Μάθημα Οικονομικής Ιστορίας 3: Η φύση του ανθρώπου και ο άνθρωπος της φύσης



Ζούμε σε καπιταλιστική εποχή. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το αντίπαλο δέος που προσπάθησε να παρατάξει τις δυνάμεις του, ήταν ο μαρξισμός, ο υπαρκτός σοσιαλισμός και ό,τι έχει απομείνει σαν ασθενικά κατάλοιπα αυτών, στις σύγχρονές μας μέρες, που ακούν στο όνομα Αριστερά. Ο καπιταλισμός έχει κατά κράτος κερδίσει. Το είδαμε και χτες βράδυ. Ο αντίπαλος, έχει κατατροπωθεί πριν ακόμα μπορέσει να ορθοποδήσει στο στερέωμα της Ιστορίας.

Είναι μεγάλης αξίας να αναλύσουμε αυτήν την μάχη. Την μάχη Καπιταλισμού και ό,τι συλλήβδην αποκαλούμε Αριστερά.

Ξεκινάμε με τον κύριο Μαρξ. Τι είπε αυτή η γερμανική μορφή; Είπε ότι κάθε παραγόμενο αγαθό, κάθε υλικό προϊόν, έχει τόση αξία, όση είναι η εργασία που απαιτήθηκε για να παραχθεί. Κοινώς, κάθε αγαθό, αξίζει τόσο όσο η εργασία που καταναλώθηκε. Αν δηλαδή, εγώ κατανάλωσα 5ευρώ εργασία για έναν καφέ, αυτός τότε δικαιολογημένα να πουλιέται 5ευρώ στην πλατεία Λιστόν της Κέρκυρας. Πάμε τώρα να αλλάξουμε λίγο τις λέξεις: αν αντί για «εργασία» βάζαμε τη λέξη «έργο», που είναι συνώνυμες, και αν θυμηθούμε από την πολύτιμη Φυσική του σχολείου, ότι το «έργο είναι ένα ποσό ενέργειας», αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που στην ουσία έλεγε ο Μαρξ, και ολόσωστα κατά την άποψή μου, είναι ότι για να φτιαχτεί ένα αγαθό, απαιτείται κατανάλωση ενέργειας. Και ουσιαστικά, αυτό το ποσό ενέργειας που καταναλώθηκε (αν εξαιρέσεις τη θερμότητα που θα παραχθεί και που είναι άπιαστη) περιέχεται στο παραγόμενο υλικό αγαθό. Συνεπώς, ο Μαρξ, εκτός από μεγάλος κοινωνικοοικονομικός αναλυτής, ήταν και ένας μεγάλος φυσικός, καθώς επί της ουσίας διατύπωσε την Αρχή Διατήρησης της Ενέργειας: κάποιος καταναλώνει ενέργεια για να παράγει κάποιο έργο (=αποτέλεσμα, αγαθό, προϊόν). Αυτή η ενέργεια όμως, δεν χάνεται, παρά μόνο αλλάζει κατάσταση, μεταμορφώνεται, και πλέον κρύβεται σε αυτό το νέο αγαθό που έχει παραχθεί. Ολόσωστα λοιπόν, είπε ο Μαρξ ότι η αξία κάθε προϊόντος, κρύβεται στην εργασία που απαιτήθηκε για να παραχθεί, κοινώς στην ενέργεια που κάποιος «πλήρωσε» για να φτιαχτεί. Ο Μαρξ ανήγαγε τα πάντα σε κοινή βάση, αυτή που η ίδια η επιστήμη της Φυσικής έχει αποδείξει: όλα στο Σύμπαν είναι ενέργεια! Και η ενέργεια δεν χάνεται, απλά αλλάζει μορφές, από χημική γίνεται κινητική, δυναμική ή ηλεκτρική ή οτιδήποτε άλλο, σε μια εντιμότατη ισορροπία και ισοτιμία!

Αυτό το ποσό ενέργειας, το καταναλισκόμενο, ζήτησε να πληρωθεί ο Μαρξ, και όχι να μένει απλήρωτο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους καπιταλιστές να το εξαργυρώνουν μέσα από το φαινόμενο της «υπεραξίας», που δεν είναι τίποτε άλλο από τις απλήρωτες ώρες υπερωρίας. Αν δηλαδή κάποιος δουλεύει 10 ώρες, καταναλώνοντας «x» ποσότητα ενέργειας την ώρα, πρέπει να πληρωθεί 10*x, και όχι λιγότερο. Το σύνηθες όμως είναι οι εργάτες να πληρώνονται λιγότερο, πχ 5*x, και το ερώτημα είναι το υπόλοιπο 5*x, που είναι υπαρκτό ποσό καταναλισκόμενης ενέργειας (γιατί είπαμε ότι η ενέργεια δεν χάνεται), το οποίο κρύβεται στα παραγόμενα αγαθά που αυτός ο εργάτης δημιούργησε, πού πάει; Αυτό λοιπόν ο Μαρξ το ονομάζει υπεραξία, και πάει στην τσέπη των καπιταλιστών, δημιουργώντας έτσι το δικό τους κέρδος, καθώς, δεν ίδρωσαν αυτοί , δεν κουράστηκαν και το κυριότερο, δεν κατανάλωσαν ενέργεια. Άρα, κέρδος εκ του μηδενός! Ή μάλλον, κέρδος από υποαμοιβόμενους παραγωγούς αγαθών, δηλαδή τους εργάτες.

