Να σου πω μια Ιστορία


Προσπαθώντας να προσεγγίσω το φαινόμενο "Ιστορία" έρχομαι αντιμέτωπος με το βασικό συστατικό αυτής, που είναι φυσικά ο "Χρόνος", βασικό συστατικό του οποίου με τη σειρά του (είτε ως απλός επιθετικός προσδιορισμός, είτε ως πολύπλοκος αμυντικός αυτοβαυκαλιστικός μηχανισμός) είναι ο "Ανθρώπινος Χρόνος". Μια προσπάθεια ανά-γνωσης της έννοιας της Ιστορίας λοιπόν, δεν μπορεί να ξεφύγει από την προσπάθεια γνώσης του Ανθρώπου. Ως ανά-γνωση, συνεπώς, υποκρύπτει την (κάθε φορά) εκ νέου ("ανά") γνώση της Ανθρώπινης Πραγματικότητας και Παρουσίας.

Και εδώ το πράγμα βαθαίνει. Φτάνω στο σημείο να πιστεύω ότι η Ιστορία, όχι απλώς αγγίζει, όχι απλώς συνθέτει, αλλά εκφράζει την Ανθρωπολογία, τόσο στη συγχρονική όσο και στη διαχρονική της διάσταση.

Ο Χρ-όνος στην Ιστορία, αν είναι παρελθοντικός, παροντικός ή μελλοντικός,

Η Χρ-ήση της Ιστορίας, αν είναι για νουθέτηση, για απλή γνώση, για δικαίωση ή για παραδειγματισμό,

Το Χρ-ήμα στην Ιστορία, ως εκφραστής της έννοιας του κέρδους, της ιδιοκτησίας ή του εγωισμού,

Όλα αυτά, Χρ-ήζουν μιας ιδιαίτερης αποσαφήνισης, που κάνει τα κόκαλα όλων των ιστορικών ή έστω των ιστορικούντων, να τρίζουν από ευχαρίστηση ότι τουλάχιστον προσπάθησαν:

"Το πνεύμα έχει τις ανάγκες του, όπως και το σώμα. Οι τελευταίες αποτελούν τα θεμέλια της κοινωνίας, οι πρώτες τα στολίδια της. [...] Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, μια παράλογη εκπαίδευση φορτώνει με στολίδια το πνεύμα μας και διαφθείρει την κρίση μας. Βλέπω παντού πελώρια οικοδομήματα, όπου αναθρέφουν πολυέξοδα τη νεολαία και της μαθαίνουν τα πάντα εκτός από τις υποχρεώσεις της.." 

(Ρουσσώ στον "Λόγο περί επιστημών και τεχνών")


Ο Άνθρωπος, παλεύει από όταν συνειδητοποίησε τη συνείδησή του, να απαντήσει αν είναι από τη φύση του καλός ή κακός, δούλος ή ελεύθερος, μοναχικός ή κοινωνικός, πολλαπλασιάζοντας αυτό το φάκεν δίπολο φύσης-πολιτισμού με πολλά μικρότερα και ακόμα βασανιστικότερα δίπολα ερωτήματα...

"Ουδείς εκών κακός" λέει ο Σωκράτης,

"Οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου φύσει ίδιοι, αλλά γεννιούνται δούλοι και άλλοι κύριοι" λέει ο Αριστοτέλης,

"Οι σκλάβοι χάνουν τα πάντα μες στις αλυσίδες τους, ακόμα και την επιθυμία να τις αποτινάξουν, οπότε, αν υπάρχουν φύσει δούλοι, είναι γιατί υπήρξαν κάποτε δούλοι παρά φύσιν" λέει ο Ρουσσώ, δίνοντας έτσι μια έμμεση απάντηση στον Καντ, που όπως είπαμε στην προηγούμενη ανάρτηση εναντιωνόταν (ίσως και να εξεγειρόταν) με κάθε είδους εξέγερση και αντίσταση στο κατεστημένο...


Πού καταλήγουμε αγαπητοί μου, συνεπώς, μέσα σε τόση αβεβαιότητα, σε τόση αναρχία σκέψης, σε τέτοια ανακολουθία βηματισμών; Ποια είναι η κίνηση της Ιστορίας μας; Γραμμική, Κυκλική, Σπειροειδής;

Η απάντηση είναι: πουθενά.

Όχι, γιατί μας καταλαμβάνει η πεσιμιστική μας πλευρά, ούτε γιατί εξουσιάζει η -ακολουθώντας τα προστάγματα του Διαφωτισμού- ακραιφνώς ορθολογική μας πλευρά, αλλά γιατί πολύ απλά, δεν εκκινούμε καν...

Πώς να αναρωτηθούμε πού καταλήγουμε, λοιπόν, όταν δεν υπάρχει κίνηση;

Μα καλά, κοροϊδευόμαστε τώρα; Ολόκληρη Φυσική μιλάει για Κίνηση, Κινηματική κλπ και ολόκληρος Νεύτωνας είπε ότι "Αν είδα λίγο μακρύτερα, είναι γιατί πάτησα σε ώμους γιγάντων". Πώς έρχομαι εγώ τώρα και σας μιλάω για έλλειψη εκ-κίνησης, για έλλειψη Ιστορικού προσανατολισμού και όλα τα συναφή;

Αγαπητοί μου, όταν η βιωματική μας εμπειρία, καταγράφει πάνω στο σώμα μας (πάνω δηλαδή στα θεμέλια της κοινωνίας μας, όπως είπε πιο πριν ο Ρουσσώ), ακινησία και σταθερότητα εκεί που το πνεύμα αφουγκράζεται μια αδιάλειπτα κινούμενη Γη, τότε με το ίδιο μοτίβο της αναστροφής της εμπειρίας ως προς την πιθανολογούμενη πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι εκεί που το πνεύμα καταγράφει Κίνηση, ίσως να κρύβεται μόνη η Ακινησία.

Καλά, και "Τα πάντα ρει" του Ηράκλειτου;

Καλύπτονται από το "Πάντων χρημάτων μέτρον Άνθρωπος", από το "Η Ψυχή δεν είναι τίποτα χωρίς τις αισθήσεις", από το "Για κάθε τι υπάρχουν δυο απόψεις, αντίθετες μεταξύ τους" και από το "Είναι πολλά εκείνα που εμποδίζουν τη Γνώση, μα κυρίως η αβεβαιότητα και η συντομία της ανθρώπινης ζωής", του Πρώτου -και ίσως μεγαλύτερου- αγορεύσαντα μεταξύ Πρώτων, του Πρωταγόρα!

Κρατείστε την τελευταία ρήση του Πρωταγόρα, ως τροφή για κάποιες σκέψεις σχετικά με το τι κάνει τελικά η Ιατρική, όταν παλεύει να παρατείνει τη διάρκεια της ζωής του Ανθρώπου και να μειώσει την ασήμαντη συντομία της... Με τι μεγάλη πρόκληση καταπιάνεται... αλλά και τι επιπτώσεις μπορεί να επιφέρει, αν κανείς δεν καταλάβει το σκοπό της...

Αγαπητοί μου, σχετικά με τον Άνθρωπο,

"...βλέπω ένα ζώο λιγότερο δυνατό από μερικά άλλα, λιγότερο ευκίνητο από άλλα, στο σύνολό του όμως καλύτερα οργανωμένο από όλα. Το βλέπω να ικανοποιεί την πείνα του κάτω από μια δρυ, να ξεδιψάει στο πρώτο ρυάκι, να κοιμάται κάτω από το ίδιο δέντρο που του προσέφερε το γεύμα, και να τες, ικανοποιημένες όλες του οι ανάγκες. Μια και το σώμα του είναι το μόνο εργαλείο που ο πρωτόγονος άνθρωπος γνωρίζει, το χρησιμοποιεί για πολλές δουλειές, που από έλλειψη άσκησης τα δικά μας σώματα είναι ανίκανα να κάνουν. Και αυτό που μας αποστερεί τη δύναμη και την ευκινησία που η ανάγκη το υποχρεώνει να αποκτήσει, είναι οι τέχνες. Αν δεν είχε τσεκούρι, θα μπορούσε το χέρι να κόψει τόσο χοντρά κλωνάρια; Αν δεν είχε σφεντόνα, θα μπορούσε το χέρι να ρίξει την πέτρα με τόση δύναμη; Δώστε στον πολιτισμένο άνθρωπο τον καιρό να συγκεντρώσει γύρω του όλες τις μηχανές, δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς ότι θα νικήσει εύκολα τον πρωτόγονο. Αν όμως, θέλετε να δείτε έναν αγώνα ακόμα πιο άνισο, βάλτε τους αντιμέτωπους, γυμνούς και δίχως όπλα και θα αναγνωρίσετε αμέσως τί πλεονέκτημα είναι το να έχει κανείς όλες του τις δυνάμεις συνεχώς στη διάθεσή του, το να είναι πάντα έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο και, με άλλα λόγια, να κουβαλάει πάντα μαζί του τον εαυτό του."

(κορυφαίο απόσπασμα του Ρουσσώ, στο "Λόγος περί επιστημών και τεχνών", που συμπυκνώνει ώρες προσωπικής μου ατελείωτης και ατελεύτητης φιλοσοφικής αναζήτησης)


Και ας κλείσουμε με μια Ιστορία (!):

The day with its cares and perplexities is ended and the night is now upon us. The night should be a time of peace and tranquility, a time to relax and be calm. We have need of a soothing story to banish the disturbing thoughts of the day, to set at rest our troubled minds, and put at ease our ruffled spirits.  

And what sort of story shall we hear? Ah, it will be a familiar story, a story that is so very, very old, and yet it is so new. It is the old, old story of love.


Two lovers sat on a park bench, with their bodies touching each other, holding hands in the moonlight. 


There was silence between them. So profound was their love for each other, they needed no words to express it. And so they sat in silence, on a park bench, with their bodies touching, holding hands in the moonlight. 


Finally she spoke. "Do you love me, John?" she asked. "You know I love you, darling," he replied. "I love you more than tongue can tell. You are the light of my life, my sun, moon and stars. You are my everything. Without you I have no reason for being." 


Again there was silence as the two lovers sat on a park bench, their bodies touching, holding hands in the moonlight. Once more she spoke. "How much do you love me, John?" she asked. He answered: "How much do I love you? Count the stars in the sky. Measure the waters of the oceans with a teaspoon. Number the grains of sand on the sea shore. Impossible, you say."


"Yes and it is just as impossible for me to say how much I love you."


"My love for you is higher than the heavens, deeper than Hades, and broader than the earth. It has no limits, no bounds. Everything must have an ending except my love for you." 


There was more of silence as the two lovers sat on a park bench with their bodies touching, holding hands in the moonlight. 


Once more her voice was heard. "Kiss me, John," she implored. And leaning over, he pressed his lips warmly to hers in fervent osculation.




"Einstein on the beach"
Philip Glass