"Μα ο Γιώργης εκοκκίνιζε τώρα. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, ο γέροντας τον εβάραινε με τις ορμήνειες του και με τα παράπονά του. Τι έφταιγε αν καμωμένος δεν είταν για την τέχνη, αν τα χέρια του είταν αδέξια να πιάσουν τα πινέλα, ν' ανακατώνουν τα χρώματα και να φτιάνουν τα σουσούμια των αγίων; Ας του 'χε δώσει ο Θεός αυτό το χάρισμα και θα το ΄κανε. Μα το εναντίο, ήξερε πως τον τραβούσε και τον εσκλάβωνε η ζωή στον ανοιχτόν αέρα, το κυνήγι, η δουλειά η χοντρή με το τσαπί, με το φτυάρι, με το άλατρο, ο αγώνας, ο κόπος, ο ίδρος, το πάλεμα με τη γης που στανικά μονάχα ανοιγότουν στο αδρό το χτύπο, σα να πεθυμούσε η ίδια το βιασμό για να χαρίσει τον πλούτο της. Εθιάμαζε σαν εφύτρωνε ο σπαρμός, σαν το ημέρωμα ελιβάδιζε με χλωρή πρασινάδα, κ' έπειτα όταν λαβώνοντάς τα με το νύχι έβγαζε το γάλα που έμελλε να γίνει το γλυκό ψωμί, κ' ελόγιαζε πως ο καρπός της γης είταν χεριού του το έργο. Μη δεν είταν και η τίμια δουλειά του, η δουλειά που εμπορούσε να θρέψει και τον εαυτό του και τους γερόντους του, άλλο τόσο άγια όσο και ζωγραφική του πατέρα; Και μη δεν είταν για τον κόσμο και πλιο χρήσιμη; Χωρίς ζωγράφους όλα τα χωφριά ζουν, μα χωρίς χερομάχους κανένα. Και η αβασάνιστη ζωή του δουλευτή δεν είταν ομορφότερη και πλιο εύκολη από τα παθιάσματα του αγιογράφου; Κ' έπειτα"το κλείσιμο στο σπίτι, η μυρωδιά των χρωμάτων, όλες οι ψιλοδουλειές που έκαναν να πονούν τα μάτια, να μουδιαίνει ο νους, να σκοτίζεται το πνέμα, α! όλα αυτά δεν είταν καμωμένα για ένα νέο που ήθελε να μεθάει από τη νιότη του.
Όξω στ' ανοιχτά το καλοκαίρι, όταν στην κάψη του ήλιου στα λιβάδια και στ' αμμπέλια εφαινότουν ο αέρας ο ζεστός να τρέμει, ή κάτου από τις μεγάλες ελιές που εφλίφλιζαν ή κ' εφιλιούνταν, χτυπώντας αλλήλως τους βαριούς τους κλώνους, σαν τους ανατάραζε ο άνεμος, και το χινόπωρο στ' αμπέλια που είταν φορτωμένα σταφύλια κάτω από τον ξάστερο μπλάβον ουρανό, και το χειμώνα στα κρύα και την άνοιξη όταν ευώδιαζε η πλάση από όλα τα λουλούδια, εκεί είταν η ζωή, εκεί είταν η χαρά της καρδιάς του!
Κι απέκει των κοπελών τα τραγούδια μέσα στους ελαιώνες, όταν επεριδιάβαινε όλο το σύνορο με το ντουφέκι σκοτώνοντας τα πουλιά, και το βράδυ έπειτα από τη βαριά δουλειά η συντροφιά των φίλων και οι χοροί, και τα τραγούδια και τα πανηγύρια, και το κρασί στου χωριού τα αργαστήρια α! πώς ύστερα απ' όλα αυτά θα μπορούσε να κλειστεί στη μοναξιά, στο μποχό, ν' ανακατεύει τα χρώματα που εβρωμούσαν, να φτιάνει αγιούς και να μη συλλογιέται παρά συναξάρια, ενώ όξω τον έκραζε η ζωή και η ευτυχία;
Κι αγαναχτισμένος άκουε τώρα πάλι του πατέρα του τις ορμήνειες, κ' ήξερε ο νέος πού ο γέροντας εσημάδευε, κ' ήξερε πως και κάτι άλλο επίκραινε το ζωγράφο. Μα εσυλλογίστηκε πως οι άνθρωποι, που 'χαν του πατέρα του τα χρόνια, είταν αλλιώτικοι από την τωρινή νεολαία, και φυσικό είταν τούτο, γιατί εκείνοι είχαν αναθρεφτεί με άλλη κυβέρνηση και με άλλους νόμους, και είχαν μάθει να σέβονται πράματα που τώρα πλια δεν είχαν πέραση καμία ή και που οι νέοι κ' οι μισόκοποι άνθρωποι τα περγελούσαν. Για την παντρειά οι νέο δεν έκαναν πλια ό,τι ήθελαν οι γονιοί τους, μα έπαιρναν την κοπέλα που τους άρεσε κ' οι άλλοι τους επαινούσαν. Και στο νου του Γιώργη ερχόνταν τώρα τόσοι και τόσοι φίλοι, συναμόλικοί του ή μεγαλύτεροί του, που 'χαν πάρει κοπέλα της αρεσιάτ ους και που με δίκιο δεν είχαν γνοιαστεί για τη γνώμη του πατέρα τους και της μάνας τους, γιατί εκείνοι οι ίδιοι, κι όχι οι προεστοί, έμελλαν να ζήσουν με τες γυναίκες τους."
(απόσπασμα χωρίς άδεια αναδημοσίευσης από το διήγημα "Οι δυο αγάπες" σελ 152-155, του Κερκυραίου Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που βρίσκεται στη συλλογή Κορφιάτικες Ιστορίες, των εκδόσεων Γαβριηλίδη, 2005)
Δεν ξέρω εσείς τι καταλαβαίνετε εσείς από αυτό το απόσπασμα, εγώ πάντως το συσχετίζω ισχυρά με τα γενόμενα σήμερα στη χώρα μας. Διαπιστώνω όμως ότι αυτή η διαφορετική άποψη για τα πράγματα και τις καταστάσεις μεταξύ των γενεών, για τις επιλογές στη ζωή μας (επαγγελματική και κοινωνική), καθορίζει σημαντικά την κατεύθυνση ελευθερίας που βαδίζουν οι νέοι άνθρωποι.
Τι εννοώ: αναλογιστείτε τα τελευταία χρόνια, πόσοι μαθητές περνούσαν στα πανεπιστήμια της χώρας... Νομίζω σχεδόν όλοι, πλην ελαχίστων, ακόμα και αν η βάση εισαγωγής ήταν γύρω στο 5! Γιατί; Πρώτον, γιατί το φάκεν κράτος το επέτρεπε (πιστό στην ρήση κάθε πόλη και σχολή, κάθε χωριό και στρατώνας των πρωτεργατών του σοσιαλιστικού ελληνικού κόμματος) και δεύτερον, διότι η ελληνική φαμίλια και δη οι Έλληνες γονείς θεωρούσαν υποτιμητικότατο τα τέκνα τους να μην έχουν ένα χαρτί στα χέρια τους, ακόμα και αν το χρησιμοποιούσαν τελικά για να τυλίγουν σουβλάκια ή να το κάνουν σαΐτες και πάνω σε αυτά να κρεμούν (και τελικά να κρεμοτσακίζονται) τα όνειρά τους... Ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν επιστήμονες και κάτοχοι μιας τέχνης. Δε λέω, λογικό σαν επιχείρημα. Ίσως όμως λίγο εξωπραγματικό, διότι αγαπητοί μου μια κοινωνία, όπως λέει και ο μέγας Πλατων στην Πολιτεία του, τους χρειάζεται όλους για να λειτουργήσει, αλλιώς καταρρέει... Αυτό κάνουμε και εμείς σήμερα.
Η κοινωνία χρειάζεται και τους χειρώνακτες και τους τεχνίτες και τους επιστήμονες. Μα πάνω από όλα ξέρετε τι χρειάζεται; Ικανές συνθήκες να φυτρώσουν τα όνειρα των νέων ανθρώπων που τα σπέρνουν καθημερινά στον μικρόκοσμό τους. Δεν έχει σημασία ένα κωλόχαρτο που θα πάρει κάποιος, αλλά η ευκαιρία που θα αρπάξει για πραγματοποίηση των ονείρων του. Δεν έχει σημασία μια πιστοποίηση γνώσεων, αλλά μια πραγματοποίηση αυτών των γνώσεων σε απτά αποτελέσματα.
Και το σημαντικότερο: "εκείνοι είχαν αναθρεφτεί με άλλη κυβέρνηση και με άλλους νόμους και είχαν μάθει να σέβονται πράματα που τώρα πλια δεν είχαν πέραση καμία...". Εμείς σήμερα τι κάνουμε αγαπητοί; Πώς θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας (αφού πρώτα μεγαλώσουμε τα ανίψια μας και πάρουμε το κολάι...);
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου