Να νιώσω ελεύθερος...


Με αφορμή τη σημερινή διάβαση του γοργοπόδαρου Ερμή μπροστά από τον Ήλιο μας, 


μου ήρθαν στο νου κάποιες σκέψεις για όλα εκείνα τα μικροσκοπικά που περνούν ακαριαία από μπροστά μας, χωρίς να τα παίρνουμε χαμπάρι, μα που είναι τόσο σπουδαία και εσωστρεφή, που δεν βγαίνουν εύκολα στη φόρα, στο προσκήνιο... και αν τα βλέπαμε θα διαχωρίζαμε το καλό από το κακό, το σημαντικό από το ανούσιο...

Αφιερωμένο λοιπόν σήμερα το post, σε όλα εκείνα που μας προσπερνούν ραγδαία και δεν τα παίρνουμε χαμπάρι...



Διαβάζω δυο ποιήματα ενός ποιητή σπουδαίου της Καστοριάς, που στη συλλογή του, τα βάζει δίπλα-δίπλα (δεν ξέρω από τύχη ή από ατυχία) να αγναντεύονται:

Το πρώτο είναι τούτο:

Πάντοτε αναζητούσα,

στα μάτια της γυναίκας πιότερο,
στις εκφράσεις του προσώπου,
τις κινήσεις του κοριού
κι όχι τόσο στα λόγια της...
κρυφά νοήματα, αλήθειες που φανερώνουν
της καρδιάς τα μονοπάτια
κι αποκαλύπτουν
αθέατες / σκοτεινές πτυχές του εαυτού...
Επειδή,
η γυναίκα αποτελεί για τον άντρα,
την ισορροπία που χρειάζεται, 
μα πιο πολύ μια σπίθα,
για να διοχετεύσει την φλόγα του,
σε μυστικές ατραπούς,
εξακοντίζοντας
σε ύψιστη εξωτερίκευση
την εσωτερικότητά του...

Και το δεύτερο ποίημά του, είναι τούτο:

Είναι ώρες
που σφίγγουν τα πράγματα...
Έρχεται
σαν σύννεφο προς τα πάνω σου,
σαν αέρας... ομίχλη...
μια θολούρα που σε πλακώνει,
σε τρομάζει...
η βαριά μελαγχολία.
Είναι λοιπόν,
            τότε,
που θέλω να εξαφανιστώ,
να φύγω μακριά,
να μην ξέρω κανέναν,
να μην με ξέρει κανείς,
            μόνος.
Να σκεφτά,
να περπατήσω ατέλειωτα χιλιόμετρα,
να γευτώ,
να μυρίσω,
να δω,
να νοιώσω ελεύθερος...

(Και τα δυο αντικριστά ποιήματα είναι του Νικόλα Μερτζανίδη, από την εξαιρετική του ποιητική συλλογή "Λευκό σε Μαύρο φόντο ή αλλιώς σελίδες μιας ψυχής ανειρήνευτης", Αθήνα 2012, χωρίς άδεια αναδημοσίευσης)


Συνεχίζοντας, διαβάζω απόσπασμα από τη συλλογή "Μαρία Νεφέλη" ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές μας, του Οδυσσέα Ελύτη:

Α τι ωραία να ‘σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις ή όχι
τίποτε

Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα

έτσι «με γενναιοδωρία» σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν’ απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ’ τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για’ να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ’ ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ’ τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία

χωρίς λεφτά


γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ’ αστέρια

και μ’ οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα…

Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.




Και τέλος, θυμάμαι από τον πρόλογο του "Ζορμπά" τον Καζαντζάκη να δηλώνει:

"Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα· 
από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου".



Πώς να μην αναφωνήσω τότε και εγώ:


Ερμή!
Γοργοπετάς και μας αφήνεις έρμαια στην τυραννία της αναζήτησης...