Μέχρι εδώ καλά. Γιατί όμως δεν έπιασε ο Μαρξισμός ή ο μετέπειτα Σοσιαλισμός; Και εδώ αποκαλύπτεται το μεγαλύτερο εμπόδιο στην οικονομική και κοινωνική ιστορία του ανθρώπινου δράματος: διότι ΔΕΝ έχει βρεθεί και ούτε πρόκειται να βρεθεί μέτρο αυτής της καταναλισκόμενης ενέργειας από τον κάθε εργαζόμενο! Δεν μπορεί να βρεθεί αυτό το γαμημένο το «x» που λέγαμε πριν, για να μπορεί πλέον απτά και με συγκεκριμένο νούμερο ο εργαζόμενος να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα του. Δεν έχει κατορθώσει η Φυσική, και ούτε πρόκειται επαναλαμβάνω, να το κατορθώσει. Προσκρούει στην άπειρη και χαοτική διαφορετικότητα της λειτουργίας των έμβιων όντων. Τι εννοώ; Βάλε δυο αδέρφια δίδυμους ομοζυγώτες, 20χρονους, να σκάβουν με το ίδιο ακριβώς τσαπί, το ίδιο χωράφι. Η ενέργεια που θα καταναλώσουν θα είναι διαφορετική, γιατί ΔΕΝ είναι οι ίδιοι επακριβώς οργανισμοί (αναφέρω επιγραμματικά το φαινόμενο της επιγεννετικής), ΔΕΝ έχουν τις ίδιες επακριβώς μεταβολικές ανάγκες, ΔΕΝ έχουν την ίδια ακριβώς διάθεση όταν σκάβουν, αφού ο ένας μπορεί να μην κοιμήθηκε το προηγούμενο βράδυ και να είναι ήδη κουρασμένος, ΔΕΝ γίνεται να σκάβουν το ίδιο σημείο του χωραφιού καθώς σε ένα σημείο το έδαφος μπορεί να είναι πιο τραχύ, και ακριβώς δίπλα που σκάβει ο άλλος να είναι πιο μαλακό… και άπειρα άλλα σημεία διαφορετικότητας που πηγάζουν ξεκινώντας από την Βιολογία και καταλήγουν στην Ψυχολογία και την Πολιτισμική διαφοροποίηση ως παράγων κατασκευής της ενεργοβόρας προσωπικότητας ενός εκάστου ατόμου πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.

Συμπέρασμα: ο κύριος Μαρξ, κοίταξε προς την σωστή κατεύθυνση. Εκεί, που πραγματικά υπάρχει η ισορροπία και η δικαιοσύνη: στον κόσμο της ανταλλαγής ενέργειας, στον κόσμο της Φύσης και του Σύμπαντος. Προσέκρουσε όμως πάνω σε έναν βράχο, που δεν γίνεται να προσπελαστεί: την ανθρώπινη διαφορετικότητα, που καθιστά αδύνατη την μέτρηση της επακριβούς ποσότητας ενέργειας που απαιτείται για να λειτουργήσει, κάνοντας μια εργασία. Κοινώς το πρόβλημα είναι η Ανθρώπινη φύση. Και σε αυτό το σημείο αποτυγχάνει να νικήσει η Αριστερή ιδεολογία. Στο ίδιο σημείο πατά και ο Καπιταλισμός και κερδίζει. Καθότι ο τελευταίος σου λέει: μεγάλε για να κάτσεις να πιεις τον καφέ σου στο Μοναστηράκι και να αντικρίσεις τον Παρθενώνα, για να απολαύσεις δηλαδή αυτήν την υπηρεσία, σου χρεώνω τον καφέ 5 ευρώ. Δεν σου εξηγεί όμως, ότι ο καφές του έχει κοστίσει πραγματικά ούτε 1 ευρώ και τα υπόλοιπα είναι καθαρό κέρδος. Δεν σου λέει ότι η υπηρεσία που σου προσφέρει, δηλαδή να χαζεύεις τον Παρθενώνα, είναι υπηρεσία και μάλιστα μοχθηρή, που οι πρόγονοί μας και οι δούλοι τους είχαν προσφέρει, και όχι ο μαγαζάτορας του 2012! Άρα, ποιος είναι αυτός ο κύριος που έρχεται και σου πουλάει εσένα τον Παρθενώνα μέσα στο ποτήρι με τον καφέ; Κοινώς, το πράγμα έχει ξεφύγει. Και αυτό ακριβώς είναι ο Καπιταλισμός. Το αποκορύφωμα της αυθαιρεσίας. Σου λέει, έτσι μια μέρα, πολύ απλά, "θα παίρνεις μεγάλε, 490 ευρώ και κάνε μόκο...".

Ο Καπιταλισμός, απαιτεί ένα και μόνο πράγμα: το κέρδος. Κέρδος εκ του μηδενός στη φύση όμως είδαμε δεν υπάρχει, μόνο ανατρέποντας τη φύση επιτυγχάνεται αυτό, μόνο αλλάζοντας τις ισορροπίες με ανθρώπινες ανισορροπίες. Διότι η Φύση, βρίσκει τον τρόπο να ισορροπεί τις ανάγκες των τόσων βασικών όντων που την αποτελούν. Και εκεί είναι το μυστικό της Φύσης: αυτή η τεράστια ποικιλότητα είναι που την κρατά ζωντανή, διότι δημιουργεί ένα τεράστιο δίκτυο δρώντων και αντι-δρώντων υποκειμένων, που κρατούν το παιχνίδι της ανταλλαγής της ενέργειας σε ισορροπία. Η ύπαρξη του κάθε είδους, είναι το αντιστάθμισμα για να μην το παρακάνει ένα άλλο είδος. Έτσι, όλα τα είδη, συνυπάρχουν, ελέγχοντας ουσιαστικά το ένα το άλλο, σε μια υπέροχη αρμονία. Σε αντίθεση, ο άνθρωπος, έχει τινάξει στον αέρα κάθε μορφή ισορροπίας, και έχει γύρει την πλάστιγγα μόνο προς το μέρος του, χωρίς να υπάρχει το αντίπαλο δέος, δηλαδή κάποιος οργανισμός που να βάζει φρένο στη φρενήρη καταναλωτική του διάθεση. Μόνος λοιπόν και -σε λίγα χρόνια έρημος, κυριολεκτικά και μεταφορικά- υποκινείται από μια μόνο δύναμη, αυτήν της αχόρταγης και άπληστης κερδοφορίας.

Και εδώ αντιμετωπίζουμε ένα δύσκολο φαινόμενο: τη φύση του Ανθρώπου. Η Φύση, έφτιαξε μέσα από την Εξελικτική Βιολογία του Δαρβίνου, τον Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος, με το μοναδικά φτιαγμένο όπλο σε όλη τη φύση, τον εγκέφαλο, και χωρίς αντίπαλο δέος, μένει μόνος στο θρόνο του διαχειριστή της Φύσης. Η Φύση, η θηλυκιά αυτή ύπαρξη, ίσως έφτιαξε τον αρσενικό Άνθρωπο, για λίγη συντροφιά, σε αυτό το προαιώνιο μαγικό ταξίδι. Αυτός όμως, αντί να την σεβαστεί, την κατακρεουργεί, εξουσιάζει από το θρόνο του, της ξεσκίζει τα σπλάγχνα χωρίς να της δίνει τη δυνατότητα για νέα τεκνοποίηση, σκοτώνει τα παιδιά της, αφανίζει ζώα και φυτά, παραμορφώνει τα ζυγωματικά στο πρόσωπό της καταστρέφοντας βουνά, χαρακώνει το στήθος της με σκαμμένα υπόγεια εμπορικά κέντρα που πουλούν ψεύτικες ελπίδες ομορφιάς και κέρδους…

Η φύση του Ανθρώπου, αντιτίθεται στην ίδια τη Φύση. Αυτή, του έδωσε την ευκαιρία να διαχειριστεί τον πλούτο, την ομορφιά και τη μαγεία της και Αυτός, τη βίασε, την πετσόκοψε, την σκότωσε. Έτσι απλά και αναίτια. Επειδή δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την ίδια του τη φύση πρώτιστα. Πώς να πάει να διαχειριστεί ολόκληρη τη Φύση, μετέπειτα; Επειδή δεν μπόρεσε να αντέξει την ίδια του τη φύση, πώς να αντέξει την πολυπλοκότητα ολόκληρης της Φύσης;

Αγαπητοί μου, η Φύση μάς δημιούργησε για να μπορέσουμε να συντονίσουμε την τόση πολυπλοκότητά της. Και αντί να προσαρμοστούμε εμείς, τα τέκνα της, με τις επιταγές της, προσαρμόσαμε την ίδια τη Φύση, τη μάνα μας, πάνω μας, εξαργυρώνοντάς την με ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές… Η ύβρις του τέκνου απέναντι στη Μάνα του… Και το αποτέλεσμα; Καταστροφή και για τους δυο.

Ποιο είναι το μέλλον μας; Άγνωστο. Ας προσπαθήσουμε, να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει. Να δουλέψει για το καλό μας. Το καλό της Μάνας μας και των παιδιών μας. Ίσως, τότε, αλλάξουν τα πράγματα. Ίσως, τότε να έχει απομείνει δύναμη στη Μητέρα-Φύση, να συγχωρέσει τον άσωτο υιό της…








"Αφήγηση"
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική, Ερμηνεία:
Μίλτος Πασχαλίδης



...γιατί δεν βρίσκω τίποτα που να μην το συνηθίσατε...
...προσκυνώ...


Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα

Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν
γυναίκες που γερνούνε δύσκολα
αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών

Πγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία

Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς
άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος
μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ' το τρένο
ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή

Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι' αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
που να μην το συνηθίσατε
προσκυνώ