψε στιγμιαία η σκέψη του εκεί πίσω...

- Καταστρέφοντας τα φυτά δηλητηριάσαμε την ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα, περιορίσαμε την παραγωγή οξυγόνου, αλλάξαμε άρδην το κλίμα του πλανήτη, αλλάζοντας έτσι και τη διαμόρφωση της γεωγραφίας. Τέλος, μετά από δυο πολύνεκρους παγκόσμιους πολέμους και χωρίς να έχουμε βάλει μυαλό, επιδοθήκαμε και στον τρίτο και πιο καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή τη φορά αφορμή ήταν η διεκδίκηση του νερού, αποτελούσε βλέπεις πρώτη ύλη για παραγωγή οξυγόνου μιας και τα φυτά όπως σου είπα τα εξαφανίσαμε.

- Μα καλά δεν υπήρχαν φωνές διαμαρτυρίας; Αδυνατώ να πιστέψω στα εξωγήινα αυτιά μου!! Πώς το επιτρέψατε αυτό;
- Άκου φίλε, και άρχισε να κοντανασαίνει και εμφανώς να κουράζεται σε κάθε λέξη, όταν είσαι τυφλός παραμένεις τυφλός. Το ζήτημα είναι…να μην γίνεις τυφλός, να το προλάβεις με άλλα λόγια. Και για να σου λύσω την απορία, υπήρχαν πολλές οργανώσεις που πάλευαν για να αλλάξουμε μυαλά, αλλά υπήρχαν ακόμα πιο πολλοί που δεν ήθελαν να αλλάξουν. Και επειδή, όπως θα ξέρεις μάλλον, τα πάντα στο σύμπαν λειτουργούν με βάση το νόμο της βαρύτητας, που λέει ότι η μεγαλύτερη μάζα ασκεί μεγαλύτερη δύναμη, τότε καταλαβαίνεις γιατί οι οργανώσεις αυτές ήταν αδύναμες. Γιατί για να αλλάξεις κάτι στο σύμπαν θέλει ενέργεια, θέλει αντίσταση απέναντι στην εντροπία που κατατρώει τα πάντα και αποδιοργανώνει τα πάντα. Αυτό το στοίχημα έβαλαν οι άνθρωποι όταν δημιουργήθηκαν, να εκμηδενίσουν την εντροπία, την αταξία, αλλά έχασαν…έχασαν κατακράτος!

Ο εξωγήινος παρακολουθούσε αποσβολωμένος και συγκινημένος. Τόλμησε μόνο να πει:

- Τα λεξικά μας σας ονομάζουν ανθρώπους, δηλαδή όντα που κοιτάτε ψηλά, πέρα, μακριά, που αναζητάτε το άγνωστο και ελπίζεται για το καλύτερο… Δεν… δεν καταλαβαίνω…
- Ούτε εγώ καταλάβαινα τότε, μα τώρα καταλαβαίνω. Τα βιβλία της συμπαντικής Ιστορίας θα γράψουν, και άρχισε να βγαίνει αίμα από το στόμα του γήινου, ότι η λέξη άνθρωπος είναι ό,τι πιο ατυχές και ψευδές έχει ειπωθεί για το δικό μου είδος. Οι άνθρωποι που γνώρισα εγώ –και ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι της γης- ούτε ψηλά κοιτούσαν, ούτε πέρα από τον εαυτό τους και την αυλή τους κοιτούσαν, ούτε μακριά από τα μικροπράγματα που θολώνουν το μυαλό κοιτούσαν. Ακόμα και με το αεροπλάνο όταν πετούσαμε, κοιτούσαμε κάτω…

Ήταν χλωμός, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, μα δεν επέτρεπε στον εαυτό του να σταματήσει, είχε τόσα πολλά να πει, τι να πρωτοπεί…;

- Και εσύ; ρώτησε ασυναίσθητα ο εξωγήινος.
- Εγώ;…εγώ ήμουν ένας από αυτούς, ίσως ο χειρότερος από αυτούς…και έκλεισε για λίγο τα μάτια του.
- Φίλε είσαι καλά; Απάντησέ μου είσαι καλά; Και αμέσως τον πλησίασε, του έπιασε το χέρι και το ακούμπησε στο εξωγήινο στήθος του. Ο γήινος φάνηκε να ηρέμησε για λίγο.
- Πες μου τι θυμάσαι από τον πλανήτη σου;
- Χμ… τι θυμάμαι; Θυμάμαι ότι σαν παιδί περίμενα πώς και πώς τη στιγμή που θα συναντούσαμε εξωγήινους για να τους πούμε τα επιτεύγματά μας, την ιστορία μας, να τους περιγράψουμε τα συναισθήματά μας σαν αντικρίζουμε κάποιο ηλιοβασίλεμα, κάποια χρυσή αυγή, να περιγράψουμε τα καρδιοχτύπια μας σαν μας μαγεύει μια παραμυθένια ύπαρξη… και άλλα πολλά… πάρα πολλά… Μα τώρα, πού να το φανταστώ ότι ο κλήρος θα έπεφτε σε μένα για να μιλήσω για την πατρίδα μου… Και το χειρότερο, πού να το φανταστώ ότι το μόνο που έχω να σου πω για την πατρίδα μου είναι ότι δεν υπάρχει, την καταστρέψαμε, τη δολοφονήσαμε, ότι εμείς οι γήινοι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά δολοφόνοι. Πώς λοιπόν να σου μιλήσω για τα ηλιοβασιλέματα και για τους έρωτές μου, δεν θα με πιστέψεις… Τα λόγια μου δεν θα πείσουν…

Αυτή τη φορά, κατέβασε ο εξωγήινος το βλέμμα του, ήταν συντετριμμένος, απέναντί του είχε το μοναδικό μάρτυρα ενός κόσμου που σε λίγο θα χανόταν για πάντα.


- Φι…φίλε! Θα έδινα τα πάντα να ξαναγύριζα πίσω, πριν 63 χρόνια και να πέθαινα προσπαθώντας να μεταπείσω τους συμπολίτες μου, παρά να ξε… ξεψυχώ εδώ στα ξένα… Ίσως να μην… ίσως να μην άλλαζα τίποτα, μάλλον δεν θα άλλαζα τίποτα, αλλά θα προσπαθούσα, μόνο αυτό… να προσπαθούσα λίγο παραπάνω… μόνο αυτό!

Και η ανάσα του σταμάτησε για λίγο, τα μάτια του κλείσαν… Όμως μαζεύοντας τις τελευταίες του γήινες δυνάμεις είπε:

- Ω ξειν, αγγέλειν εξωγήινοις ότι εμείς οι άνθρωποι δεν τηρήσαμε τους όρκους μας, ότι δεν σεβαστήκαμε το σπίτι μας, ότι δεν σταθήκαμε τόσο ψηλά όσο το όνομά μας απαιτούσε, ότι τυφλωθήκαμε από την απληστία, ότι καταπατήσαμε κάθε πνευματική προσπάθεια που τόλμησε να αντισταθεί στην χαοτική αταξία της ύλης που διακατέχει το σύμπαν, που διακατέχει το μυαλό μας, ότι ξοδέψαμε τη θεία χάρη σε πράγματα και όχι σε σκέψεις ή συναισθήματα… Αν τύχει να περνάς κάποια στιγμή από εκείνες τις συντεταγμένες που κάποτε χόρευε η ΓΗ άναψε ένα κεράκι…
- Γήινε! Γήινε! Κρατήσου…θα σε κάνουμε καλά!
- Εξωγήινε…, είπε με φωνή πνιγμένη στο ρόγχο του θανάτου, θυμήθηκα… θυμήθηκα… το όνομά μου δεν είναι γήινος, το όνομά μου είναι… ήταν… Αστρομόνος, δηλαδή μόνος ανάμεσα στα άστρα… Χα… χάρηκα που σε γνώρισα, λυ… λυπάμαι που με γνώρισα… Και τότε έγειρε το κεφάλι του και το βλέμμα του ακινητοποιήθηκε προς το μέρος που κάποτε έπλεε ένας γαλάζιος, ονειρεμένος πλανήτης. Ένας πλανήτης που πέθανε από τα παιδιά που ο ίδιος γέννησε… Η ψυχή του γήινου άφησε το ταλαιπωρημένο σώμα του και ξεκίνησε το δικό της διαστρικό ταξίδι, προς αναζήτηση φωλιάς για να πλαγιάσει και να ονειρευτεί.



"Μια καλημέρα είναι αυτή"
Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου