Ο Μίκης και ο Mickey

 

Προσπαθώ ως νέος να αντιληφθώ πώς γίνεται ένας άνθρωπος τον οποίον, η "πατρίδα" του (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν) τον έχει πληγώσει, τον έχει βασανίσει, τον έχει λιώσει στο ξύλο, να αντιστέκεται  και να φτάνει με δύναμη ταύρου τελικά στο όνειρό του και να συμπαρασύρει μαζί και έναν ολόκληρο λαό;

Πώς γίνεται να μένει άκαμπτος ένας βράχος στα χτυπήματα των καιρών και στην αρμύρα των φελλών;

Πώς γίνεται να εξακολουθεί να ονειρεύεται μια πατρίδα ελεύθερη, ζωντανή, δημιουργική, όταν έχει εξοριστεί πολλές φορές, έχει κυνηγηθεί και ποδοπατηθεί άλλες τόσες;

Τι κρατά αυτόν τον Άνθρωπο να μην αντ-αλλάξει το όνειρό του;


Καμία φτώχεια, κανένας σωματικός πόνος, κανένα συναίσθημα φόβου, δεν ήταν αρκετά για να κάμψουν τη φόρα του.


Ο λόγος φυσικά για τον Μίκη Θεοδωράκη και τη χειμαρρώδη του παρουσία στην ιστορία της Ελλάδος. Για τη γιγάντωση μιας σπίθας που έγινε πυρκαγιά και έκαψε την έχθρα.


Το τι ήταν ο Μίκης το έχει περιγράψει μόνος του.


Αυτό που με βασανίζει, είναι το πώς γίνεται σήμερα κάποιος να κατορθώσει να μοιάζει του Μίκη (και να θαυμάζεται) και όχι του Mickey (και να γελοιποιείται);

Πώς γίνεται ένας νέος που η πατρίδα του τον ξεφτιλίζει με κάθε τρόπο καθημερινά 

και του σαπίζει στο ξύλο, σώμα, ψυχή και μυαλά, 

πώς γίνεται να συνεχίσει να ονειρεύεται για αυτήν 

τόσο σθεναρά;

Πώς γίνεται όταν έχεις προδοθεί 

από την συγχρονική κάθε φορά 

έκφραση της "Πατρίδας", 

να επιμένεις και να αξιώνεις μια συμφωνική μεταφορά 

της λαϊκής ελπίδας;

Τι κρατούσε έναν Μίκη να βγαίνει στην πρώτη γραμμή της μάχης; 

Τι κρατά σήμερα όλους τους Mickey-δες να μένουν στα μεσοδιαστήματα της αμάχης;


Και παρ' όλο που πονούσε ο Μίκης, ήξερε ότι επρόκειτο για πόνους γέννας, για πόνους δημιουργίας. Μιας δημιουργίας νέας γενιάς, νέας φιλοσοφίας, νέας πατρίδας. Ήξερε ότι κυοφορούσε ένα έμβρυο. 


Στην Άλλη Άκρη Του Καιρού
Θα Στήσω Τη Μορφή Σου
Με Πίκρα Και Με Λησμονιά
Θα Δέσω Την Ψυχή Σου.

Χαίρε Πέτρινο Λουλούδι
Με Το Χρώμα Της Φωτιάς
Απ' Το Αίμα Της Καρδιάς.


Τώρα, τι απέγινε σήμερα αυτό το παιδί που γεννήθηκε, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Αυτό το παιδί πάντως, γυρίζοντας σε αυτούς τους Δρόμους τους Παλιούς, ακούγεται να σιγοτραγουδά:


"Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανέναν


Άλλος Ένας πυλώνας της Ελλάδας έφυγε και πέρασε στην Αιωνιότητα.

Πότε η Ελλάδα θα ξεφύγει από την αιώνια καταδίκη της να στηρίζεται σε πυλώνες και όχι να αιωρείται στα ύψη;



Αντίο Μίκη.