Πόλη και χωριό...


"Η τρίτη φάση είναι ο γάμος του νεαρού και η οριστική εγκατάσταση του στην πόλη μαζί με τη γυναίκα του (που συχνά είναι και αυτή Επισκεψιώτισσα) και τα παιδιά τους. Τότε οι επισκέψεις στο χωριό γίνονται τις Κυριακές, όπως και όλων εκείνων που κατάγονται από την Επίσκεψη, αλλά μένουν στην πόλη της Κέρκυρας. Η αναχώρηση των επισκεπτών στο τέλος του απογεύματος είναι μια επώδυνη στιγμή για όσους μένουν και αισθάνονται -έστω και αν δεν το εκφράζουν- ένα είδος ζήλιας, ένα αίσθημα πικρίας, συγκρίνοντας τη ζωή τους με εκείνη των κατοίκων της πόλης. Ξέρουν ότι τους περιμένει μια καινούργια εβδομάδα δουλειάς 'κάτω από την ελιά', στη βροχή και στη λάσπη, την ώρα που ο αδελφός, ο εξάδελφος ή η νύφη τους θα βρίσκονται στη δουλειά ή στο σπίτι, στεγνοί και καθαροί. Βέβαια, πολλοί συμφωνούν ότι η ζωή στο χωριό είναι πιο ευχάριστη, γιατί δεν υπάρχει εξάρτηση και καθένας δουλεύει για λογαριασμό του. Είναι καλύτερα να είναι κάποιος μικροκτηματίας παρά εργάτης ή υπάλληλος στην πόλη, με αφεντικό πάνω από το κεφάλι του, υποχρεωμένος να προσαρμόζεται στις εκάστοτε διαθέσεις και επιθυμίες του. Παρ' όλ' αυτά, παραμένει μια αίσθηση αδικίας απέναντι στον 'πολιτισμό', καθώς δεν έφερε στο χωριό το ηλεκτρικό ρεύμα πριν το 1969 και το νερό πριν το 1970 και εξακολουθεί να μην παρέχει στο χωριό όλες εκείνες τις ευκολίες που βρίσκονται στη διάθεση όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων της πόλης. Ακόμα, ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά που έχουν εγκατασταθεί στην Κέρκυρα, οι σχέσεις έχουν αλλάξει, δεδομένου ότι οι οικονομικοί όροι είναι τελείως καινούργιοι. Ο οικονομικά ανεξάρτητος γιος που συχνά μάλιστα έχει μεγαλύτερο εισόδημα από τους γονείς του, δεν ανήκει πια στην ίδια οικογένεια, είναι 100% κάτοικος της πόλης."

(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το "Έργα και Ημέρες στην Κέρκυρα. Ιστορική Ανθρωπολογία μιας τοπικής κοινωνίας" της Μαρίας Κουρούκλη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2008, κεφ.3, σελ. 89, που αναφέρεται στην κοινωνία του χωριού Επίσκεψη, της Βόρειας Κέρκυρας κάπου στα μέσα του 20ου αιώνα)


Εκτός του ότι αναδεικνύεται το γενικότερο θέμα της αντίθεσης χωριού και πόλης, το οποίο μάλιστα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ μιας και στις μέρες μας οι περισσότεροι αστοί αναρωτιούνται τί είναι αυτό που τους παρέχει πλέον μια πόλη, καταφαίνονται και οι ρίζες ενός φαινομένου που δυστυχώς παραμένει μέχρι σήμερα στην Κέρκυρα και έχω διαπιστώσει και εγώ ο ίδιος. Πρόκειται για την τεράστια κοινωνικοοικονομική διαφορά μεταξύ της πόλης της Κέρκυρας και όλης της υπόλοιπης επαρχίας. Η πόλη ευημερεί, έχει τα πάντα, η επαρχία δεν έχει σχεδόν τίποτα - χειμώνα, καλοκαίρι. Όλοι οι χωριανοί, αναγκάζονται να κατέβουν στην πόλη για να προμηθευτούν τα απαραίτητα, (ρούχα, σουπερμάρκετ, ακόμα και ένα γλυκό βρε αδερφέ, καθώς σε χωριό > 1000 κατοίκων λείπει ζαχαροπλαστείο - τι πικρή ζωή!). Σε μια προσπάθεια ανεύρεσης κάποιου μαγειρείου, ταβέρνας, ψησταριάς, ή έστω σουβλατζίδικου, μια ηλιόλουστη Κυριακή που μας πέρασε, γύρισα σχεδόν όλη την κεντρική και βόρεια Κέρκυρα, για να μην βρω τίποτα ανοιχτό και να καταλήξω στην πόλη, σε κάτι χαμηλής ποιότητας και περιβάλλοντος μαγαζιά για φαγητό (όχι ότι τα μαγαζιά για ποτό είναι καλύτερα).

Αλλά και στην ίδια την πόλη, υπάρχουν διαβαθμίσεις, με κεντρικότατο σημείο εμπορικοκοινωνικονυφοπαζαροαραξοβόλικης ζωής, την πλατεία Λιστόν, που από την πρώτη κιόλας φορά που πάτησα το πόδι μου εκεί, μου μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά ότι μάλλον πρόκειται για πλατεία... Ληστών! Δεν είχα άδικο, καθώς τα πάντα είναι πανάκριβα, οι παροχές αστείες, οι εργαζόμενοι απλώς διεκπεραιωτικοί... Το μόνο που αξίζει είναι το ίδιο το κτήριο.