Κέντρο του μετώπου: έτοιος εχθρός των δύσμοιρων ανθρώπων



Μερικά χρόνια πριν, δεν μπορούσα να διανοηθώ την έκτασή του και την δυναμική του. Ήταν μια διαβολική σκέψη, που θεωρούσα ότι μολύνει κάθε τι υγιές και μπολιάζει με δηλητήριο κάθε όμορφη στιγμή του συναισθηματικού ανθρώπου. Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, να αποτελούσε και ένα όριο μεταξύ των εννοιών συναισθήματος-σάρκα.

Δεν μπορούσα όμως ποτέ να φανταστώ, ότι το ίδιο αυτό όριο, θα μπορούσε να γίνει σύμβολο και σημαία υπεράσπισης των ίδιων των κακόβουλων ανταγωνιστών μου. Η πραγματική μου ήττα, σε όλο της το μεγαλείο, κύριοι. Ή αλλιώς, η κοροϊδία κατά πρόσωπον!


Μα περί τίνος πρόκειται;


Περί τούτου:



"ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ"

Σκηνή: Ξημέρωμα στην κάμαρα της Αρετής

Πρόσωπα: ΝΕΝΑ, ΑΡΕΤΗ

ΝΕΝΑ
Μην το δαχτύλι σ’ άγγιξε;

ΑΡΕΤΗ
Όχι, ήταν άλλο πράμα
που ’νιωσα μες στη φούχτα μου μαζί μ’ εκειό το γράμμα·
φίδ’ ήτανε τό που ’πιασα κι εσκιάχτην να τ’ αφήσω,
μη με δαγκώσει τη φτωχιά και κακοθανατίσω.
Για να το πνίξω το ’σφιξα, μα εκείνο πώς θυμώθη
φούσκωσε και κοκκίνησε και στα μεριά μου χώθη.
«Ρωτόκριτέ μου,» κράζω του, «τρέξε και βούηθησέ μου·
έν’ άγριο φίδι, ένα θεριό, που δεν ειδα ποτέ μου,
γυρεύγει μέσα μου να μπει, βαθιά να με δαγκώσει!»
Κι αυτός φωνάζει μου: «Αρετή, βλέπε μη σε κομπώσει,
γιατ’ είναι φίδι πίβουλο, μόν’ σφίξε τα μεριά σου…

ΝΕΝΑ
Ωχ, μάνα μου!…

ΑΡΕΤΗ
…μην πάει πιο μπρος, και λύσε τα βυζιά σου.
Κι α’ σου τα τρίβω, δέξου το, γιατί μ’ αυτό τόν τρόπο
θε να ψοφήσει έτοιος εχτρός τω δύσμοιρων ανθρώπω.»

ΝΕΝΑ
Και τα ’λυσες; Και στα ’τριβε;

ΑΡΕΤΗ
Ήμουν σε τέτοια κρίση.
Μονάχη ξεθηλύκωσα το πράμα που είχε ορίσει
κι αυτός μου τα χεράκωσε και τσίμπαγέ μου αγάλι
τα ρωγοβύζια, και στ’ αφτί τη γλώσσα του είχε βάλει.
Το φίδι κοντοστάθηκε, λες κι ήθελε να φύγει…

ΝΕΝΑ
Αχ! Τέτοιο ανήμερο θεριό τ’ αφήνει το κυνήγι;…
Οϊμέεε…!

ΑΡΕΤΗ
…λες κι αφουγκράζουνταν πόσο η καρδιά μου χτύπα·
ξάφνου τινάχτη· το ‘νιωσα στου κώλου μου την τρύπα…

ΝΕΝΑ
Πόνεσες;

ΑΡΕΤΗ
.. .να σφηνώνεται και να γλιστρά σα χέλι,
τα πίσω-μπρος, τα πίσω-μπρος…

ΝΕΝΑ
Γλύκα δεν έχει;

ΑΡΕΤΗ
… μέλι
το κούνημα του στάλαζε στο τρυφερό κορμί μου·
κι αυτός αφήνει το βυζί κι αρπάζει το μουνί μου.
Λέγω του: «Η χέρα στ’ άμοιαστα πηγαίνει, παρατράπης.»

ΝΕΝΑ
Καλά είπες.

ΑΡΕΤΗ
Μ’ αποκρίνεται: «Μονάχα ένας αζάπης
βγάνει το φίδι τ’ άγριο που χώθη σου από πίσω.»
Λέγω του: «Σα να μέρεψε· λογιάζω να τ’ αφήσω
ακόμη λίγο, Ρώκριτε· θα φύγει μοναχό του.»
Μ’ αυτός στα χείλη του λαγού, που ’χε το δάχτυλο του
στο στόμα του το σύστρεφε και τη γλώσσα του θέλει…

ΝΕΝΑ
Ποιανού λαγού;

ΑΡΕΤΗ
Που ’ν’ εδεπά… Μου λύθηκα’ τα μέλη,
πείραξην είχα λογισμού κι έλεγα ν’ αφορμίσω,
τα λογικά μου τα ’χασα, γύρευγα να γυρίσω
να ’μπει το φίδι κι από μπρος ώς μες στα σωθικά μου,
να σκίσει με, να φάγει με, να πάρει την εξιά μου.
Το ’νιωσεν ο Ρωτόκριτος και κράζει μου: «Σηκώσου·
καιρός πουνιάλο να χαρείς κάτω απ’ τον αφαλό σου.»

ΝΕΝΑ
Ωφούουουου!!

ΑΡΕΤΗ
Γυρίζω ανάσκελα, με δάγκωσε στον ώμο,
τότες μου ’φάνη κι έσφαζε το δόλιο το λαγό μου
που σπάραζε και σπάραζε – τι ‘ταν χοντρό το φίδι
που ώς το μανίκι του ’μπηξε, κι έκοβγε σα λεπίδι.
Ωσά λαγήνι που γενεί πολλά πλατύ στον πάτο
και στο λαιμό πολλά στενό και ποθυμιά γεμάτο,
εδέτσι ηταν το πράμα μου μέσα σε τέτοια πάθη.
Η αποκοτιά τω δυο κορμιώ τόσο μεγάλη στάθη
π’ αγριέψασι σαν τα θεριά, πώς κάνουσι σα σμίγου·
τα δόντια μας τη σάρκα μας δαγκώνασι κι ετρύγου.
Λέγω του: «Αφού ξεκίνησες την όρεξή σου εις τούτο,
κούνα το το δοξάρι σου γρήγορα στο λαγούτο,
πιο γρήγορα… πιο γρήγορα… πιο γρήγορα… πιο γρήγο¬-
ρα. .. Σύντριψέ με, κάψε με, να μην μπορώ να φύγω…».
Ζιμιό τραβήχτη, αντρειεύεται, το χώνει πιο βαθιά μου·
το δάχτυλό του ανάδευε την τρύπα στα μεριά μου,
με τ’ άλλο χέρι μάλαζε τα βυζιά μου π’ ανάψα·
ήταν καμίνι η σμίξη του κι εκόρωνα στην κάψα,
ώσπου ένιωσα το κύμα του μες στου λαγού το στόμα
να σπάζει, να γεμίζει το — κι άλλο να θέλω ακόμα…

ΝΕΝΑ
Αλίμονο! Σε γάμησε!… Πώς θα μανιάσει ο Κύρης,
σα μάθει πως ο Ρώκριτος σου ’γινε νοικοκύρης
κι εμπήκε και σε τρύγησε κάτω απ’ τον αφαλό σου.
Αχ! Μαγειρεύγου βάσανα οι κοπέλες σαν καυλώσου!


Και αν απορείτε ποιό αισχρό μυαλό διακωμώδισε έτσι το μεγαλούργημα του Κορνάρου, η απάντηση είναι... Ο Γιώργος Σεφέρης, το 1961, ναι ο γνωστός, βραβευθείς με βραβείο Νομπελ Λογοτεχνίας...

Φυσικά και δεν με πειράζει προσωπικά, που το έγραψε ο Σεφέρης. Με πειράζει όμως κάτι άλλο, πολύ πιο βαθύ και πολύ πιο ανθρωπολογικό:
η ταξινόμηση, ως βασικό εργαλείο κατανόησης και συναναστροφής του ανθρώπινου μυαλού... Πόσο ευτελές και ψεύτικο όπλο του ανθρώπου απέναντι στου σύμπαντος τα μυστικά; Μου θυμίζει τα νεροπίστολα που είχαμε πιτσιρίκια...

Στο ερώτημα,
ποιός ήταν ο Σεφέρης ή ο κάθε Σεφέρης, δεν υπάρχει αντικειμενική απάντηση. Δεν υπάρχει καν, απάντηση και δεν πρέπει να υπάρχει απάντηση. Δεν έχουμε δικαίωμα για απάντηση. Διότι έτσι, ταξινομούμε, προκαταλαμβάνουμε, βάζουμε ταμπέλες σε ολόκληρους ανθρώπους και δημιουργούμε νέα δεδομένα, λανθασμένα και απεγδυμένα από την πραγματικότητά τους...

Απεγδυμένα, σαν τα ολόσαρκα υγρά κορμιά που σπαράζουν στου έρωτα τα ρίγη...

Ερωτόκριτε, πόση ζήση τάχα πόνταρα στην επίπλαστή σου εικόνα; Και πόση άραγε να κέρδισα, από της ερωτικής σου ρουλέτας το μανιασμένο παιχνίδισμα;


Το θέμα, αγαπητοί μου, είναι ότι όλα αυτά, τα πλάθει με φοβερή μαεστρία, το ανθρώπινο μυαλό
μόνο του. Μόνο του, λοιπόν, οφείλει να βρει και την άκρη σε τούτον τον σφαιρικό πλανήτη...


"Μόνο Του"
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Νίκος Αντύπας
Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη





Υ.Γ.: Θυμάμαι, κάποτε στην Β' Γυμνασίου, στο μάθημα των Θρησκευτικών, ένας "μαθητής του 10" όπως λέγανε τότε οι ειδήμονες, ο οποίος καθότανε μπροστά μου, ο αγαπητός Μιχάλης, (που η ζωή του έμελε να γίνει βοσκός στο χωριό του), είχε αντιγράψει σε ένα διάλειμμα την απάντηση σε μια ερώτηση που μας είχε βάλει ως εργασία η καθηγήτρια, από το δικό μου τετράδιο. Μόλις ξεκίνησε το μάθημα και ζήτησε η καθηγήτρια κάποιος να της διαβάσει την απάντησή του, ο γλυκός συμμαθητής όχι απλώς σήκωσε για πρώτη φορά χέρι στο μάθημά της, αντί να κοιμάται, αλλά έκανε και σαν τρελός για να διαβάσει την "δική" του απάντηση! Η καθηγήτρια ξαφνιάστηκε, είχε ενδοιασμούς για να μην ακουστεί καμιά βλακεία απάντηση στην τάξη, αλλά ξεπέρασε τους φόβους της και με τη βοήθεια του Θεού, επέτρεψε στον δούλο Του, να διαβάσει την απάντησή του. Αυτός, κομπιάζοντας, άρχιζε να διαβάζει τη
δική μου απάντηση... Εγώ, ξαφνιάστηκα, αλλά αμέσως κατάλαβα το ωραίο παιχνίδι του φίλου Μιχάλη, και ένοιωσα τέτοια χαρά, που έστω και λίγο, μπόρεσα με αυτόν τον τρόπο να βοηθήσω τον Μιχάλη εξ Αγίου Δημητρίου του Γκιότσαλη ορμώμενος... Το θέμα είναι ότι λογαριάζαμε όμως δίχως την ξενοδόχο-καθηγήτρια Θρησκευτικών, καθώς κάπου στη μέση της απάντησης, τον διέκοψε απότομα και του απαγόρευσε να συνεχίσει να λέει τέτοιες "βλακείες" μέσα στην τάξη και ότι "το ήξερε από την αρχή ότι θα πει βλακείες ο Μιχάλης" και πολλά άλλα τέτοια... Ε, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο με πείραξε αυτή η συμπεριφορά της... Για τον απλούστατο λόγο ότι αν είχα διαβάσει εγώ την απάντησή μου, ένας "μαθητής του 20", όπως λέγανε οι ειδήμονες, θα έπλεκε το εγκώμιό μου με διθυραμβικά σχόλια, όπως εξάλλου κάθε φορά έκανε, όταν της διάβαζα τις απαντήσεις μου, ακόμα και εκείνες τις φορές που και εγώ ο ίδιος δεν πολυκαταλάβαινα τι έγραφα... Κοινώς, έβραζα μέσα μου από την προκατάληψη αυτής της καθηγήτριας... Φίλτατε Μιχάλη, δεν κατάφερα να σε βοηθήσω εκείνη την ημέρα, ίσως μάλιστα αυτός να ήταν και ο λόγος που έμεινες στην ίδια τάξη στα Θρησκευτικά, εκείνη τη χρονιά...




1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ιδιοφυές!