Το καρναβάλι τέλειωσε;



Η μάσκα και το εν γένει μασκάρεμα, πάντα κατείχαν ιδιαίτερη θέση στις κοινωνικές εκδηλώσεις του ανθρώπινου είδους. Από πολύ παλιά, ο άνθρωπος αρέσκεται να παίρνει μια μορφή διαφορετική από τη δική του, προσπαθώντας μέσα από αυτήν την κίνηση να περάσει ένα μήνυμα και να επιτύχει ένα σκοπό.

Η Γνωστική Ανθρωπολογία και η Ανθρωπολογία των Συμβόλων και της Σκέψης, ερμηνεύει το φαινόμενο του καρναβαλιού, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας του ανθρώπινου μυαλού, αυτό της ανατροπής. Η μεταμφίεση, ανέκαθεν έδινε ευκαιρία στους ανθρώπους να εκφράσουν για μια σύντομη περίοδο, βαθειά ένστικτα, σκοτεινές ανάγκες, μύχιες σκέψεις, και όλα αυτά νόμιμα και χωρίς να παρεξηγούνται από κανέναν! Ήταν ευκαιρία λοιπόν, την περίοδο του καρναβαλιού, αυτό που μέχρι πριν ήταν το κατακριτέο ή το ανήθικο κοινωνικά, τώρα να φεύγει από τη σφαίρα του μεμπτού και για λίγο διάστημα, σαν ένα είδος αστεϊσμού, να μην ενοχλεί κανέναν! Έτσι, ο άντρας μπορεί να υποδυθεί τη γυναίκα και το αντίστροφο, ο δούλος και ο κατατρεγμένος μπορεί για σπάνια φορά στη ζωή του να εμφανιστεί ως ένα σημαντικό δημόσιο πρόσωπο, φαλλικά και εν γένει ερωτικά σύμβολα ξεπηδούν στην επιφάνεια, χωρίς να σοκάρεται κανείς και κυρίως χωρίς να είναι υπόλογος κανείς. Με λίγα λόγια αγαπητοί μου, η απόλυτη ανατροπή, ή πιο σωστά αν κάνουμε ανατροπή των γραμμάτων μέσα στην ίδια τη λέξη «ανατροπή», τότε μιλάμε για την απόλυτη αα-ντροπή, δηλαδή την παντελή έλλειψη ντροπής (το διπλό «αα» δηλώνει το μέγεθος της έλλειψης της ντροπής)!

Γιατί συμβαίνει όλο αυτό το τζέρτζελο; Μα γιατί άλλο φυσικά. Για την εκτόνωση του λαού, για την προσπάθεια να κατευθυνθεί η όλη δυναμική, ειδικά των υποδεέστερων, σε πιο εύσχημες αντιδράσεις και με πολύ λιγότερο κοινωνικό κόστος. Για φανταστείτε όλοι όσοι κάθε χρόνο πάνε στο καρναβάλι της Πάτρας, να διαδηλώνουν στην πλατεία Συντάγματος τι θα γινόταν… Έτσι, είναι αυτοί ήσυχοι, ότι κορόιδεψαν, ότι φώναξαν, ότι άσκησαν την κριτική τους απέναντι στους ιθύνοντες, μα και οι ιθύνοντες ήσυχοι και απυρόβλητοι στις ζεστές θεσούλες τους, να συνεχίζουν να κάνουν καλά αυτό το ένα και μοναδικό που ξέρουν να κάνουν: να δουλεύουν τον κόσμο ψιλό γαζί.

Ας παρακολουθήσουμε όμως ιστορικά το μασκάρεμα στην ελληνική επικράτεια από αρχαιοτάτων χρόνων, για να δούμε τι προσπαθούσαν να πετύχουν οι άνθρωποι που ήθελαν να υποδυθούν κάποιον άλλον.


Πρώτος σταθμός, 5ος αι. π.Χ. (όπου το π.Χ. = προ Χριστού) στη Ρόδο:

Ήταν μια μάνα, ονόματι Καλλιπάτειρα, κόρη του ξακουστού Διαγόρα, που αψήφισε και την ίδια της την ζωή για να παρακολουθήσει τον γιό της, Πεισίροδο να αγωνίζεται. Την εποχή αυτή απαγορευόταν η είσοδος παντρεμένων γυναικών στο στάδιο. Η Καλλιπάτειρα όμως, ατρόμητη, μεταμφιέστηκε σε άνδρα γυμναστή. Τόσο λαχταρούσε να παρακολουθήσει το γιο της να αγωνίζεται, να βρεθεί κι εκείνη στο πλάι του, στην μεγάλη αυτή στιγμή της ζωής του. Κανείς δεν αντιλήφτηκε το μυστικό της, μέχρι που ο Πεισίροδος νίκησε! Πώς να κρύψει την ευτυχία της; Επιφωνήματα χαράς βγήκαν από τα χείλη της, κι όλοι πια είδαν πως ο άνδρας γυμναστής δεν ήταν άλλος από την μητέρα του Πεισιρόδου! Σώπασαν οι κραυγές επιδοκιμασίας, γίνανε ψίθυροι και πλανήθηκαν σε όλο το Στάδιο. Όλοι γνώριζαν τους νόμους και την τιμωρία.





Οι Ελλανοδίκες έπρεπε να ανακοινώσουν την ποινή για την γυναίκα που ντύθηκε άνδρας για να μπει στο Στάδιο. Ποινή σε όσες γυναίκες δεν υπάκουαν στον νόμο αυτό, ήτανε το γκρέμισμά τους από το Τυπαίον όρος. Την Καλλιπάτειρα δεν την ένοιαζε κι αν πεθάνει. Είδε το παιδί της με τα ίδια της τα μάτια να στέφεται νικητής, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, κι αν το τίμημα γι’’αυτήν την ανείπωτη χαρά ήταν ο θάνατος, ας πέθαινε ευχαρίστως. Μόνον ο Πεισίροδος την κοίταζε θλιμμένος. Θα μπορούσε να δώσει πίσω κι αυτό το ίδιο το στεφάνι ελιάς και τη νίκη που χρόνια τώρα ονειρευόταν, για να ζήσει η αγαπημένη του μητέρα. Οι σοφοί Ελλανοδίκες δεν μπορούσαν να πάρουν απόφαση. Πότε κοιτούσαν τον ουρανό, μήπως λάβουν κάποιο σημάδι από τους Θεούς, πότε κοιτούσε ο ένας τον άλλον αμήχανα. Ώσπου ο γεροντότερος και πιο σοφός εμίλησε: - «Αυτή η γυναίκα κρατάει από τρανή γενιά. Κόρη του ενδόξου Διαγόρα, μάνα και θεία Ολυμπιονίκη. Στις φλέβες της κυλάει αίμα ευγενικό, κι αυτή η ανδρειοσύνη την έκανε να παραβεί τον Νόμο, γνωρίζοντας καλά την τιμωρία. Προτείνω λοιπόν να της δοθεί χάρισμα. Ελπίζω κι εσείς να συμφωνήσετε.» Όλοι συμφώνησαν. Αλαλαγμοί χαράς ακουγόντουσαν από όλο το Στάδιο. Το πλήθος μακάριζε μάνα και γιό!

Η ιστορία με το όμορφο αυτό τέλος ειπώθηκε από στόμα σε στόμα σε πολλές γενιές. Δίδαξε το θάρρος και την ανδρειοσύνη μιας Ελληνίδας, που τόσο πονοκεφάλιασε τούς Ελλανοδίκες, ώστε εξ αιτίας της ορίστηκε για όλους τούς επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες να αγωνίζονται γυμνοί οι αθλητές, για να μην μπορέσει άλλη γυναίκα να κρυφτεί.

Επίσης, έδωσε έμπνευση στον Λοράντζο Μαβίλη να γράψει το ομώνυμο σονέτο του:




Καλλιπάτειρα

"Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε". "Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα, Ολυμπιονίκες.

Να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκες.

Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντριάς τ' αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σ’ αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός τ’ αθάνατου Πινδάρου."

(Λορέντζου Μαβίλη)



Δεύτερος σταθμός,
ο κερκυραϊκός μεσαίωνας:

Εκεί συναντούμε το τραγούδι του «Γαζιανάκη». Πρόκειται για ένα παλιό δημοτικό τραγούδι της Κέρκυρας, με 15σύλλαβους στίχους, στα πρότυπα πολλών μεσαιωνικών ποιημάτων και τραγουδιών. Η υπόθεση του τραγουδιού του «Γαζιανάκη», αναφέρεται στον ακαταμάχητο πόθο ενός νέου για μια κοπέλα που δεν μπορούσε, με τα αυστηρά ήθη της εποχής, να τη συναντήσει και... "να την πλανέψει". Για να το επιτύχει, ντύθηκε γυναίκα, ακολουθώντας το πονηρό σχέδιο μιας γριάς που "τον ορμήνεψε". Η μεταμφίεση του «Γαζιανάκη» σε γυναίκα, σύνδεσε το χορευτικό ποίημα με την περίοδο του καρναβαλιού, δίνοντας την ευκαιρία σε άντρες και γυναίκες να απελευθερωθούν για λίγο από τις δεσμεύσεις των αυστηρών ηθών και κανόνων κοινωνικής ζωής και να τραγουδήσουν με πάθος και χαρά την ιστορία που θέλει το ζευγάρι να κάνει του... "ύπνου τα κανάκια" (ερωτικά παιχνίδια) στο κρεβάτι τση Μαριώς, με τα χρυσοκεντημένα σεντόνια.



Τέλος, τρίτος σταθμός
το 2012 π.Χ. (όπου το π.Χ. = προ Χρεοκοπίας):

Συναντάμε ανθρώπους που μασκαρεύονται επί πολλά χρόνια, κυβερνόμενοι από άλλους και πολλούς μασκαράδες. Αποτέλεσμα; Όλοι αυτοί οι μασκαρεμένοι άνθρωποι,


να ξεχνούν τα γονικά τους, τις ταλαιπωρίες, τις ελλείψεις και τις κακουχίες που πέρασαν κάποτε οι παλαιότεροι, και


με αξεπέραστη ξεφτίλα, να μασκαρεύουν με τον ίδιο τρόπο τα παιδιά τους και τελικά να τα καταντάνε ζητιάνους.


Αυτοί, φάγανε, φάγανε, φάγανε, ξαναφάγανε, και άλλοι θα πληρώσουν ζητιανεύοντας…


Εν έτη 2012 λοιπόν αγαπητοί μου, κάποιοι που βρίσκονται ανάμεσα σε τόσους μασκαράδες, νοιώθουν τόσο ξένοι.



"Είμαι ξένος"
Στίχοι, Μουσική, Εκτέλεση:
Νίκος Πορτοκάλογλου


είμαι ξένος, είμαι άστεγος,
δίχως μύθο, δίχως μάσκα...


Ο λόγος είναι ότι τί και αν τελείωσε το καρναβάλι; Κάποιοι εξακολουθούν να αγοράζουν μάσκες από το παζάρι της τύχης μας και να μασκαρεύονται, υποδυόμενοι τους σωτήρες μας…


"Μάσκες"
Στίχοι, Μουσική: Βαγγέλης Γερμανός
Ερμηνεία: Μίλτος Πασχαλίδης



το κρναβάλι τέλειωσε και αυτοί,
μάσκες πουλάνε στο παζάρι...



Λοιπόν, τι σημαίνει άραγε το καρναβάλι;