Μιας και μιλάμε για τη διαχρονική πορεία νόσων και παθήσεων στην ελληνική επικράτεια, να το κουίζ της ημέρας:
τι κοινό μπορεί να έχει η μεταβυζαντινή πολιτική και κοινωνική Ιστορία της Ελλάδος με τον ιό της γρίπης;
Ας παραθέσουμε τα στοιχεία για να δούμε αν στοιχειοθετείται ομοιότητα ή όχι.
α) Ο ιός της γρίπης είναι ενεργός και μπορεί να μεταδίδεται μέχρι και 6 ημέρες μετά τη μόλυνση ενός ανθρώπου. Τα συνήθη συμπτώματα της λοίμωξης διαρκούν γύρω στις 3-4 ημέρες και μετά ο πυρετός υφίεται, οπότε χρειάζεται να παρέλθει μια περίοδος περίπου 2 ημερών πλήρους απυρεξίας και βελτίωσης της κλινικής εικόνας για να πούμε ότι ο ασθενής έχει ξεπεράσει οριστικά τη νόσο και αυτή έχει κάνει τον κύκλο της. Σε αυτό το διάστημα των 2 ημερών όμως, αξίζει να τονιστεί ότι συνεχίζει να πάσχει και να μεταδίδει μάλιστα, παρόλο που ο ίδιος δεν το αντιλαμβάνεται. Απλώς τα φαινόμενα είναι ηπιότερα.
(ελεύθερη μετάφραση από το Nicholson K. Human influenza. In: Nicholson K, Webster RG, Hay A, eds. Textbook of influenza. Oxford, UK: Blackwell Science, 1998)
β) Όταν αναφέρομαι στη μεταβυζαντινή περίοδο, μιλάω για τα 400 περίπου χρόνια τουρκοκρατίας και τα 200 περίπου χρόνια σύγχρονου και ελεύθερου (;) ελληνικού κράτους (βασικά θέλουμε να φτάσουμε στο 2021 για να κλείσουμε 200 χρόνια από το 1821 και την πρώτη ελεύθερη ανάσα σε τούτη τη χώρα). Αν θέλαμε να ρίξουμε μια πολύ γρήγορη ματιά στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση όλα αυτά τα 600 χρόνια θα λέγαμε πάνω κάτω τα εξής:
"Για να κατανοήσει κανείς τη φύση αυτού του συστήματος των πελατειακών σχέσεων και τις υποχρεώσεις που επέβαλλε στους προστάτες, πρέπει να κατανοήσει σε ποια κατάσταση είχαν αφήσει την κοινωνία στην Ελλάδα οι αιώνες, οι χιλιετίες, ίσως. Αφού δεν υπήρχε κεντρική εξουσία ικανή να ελέγχει και να υπερασπίζεται τους ανθρώπους, καθένας ήταν αναγκασμένος να αναζητεί αλλού στήριγμα και προστασία. Το φυσικότερο και το ασφαλέστερο στήριγμα βρισκόταν στην οικογένεια, της οποίας τα μέλη, αλλά και οι συγγενείς ως τον δεύτερο βαθμό, πουθενά δεν ήταν τόσο στενά συνδεδεμένα και τόσο έτοιμα να αλληλοβοηθηθούν όσο στην Ελλάδα. Ύστερα, ο απομονωμένος άνθρωπος έπρεπε να εξασφαλίσει μια θέση ανάμεσα στους άλλους. Ανάλογα με το πόσο αδύνατος ή δυνατός αισθανόταν, γινόταν οπαδός κάποιου ισχυρού, ή συγκέντρωνε ο ίδιος οπαδούς γύρω του. Με τον τρόπο αυτό, κάθε επιφανής έχει λίγο πολύ έναν σημαντικό αριθμό από υποτακτικούς, που τον συναναστρέφονται, τον ακούνε, ζητούν τη συμβουλή του, εκτελούν τις επιθυμίες του και υπερασπίζουν τα συμφέροντά του, προσέχοντας πάντα να είναι αντάξιοι της εύνοιάς του και να κερδίζουν την εμπιστοσύνη του.[…] Η παραδοσιακή αντίληψη ότι μια συγκεκριμένη θέση αποτελούσε πηγή προσωπικών ωφελημάτων για τον κάτοχό της, και όχι όργανο για την εξυπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος, μεταφέρθηκε σε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό όταν, με την επιτυχία της Επανάστασης, το κράτος έγινε αντικείμενο ανταγωνισμού ανάμεσα στους Έλληνες. Από αφοσίωση στην οικογένεια, που ως μάδα εξακολουθούσε να έχει προτεραιότητα απέναντι στο έθνος, καθώς και από προσωπικό συμφέρον, το άτομο απέβλεπε κατά κανόνα στην εκμετάλλευση της κρατικής μηχανής προς όφελος των συγγενών και των φίλων του και εις βάρος των αντιπάλων του. Όταν ήταν εκτός αρχής δεν περίμενε παρά την ίδια δυσμενή μεταχείριση που επιφύλασσε και ο ίδιος στους αντιπάλους του. Έβλεπε με δυσπιστία τη διαχείριση του κράτους από άλλους, και επιστράτευε όλα τα μέσα που διέθετε για να παρεμποδίζει τα κρατικά μέσα. Η συμπεριφορά που απέρρεε από την αντίληψη ότι το κράτος ήταν όργανο εκμετάλλευσης, συνέτεινε στην εμπέδωση αυτής της νοοτροπίας. Το κράτος έπαυε να αποτελεί απειλή για κάποιον μόνον όταν αυτός ο ίδιος μπορούσε να το εξουσιάσει. Η συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της θητείας του στην εξουσία το αποδείκνυε. Τα συμφέροντα που διακυβεύονταν σ’ αυτή την πολιτική διαμάχη ήταν συχνά τεράστια και συνεπάγονταν ανθρώπινα θύματα και οικονομική φθορά ως συνέπεια του αποκλεισμού από την εξουσία. […] Εντούτοις, παρά τις ενδεχόμενες έντονες τύψεις συνειδήσεως, η προσήλωση σε πελατείες και συμμαχίες παρέμενε ισχυρή εφόσον δεν υπήρχε κεντρική εξουσία τόσο δυνατή, ικανή και αμερόληπτη ώστε να προσφέρει προστασία, να απονέμει δικαιοσύνη, και να δημιουργεί καινούργιες ευκαιρίες για βελτίωση. Με τις φατρίες λοιπόν και όχι με το κράτος ταυτιζόταν το άτομο, γιατί οι φατρίες επιτελούσαν αυτές τις λειτουργίες για τα μέλη τους πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι το κράτος για τους υπηκόους του. […] Συνεπώς, η πολιτική στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς μια απασχόληση των πλουσίων και ισχυρών, ή το αποκλειστικό επάγγελμα των εξειδικευμένων ολίγων, όπως συνήθως συνέβαινε στα κράτη της Δύσης που είχαν καλή διοίκηση και οικονομικό δυναμισμό. Οι περισσότεροι Έλληνες ενδιαφέρονταν ζωτικά για την πολιτική. Δεν τη θεωρούσαν απλώς πάρεργο που τους πρόσφερε ευχαρίστηση σε αντάλλαγμα για το χρόνο και το χρήμα τους. Η πολιτική ήταν ασφαλώς μια διαρκής απασχόληση για τους φιλόδοξους και τους διεκδικητές της εξουσίας, πολύ περισσότερο όμως ήταν ένας βασικός τρόπος αυτοπροστασίας, μια δραστηριότητα αναγκαία για να διατηρήσει κανείς ό,τι είχε, όσο μικρό κι αν ήταν."
"Για να κατανοήσει κανείς τη φύση αυτού του συστήματος των πελατειακών σχέσεων και τις υποχρεώσεις που επέβαλλε στους προστάτες, πρέπει να κατανοήσει σε ποια κατάσταση είχαν αφήσει την κοινωνία στην Ελλάδα οι αιώνες, οι χιλιετίες, ίσως. Αφού δεν υπήρχε κεντρική εξουσία ικανή να ελέγχει και να υπερασπίζεται τους ανθρώπους, καθένας ήταν αναγκασμένος να αναζητεί αλλού στήριγμα και προστασία. Το φυσικότερο και το ασφαλέστερο στήριγμα βρισκόταν στην οικογένεια, της οποίας τα μέλη, αλλά και οι συγγενείς ως τον δεύτερο βαθμό, πουθενά δεν ήταν τόσο στενά συνδεδεμένα και τόσο έτοιμα να αλληλοβοηθηθούν όσο στην Ελλάδα. Ύστερα, ο απομονωμένος άνθρωπος έπρεπε να εξασφαλίσει μια θέση ανάμεσα στους άλλους. Ανάλογα με το πόσο αδύνατος ή δυνατός αισθανόταν, γινόταν οπαδός κάποιου ισχυρού, ή συγκέντρωνε ο ίδιος οπαδούς γύρω του. Με τον τρόπο αυτό, κάθε επιφανής έχει λίγο πολύ έναν σημαντικό αριθμό από υποτακτικούς, που τον συναναστρέφονται, τον ακούνε, ζητούν τη συμβουλή του, εκτελούν τις επιθυμίες του και υπερασπίζουν τα συμφέροντά του, προσέχοντας πάντα να είναι αντάξιοι της εύνοιάς του και να κερδίζουν την εμπιστοσύνη του.[…] Η παραδοσιακή αντίληψη ότι μια συγκεκριμένη θέση αποτελούσε πηγή προσωπικών ωφελημάτων για τον κάτοχό της, και όχι όργανο για την εξυπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος, μεταφέρθηκε σε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό όταν, με την επιτυχία της Επανάστασης, το κράτος έγινε αντικείμενο ανταγωνισμού ανάμεσα στους Έλληνες. Από αφοσίωση στην οικογένεια, που ως μάδα εξακολουθούσε να έχει προτεραιότητα απέναντι στο έθνος, καθώς και από προσωπικό συμφέρον, το άτομο απέβλεπε κατά κανόνα στην εκμετάλλευση της κρατικής μηχανής προς όφελος των συγγενών και των φίλων του και εις βάρος των αντιπάλων του. Όταν ήταν εκτός αρχής δεν περίμενε παρά την ίδια δυσμενή μεταχείριση που επιφύλασσε και ο ίδιος στους αντιπάλους του. Έβλεπε με δυσπιστία τη διαχείριση του κράτους από άλλους, και επιστράτευε όλα τα μέσα που διέθετε για να παρεμποδίζει τα κρατικά μέσα. Η συμπεριφορά που απέρρεε από την αντίληψη ότι το κράτος ήταν όργανο εκμετάλλευσης, συνέτεινε στην εμπέδωση αυτής της νοοτροπίας. Το κράτος έπαυε να αποτελεί απειλή για κάποιον μόνον όταν αυτός ο ίδιος μπορούσε να το εξουσιάσει. Η συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της θητείας του στην εξουσία το αποδείκνυε. Τα συμφέροντα που διακυβεύονταν σ’ αυτή την πολιτική διαμάχη ήταν συχνά τεράστια και συνεπάγονταν ανθρώπινα θύματα και οικονομική φθορά ως συνέπεια του αποκλεισμού από την εξουσία. […] Εντούτοις, παρά τις ενδεχόμενες έντονες τύψεις συνειδήσεως, η προσήλωση σε πελατείες και συμμαχίες παρέμενε ισχυρή εφόσον δεν υπήρχε κεντρική εξουσία τόσο δυνατή, ικανή και αμερόληπτη ώστε να προσφέρει προστασία, να απονέμει δικαιοσύνη, και να δημιουργεί καινούργιες ευκαιρίες για βελτίωση. Με τις φατρίες λοιπόν και όχι με το κράτος ταυτιζόταν το άτομο, γιατί οι φατρίες επιτελούσαν αυτές τις λειτουργίες για τα μέλη τους πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι το κράτος για τους υπηκόους του. […] Συνεπώς, η πολιτική στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς μια απασχόληση των πλουσίων και ισχυρών, ή το αποκλειστικό επάγγελμα των εξειδικευμένων ολίγων, όπως συνήθως συνέβαινε στα κράτη της Δύσης που είχαν καλή διοίκηση και οικονομικό δυναμισμό. Οι περισσότεροι Έλληνες ενδιαφέρονταν ζωτικά για την πολιτική. Δεν τη θεωρούσαν απλώς πάρεργο που τους πρόσφερε ευχαρίστηση σε αντάλλαγμα για το χρόνο και το χρήμα τους. Η πολιτική ήταν ασφαλώς μια διαρκής απασχόληση για τους φιλόδοξους και τους διεκδικητές της εξουσίας, πολύ περισσότερο όμως ήταν ένας βασικός τρόπος αυτοπροστασίας, μια δραστηριότητα αναγκαία για να διατηρήσει κανείς ό,τι είχε, όσο μικρό κι αν ήταν."
(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το John Petropulos, «Η προεπαναστατική πολιτική παράδοση» στο Γ.Β. Δερτιλής και Κώστας Κωστής (επιμ. – εισαγ.), Θέματα νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1991, σ. 109-129)
Παρατηρείστε ότι αν η ελληνική κοινωνία και η σχέση της με αυτό που λέμε "κράτος" έπασχε καταφανέστατα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας για 400 χρόνια, τα επόμενα 200 χρόνια (που κάποιοι θεωρούν ότι έχουμε επανέλθει με όρους δημοκρατίας και κοινωνικής ή κρατικής ηθικής), δεν είναι και τόσο υγιή. Άρα θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτήν την περίοδο των περίπου 200 ετών, δηλαδή την σύγχρονη περίοδο του ελληνικού έθνους, ως την περίοδο της φαινομενικής εξυγίανσης και βελτίωσης από τη νοσηρή κατάσταση μιας κοινωνικής γρίπης, που ενώ διάγουμε περίοδο απυρεξίας και φαινομενικής κοινωνικής ελευθερίας (συμπτωμάτων), η νόσος παραμένει και δρα. Παραμένει ζωντανή, όσο και αν διατείνονται κάποιοι ότι η Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν συγκρίνεται με την Ελλάδα του 190υ αιώνα.
Αγαπητοί μου, τα 200 χρόνια που σχεδόν πέρασαν, είναι σαν τα 2 24ωρα που θέλουμε εμείς οι ιατροί να παραμείνει απύρετος ο ασθενής μας για να πούμε ότι με μεγάλη ασφάλεια μπορεί να εξέλθει του νοσοκομείου και της εντατικής ιατρικής φροντίδας.
Άρα, είναι καλό πριχού (να μια λέξη που μετρά πάνω από 200 χρόνια ζωής!) βγάζουμε συμπεράσματα για την κοινωνία, το κράτος, την πολιτική μας συμπεριφορά, να κοιτάμε τα ερεθίσματα και κυρίως τον χρόνο που αυτά επέδρασαν πάνω μας και μέσα μας. Πώς μπορεί μια πρακτική τόσων ετών, να απαιτούμε να αλλάξει σε μια νύχτα; Δεν εννοώ φυσικά ότι δικαιολογώ όλους αυτούς που δεν αλλάζουν και συνεχίζουν να φθείρουν συνειδήσεις και αξίες. Απλά το αναφέρω για να κατορθώσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα κάποια ανθρωπολογικά φαινόμενα, όπως είναι ο άνθρωπος, η κοινωνία του και η Ιστορία του.
Η απάντηση λοιπόν στο κουίζ: και τα δυο τα εξουσιάζει ο ένας και μοναδικός διαχρονικός εξουσιαστής, ο κύριος-Χρόνος, με παρόμοια, αλλά όχι ακριβώς ίδια, διακύμανση. Για να το πω πιο απλά: αν μελετούσαμε με όρους μουσικής τα δυο φαινόμενα, θα μιλούσαμε για τους ίδιους ακριβώς φθόγγους που απλώς απέχουν μεταξύ τους κατά μια οκτάβα!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου