Παραθέτω αποσπάσματα δύο, από ένδοξο βίο και ιδέες, ήθος και στάση δύο πλασμάτων με παρόμοια δράση και ανάλογες αγωνίες...
Πρώτα του Γιάννη Ρίτσου:
1]
"Ωστόσο —ποιός ξέρει— ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκαλα ταύρων και αλόγων, ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας."
(απόσπασμα από την "Ελένη", 1970)
2]
"Θυμάμαι τον Ρίτσο ήρεμο να έχει ξαπλώσει στην κουβερτούλα του και να καπνίζει απανωτά τα τσιγάρα. Το περισσότερο εμείς οι νεότεροι πηγαίναμε κοντά του να κουβεντιάσουμε τα πάντα, εκτός από την επικαιρότητα των όσων συνέβαιναν. Και ήτανε θαρρείς, μια νησίδα γαλήνης μέσα σε εκείνη τη φορτισμένη ατμόσφαιρα. Στη Γυάρο, κάποια φορά, τον είχα ρωτήσει αν ήταν συνειδητή η επιλογή του να προσανατολίζει αλλού την κουβέντα. "Και βέβαια ήταν", μου απαντά, "κι ας είχα να υπερνικήσω προσωπική αγωνία και φόβους. Δεν είμαι από φυσικού μου παλικαράς. Στο Μακρονήσι είχα νιώσει πολλές φορές την αντοχή μου να καταρρέει. Και μόνο το ότι ρωτούσαν οι άλλοι αν κρατάει ο Ρίτσος και το αίσθημα ευθύνης μού έδιναν κουράγιο και άντεξα. Όμως, σήμερα πια γνωρίζω τ' αντίτιμο και λέω πως, κι αν δεν βγω ζωντανός από δω, θα έχω προσθέσει στο έργο μου το καλύτερό του κεφάλαιο."
(απόσπασμα από "Το χαμένο Νόμπελ: Μια αληθινή ιστορία")
Ύστερα, ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας:
1]
"Η χελώνα αναζήτησε με ακόμα μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ηρεμία τα λόγια της απάντησής της, και του είπε πως στη διάρκεια της διαμονής της ανάμεσα στους ανθρώπους είχε μάθει πολλά πράγματα. Του αφηγήθηκε λοιπόν, πως όταν ένας άνθρωπος έχει τολμηρές ερωτήσεις, ας πούμε: "Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;" ή: "Στ' αλήθεια έχουμε όλα αυτά ανάγκη για να είμαστε ευτυχισμένοι;" τον λένε αντάρτη. "Αντάρτη, ε; Μ' αρέσει αυτό το όνομα!" ψιθύρισε το σαλιγκάρι."
(σελ. 36, "Η Ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας", Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. Opera, 2013, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
2]
"Είναι αλήθεια πως δεν έχω καμία βεβαιότητα ότι θα συναντήσουμε την καινούργια Χώρα του Λιονταρόδοντου. Είναι αλήθεια πως δεν ξέρω ούτε πού είναι, ούτε πόσο θα κάνουμε για να φτάσουμε. Είναι αλήθεια πως δεν ξέρω αν θα συναντήσουμε μεγάλους κινδύνους κι αν θα φτάσουμε όλοι μας. Ξέρω, όμως, πως αυτή η καινούργια Χώρα του Λιονταρόδοντου είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας. Εγώ θα συνεχίσω, κι εσείς μπορείτε να 'ρθετε μαζί μου ή να γυρίσετε."
Αργά, πολύ αργά, ο Αντάρτης συνέχισε το δρόμο του και, στρέφοντας το κεφάλι, είδε πως όλα τα σαλιγκάρια τον ακολούθησαν. Ούτε καμάρωσε γι' αυτό, ούτε ένιωσε καμία ευτυχία. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως θα προτιμούσε να μην τον είχαν ακολουθήσει, αφού τότε θα είχε την ευθύνη μόνο για τη δική του τύχη. Τα σαλιγκάρια τον εμπιστεύτηκαν, κι αυτό του προκάλεσε πολύ φόβο, αλλά τότε θυμήθηκε αυτό που του' χε πει η Μνήμη, ότι οι πραγματικοί αντάρτες νιώθουν φόβο αλλά τον ξεπερνάνε, κι αργά, πολύ αργά, συνέχισε το δρόμο του πάνω στο χορτάρι."
(σελ. 65-66, "Η Ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας", Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. Opera, 2013, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης)
Στο μυαλό μου έρχονται στιγμές που σε εκείνη τη ρημαδιασμένη Ιατρική Σχολή Αθηνών, περίμενα ατελείωτες ώρες τον ατελείωτο σαλίγκαρο κουμπάρο μου για να πάμε μαζί στη σχολή να δώσουμε εξετάσεις σε διάφορα μαθήματα, ξεκινώντας από το σπίτι του που ήταν μόλις 10 μέτρα από την είσοδο της σχολής... Και η απόσταση φαινόταν... διαστημική! Και εκεί που όλοι έτρεχαν να προλάβουν να "πιάσουν" τις κατάλληλες θέσεις στα έδρανα του αμφιθεάτρου όπου θα δινόταν το κάθε μάθημα, (προσδοκώντας ίσως, αυτό να είναι μια πρόβα για το μέλλον όσων ήθελαν να "πιάσουν" τις κατάλληλες θέσεις στον επαγγελματικό τους τομέα), θυμάμαι τον εαυτό μου να κοντοστέκεται εκεί απ' έξω (πάντα στην απ' έξω...) και να περιμένει τον κουμπάρο. Και κάπου εκεί φυσικά, ο χρόνος σταματούσε. Ενώ στην αρχή θύμωνα, έλεγα, πού είναι πάλι ο μπαγάσας... πάλι θα αργήσουμε στις εξετάσεις, πάλι θα μπούμε τελευταίοι, ίσως μάλιστα αν έχουν προλάβει να μοιράσουν τα θέματα μπορεί να μην μας αφήσουν καν να μπούμε να δώσουμε εξετάσεις, εκεί ακριβώς εμφανιζόταν ο κουμπάρος με εκείνο το χαμόγελο που το φως του έκαιγε κάθε σκέψη. Και μονομιάς, έλεγα μέσα μου: να πάνε να γαμηθούνε όλα! και οι εξετάσεις και αυτοί που τρέχουν και βιάζονται και οι καθηγητές και η εξουσία τους με την οποία βιάζουν τους υπόλοιπους που βιάζονται...!
Και ο νους, πάει ακόμα πιο πίσω, τότε που σε κάποιες άλλες εξετάσεις, τις Πανελλήνιες τις (κ)λεγόμενες, όταν όλοι βιάζονταν να γράψουν και να γράψουν και καμπούριαζαν σκυμμένοι στην κόλλα τους, εγώ σήκωνα κεφάλι, τους κοιτούσα και απορούσα, μα γιατί βιάζονται τόσο; τι κυνηγάμε βρε παιδιά...; Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;
Υ.Γ.: Η ανάρτηση αυτή αναρριχήθηκε στα όρια του συνειδητού μου τοίχου, μετά από αργή, πολύ αργή και εργώδη προσπάθεια, εμπνευσμένη από ένα σαλιγκάρι έξω από το σπίτι μου και α-γωνιωμένη από βαρύνουσες σκέψεις που κουβαλά η ραχιαία επιφάνεια του εγκεφάλου μου:
Υ.Γ.: Η ανάρτηση αυτή επίσης, αφιερώνεται στον αγαπημένο φίλο και ψυχίατρο Αλέξανδρο Γεωργούλη για την πολύτιμη ψυχοθεραπεία που μου προσφέρει έστω και αν σε αυτή τη φάση των ζωών μας, είμαστε στα αντιδιαμετρικά όρια του ίδιου μεσημβρινού... Η ώρα όμως, παρ' όλ' αυτά, αν και νυχτώνει πιο νωρίς εδώ απ' ό,τι εκεί, παραμένει να χτυπά η ίδια, φίλε Αλέξανδρε. Αν και τρέχει, φαίνεται να είναι αμετακίνητη!
Συμπέρασμα:
- Γιατί αργείς σαλίγκαρε;
που εννοεί:
-Γιατί πονείς πάλίκαρε;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου